ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 2063
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 112/2008)
21 Δεκεμβρίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΒΕΡΚΙΟΥ,
Εφεσίβλητος.
_________________________
Ν. Χ΄΄ Ιωάννου προσωπικά και για Χ. Καλογήρου, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Βάση για την αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντα, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ήταν το τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 26.9.2003 στην Πάφο. Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και δέχθηκε την εκδοχή του ενάγοντα-εφεσίβλητου ενώ απέρριψε την εκδοχή του εναγόμενου-εφεσείοντα.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου, την οποία δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν ότι, ενώ ο εφεσίβλητος οδηγούσε την μοτοσυκλέτα του στην οδό Ηλυσίων (που είναι κύριος και κατηφορικός δρόμος) με νότια κατεύθυνση προς την οδό Αναπαύσεως (η οποία θεωρείται ως προέκταση της Ηλυσίων), με ταχύτητα 5-10 χιλιομέτρων την ώρα και κρατώντας την αριστερή λωρίδα του δρόμου, είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα στα δεξιά της πορείας του από απόσταση 30-40 μέτρων. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ήταν ακινητοποιημένο στην αριστερή πλευρά του δρόμου, κοντά στην είσοδο της οδού Αναπαύσεως από την οδό Ηλυσίων. Ο εφεσίβλητος σχημάτισε την εντύπωση ότι ο εφεσείων τον περίμενε να εξέλθει από την οδό Ηλυσίων, που είναι κάπως στενός δρόμος, για να εισέλθει ο ίδιος στην οδό Αναπαύσεως. Έτσι ο εφεσίβλητος συνέχισε την πορεία του πλησιάζοντας το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, όταν στα 3 με 4 μέτρα το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άρχισε να κινείται και να στρίβει προς τα δεξιά, σύμφωνα με την πορεία του, δείχνοντας και με το δείκτη του την πρόθεση του αυτή, οπόταν ο εφεσίβλητος αντελήφθη, τη στιγμή εκείνη, ότι ο εφεσείων θα του έκλεινε το δρόμο και ταυτόχρονα πρόσεξε ότι αυτός μιλούσε και στο κινητό του τηλέφωνο. Ο εφεσίβλητος βρέθηκε προ εκπλήξεως και προφανώς ενεργώντας κάτω από τις περιστάσεις, πάτησε τα φρένα της μοτοσυκλέτας του. Επειδή όμως ο δρόμος, στο σημείο εκείνο, είναι κατηφορικός και υπήρχε χαλίκι («τσιακίλι») «τον έριξε» και κτύπησε στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής, με βάση τη μαρτυρία που δέχθηκε ως αληθινή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενώ το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ήταν ακινητοποιημένο και ο ίδιος μιλούσε στο κινητό του τηλέφωνο, εντελώς απότομα και ξαφνικά ξεκίνησε, και χωρίς να προσέξει τον εφεσίβλητο, ο οποίος οδηγούσε την μοτοσυκλέτα του από την αντίθετη κατεύθυνση, του απέκοψε την πορεία. Όταν ο εφεσίβλητος βρισκόταν σε απόσταση 4 περίπου μέτρων από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, ο εφεσείων έστριψε προς τα δεξιά για να εισέλθει στην οδό Αναπαύσεως, χωρίς να επιδείξει τη δέουσα παρατηρητικότητα και χωρίς να αντιληφθεί έγκαιρα την μοτοσυκλέτα του εφεσίβλητου, η οποία εκινείτο νόμιμα στην πορεία της, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του εφεσίβλητου, αυτός να χρησιμοποιήσει απότομα τα φρένα του για να αποφύγει τη σύγκρουση, χωρίς όμως επιτυχία. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος αποτέλεσε η αμελής οδήγηση του εφεσείοντα ο οποίος, ενώ είχε το αυτοκίνητο του ακινητοποιημένο στην αριστερή πλευρά του δρόμου, εντελώς ξαφνικά και όταν ο εφεσίβλητος βρισκόταν σε πολύ μικρή απόσταση, επιχείρησε να στρίψει προς τα δεξιά, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει την τροχαία κίνηση με αποτέλεσμα να ανακόψει την κανονική πορεία του εφεσίβλητου.
