ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1844

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.  41/2008)

 

25 Νοεμβρίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΕΣΤΗ,

 Εφεσείοντας,

ΚΑΙ

 

ΜΑΡΙΑ ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ (ΚΟΚΟΝΑ),

Εφεσίβλητη.

_________________________

 

Γ. Ζαχαρίου (κα.), για τον Εφεσείοντα.

Γ. Νικολάου για Κ. Ανδρέου, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

                                             ο Δικαστής Νικολάτος.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Με την αίτηση του ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο αιτητής-εφεσείων ζητούσε διάταγμα και/ή ένταλμα διατάσσον την πώληση της περιουσίας της καθ΄ ης η αίτηση-εφεσίβλητης, η οποία περιγραφόταν στην αίτηση, με επιφυλαχθείσα τιμή που θα καθόριζε το αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο.  Το ακίνητο περιγραφόταν ως διατηρητέα κατοικία, στα Πάνω Λεύκαρα, με αρ. εγγραφής 42335, το όλο μερίδιο.  

 

Εναντίον της καθ΄ ης η αίτηση-εφεσίβλητης και υπέρ του αιτητή-εφεσείοντα είχε εκδοθεί διαιτητική απόφαση η οποία ενεγράφη, στη συνέχεια, και σε σχέση με την απόφαση εκείνη καταχωρήθηκε ΜΕΜΟ στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας εις βάρος της ακίνητης περιουσίας της καθ΄  ης η αίτηση-εφεσίβλητης. 

 

Η καθ΄ ης η αίτηση καταχώρησε ένσταση στην προαναφερόμενη αίτηση (Γενική Αίτηση, όπως χαρακτηρίστηκε) και ανάμεσα στους λόγους ένστασής της ήταν ότι η αίτηση δεν στηριζόταν σε ορθή νομική βάση και ήταν ελλιπής και ότι δεν πληρούνταν οι νομικές προϋποθέσεις για την έκδοση των ζητούμενων διαταγμάτων.  Σύμφωνα με την καθ΄ ης η αίτηση η προαναφερόμενη διαιτητική απόφαση είχε εκδοθεί με δόλο και η ίδια δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό στον αιτητή.  Με σκοπό τον παραμερισμό της εναντίον της απόφασης, η καθ΄ ης η αίτηση καταχώρησε και σχετική αίτηση στο πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής, η οποία απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα, έκαμε αναφορά στη Δ.42 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και παρατήρησε ότι στην αίτηση δεν είχε επισυναφθεί ούτε επίσημο αντίγραφο της απόφασης, ούτε και πιστοποιητικό του Κτηματολογίου που να δείχνει ότι η περιουσία που επρόκειτο να πωληθεί ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του χρεώστη, δηλαδή της εφεσίβλητης.  Επιπρόσθετα, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι στην αίτηση δεν αναφερόταν και η έκταση της περιουσίας που επρόκειτο να πωληθεί.   Έκρινε, συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι από το λεκτικό της Δ.42 θ.1 προέκυπτε ότι οι  πρόνοιες της είναι επιτακτικές, λαμβανομένης υπόψη της λέξης «shall» στη Δ.42  θ.1, η οποία ερμηνεύτηκε από τη νομολογία ως επιτακτική. 

 

Στη Δ.42  θ.1 πράγματι αναγράφεται ότι σε κάθε αίτηση, σύμφωνα με το Μέρος 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, για την πώληση ακίνητης περιουσίας θα αναφέρεται η περιουσία που πρόκειται να πωληθεί, ο αριθμός εγγραφής της, η τοποθεσία, το είδος της περιουσίας και η έκταση της.  Θα υπάρχουν επίσης, συνημμένα στην αίτηση, ένα επίσημο αντίγραφο της απόφασης ή του διατάγματος που θα εκτελεστούν καθώς και πιστοποιητικά του Κτηματολογικού Γραφείου που να δείχνουν ότι η περιουσία που πρόκειται να πωληθεί είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του χρεώστη.  Δεν αμφισβητείται, στην παρούσα υπόθεση, ότι στην αίτηση του εφεσείοντα δεν επισυνάπτονταν ούτε αντίγραφα της απόφασης ή του διατάγματος τα οποία θα εκτελούνταν, ούτε και πιστοποιητικά του Κτηματολογίου δεικνύοντα ότι η περιουσία ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του χρεώστη, κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Στην πραγματικότητα εκτός από τον αριθμό εγγραφής, το χωριό στο οποίο βρίσκεται η περιουσία και την περιγραφή της ως διατηρητέας κατοικίας δεν αναφέρεται οτιδήποτε άλλο σε σχέση με την περιγραφή του ακινήτου, όπως π.χ. η έκταση της.  

