ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 2053
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 192/2007)
21 Δεκεμβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
1. ALLIANCE INTERNATIONAL REINSURANCE CO. LTD,
2. HEMSI KHADER,
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΛΤΗΣ,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Γιωρκάτζης, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η αξίωση του ενάγοντα-εφεσείοντα ήταν για επιστροφή ποσού Λ.Κ.100.000.- το οποίον είχε καταβάλει στην εναγόμενη-εφεσίβλητη 1 ως αντίτιμο για αγορά μετοχών της εφεσίβλητης 1, τις οποίες αυτή απέτυχε να εισάξει στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.) μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι η σύμβαση πώλησης μετοχών κατέστη άνευ ανταλλάγματος και επομένως ότι το ποσό που κατέβαλε για τις μετοχές έπρεπε να του επιστραφεί δυνάμει του σχετικού νόμου.
Η αγωγή εναντίον των εναγομένων 2 και 3 αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έγιναν παραδεκτά τα ουσιώδη γεγονότα. Αυτά ήταν:
(1) Ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο η εφεσίβλητη 1 ήταν και εξακολουθεί να είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο, σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, με έδρα την επαρχία Λεμεσού. Σκόπευε να εισάξει τους μετοχικούς της τίτλους, για διαπραγμάτευση, στο Χ.Α.Κ..
(2) Κατά το Σεπτέμβριο του 2000 ο εφεσείων, με αμετάκλητη αίτηση του προς την εφεσίβλητη 1, ζήτησε να αποκτήσει μετοχές της. Η αίτηση έγινε αποδεκτή και παραχωρήθηκαν στον εφεσείοντα 100.000 μετοχές της εφεσίβλητης 1, οπότε ο εφεσείων κατέστη μέτοχος της εφεσίβλητης 1.
(3) Το πρώτο ενημερωτικό δελτίο και η αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της εφεσίβλητης 1 στο Χ.Α.Κ. έγινε στις 3.8.2000, η αίτηση εγκρίθηκε στις 24.2.2003 και οι τίτλοι της εφεσίβλητης 1 άρχισαν να τυγχάνουν διαπραγμάτευσης στο Χ.Α.Κ. στις 17.4.2003.
(4) Κατά ή περί την 7.2.2001 η εφεσίβλητη προχώρησε στην έκδοση και παράδοση στον εφεσείοντα του πιστοποιητικού μετοχών για τις 100.000 πληρωθείσες μετοχές. Κατά ή περί την 4.7.2001 η εφεσίβλητη 1 κατέβαλε στον εφεσείοντα το ποσό των Λ.Κ.770.-, ως προμέρισμα για το έτος που έληγε την 31.12.2001. Ο εφεσείων παρέλαβε το πιστοποιητικό μετοχών για τις 100.000 μετοχές που αγόρασε και πλήρωσε και για επιπρόσθετες 25.000 μετοχές που του παραχωρήθηκαν δωρεάν, καθώς επίσης και πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς μετοχών για 12.500 μετοχές. Η παραχώρηση των μετοχών και των δικαιωμάτων αγοράς μετοχών έγινε στις 24.1.2001.
(5) Η εφεσίβλητη κατέβαλε στον εφεσείοντα ποσό Λ.Κ.770.- ως μέρισμα το οποίον ο εφεσείων εισέπραξε στις 17.7.2001. Επιπρόσθετα η εφεσίβλητη κατέβαλε για λογαριασμό του εφεσείοντα Λ.Κ.30.- εισφορά για την άμυνα και Λ.Κ.200.- για φόρο εισοδήματος.
(6) Την 21.6.2002 και την 30.9.2002 ο εφεσείων, με επιστολές των δικηγόρων του, κάλεσε την εφεσίβλητη 1 να του εμβάσει το ποσό των Λ.Κ.100.000.-, πλέον τόκους, ουσιαστικά ασκώντας τα δικαιώματα που του παρέχει η πρόνοια του άρθρου 58Α 3 (β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου.