Αναφορικά με την αντίδραση του εφεσίβλητου, όταν αυτός διαπίστωσε τον κίνδυνο που δημιούργησε μπροστά του και σε πολύ μικρή απόσταση η προαναφερόμενη ενέργεια του εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, ότι ο εφεσίβλητος έλαβε εύλογα μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης (χρησιμοποιώντας τα φρένα του), χωρίς όμως να το καταφέρει, λόγω της κατωφέρειας του δρόμου και του «τσιακιλιού» που υπήρχε εκεί τα οποία συνέτειναν ώστε η μοτοσυκλέτα του εφεσίβλητου να γλιστρήσει και να «πέσει» πάνω στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Καμιά ενέργεια του εφεσίβλητου δεν συνέτεινε στην πρόκληση του δυστυχήματος. Αυτός δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να προβλέψει ότι ο εφεσείων, εντελώς ξαφνικά, θα επιχειρούσε να εισέλθει στη δεξιά λωρίδα ενώ το αυτοκίνητο του ήταν ακινητοποιημένο στα αριστερά του δρόμου και χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι κάτι τέτοιο ήταν ασφαλές, να το πράξει. Η ενέργεια του εφεσίβλητου να χρησιμοποιήσει τα φρένα του, κάτω από την πίεση της στιγμής και την αγωνιώδη κατάσταση στην οποία ξαφνικά βρέθηκε, ένεκα των ενεργειών του εφεσείοντα, ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη. Αναφέρθηκε συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Φιλή (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110 και Νικολαίδης ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422.
Δεν είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στο μεγάλο μέρος της πρωτόδικης απόφασης το οποίο ασχολείται με το ζήτημα του καθορισμού του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, εφόσον ο λόγος έφεσης αναφορικά με το ζήτημα αυτό εγκαταλείφθηκε.
Αναφορικά με τις ειδικές ζημιές του εφεσίβλητου το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος λάμβανε από την εργασία του ποσό Λ.Κ.1500.- μηνιαίως, όμως στο φόρο εισοδήματος δήλωνε μόνον Λ.Κ.500.- μηνιαίως και κατέβαλλε και εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων επί του ποσού των Λ.Κ.500.- Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο ότι, για την απώλεια των απολαβών του εφεσίβλητου, ο οποίος ήταν εργοδοτούμενος, θα έπρεπε να υπολογιστεί το ποσό των Λ.Κ.500.- μηνιαίως ως κερδαινόμενο εισόδημα. Επειδή ο εφεσίβλητος δεν αντεξετάστηκε καθόλου ως προς το αν το ποσό των Λ.Κ.500.- αποτελούσε ή όχι το καθαρό του εισόδημα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσό εκείνο θα έπρεπε να υπολογισθεί ως το καθαρό ποσό των μηνιαίων απολαβών του εφεσίβλητου. Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε τις αναγκαίες μετατροπές από τις Λ.Κ. στο ευρώ, που στο μεταξύ είχε εισαχθεί, επιδίκασε στον εφεσίβλητο συνολικό ποσό 5.322,29 ευρώ ως ειδικές αποζημιώσεις, εκ των οποίων 2.562,90 ευρώ ως απώλειες απολαβών.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με εννέα λόγους έφεσης εκ των οποίων ο όγδοος λόγος έφεσης αναφορικά με γενικές αποζημιώσεις 20.000 ευρώ για πόνο και ταλαιπωρία εγκαταλείφθηκε. Αμφισβητούμενα είναι τα ζητήματα της ευθύνης και των ειδικών ζημιών.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο ζήτημα της ευθύνης την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο καταλόγισε εξ ολοκλήρου εις βάρος του εφεσείοντα. Ο δεύτερος λόγος αφορά στη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος όπως την συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο τρίτος λόγος αφορά στο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την απότομη και ξαφνική κίνηση του ακινητοποιημένου αυτοκινήτου του εφεσείοντα προς τα δεξιά, με την οποία αποκόπηκε, από πολύ μικρή απόσταση, η πορεία της μοτοσυκλέτας του εφεσίβλητου. Συνυφασμένος με τον τρίτο λόγο είναι και ο τέταρτος λόγος που αφορά στο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι μοναδική αιτία για την πρόκληση του δυστυχήματος αποτέλεσε η προαναφερόμενη ενέργεια του εφεσείοντα. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στο πρωτόδικο, κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο, συμπέρασμα ότι, στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος βρέθηκε μπροστά σε ξαφνικό κίνδυνο εξαιτίας των ενεργειών του εφεσείοντα. Ο έκτος λόγος αφορά στα κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των διαδίκων ως μαρτύρων. Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται ως σφάλμα το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκαμε οποιοδήποτε εύρημα ως προς το σημείο σύγκρουσης όπως φαίνεται στο σχέδιο της Αστυνομίας που κατατέθηκε ενώπιον του ως τεκμήριο 2. Με τον ένατο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με το ποσό των 2.562,90 ευρώ που το πρωτόδικο δικαστήριο επεδίκασε ως απώλεια απολαβών του εφεσίβλητου. Εφόσον ο εφεσίβλητος είπε ότι ήταν εστιάτορας, μέσω εταιρείας της οποίας ήταν μέτοχος και διευθυντής, το ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν η απώλεια των μισθών του εφεσίβλητου αλλά η οποιαδήποτε τυχόν απώλεια στα εισοδήματα της εταιρείας η οποία εκμεταλλευόταν το εστιατόριο. Κατά τον εφεσείοντα λανθασμένη ήταν και η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο προαναφερόμενος μηνιαίος μισθός των Λ.Κ.500.- συνιστούσε καθαρές απολαβές του εφεσίβλητου.
Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο διαφωνίας με την πρωτόδικη απόφαση ή ανατροπής της σε οποιοδήποτε σημείο. Ήταν απόλυτα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβηκε και να καταλήξει στα συμπεράσματα, ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, στα οποία κατέληξε. Αιτιολόγησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, τα συμπεράσματα του και όπως είναι θεμελιωμένο το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας και τα συμπεράσματα ως προς τα γεγονότα του πρωτόδικου δικαστηρίου εκτός αν αυτά είναι παράλογα. Κάτι τέτοιο, στην προκείμενη περίπτωση, δεν συμβαίνει.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος βρέθηκε μπροστά σε μια απότομη, ξαφνική και επικίνδυνη ενέργεια του εφεσείοντα, να ξεκινήσει το αυτοκίνητο του στρίβοντας δεξιά, ενώ μέχρι στιγμής ήταν ακινητοποιημένο στην αριστερή πλευρά του δρόμου, όταν ο εφεσίβλητος, με τη μοτοσυκλέτα του, βρισκόταν σε απόσταση μόνο 3 με 4 μέτρων από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Σ΄ αυτή την επικίνδυνη κατάσταση που βρέθηκε ο εφεσίβλητος, για την οποία δεν ευθυνόταν ο ίδιος, αλλά εξ ολοκλήρου ο εφεσείων, ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τα φρένα της μοτοσυκλέτας του. Όμως, λόγω της κατωφέρειας του δρόμου και της ύπαρξης ποσότητας μικρού χαλικιού στο σημείο, προφανώς έχασε τον έλεγχο των κινήσεων της μοτοσυκλέτας του και ουσιαστικά «ρίφθηκε» πάνω στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Ο εφεσείων έδωσε μεγάλη σημασία στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά στο σημείο συγκρούσεως. Το σημείο συγκρούσεως, όπως φαίνεται στο σχέδιο της Αστυνομίας, τεκμήριο 2, βρίσκεται σε απόσταση 4.60 μέτρων από το αριστερό πεζοδρόμιο της οδού Αναπαύσεως και επομένως μέσα στη λωρίδα πορείας του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, δεδομένου ότι το πλάτος της οδού Ηλυσίων στο νότιο της στόμιο είναι 12.40 μέτρα ενώ το πλάτος της οδού Αναπαύσεως είναι 12.80 μέτρα. Κατά τον εφεσείοντα, λαμβανομένου υπόψη του πλάτους της οδού Αναπαύσεως, το μέσο του δρόμου βρίσκεται στα 6.40 μέτρα και επομένως το σημείο συγκρούσεως βρίσκεται αριστερότερα του κέντρου του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του εφεσείοντα.