 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με ένα μόνο λόγο, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και επιδίκασε έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.  Κατά τον εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη του και αποφάσισε επί θεμάτων που δεν ήταν επίδικα καθότι δεν είχαν εγερθεί με την ένσταση, και ειδικότερα ότι λανθασμένα έδωσε βαρύτητα στο ότι δεν ήταν επισυνημμένα, στην αίτηση, αντίγραφα της απόφασης και του πιστοποιητικού ιδιοκτησίας της ακίνητης ιδιοκτησίας, της οποίας επιδιωκόταν η πώληση.  Λέγει συναφώς ο εφεσείων ότι το γεγονός πως το ακίνητο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσίβλητης, ήταν παραδεκτό, όπως παραδεκτή ήταν και η έκδοση της απόφασης την οποίαν επιζητούσε να εκτελέσει ο εφεσείων με τον προαναφερόμενο τρόπο.  Επομένως τα ζητήματα αυτά δεν ήταν επίδικα αλλά, εν πάση περιπτώσει, η παράλειψη του εφεσείοντα να επισυνάψει την απόφαση και το πιστοποιητικό ιδιοκτησίας συνιστούσε απλή παρατυπία η οποία θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Η επιδίκαση εξόδων εις βάρος του εφεσείοντα ήταν, κατά την γνώμη του, επίσης λανθασμένη. 

 

Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τα ζητήματα για τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση,  ήταν επίδικα θέματα και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη παραδεχόταν τους σχετικούς ισχυρισμούς του εφεσείοντα.  Συγκεκριμένα στην ένσταση της η εφεσίβλητη ήγειρε ρητά το ζήτημα της μη πλήρωσης των νομικών προϋποθέσεων για την έκδοση των ζητούμενων διαταγμάτων ενώ στην ένορκη δήλωση της, που συνοδεύει την ένσταση, γίνεται ρητός και πάλι ισχυρισμός ότι η αίτηση είναι ελλιπής, ότι δεν στηρίζεται στην ορθή νομική βάση και ότι δεν πληρούνται οι νομικές προϋποθέσεις για την έκδοση των ζητούμενων διαταγμάτων. 

 

Αναφορικά με το ζήτημα του  εξ αποφάσεως χρέους της εφεσίβλητης προς τον εφεσείοντα, και πάλι η εφεσίβλητη, στην ένορκη δήλωση της, ισχυρίζεται ότι ουδένα ποσό οφείλει στον αιτητή ο οποίος προχώρησε στην έκδοση διαιτητικής απόφασης παραπλανώντας το δικαστήριο.  Παρά το ότι στην ένορκη δήλωση της η εφεσίβλητη κάνει αναφορά σε διάταγμα πώλησης της ακίνητης περιουσίας της (γενικά και αόριστα) εντούτοις δεν υπάρχει παραδοχή εκ μέρους της ότι το συγκεκριμένο ακίνητο ανήκει στην ίδια, ούτε βέβαια και υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά ή παραδοχή ως προς την έκταση του ακινήτου.

 

Ο μόνος λόγος έφεσης είναι ότι τα θέματα στα οποία βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για να απορρίψει την αίτηση δεν ήταν επίδικα.  Ενόψει των προαναφερομένων δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα.

 

Όσον αφορά τη Δ.64 και την εισήγηση του εφεσείοντα ότι την οποιαδήποτε παρατυπία θα έπρεπε, το πρωτόδικο δικαστήριο, να την είχε θεραπεύσει εφαρμόζοντας τη Δ.64 και πάλι διαφωνούμε με τον εφεσείοντα.  Είναι ορθό ότι η Δ.64 έχει καταργήσει τη διάκριση μεταξύ άκυρων και αντικανονικών μέτρων καθιστώντας κάθε μορφή παρέκκλισης από τους Θεσμούς, αντικανονικότητα που μπορεί να θεραπευθεί.  Όμως, σύμφωνα με τη Δ.64, η οποιαδήποτε παρατυπία θα πρέπει να θεραπεύεται, εννοείται με ευθύνη του υπεύθυνου για την παρατυπία (Δέστε:  Εταιρεία Dasaki Entertainment Co. Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου, Πολ. Εφ. 157/07, ημερ. 10.4.2009).  Με τη Δ.64 δόθηκε στο δικαστήριο η διακριτική ευχέρεια να θεραπεύει παρατυπίες, οι οποίες πριν την τροποποίηση θα οδηγούσαν σε ακύρωση του σχετικού δικονομικού μέτρου (Δέστε:  Wunderlich v. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και Earlsfield Steel Limited v. Joint Stock Company, Πολ. Εφ. 115/07, ημερ. 11.11.2009).

 

Στην υπόθεση Πετρίχου ν. Χ΄΄ Ιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81τονίστηκε ότι η Δ.64 δεν αποτελεί πανάκεια για τη μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς.  Οι κανονισμοί πρέπει να τηρούνται.  Η Δ.64 δημιουργεί ένα ένδικο μέσο το οποίο ο ενδιαφερόμενος διάδικος μπορεί να χρησιμοποιήσει για να θεραπεύσει παρατυπίες που είναι θεραπεύσιμες.

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων, ο οποίος ευθυνόταν για την παρατυπία, δεν  έλαβε οποιοδήποτε μέτρο για να την θεραπεύσει και κατά συνέπεια, αυτή παρέμεινε αθεράπευτη.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, παρόλο που δεν αναφέρθηκε ρητά στη Δ.64, θεώρησε την παρατυπία ως μη θεραπευθείσα και γι΄ αυτό απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα.  Δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εσφαλμένα και ως εκ τούτου η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και γι΄ αυτό το  λόγο. 

 

Όσον αφορά το ζήτημα των εξόδων, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος παρέκκλισης από το γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία, όσο και αναφορικά με την έφεση.

 

 

 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα, τα οποία υπολογίζονται σε €1.500.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                                      Δ.

 

                                                      Δ.

 

                                                      Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο