ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1932
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 105/2007)
14 Δεκεμβρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΣΠΥΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
2. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΡΜΙΑ, ΑΛΛΩΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ΚΑΙ
ΟΙΚΟΣΥΝΘΕΣΕΙΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες.
- - - - - -
Μ. Ιακώβου, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Ιωαννίδου, για τους Εφεσίβλητους.
- - - - - -
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, μέσω και των τριών λόγων ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης όπως αυτοί προβλήθηκαν στην Ειδοποίηση Έφεσης και προωθήθηκαν στις αγορεύσεις των συνηγόρων, εγείρεται προς εξέταση και δικαστική απόφανση από το Εφετείο ένα νομικό θέμα, το οποίο μπορεί να αποδοθεί ως εξής:
Κατά πόσο ένας εργολήπτης ο οποίος με την υπογραφή σύμβασης αναλαμβάνει και διεκπεραιώνει την εκτέλεση οικοδομικού έργου καθ΄ην στιγμή δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης δυνάμει των προνοιών της περί Εγγραφής και Ελέγχου των Εργοληπτών νομοθεσίας κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης, δικαιούται ή όχι σε επιδικασμό από το Δικαστήριο ποσού σε σχέση με αξία εργασίας η οποία εκτελέστηκε δυνάμει της σύμβασης από το χρονικό σημείο κατά το οποίο εξασφάλισε νόμιμη εγγραφή και μετέπειτα.
Σύμφωνα με τα διακριβωθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο γεγονότα στην αγωγή που είχαν καταχωρήσει οι εφεσίβλητοι εργολήπτες εναντίον των εφεσειόντων ιδιοκτητών ανεγερθείσας κατοικίας, η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων είχε υπογραφεί στις 27.12.1999, ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν εγγεγραμμένοι εργολήπτες δυνάμει του σχετικού Νόμου. Άρχισαν και συνέχισαν τη διεκπεραίωση του αναληφθέντος από αυτούς έργου μέχρι την 13.11.2000, οπότε και η σύμβαση τερματίστηκε από τους εφεσείοντες. Νόμιμη εγγραφή ως εργολήπτες δυνάμει του Νόμου, οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν σε ενδιάμεσο των εργασιών στάδιο, κατά την 8.8.2000.
Στην αγωγή την οποία ήγειραν οι εφεσίβλητοι εναντίον των εφεσειόντων για υπόλοιπο αμοιβής και/ή αποζημιώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, αφού διακρίβωσε ότι πράγματι σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσιβλήτων αυτοί είχαν εκτελέσει εργασίες με βάση τις συμβατικές τους υποχρεώσεις για τις οποίες δεν τους είχε καταβληθεί αμοιβή από τους εφεσείοντες και ότι οι εφεσίβλητοι ήσαν το αναίτιο μέρος σε διάρρηξη της Σύμβασης από τους εφεσείοντες, έκρινε ότι:
α. Εφόσον κατά την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν εγγεγραμμένοι εργολήπτες δυνάμει του Νόμου, δεν εδικαιούντο να απαιτούν δικαστικώς αμοιβή για υπηρεσίες ή δαπάνες με βάση τη συμφωνία η οποία ήταν εξ υπαρχής άκυρη και παράνομη.
β. Επειδή οι εφεσίβλητοι όμως προώθησαν διαζευκτική απαίτηση για τις εκτελεσθείσες εργασίες μετά την απόκτηση από αυτούς άδειας εργολήπτη στις 8.8.2000, με βάση το Άρθρο 5(4) του Νόμου και τη νομολογία, εδικαιούντο να απαιτούν δικαστική αμοιβή για υπηρεσίες ή δαπάνες ως προς αυτές τις εργασίες.
Όπως εξήγησε περαιτέρω στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμοζόταν στην περίπτωση η αρχή της αποζημίωσης στη βάση της αρχής του quantum meruit σε σχέση με προσφορά εργασιών που γίνονται αποδεκτές στην απουσία δεσμευτικού συμβολαίου μεταξύ των μερών. Αφού δε προχώρησε το Δικαστήριο στον υπολογισμό ως εύλογης αμοιβής για την εργασία που είχαν εκτελέσει οι εφεσίβλητοι μετά την 8.8.2000 το ποσό των £2.840, προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό εκείνο, με έξοδα. Απέρριψε παράλληλα Ανταπαίτηση την οποία είχαν καταχωρήσει και προωθήσει οι εφεσείοντες.
Με την έφεσή τους, οι εφεσείοντες διαφωνούν με την πρωτόδικη απόφαση για επιδικασμό οποιουδήποτε ποσού εναντίον τους ως αμοιβής των εφεσιβλήτων, ισχυριζόμενοι ότι η παρανομία κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης ήταν καθοριστικής σημασίας εμπόδιο στη διεκδίκηση οποιασδήποτε αμοιβής. Πιο συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες ήγειραν τρεις συνολικά λόγους έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου, οι οποίοι λόγοι ως εκ της φύσεώς τους μπορούν να συνεξετασθούν ως συνδεόμενοι άρρηκτα προς εξέταση με το κεντρικό νομικό ζήτημα, όπως αυτό το έχουμε καθορίσει στην αρχή της παρούσας Απόφασης.
Ένα από τα κύρια επιχειρήματα των εφεσειόντων είναι ότι αφ΄ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι εργασίες τις οποίες εκτέλεσαν οι εφεσίβλητοι και για τις οποίες επιδίκασε το προαναφερθέν ποσό, ήσαν συνέχεια και μέρος εκείνων που ανάλαβαν να εκτελέσουν με βάση τη συμφωνία, δεν μπορούσε να διαχωριστούν και να επιδικαστεί για εκείνες αμοιβή. Η συμφωνία ήταν από τη σύναψή της παράνομη και δεν μπορούσε να δημιουργήσει νόμιμα δικαιώματα.
Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι αντέτειναν ότι ορθά ενήργησε το Δικαστήριο, εφόσον αφ΄ ης στιγμής εξασφαλίζεται η εγγραφή και αποκτάται η άδεια, δεν υπάρχει πλέον παρανομία και οι εργασίες που ακολουθούν είναι πλέον νόμιμες. Οι δε εφεσίβλητοι, μετά τις 8.8.2000, εκτελούσαν εργασίες νόμιμα, εργασίες οι οποίες είναι επιτρεπτό όπως διαχωρίζονται από άλλες εκτελεσθείσες, λόγω της φύσης τους.
Σε σχέση με τα επίδικα θέματα που απασχόλησαν κατά την εκδίκαση της αγωγής, ο Νόμος ο οποίος ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, τον οποίο και εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ο περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμος 1973-1995. Σχετικά προς τα επίδικα θέματα είναι τα εδάφια (1) και (4) του Άρθρου 5 του Νόμου, το κείμενο των οποίων έχει ως εξής:
"5.(1) Μετά πάροδον δώδεκα μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ουδείς δύναται να ενασκήση την εργασίαν του εργολήπτου εάν δεν είναι εγγεγραμμένος και έχη εκδοθή εις αυτόν πιστοποιητικόν συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι εάν εργολήπτης οικοδομικών ήρξατο της εκτελέσεως έργου, προς της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, όπερ δεν θα έχη συμπληρωθή εντός των δώδεκα μηνών από της τοιαύτης ημερομηνίας δύναται να συνεχίση την εκτέλεσιν του έργου μέχρις αποπερατώσεως τούτου.
..................................................................................
(4) Ουδείς μη εγγεγραμμένος εργολήπτης δικαιούται να αξιώση δικαστικώς παρ΄ οιουδήποτε προσώπου την είσπραξιν αμοιβής δι΄ υπηρεσίας ή δαπάνας αφορώσας εις εργοληψίαν οικοδομικών ή άλλων τεχνικών έργων, εκτός δι΄ υπηρεσίας ή δαπάνας προσφερθείσας ή γενομένας προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ή εν σχέσει προς έργον αρξάμενον μεν προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου αλλά αποπερατωθέν μετά την έναρξιν τούτου. ......"
