ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1466
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 246/2007)
16 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
MIOMIR MLADENOVIC,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
ν.
VASILY KOSHELEV,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.
________________________
Ανδρέας Κυπρίζογλου, για Ρίκκο Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Αντώνης Γλυκής, για Ανδρέα Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Αγωγή 5097/2003, με την οποία επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσίβλητου - ενάγοντα και εναντίον του εφεσείοντα - εναγομένου ποσό $61.297,93 και/ή το ισάξιο σε κυπριακές λίρες, τόκοι προς 8% μηνιαίως από 25/12/2000 και έξοδα. Το επιδικασθέν ποσό δόθηκε από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα υπό μορφή δανείου και ο τελευταίος παρέλειψε να το εξοφλήσει.
Ο εφεσίβλητος, σύμφωνα με την ΄Εκθεση Απαίτησης, αξίωνε το ποσό στη βάση διαζευκτικών λόγων, κατά τη δίκη, όμως, η αξίωση επικεντρώθηκε σε έγγραφο ημερομηνίας 25/12/2000, το οποίο, σύμφωνα με την εκδοχή του, υπέγραψε ο εφεσείων ταυτόχρονα με την καταβολή σ' αυτόν του επίδικου ποσού. Με αυτό, ο εφεσείων υποσχόταν να επιστρέψει το ποσό, με τόκους προς 8% μηνιαίως, εντός ενός μηνός. Αργότερα, ο εφεσείων, επειδή δεν τήρησε την υπόσχεσή του, υπέγραψε νέο έγγραφο (Μνημόνιο) - Τεκμήριο 2 - με το οποίο επιβεβαίωνε, μεταξύ άλλων ποσών που αναγράφονταν σ' αυτό, και το επίδικο δάνειο, το οποίο ήταν προσωπικό.
Ο εφεσείων, με την Υπεράσπισή του, δεν αρνήθηκε την υπογραφή του Τεκμηρίου 1, αρνήθηκε, όμως, ότι, κατά την υπογραφή του ή καθ' οιονδήποτε άλλο χρόνο, του δόθηκε προσωπικά το εν λόγω ποσό.
Ο εφεσίβλητος, για να αποδείξει την υπόθεσή του, κατέθεσε ο ίδιος. Από πλευράς του εφεσείοντα, εκτός από τον ίδιο, κατέθεσε ως μάρτυρας και η θυγατέρα του, υπάλληλος τότε στην εταιρεία Emed Shipping Ltd, της οποίας η πλειοψηφία των μετοχών κατεχόταν από τον πατέρα της. Η μάρτυς κατέθεσε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αυτή διαχειριζόταν τους λογαριασμούς που είχε ο πατέρας της με τον εφεσίβλητο, ο οποίος, αρχικά, εφοδίαζε με προμήθειες πλοία του πατέρα της. Στη συνέχεια, εταιρείες του εφεσίβλητου χρηματοδοτούσαν εταιρείες που ελέγχονταν από την πατέρα της. Ισχυρίστηκε ότι την υπογραφή του Τεκμηρίου 1 την ζήτησε ο εφεσίβλητος, επειδή οι εταιρείες του δεν είχαν άδεια να δανείζουν χρήματα και, έτσι, εμφάνιζε τα δάνεια προσωπικά. Καίτοι, είπε, δεν ήταν παρούσα κατά την υπογραφή του Τεκμηρίου 1, μετρητά ποτέ δεν δόθηκαν στον πατέρα της. Σ' ό,τι αφορά το Μνημόνιο - Τεκμήριο 2 - στο οποίο επιβεβαιώνεται η οφειλή του Τεκμηρίου 1, εξήγησε ότι αυτή το δακτυλογράφησε και το υπέγραψε ο πατέρας της, στην παρουσία της, δεν ήταν, όμως, οριστικό. O εφεσίβλητος, όπως της ανέφερε, θα τους παρουσίαζε αργότερα αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να εξακριβωθεί ποια τελικά ήταν τα οφειλόμενα ποσά και, εν πάση περιπτώσει, της υποσχέθηκε ότι δε θα το χρησιμοποιούσε.