(7) Την 16.10.2002 ο εφεσείων καταχώρησε την αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
(8) Στις 11.6.2003 (μετά δηλαδή την έναρξη της διαπραγμάτευσης των μετοχών στο Χ.Α.Κ. στις 17.4.2003) ο εφεσείων ενεχυρίασε το σύνολο των μετοχών που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής του, στην Τράπεζα Κύπρου, και, ως αντάλλαγμα, εξασφάλισε δάνειο. Στα πλαίσια της συμφωνίας ενεχυρίασης ο εφεσείων εισέπραξε Λ.Κ.531.25.- στις 5.1.2005, Λ.Κ.425.- στις 11.8.2005 και κάποια άλλα ποσά αργότερα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση του ενάγοντα-εφεσείοντα θεμελιώνεται στην προαναφερόμενη πρόνοια 58Α 3(β), σύμφωνα με την οποία ένας ενδιαφερόμενος αγοραστής που κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο, για την αγορά μετοχών, δύναται μετά πάροδο 3 μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χ.Α.Κ., ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, να ζητήσει γραπτώς την επιστροφή του ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε, εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί ακόμη στο Χ.Α.Κ.. Σε τέτοια περίπτωση ο εκδότης, εταιρεία ή πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα οφείλει να επιστρέψει στον ενδιαφερόμενο αγοραστή, εντός 10 ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ζήτησε επιστροφή του χρηματικού ποσού που κατέβαλε, με τόκο 6% ετησίως υπολογιζόμενον από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική κυπριακή και αγγλική νομολογία, εξετάζοντας τη θέση της υπεράσπισης ότι ο εφεσείων, με την όλη συμπεριφορά του, από την παραχώρηση των μετοχών που ζήτησε να αποκτήσει, ενεργούσε ως μέτοχος της εφεσίβλητης 1 κατά τρόπο που τον εμποδίζει από του να δικαιούται στις θεραπείες που ζητά με την αγωγή του. Στις παραγράφους 9 και 10 της έκθεσης υπεράσπισης γίνεται ειδική αναφορά σε δύο συγκεκριμένες πράξεις του εφεσείοντα, τη λήψη μερίσματος και την ενεχυρίαση των μετοχών του, οι οποίες, κατά την υπεράσπιση, δημιουργούν κώλυμα στη διεκδίκηση θεραπειών από τον εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατ΄ ισχυρισμό αποποίηση του δικαιώματος του εφεσείοντα, δυνάμει του προαναφερόμενου άρθρου 58Α 3(β), ήταν δεόντως δικογραφημένη και βασιζόταν ουσιαστικά στην ενεχυρίαση των μετοχών του και τη λήψη μερισμάτων. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε στις εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Η θέση του συνηγόρου της εφεσίβλητης 1 ήταν ότι ο εφεσείων, με πλήρη γνώση των γεγονότων, επιβεβαίωσε τη μετοχική του ιδιότητα και, ενεργώντας κατ΄ αυτό τον τρόπο, απώλεσε το δικαίωμα τερματισμού που του παρέχει ο νόμος. Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης 1, από την άλλη, ήταν ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν δημιουργήθηκε οποιοδήποτε κώλυμα (estoppel), αλλά ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε αποποίηση δικαιώματος εκ μέρους του εφεσείοντα. Σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, για να λειτουργήσει η αρχή του κωλύματος θα πρέπει να αποδειχτεί ότι η εφεσίβλητη 1, ενήργησε βασιζόμενη στις παραστάσεις του εφεσείοντα και υπέστη ζημιά. Βασίστηκε, η εισήγηση αυτή, στη γνωστή απόφαση στην υπόθεση Central London Property Trust v. High Trees House Ltd (1947) K.B. 130. Επιπρόσθετα ο κ. Αγγελίδης υπέδειξε ότι η αρχή του κωλύματος αλλά και η αρχή της αποποίησης (waiver) δεν μπορούν να εφαρμοστούν όταν το δικαίωμα που επικαλείται ο ενάγων δεν είναι συμβατικό αλλά πηγάζει από νόμο, όπως στην παρούσα υπόθεση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις του εφεσείοντα και συμφώνησε με τις θέσεις της εφεσίβλητης 1. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην παλιά αγγλική απόφαση στην Scholey n. Venezuela Central Rail Co. (1868) L.R. 9, Εq. 266, στην οποία αποφασίστηκε ότι η είσπραξη μερίσματος, εν γνώσει του δικαιώματος τερματισμού, επιφέρει απώλεια του δικαιώματος τερματισμού της συμφωνίας αγοράς μετοχών. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο ο εφεσείων, με τη συμπεριφορά του, αποποιήθηκε του δικαιώματος τερματισμού της συμφωνίας αγοράς μετοχών και επιστροφής των χρημάτων που επλήρωσε, αφού επέλεξε να διατηρήσει τη συμβατική του σχέση με την εφεσίβλητη 1 εταιρεία, αποδεχόμενος τις 25.000 νέες μετοχές που εκδόθηκαν στο όνομα του, αποδεχόμενος τα μερίσματα που του καταβλήθηκαν και, το σημαντικότερο, κατά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ενεχυριάζοντας τις μετοχές του σε τράπεζα, για λήψη δανείου. Από τις προαναφερόμενες ενέργειες ήταν φανερή η επιλογή του εφεσείοντα να διατηρήσει τη συμβατική του σχέση με την εφεσίβλητη 1 εταιρεία, αποκομίζοντας μάλιστα και όφελος από την επιλογή αυτή, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Προς επίρρωση των θέσεων του το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά και στην υπόθεση Louis Tourist Agency v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98 στην οποίαν αναγνωρίστηκε η δυνατότητα απεμπόλησης ή αποποίησης δικαιώματος που απορρέει από το νόμο.
Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους:
(α) Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων κωλύεται, ένεκα της συμπεριφοράς του, να απαιτήσει τα καταβληθέντα ποσά επειδή ισχύει, στην προκείμενη περίπτωση, η αρχή του κωλύματος η οποία εμποδίζει τον εφεσείοντα να απαιτήσει την αυστηρή εφαρμογή των δικαιωμάτων του δυνάμει του προαναφερόμενου άρθρου, και
(β) Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή του κωλύματος στην παρούσα υπόθεση στην οποία τα δικαιώματα του εφεσείοντα πηγάζουν από το νόμο και όχι από ιδιωτική συμφωνία.
Δεν υπάρχει άκαμπτος και απόλυτος κανόνας αναφορικά με το κατά πόσο μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής του κωλύματος (estoppel) για την εξουδετέρωση δικαιώματος που απορρέει από νομοθετική πρόνοια. Σε αγγλική νομολογία, όμως, έχει γίνει αναφορά στο ότι ένας διάδικος δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχή του κωλύματος για να παρακάμψει δικαίωμα του άλλου διάδικου το οποίον απορρέει από νομοθετική πρόνοια. Αν μια νομοθετική πρόνοια βασίζεται σε σαφή δημόσια πολιτική τότε το δικαίωμα που απορρέει από τέτοια νομοθετική πρόνοια δεν μπορεί να παρακαμφθεί με την εφαρμογή της αρχής του κωλύματος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις νομοθετικών προνοιών που αφορούν π.χ. σε τύπους ή χρονικούς περιορισμούς, το δικαίωμα που απορρέει από τη νομοθετική πρόνοια μπορεί να παρακαμφθεί με τη λειτουργία της αρχής του κωλύματος (Δέστε: Hαlsbury´s Laws of England, Reissue, Τόμος 16(2), παράγραφος 960-963, σελ. 413-420 και τη νομολογία που αναφέρεται στις σελίδες εκείνες).
Το συμπέρασμα που φαίνεται να εξάγεται από τη νομολογία είναι ότι η αρχή του κωλύματος συχνότερα εφαρμόζεται όταν πρόκειται για συμβατικά δικαιώματα και σπανιότερα όταν πρόκειται για δικαιώματα που πηγάζουν από το νόμο, τα οποία συνήθως επηρεάζουν μεγαλύτερο φάσμα ατόμων απ΄ ότι τα συμβατικά δικαιώματα. Όμως στην υπόθεση Scholey (ανωτέρω), εξετάστηκε συγκεκριμένα το ζήτημα της απώλειας του δικαιώματος ακύρωσης συμφωνίας αγοράς μετοχών, που δημιουργήθηκε εξαιτίας ψευδών παραστάσεων και το οποίον πήγαζε από νομοθετική πρόνοια και αποφασίστηκε ότι η είσπραξη μερίσματος συνιστούσε ενέργεια που αποστερούσε το δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Σε άλλη παλιά αγγλική υπόθεση, την Re Hop and Malt Exchange and Warehouse Co., Ex parte Briggs (1866) L.R. 1 Eq. 483 αποφασίστηκε ότι η απόπειρα πώλησης των μετοχών στερεί τον δικαιούχο από το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας αγοράς των μετοχών. Το δικαίωμα τερματισμού, επίσης, μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς και από τη μη άσκηση του μέσα σε εύλογο χρόνο. Βέβαια το τι συνιστά εύλογο χρόνο είναι ζήτημα γεγονότων στην κάθε υπόθεση. Ο χρόνος αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο δικαιούχος έλαβε γνώση των ψευδών παραστάσεων ή του λόγου για τον οποίο έχει δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας (Δέστε: Halsbury´s Laws of England, Third Edition, Vo. 6, παρα. 383, σελ. 188 και 189).
Στην προκείμενη περίπτωση, μετά τη γένεση του δικαιώματος του άρθρου 58Α 3(β), στις 3.11.2000 (εφόσον η σχετική αίτηση είχε υποβληθεί στις 3.8.2000), ο εφεσείων αποδέχτηκε την παραχώρηση δωρεάν μετοχών σ΄ αυτόν, στις αρχές του 2001, αποδέχθηκε συνολικό μέρισμα Λ.Κ.1.000.- στις 17.7.2001, και ενώ απέστειλε επιστολές ζητώντας την επιστροφή των χρημάτων του, την 21.6.2002 και την 3.9.2002 και αφού καταχώρησε και την αγωγή του στις 16.10.2002, στις 11.6.2003 συμφώνησε με την Τράπεζα Κύπρου την ενεχυρίαση του συνόλου των επίδικων μετοχών του με σκοπό την εξασφάλιση δανείου το οποίο εισέπραξε σταδιακά, στις 5.1.2005, στις 11.8.2005 και μεταγενέστερα. Στο μεταξύ στις 24.2.2003 είχε εγκριθεί η αίτηση της εφεσίβλητης 1 για εισαγωγή των μετοχικών τίτλων της στο Χ.Α.Κ. και η διαπραγμάτευση των τίτλων αυτών στο Χ.Α.Κ. άρχισε στις 17.4.2003. Η περίοδος από 3.11.2000, που δημιουργήθηκε το δικαίωμα, μέχρι 21.6.2002, πρώτη ημερομηνία αποστολής της επιστολής του εφεσείοντα με την οποία ζητούσε επιστροφή των χρημάτων του, είναι περίπου 19 μήνες.
Στην υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ, 127 έγινε ανάλυση του σχετικού νόμου και της νομολογίας αναφορικά με το εξ επιεικείας κώλυμα. Ειδική αναφορά έγινε στην υπόθεση Stylianou v. Papakleovoulou (1982) 1CLR, 542 στην οποία υποδείχθηκε ότι η βάση της αρχής του κωλύματος έχει διευρυνθεί με την πάροδο του χρόνου και στους νεότερους χρόνους, εκείνο που πρέπει μόνο να αποδειχθεί είναι ότι θα ήταν άδικο για τον υποσχόμενο να επιμείνει, ενόψει των παραστάσεων του με λόγια ή συμπεριφορά, στην εφαρμογή των αυστηρών νομικών του δικαιωμάτων.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι οι πράξεις και η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα, μετά την ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκε το δικαίωμα του για τερματισμό της συμφωνίας αγοράς μετοχών και επιστροφή των χρημάτων του δυνάμει του προαναφερόμενου άρθρου, ήταν τέτοια που του στερούσε το δικαίωμα να τερματίσει τη συμφωνία και να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων του. Παρόλο που το προαναφερόμενο δικαίωμα απορρέει από νομοθετική πρόνοια, κρίνουμε ότι μπορεί να παρακαμφθεί με τη λειτουργία της αρχής του κωλύματος και ότι στην προκείμενη περίπτωση, εξαιτίας των ενεργειών του εφεσείοντα, είναι ορθό και δίκαιο να παρακαμφθεί. Συγκεκριμένα σημειώνουμε ότι, στο αρχικό στάδιο, ο εφεσείων επιβεβαίωσε την ιδιότητα του ως μετόχου της εφεσίβλητης 1 με την αποδοχή των μετοχών, των πρόσθετων μετοχών που του παραχωρήθηκαν και του μερίσματος, ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο και αφού επιχείρησε να ασκήσει το δικαίωμα του δυνάμει του νόμου και αφού καταχώρησε και την αγωγή του, προχώρησε στην ενεχυρίαση του συνόλου των επίδικων μετοχών του με σκοπό την εξασφάλιση δανείου, δηλαδή οφέλους για τον ίδιο. Η περίοδος των 19 περίπου μηνών από τη γένεση του δικαιώματος του εφεσείοντα μέχρι την απόπειρα άσκησης του δικαιώματος ήταν, κατά την άποψη μας, και αυτή παράλογα μεγάλη, αν ληφθεί υπόψη ότι κατά την περίοδο αυτή το όνομα του εφεσείοντα, με όλες τις επιπτώσεις που αυτό έχει, ήταν εγγεγραμμένο στο μητρώον των μετόχων της εφεσίβλητης 1 εταιρείας. Κατά την κρίση μας, η όλη συμπεριφορά και οι ενέργειες του εφεσείοντα συνιστούν και ανεπίτρεπτη αποδοκιμασία και επιδοκιμασία των ενεργειών της εφεσίβλητης 1, με αποτέλεσμα να είναι άδικο να επιτραπεί στον εφεσείοντα να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει ο Νόμος και επομένως να κωλύεται να το πράξει.
Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται, με €2.000.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης 1.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.