Εκείνο το οποίο μπορεί αμέσως να διακριβωθεί, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ότι ο ουσιώδης χρόνος εξασφάλισης και κατοχής της εγγραφής και άδειας εργολήπτη είναι ο χρόνος σύναψης της σύμβασης. Εφόσον δε οι εφεσίβλητοι δεν νομιμοποιούνταν να αναλάβουν και να εκτελέσουν την αναληφθείσα από αυτούς εργασία με βάση τη σύμβαση, η ίδια η σύμβαση ήταν παράνομη, σύμφωνα με τη νομολογία. Στην υπόθεση Μουζούρης ν. Αχιλλέως κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ 758, το Εφετείο είχε επιληφθεί περίπτωσης κατά την οποία ο εφεσείων εργολήπτης ήταν εγγεγραμμένος δυνάμει του Νόμου κατά το χρόνο που ανάλαβε τις επίδικες εργασίες, αλλά δεν ήταν κάτοχος ετήσιας άδειας. Ετήσια άδεια εκδόθηκε στο όνομά του σε μεταγενέστερο στάδιο και μάλιστα με αναδρομική ισχύ, έτσι ώστε να καλύπτει και την περίοδο εκτέλεσης των εργασιών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει πως άσχετα με το ότι η εκδοθείσα άδεια είχε αναδρομική ισχύ, εν τούτοις, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 5(4) του Νόμου, κατά το χρόνο που αναλήφθηκε η εργασία από τον εφεσείοντα δεν υπήρχε τέτοια άδεια και επομένως η διεκδίκησή του απορρίφθηκε. Το Εφετείο συμφώνησε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και πρόσθεσε στη σελίδα 762 του τόμου αποφάσεων:
"Όσον αφορά το θέμα της αναδρομικής ισχύος των αδειών, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, ουσιώδης χρόνος ήταν ο χρόνος ανάληψης της εργασίας από τον εφεσείοντα (δέστε και Παναγιώτου & Κωνσταντίνου (πιο πάνω) και σίγουρα κατά το χρόνο αυτό δεν υπήρχε ετήσια άδεια σε ισχύ.
Κατά συνέπεια βρίσκουμε ότι υπήρξε παράβαση των προνοιών του άρθρου 5(4) όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.."
Σημειώνεται ακόμα, η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Πισιάρας κ.ά. ν. Π. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Β ΑΑΔ 817 στην οποία είχε απασχολήσει παρόμοια νομοθετική πρόνοια όπως η συναντώμενη στο άρθρο 5(4) η οποία χρησιμοποιείται στον περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμο αρ. 41/62. Με το άρθρο 10(1)(γ) του Νόμου εκείνου, ουδείς δικαιούται σε είσπραξη αμοιβής σε σχέση με παρασχεθείσες υπηρεσίες Αρχιτέκτονα ή Πολιτικού Μηχανικού, εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος δυνάμει των διατάξεων του Νόμου. Συμφωνώντας με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10 του Νόμου εκείνου, απολήγει σε παράνομη συμφωνία, η οποία ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται.
Προκύπτει επομένως καθαρά το συμπέρασμα ότι και στην παρούσα υπόθεση, εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν ούτε εγγεγραμμένοι εργολήπτες ούτε κατείχαν βέβαια τη σχετική ενιαύσια άδεια κατά τον ουσιώδη χρόνο που υπογράφηκε η σύμβαση, δεν νομιμοποιούνταν να διεκδικούν αμοιβή για εκτελεσθείσες με βάση τη σύμβαση εργασίες έστω και αν εξασφάλισαν την εγγραφή και την άδεια σε μεταγενέστερο χρόνο. Ορθά δε καθοδηγούμενο από τις ανωτέρω αρχές το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε συμπεράνει τα ακόλουθα στη σελίδα 16 της Απόφασής του:
"Συνεπώς κατά την υπογραφή της επίδικου συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων η Ενάγουσα δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης, η επίδικη συμφωνία καθίσταται παράνομη και εξ υπαρχής άκυρη και η Ενάγουσα δεν δικαιούται να αξιώνει δικαστικώς την είσπραξη αμοιβής ή δαπανών της με βάση τη συμφωνία των διαδίκων.