Δεν συμφωνούμε με τις θέσεις αυτές του εφεσείοντα για τους εξής λόγους: Τη στιγμή της σύγκρουσης το αυτοκίνητο του εφεσείοντα βρισκόταν σε πορεία κίνησης προς τα δεξιά και επομένως ήταν αναπόφευκτο ότι θα έκοβε την πορεία της μοτοσυκλέτας του εφεσίβλητου. Ο εφεσίβλητος, ο οποίος οδηγούσε με μικρή ταχύτητα, φρέναρε απότομα αλλά δεν μπόρεσε να ελέγξει τη μοτοσυκλέτα του, ένεκα της κατωφέρειας του δρόμου και του χαλικιού που υπήρχε στο σημείο συγκρούσεως και γύρω από αυτό, με αποτέλεσμα η μοτοσυκλέτα να γλιστρήσει και να «πέσει» πάνω στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Επομένως, υπό αυτές της περιστάσεις, το σημείο συγκρούσεως δεν έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία και δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν δεν έκαμε αναφορά στο σημείο συγκρούσεως και δεν συνάρτησε τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του με το σημείο συγκρούσεως. Εν πάση όμως περιπτώσει δεν μπορεί να λεχθεί ότι το μέσο του δρόμου ήταν τα 6.40 μέτρα εφόσον το στόμιο της οδού Ηλυσίων (από την οποία κατευθυνόταν ο εφεσίβλητος) έχει πλάτος 12.40 μέτρα (και το κέντρο του είναι τα 6.20 μέτρα), ενώ αμέσως πριν το στόμιο η οδός Ηλυσίων είναι στενός δρόμος με πλάτος μόνο 3.80 μέτρα του οποίου το μέσο είναι τα 1.90 μέτρα. Άρα οι συλλογισμοί του εφεσείοντα δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.
Συμφωνούμε περαιτέρω με το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος, ως προς τη μη ύπαρξη οποιασδήποτε αμέλειας εκ μέρους του εφεσίβλητου, αλλά και ως προς τις ειδικές αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσίβλητου και συγκεκριμένα του ποσού των 2.562,90 ευρώ ως απώλεια των απολαβών του. Ο εφεσίβλητος ήταν εργοδοτούμενος στην εταιρεία η οποία διαχειριζόταν το εστιατόριο στο οποίο αυτός εργαζόταν και επομένως θεωρούμε ότι εφόσον ο μηνιαίος μισθός του, τον οποίο δήλωνε στο φόρο εισοδήματος και επί του οποίου πλήρωνε και εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων ήταν Λ.Κ.500.- ήταν λογικό ως βάση της απώλειας των απολαβών του, να ληφθεί υπόψιν ο μηνιαίος μισθός των Λ.Κ.500.- Ο εφεσίβλητος δεν εργάστηκε για τρεις μήνες, επομένως απώλεσε Λ.Κ.1.500.-, δηλαδή 2.562,90 ευρώ, όπως τα υπολόγισε το πρωτόδικο δικαστήριο. Αναφορικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι το ποσό των Λ.Κ.500.- μηνιαίως θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μη καθαρές απολαβές του εφεσίβλητου, και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, εφόσον ο εφεσίβλητος δεν αντεξετάστηκε επί του σημείου αυτού, ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι οι απολαβές αυτές ήταν καθαρές.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την έφεση αβάσιμη και την απορρίπτουμε. Έξοδα €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.