ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1722
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 254/2009)
8 Νοεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΠΟΛΑΚΗΣ ΣΑΡΡΗΣ, ΚΙΚΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, ΛΟΥΚΗΣ ΛΟΥΚΑΙΔΗΣ, ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΜΑΝ, ΚΙΚΗΣ ΛΕΥΚΑΡΙΤΗΣ, ΓΙΑΝΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΜΟΝΤΑΝΙΟΣ,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
1. C & R UNDERSEA ADVENTURES CO LTD,
2. CHRISTINE JULIE WILKINSON,
3. ROBERT WILKINSON,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Λ. Λουκαίδης, για τους Εφεσείοντες.
Η. Στεφάνου με Α. Φράγκου (κα.), για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης αδελφού Δικαστή ο οποίος απέρριψε την αίτηση των αιτητών-εφεσειόντων για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus με τα οποία θα ακυρωνόταν απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στην Ποινική Υπόθεση αρ. 3948/08, ημερ. 10.11.2008.
Οι οκτώ εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες παραθαλάσσιων εξοχικών κατοικιών στην περιοχή Πρωταρά-Παραλιμνίου, οι οποίες γειτνιάζουν με κόλπο στον οποίο οι εφεσίβλητοι εγκατέστησαν και/ή κατασκεύασαν αποβάθρα προς χρήση από σκάφη, κατά ή περί τον Απρίλιο του 2008. Οι εφεσείοντες ισχυριζόμενοι ότι η εν λόγω αποβάθρα κατασκευάστηκε παράνομα, δηλαδή χωρίς άδεια από την αρμόδια Αρχή, απευθύνθηκαν αρχικά στην αρμόδια Αρχή, μέσω της Αστυνομίας, ζητώντας την ποινική δίωξη των εφεσιβλήτων. Η διερεύνηση της καταγγελίας εναντίον των εφεσιβλήτων για την παράνομη κατασκευή της αποβάθρας άρχισε στις 2.4.2008 (που ήταν Αγία Τετάρτη), αλλά οι εργασίες κατασκευής συνεχίστηκαν καθόλη την Μεγάλη Εβδομάδα με αποτέλεσμα να ολοκληρωθεί η κατασκευή της αποβάθρας. Ο Αναπληρωτής Έπαρχος Αμμοχώστου, στις 8.5.2008, κάλεσε τους εφεσίβλητους να μετακινήσουν την αποβάθρα, ενώ η Αστυνομία συνέχιζε την εξέταση της υπόθεσης με σκοπό τη συμπλήρωση της και τη διαβίβαση της στη Νομική Υπηρεσία. Τελικά καταχωρήθηκε η Ποινική Υπόθεση αρ. 3486/08, στις 24.6.2008, εκ μέρους της Αστυνομίας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η υπόθεση εκείνη ορίστηκε για ακρόαση στις 11.12.2008 και αφορούσε στα ίδια αδικήματα για τα οποία καταχωρήθηκε στη συνέχεια (στις 18.7.2008) και η ιδιωτική ποινική δίωξη αρ. 3948/08 από τους εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων.
Οι εφεσείοντες θεώρησαν ότι οι διωκτικές αρχές είχαν καθυστερήσει στην εξέταση της υπόθεσης και την καταχώριση της ποινικής δίωξης εναντίον των εφεσιβλήτων και ισχυριζόμενοι ότι έχασαν την εμπιστοσύνη τους προς τις διωκτικές Αρχές καταχώρησαν την προαναφερόμενη ιδιωτική ποινική δίωξη τους στις 18.7.2008, η οποία ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 22.9.2008. Στις 22.9.2008 ηγέρθησαν προδικαστικές ενστάσεις από το συνήγορο υπεράσπισης στις οποίες απάντησε ο συνήγορος των κατηγόρων. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στις 10.11.2008 με την οποία δέχθηκε τις δύο από τις τρεις προδικαστικές ενστάσεις της Υπεράσπισης και, χωρίς να ακούσει μαρτυρία, απέρριψε την προαναφερόμενη ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Στη συνέχεια οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν ενοχή στην Ποινική Υπόθεση αρ. 3486/08, στις 11.12.2008 και τους επιβλήθηκε ποινή. Μετά απ΄ αυτό το γεγονός και κατόπιν εξασφάλισης της σχετικής άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο οι εφεσείοντες καταχώρησαν την προαναφερόμενη αίτηση δια κλήσεως για την έκδοση των δύο προνομιακών ενταλμάτων. Η αίτηση καταχωρήθηκε στις αρχές του 2009 και ο αδελφός Δικαστής που επελήφθη της αιτήσεως εξέδωσε την απορριπτική του απόφαση, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, την 31.7.2009, καταδικάζοντας τους εφεσείοντες και στα έξοδα της αίτησης.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου στην Ποινική Υπόθεση αρ. 3948/08 εξέδωσε την απόφαση του ημερ. 10.11.2008 πριν οι κατηγορούμενοι απαντήσουν στις κατηγορίες και χωρίς να ακούσει οποιαδήποτε μαρτυρία. Οι προδικαστικές ενστάσεις που είχε εγείρει η Υπεράσπιση αφορούσαν κατ΄ ισχυρισμό αοριστία του κατηγορητηρίου, πολλαπλότητα στο κατηγορητήριο και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας νοουμένου ότι εκκρεμούσε εναντίον των ιδίων εφεσιβλήτων η Ποινική Υπόθεση αρ. 3486/08, η οποία αφορούσε στα ίδια ακριβώς αδικήματα και στην οποία οι κατηγορούμενοι-εφεσίβλητοι είχαν ήδη απαντήσει στις κατηγορίες και ήταν ορισμένη για ακρόαση. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εκτός από τις προαναφερόμενες προδικαστικές ενστάσεις θεώρησε ορθό, αυτεπάγγελτα, να εξετάσει και το κατά πόσον οι παραπονούμενοι-εφεσείοντες νομιμοποιούνταν στην καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον των κατηγορουμένων-εφεσιβλήτων. Έκρινε, το Επαρχιακό Δικαστήριο, ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα έγερσης ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον των εφεσιβλήτων επειδή δεν έδειξαν ότι θα υφίσταντο κάποια ιδιαίτερη βλάβη και επειδή το δίκαιο μας δεν αναγνωρίζει δικαίωμα λαϊκής αγωγής - actio popularis. Έκρινε, επίσης, ότι η ιδιωτική ποινική δίωξη των εφεσειόντων μετά από την καταχώρηση, από την Αστυνομία, ποινικής δίωξης, για τα ίδια αδικήματα, ήταν καταπιεστική για τους κατηγορούμενους-εφεσείοντες και συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Παρατήρησε ακόμα ότι υπήρχε πολλαπλότητα στον τρόπο με τον οποίο διατυπώθηκε η πρώτη κατηγορία αλλά απέρριψε την προδικαστική ένσταση για αοριστία του κατηγορητηρίου. Τελικά, όπως ήδη αναφέρθηκε, το Επαρχιακό Δικαστήριο, απέρριψε την ιδιωτική ποινική υπόθεση των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων.