Δια το λόγο αυτό η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει και θα πρέπει να απορριφθεί (Σκουτέλας ν. Αγαπίου (2003) 1 Α Α.Α.Δ. 338, Μουζούρης ν. Αχιλλέως (1994) 1 Α.Α.Δ. 759)."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί, προχώρησε όμως και στην εξέταση θεμάτων ουσίας αναφέροντας ότι:
"Παρά την ως άνω κατάληξη μου πρέπει σύμφωνα με την πρακτική θα προχωρήσω να εξετάσω την υπό κρίση αγωγή επί της ουσίας της σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι τα ως άνω συμπεράσματα μου αναφορικά με την απουσία κατά την υπογραφή της συμφωνίας της αδείας εργολήπτη από πλευράς Ενάγουσας είναι λανθασμένα."
Αφού δε προχώρησε το Δικαστήριο και εξέτασε θέματα υπαιτιότητας για τον τερματισμό της σύμβασης για τις προηγηθείσες καθυστερήσεις, εξήγαγε το εύρημα ότι οι εφεσείοντες είχαν αδικαιολόγητα προβεί σε διάρρηξη της σύμβασης και με βάση την κατάληξη αυτή, η Ανταπαίτηση που είχαν προβάλει οι εφεσείοντες κρίθηκε απορριπτέα.
Όπως δε πρόσθεσε στη σελίδα 18 της Απόφασής του το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει εκείνων των ευρημάτων, θα εξέδιδε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των £9.305,01 πλέον ΦΠΑ και έξοδα, ποσό το οποίο αντιπροσώπευε την αξία των εκτελεσθεισών εργασιών που παρέμενε οφειλόμενο.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε απαίτηση η οποία, όπως ανάφερε, προωθήθηκε από την πλευρά των εφεσιβλήτων για τις εκτελεσθείσες εργασίες μετά την 8.8.2000 ως αποζημιώσεις για παράνομο πλουτισμό και/ή ως αποζημιώσεις υπό τη μορφή quantum meruit. Εξέτασε δε εμπεριστατωμένα τη διαζευκτική αυτή απαίτηση των εφεσιβλήτων με αναφορά και παραπομπή σε αυθεντίες και νομολογία. Για το θέμα των εκτελεσθεισών εργασιών μετά την εξασφάλιση από τους εφεσίβλητους εγγραφής και άδειας εργολήπτη κατά την 8.8.2000, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι με βάση τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 5(4) του Νόμου και τη νομολογία, οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν να απαιτούν δικαστικώς αμοιβή για υπηρεσίες ή δαπάνες σε σχέση με αυτές τις εργασίες οι οποίες έγιναν αποδεκτές από τους εφεσείοντες. Προβαίνοντας δε σε υπολογισμούς χρησιμοποιώντας τιμές από τη δοθείσα μαρτυρία και εφαρμόζοντας την αρχή της πληρωμής εύλογης αμοιβής (quantum meruit), το Δικαστήριο βρήκε ότι το ποσό των £2.840 ήταν εύλογη αμοιβή για τους εφεσίβλητους και η διαζευκτική απαίτησή τους στην αγωγή έπρεπε να επιτύχει ως προς το ποσό εκείνο. Για τούτο, τελικά το Δικαστήριο κατέληξε στην Απόφασή του εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση για το ποσό των £2.840 με νόμιμο τόκο το οποίο επεδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Ένας από τους λόγους έφεσης, ο δεύτερος, αφορά έστω και ακροθιγώς, την κατ΄ ισχυρισμό αντιφατικότητα στη στάση του Δικαστηρίου το οποίο, ενώ αποφάσισε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, αργότερα προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ των εναγόντων-εφεσιβλήτων.
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά που κατέληξε στο ότι η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων ήταν από τη σύναψη της παράνομη και ανεφάρμοστη, συμπέρανε ότι γι΄ αυτό το λόγο η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί. Αυτό το συμπέρασμα εσφαλμένα και πρόωρα ήταν που εξήχθη, αφού στην αγωγή υπήρχαν και άλλες διαζευκτικές αιτίες αγωγής, τις οποίες εξάλλου το ίδιο το Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει. Επομένως, το ορθό συμπέρασμα στο οποίο θα έπρεπε να είχε οδηγηθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά τη διακρίβωση της παρανομίας, θα έπρεπε να ήταν ότι η αγωγή δεν μπορούσε να επιτύχει στη βάση και κατ΄ εφαρμογή της υπογραφείσας σύμβασης και όχι ότι γενικά θα έπρεπε να απορριφθεί, αφού υπήρχαν και άλλες αιτίες αγωγής.
Με δεδομένο όμως ότι, παρά την κατάληξη περί απόρριψης της αγωγής, εν τούτοις, το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε και άλλες διαζευκτικές βάσεις της, δεν νομίζουμε ότι το πιο πάνω σφάλμα επενήργησε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο εναντίον των συμφερόντων οποιουδήποτε διαδίκου.
Ως προς το λόγο έφεσης που αφορά στον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε υπέρ των εφεσιβλήτων ποσό για εύλογη αμοιβή (quantum meruit), παρατηρούμε τα εξής:
Ο λόγος για τον οποίο εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτό το θέμα και τελικά επιδικάστηκε το προαναφερθέν ποσό υπέρ των εφεσιβλήτων ήταν ο ακόλουθος (σελίδα 18 της Απόφασης):
"Διαζευκτικά προωθήθηκε από την πλευρά της Ενάγουσας απαίτηση της δια τις εκτελεσθείσες από αυτή εργασίες μετά την 8.8.2000, ως αποζημιώσεις για παράνομο πλουτισμό και/ή ως αποζημιώσεις υπό τη μορφή quantum meruit και/ή quantum valebat. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι μετά την εγγραφή της ως εργολήπτη, πρόσφερε στους Εναγομένους τις συμφωνημένες εργασίες βάσει προφορικής συμφωνίας. Επίσης ισχυρίζεται ότι προσέφερε στους Εναγομένους τις συμφωνημένες και/ή προσφερθείσες εργασίες χωρίς να σκοπεύει να πράξει τούτο χαριστικά και ότι οι Εναγόμενοι τις απεδέχθησαν με αποτέλεσμα να εμπλουτιστούν αδικαιολόγητα και/ή παράνομα (unjustly enriched) σε βάρος της.
Εφόσον η Ενάγουσα προώθησε διαζευκτικά την απαίτηση της εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αναφορικά με τις εκτελεσθείσες από αυτήν μετά την 8.8.2000, ημερομηνία απόκτησης αδείας εργολήπτη εργασίες θα προχωρήσω να την εξετάσω."
Προσεκτική όμως μελέτη της Έκθεσης Απαίτησης αποκαλύπτει μια εικόνα πραγμάτων διαφορετική από την πιο πάνω.
Στην Έκθεση Απαίτησης δεν ηγέρθηκε ποτέ οποιαδήποτε απαίτηση ή θέμα για εκτελεσθείσα εργασία μετά την 8.8.2000. Δεδομένου δε ότι το χρονικό ορόσημο της 8.8.2000 παραπέμπει στην ημερομηνία εξασφάλισης από τους εφεσίβλητους της εγγραφής τους ως εργοληπτών, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πουθενά στην Έκθεση Απαίτησης γίνεται οποιοσδήποτε διαχωρισμός μεταξύ απαιτήσεων για εργασίες που είχαν συντελεστεί πριν από την εγγραφή των εφεσιβλήτων και άλλων εργασιών που έγιναν μετά. Αντίθετα, ήταν ο δικογραφημένος ισχυρισμός των εναγόντων-εφεσιβλήτων ότι ήσαν εγγεγραμμένοι εργολήπτες χωρίς αναφορά σε χρονικό σημείο. Συγκεκριμένα, στις παραγράφους 1 και 2 της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρεται ότι:
"1. Η ενάγουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Ασχολείται δε με εργοληπτικές και άλλες συναφείς εργασίες και κατέχει σχετική άδεια οικοδομικών έργων.
2. Με έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 27.12.1999 η ενάγουσα συμφώνησε να ανεγείρει..."
Ενώ δε οι εναγόμενοι-εφεσείοντες ήγειραν στην Υπεράσπιση τους ως προδικαστικό ισχυρισμό ότι η αγωγή δεν μπορούσε να ευσταθήσει ή επιτύχει "καθότι οι ενάγοντες δεν ήσαν εγγεγραμμένοι ως εργολήπτες στο Συμβούλιο Εγγραφής Εργοληπτών.", οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι στην Απάντηση στην Υπεράσπισή τους αρνούνταν τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων λέγοντας ότι:
"2. Η ενάγουσα αρνείται την προδικαστική ένσταση της παραγράφου Α της υπεράσπισης. Περαιτέρω η ενάγουσα αναφέρει τα ακόλουθα:
(α) Ακόμα και εάν η ενάγουσα δεν ήταν, κατά το χρόνο της υπογραφής της συμφωνίας εγγεγραμμένη ως προνοείται από το νόμο, πράγμα το οποίο η ενάγουσα ούτως ή άλλως αρνείται, η ενάγουσα μετά την εγγραφή της πρόσφερε στους ενάγοντες τις συμφωνημένες εργασίες βάσει προφορικής συμφωνίας.
(β) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά ακόμα και εάν η ενάγουσα δεν ήταν, κατά το χρόνο της υπογραφής της συμφωνίας εγγεγραμμένη ως προνοείται από το νόμο, πράγμα το οποίο η ενάγουσα ούτως ή άλλως αρνείται, η ενάγουσα μετά την εγγραφή της πρόσφερε στους ενάγοντες τις συμφωνημένες και/ή τις προσφερθείσες εργασίες χωρίς να σκοπεύει να πράξει τούτο χαριστικά και απαιτεί τα απαιτούμενα από την αγωγή της ποσά βάσει του άρθρου 70 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
(γ) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά ακόμα και εάν η ενάγουσα δεν ήταν, κατά το χρόνο της υπογραφής της συμφωνίας εγγεγραμμένη ως προνοείται από το νόμο, πράγμα το οποίο η ενάγουσα ούτως ή άλλως αρνείται, η ενάγουσα μετά την εγγραφή της πρόσφερε στους ενάγοντες τις συμφωνημένες και/ή τις προσφερθείσες εργασίες και οι εναγόμενοι αποδέκτηκαν αυτές με αποτέλεσμα οι εναγόμενοι να εμπλουτιστούν αδικαιολόγητα και/ή παράνομα (unjustly enriched) σε βάρος της ενάγουσας και η ενάγουσα απαιτεί τα απαιτούμενα από την αγωγή της ποσά ως αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή ως αποζημιώσεις υπό τη μορφή quantum meruit και/ή quantum valebat και/ή άλλως πως."