Κατά την εξέταση της αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επελήφθη της αιτήσεως εξέτασε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων-αιτητών σύμφωνα με τους οποίους το Επαρχιακό Δικαστήριο έσφαλε όταν έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να δείξουν σύνδεση τους με την παρανομία των εφεσιβλήτων, ότι η ιδιωτική ποινική δίωξη συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας ενόψει της ήδη καταχωρηθείσας ποινικής δίωξης από την αρμόδια διωκτική αρχή και μάλιστα χωρίς να ακούσει μαρτυρία επί του προκειμένου, ότι η πρώτη κατηγορία έπασχε από πολλαπλότητα και όταν ερμήνευσε τον όρο «οικοδομή» στη σχετική νομοθετική πρόνοια, ως μη περιλαμβάνοντα και αποβάθρα.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού ανέλυσε τις νομικές αρχές με βάση τις οποίες εκδίδονται τα προνομιακά διατάγματα, παρατήρησε ότι τα παράπονα των εφεσειόντων θα έπρεπε να προωθηθούν με το ένδικο μέσο της έφεσης. Παρατήρησε επίσης ότι δεν κατεδείχθη οποιαδήποτε υπέρβαση δικαιοδοσίας ή διάπραξη νομικού σφάλματος, καταφανούς στο πρακτικό της διαδικασίας, εκ μέρους του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή η ύπαρξη άλλων εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν τον έλεγχο της πρωτόδικης δικαστικής πράξης με προνομιακό ένταλμα. Ο πρωτόδικος Δικαστής, όμως, συμφώνησε με τους εφεσείοντες ότι αναφορικά με το ζήτημα της μη σύνδεσης των εφεσειόντων με τα κατ΄ ισχυρισμό αδικήματα των εφεσιβλήτων θα έπρεπε, το Επαρχιακό Δικαστήριο, να είχε δώσει την ευκαιρία στους εφεσείοντες να ακουστούν και να επιχειρηματολογήσουν, πράγμα που παρέλειψε να πράξει. Όμως, και αυτό το σφάλμα, κατά τον αδελφό Δικαστή, θα μπορούσε να εγερθεί κατ΄ έφεση και ενόψει του ότι δεν συνέτρεχαν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση προνομιακού εντάλματος ακυρωτικής φύσεως, εφόσον οι εφεσείοντες είχαν στη διάθεση τους άλλο ένδικο μέσο, απέρριψε την αίτηση τους, με έξοδα εναντίον τους.
Ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων αναγνώρισε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα έφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου και τούτο επειδή η απόφαση δεν ήταν αθωωτική για τους εφεσίβλητους. Αναγνώρισε ακόμα ότι η αποβάθρα που κατασκευάστηκε συνιστούσε οικοδομή και ότι οι εφεσείοντες είχαν έννομο συμφέρον να προωθήσουν την ιδιωτική ποινική υπόθεση που καταχώρησαν εναντίον των εφεσιβλήτων. Όμως επέμεινε στο ζήτημα της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας από τους εφεσείοντες, με την καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης μετά την καταχώρηση ποινικής δίωξης, από τις αρμόδιες αρχές, για τα ίδια αδικήματα.
Δεν θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε επί μακρόν με όλα τα θέματα που εγέρθηκαν. Έστω και αν δεχτούμε, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα εφέσεως εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ότι η αποβάθρα που κατασκευάστηκε συνιστούσε οικοδομή υπό την έννοια του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου και ότι οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα, ως επηρεαζόμενοι περίοικοι, να καταχωρήσουν ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον των εφεσιβλήτων, το ζήτημα που, κατά την κρίση μας, έχει ιδιαίτερη σημασία είναι εκείνο της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.
Η νομολογία μας, έχει αναγνωρίσει ότι συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας δικαστικών διαδικασιών για επίτευξη στόχων που μπορούν να επιδιωχθούν με μια διαδικασία (Δέστε: Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217). Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ενδίκων μέσων ελέγχεται από το δικαστήριο, όπως και η πολλαπλότητα των διαδικασιών επίτευξης του ίδιου στόχου (Δέστε Περρέλλα, ανωτέρω). Η νομολογία μας αναγνώρισε επίσης το δικαίωμα σε ιδιώτη να προχωρεί με ποινική ιδιωτική υπόθεση εναντίον άλλου, όταν οι διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας δεν επιθυμούν να αναλάβουν τέτοια διαδικασία. Τα δικαστήρια όμως δεν ευνοούν την επίκληση αυτού του δικαιώματος όταν, μέσω της ποινικής δίωξης, επιδιώκεται η προώθηση αστικού δικαιώματος το οποίο, λόγω ακριβώς της φύσης του, δεν είναι ορθό να γίνεται αντικείμενο ποινικής δίωξης (Δέστε: Γιάλλουρου κ.α. ν. Οδοντ. Εργαστ. Γ.Α. Βαριάνος Λτδ κ.α. (2007) 2 Α.Α.Δ. 151). Στην υπόθεση Κοζάκη ν. Κοζάκη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1710 επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι η πολλαπλότητα διαδικασιών (που αφορούσαν προσωπικά θέματα μεταξύ των διαδίκων για ακίνητη ιδιοκτησία, στην υπόθεση εκείνη) οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής και όχι σε διακοπή της δίκης.
Στην προκείμενη περίπτωση τα γεγονότα που συνιστούσαν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ήταν ενώπιον της Επαρχιακής Δικαστού και επομένως δεν χρειαζόταν περαιτέρω μαρτυρία. Ήταν αδιαμφισβήτητο ότι οι κατ΄ ισχυρισμό παράνομες πράξεις των εφεσιβλήτων είχαν αρχίσει την 31.3.2008, ότι ακολούθησε διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία, ότι η Αστυνομία καταχώρησε ποινική δίωξη εναντίον των εφεσίβλητων τον Ιούνιο του 2008, ότι οι εφεσίβλητοι κατηγορήθηκαν και δεν παραδέχθηκαν τις κατηγορίες και ότι η υπόθεση είχε οριστεί για ακρόαση. Μετά την καταχώρηση της ποινικής δίωξης, οι εφεσείοντες καταχώρησαν και ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον των εφεσιβλήτων για τα ίδια ακριβώς αδικήματα, τον Ιούλιο του 2008, πράγμα που, κατά την κρίση μας, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι για να εμποδίζονται οι εφεσείοντες να προωθήσουν τη δική τους διαδικασία θα έπρεπε να υπάρχει res judicata στην Ποινική Υπόθεση αρ. 3486/08. Σύμφωνα με τη νομολογία η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας συνίσταται στην παράλληλη, και με δύο διαδικασίες, προώθηση των ίδιων σκοπών. Σημειώνουμε εν προκειμένω και τα ακόλουθα: Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αναγνώρισε ενώπιον μας πως δεν θα ήταν δυνατό να προωθηθεί και η ιδιωτική ποινική και πως στόχος της δεν ήταν η καταδίκη των εφεσιβλήτων αλλά η άσκηση πίεσης προς προώθηση της δίωξης που άσκησε η Αστυνομία. Πολύ λιγότερο δεν διατηρείται τώρα το θέμα, με προοπτική να γίνει δίκη επί της ουσίας, αφού παραμεριστεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ήδη οι εφεσίβλητοι, όπως σημειώσαμε, παραδέχτηκαν ενοχή και τους επιβλήθηκε ποινή στην ποινική υπόθεση το 2008, πριν την υποβολή της αίτησης για άδεια για Certiorari. Μας πληροφόρησε ακόμα, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, πως προώθησε την έφεση για λόγους αρχής, προς διόρθωση σφαλμάτων στις αποφάσεις, και περαιτέρω, επειδή δική μας, υπέρ των εφεσειόντων, απόφαση θα έχει αντίκρυσμα στο ζήτημα των εξόδων στα οποία αυτοί καταδικάστηκαν όταν απορρίφθηκε η αίτησή τους για άδεια για Certiorari. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στις αρχές, σε σχέση με την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για την έκδοση εντάλματος Certiorari, όταν αυτό δεν θα έχει χρησιμότητα επί της ουσίας. Συμφωνώντας πως η άσκηση της ιδιωτικής ποινικής ήταν κάτω από τις περιστάσεις καταχρηστική, ζήτημα ανεξάρτητο από ορισμένες παρατηρήσεις μας σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση, καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση απορρίπτεται. Ενόψει των αναγνωρίσεων που έγιναν ως ανωτέρω, οι οποίες συνταυτίζονται με λόγους έφεσης, επιδικάζουμε, υπέρ των εφεσιβλήτων, έξοδα τα οποία καθορίζουμε σε €1.500.-, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.