Εκείνο όμως το οποίο επίσης προκύπτει καθαρά από το ίδιο το δικόγραφο των εφεσιβλήτων, είναι το γεγονός ότι όλες οι προσφερθείσες εργασίες, τόσο πριν από την εξασφάλιση εγγραφής ως εργολήπτου όσο και μετά, ήσαν εργασίες οι οποίες προβλέπονταν στην αρχική παράνομη συμφωνία. Το μόνο που φαίνεται να είχε αλλάξει μεταξύ 8.8.2000 και 13.11.2000 ήταν ουσιαστικά η πρόοδος των ήδη αρξάμενων και ευρισκόμενων σε προχωρημένο στάδιο εργασιών με βάση την αρχική συμφωνία. Αυτό το παραδέχονται οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησής τους επικαλούνται την έγγραφη συμφωνία των μερών ημερομηνίας 27.12.1999 και στην παράγραφο 4 αναφέρουν ότι:
"4. Μέχρι τις 13.11.2000 η ενάγουσα είχε προβεί στις πιο κάτω εργασίες, δυνάμει της συμφωνίας που αναφέρεται στην παρα. 2 πιο πάνω."
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου.)
Ήταν το επιχείρημα των εφεσιβλήτων ότι "εφόσον η συμφωνία ημερομ. 27.12.1999 ήταν άκυρη εξ΄ υπαρχής, αυτό σημαίνει ότι στα μάτια του νόμου δεν υπάρχει. Άρα η κατάσταση πραγμάτων όσο αφορά στην περίοδο 8.8.2000 μέχρι αρχές Νοεμβρίου 2000 ήταν ότι οι Ενάγοντες εκτελούσαν εργασίες νόμιμα υπό συνθήκες όπου δικαιούνταν εύλογη αμοιβή." Το επιχείρημα τούτο δεν έχει νομικό έρεισμα. Η σύμβαση εμολύνετο από παρανομία και ο εργολήπτης δεν νομιμοποιείτο να ανακτήσει δικαστικά αμοιβή για εργασίες οι οποίες εκτελέστηκαν στη βάση της. Η νομιμοποιήση του εργολήπτη σε κάποιο προχωρημένο στάδιο της προόδου των εργασιών δεν ήρε αυτό το εμπόδιο ούτε για την ήδη εκτελεσθείσα εργασία, ούτε για την εργασία η οποία θα εκτελείτο μετά την ημερομηνία νομιμοποίησής του. Ο Νόμος καθορίζει ρητά και για ευνόητους λόγους ποιοι επαγγελματίες δικαιούνται να αναλαμβάνουν την εκτέλεση ποιών έργων, ποιάς έκτασης και ποιάς αξίας. Θα ήταν αδιανόητο να συνάπτει ένας εργολήπτης παράνομα μια σύμβαση για εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, η σύμβαση να θεωρείται από το Νόμο και τη νομολογία παράνομη και ανίσχυρη να του προσφέρει δικαστική συνδρομή στην είσπραξη αμοιβής και παρόλον τούτου, το Δικαστήριο να εκβαίνει από τη σύμβαση δυνάμει της οποίας εκτελέστηκαν εργασίες και να αποδίδει σε σχέση με αυτές ή μέρος τους αμοιβή στη βάση των αρχών περί εύλογης αμοιβής, επειδή σε κάποιο στάδιο ο εργολήπτης εξασφάλισε εγγραφή και άδεια. Ο Νόμος, ρητά απαγορεύει την "εργοληψία" έργου από μη εγγεγραμμένο εργολήπτη και ο σκοπός του νομοθέτη αποσκοπεί εμφανώς στην εξασφάλιση και στην κατοχύρωση του επαγγέλματος του εργολήπτη. Δεν μπορεί επομένως ένας μη εγγεγραμμένος εργολήπτης παράνομα να συμβάλλεται για εργοληπτική εργασία την οποία δεν είχε δικαίωμα να αναλάβει, αποστερώντας αυτή την εργασία από άλλο νόμιμο εργολήπτη, και αργότερα να απαιτεί αμοιβή σε βάση άλλη από εκείνη για την οποία συνεβλήθη και για μέρος των εργασιών της ενιαίας εργοληψίας την οποία παράνομα είχε αναλάβει.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων €1.500 έξοδα έφεσης, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, και επίσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στην αγωγή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το οικείο Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