Ο εφεσείων, αναφερόμενος στο Τεκμήριο 1, το οποίο συμφώνησε ότι υπέγραψε, είπε ότι αυτό αφορούσε προηγούμενες δοσοληψίες, οι οποίες υπήρχαν μεταξύ της εταιρείας του και της εταιρείας του εφεσίβλητου. Προσωπικά στον ίδιο ποτέ δε δόθηκε δάνειο, αλλά ούτε και ποτέ δόθηκαν μετρητά είτε για τον ίδιο είτε για τις εταιρείες του. Μάλιστα, επειδή στους λογαριασμούς που τηρούσαν δεν μπορούσε να εντοπιστεί το συγκεκριμένο ποσό, ζήτησε από τον εφεσίβλητο, μέσω του συνηγόρου του, να του διευκρινίσει σε τι αφορούσε το συγκεκριμένο ποσό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, έκρινε τη μαρτυρία για τον εφεσείοντα αναξιόπιστη και στερούμενη λογικής συνέπειας, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και κατέληξε, καθοδηγούμενο από τη νομολογία, ότι μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητου καταρτίστηκε σύμβαση δανείου, το επίδικο ποσό κατεβλήθη στον εφεσείοντα και δεν επεστράφη, με αποτέλεσμα την επιδίκασή του, ως έχουμε προαναφέρει. Για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, μεταξύ άλλων, σημείωσε την καθυστέρησή του να ζητήσει εξηγήσεις σε σχέση με το Τεκμήριο 1 και την υπογραφή του Μνημονίου - Τεκμηρίου 2 έξι μήνες μετά την υπογραφή του Τεκμηρίου 1, για το οποίο, μάλιστα, με την ΄Εκθεση Υπεράσπισής του, αρνείτο ότι ο εφεσίβλητος του έδωσε αντίγραφο, ενώ κατά τη δίκη παρουσίασε τέτοιο αντίγραφο - (Τεκμήριο 6) - προωθώντας, όμως, διαφορετική θέση. Εξωπραγματική, επίσης, θεώρησε τη θέση του εφεσείοντα ότι το αξιούμενο ποσό συνυπολογίστηκε στην Αγωγή Αρ. 6592/04 - Τεκμήριο 5, την οποία καταχώρισε ο εφεσίβλητος εναντίον του. Δεν είναι λογικό, κατέληξε, ποσό, το οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο, ο εφεσίβλητος δεν του κατέβαλε, να συνυπολογίστηκε σε άλλη αγωγή μεταξύ τους.
Θεώρησε τη μαρτυρία της θυγατέρας του εφεσείοντα - Μ.Υ.1 - χωρίς βαρύτητα, αφού αυτή δε γνώριζε προσωπικά τα γεγονότα. Δεν ήταν παρούσα κατά την υπογραφή του Τεκμηρίου 1, σε σχέση δε με το Τεκμήριο 2, η θέση της ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με τη θέση του εφεσείοντα, ο οποίος έλεγε ότι αυτό δεν μπορούσε να είχε ετοιμαστεί από τη Μ.Υ.1, επειδή υπογράφτηκε στα γραφεία των συνηγόρων του εφεσίβλητου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιόν μας, ορισμένοι λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν, ο δε συνήγορος των εφεσιβλήτων, με δήλωσή του, περιόρισε τον τόκο σε 8% ετησίως.
Οι λόγοι έφεσης που παρέμειναν, ουσιαστικά, αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εισηγείται ο εφεσείων ότι αντινομικά το Τεκμήριο 1 θεωρήθηκε ότι αποτελεί σύμβαση δανείου και τούτο γιατί τα γεγονότα, όπως αυτά παρουσιάζονται στην ΄Εκθεση Απαίτησης, δε στοιχειοθετούν τη σύναψή του. Επίσης, υπέβαλε, οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου πως τα χρήματα δόθηκαν σε μετρητά δεν αποδείχθηκαν με τη μαρτυρία. Ούτε το Τεκμήριο 1 ούτε το Τεκμήριο 2 αποδεικνύουν την καταβολή των χρημάτων. Το γεγονός, μάλιστα, ότι το Τεκμήριο 6 φέρει την υπογραφή ενός μόνο μάρτυρα και η έλλειψη απόδειξης πληρωμής χρημάτων υποστηρίζουν το αληθές της εκδοχής του, ότι, δηλαδή, ποτέ δεν του δόθηκαν χρήματα από τον εφεσίβλητο.
Σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και πότε το εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου, υπάρχει πλούσια νομολογία. Στην Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1199, αναφέρεται ότι:- (σελ. 1202)
«Επέμβαση του Εφετείου σε ζητήματα αξιοπιστίας δεν χωρεί παρά μόνο όπου υπήρξε εσφαλμένη αυτοκαθοδήγηση ή όπου η πρωτόδικη άποψη αναδεικνύεται, με αναφορά σε άλλη μαρτυρία λογικά ανέφικτη.»
(Βλ., επίσης, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Ζήνωνος κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. (Χρηματοδ.) Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 927).
΄Εχουμε εξετάσει τη μαρτυρία στο σύνολό της και, ειδικότερα, τα σημεία στα οποία ο συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε. Δε διαπιστώνουμε να είναι βάσιμα τα όσα αυτός υπέβαλε ότι καθιστούν την πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με όλους τους ισχυρισμούς που ο εφεσείων πρόβαλε, στα πλαίσια, βέβαια, του συνόλου της μαρτυρίας, γραπτής και προφορικής, και για την απόρριψή τους έδωσε λεπτομερείς και πειστικές εξηγήσεις, μέρος των οποίων έχουμε, ήδη, παραθέσει.
Ο ισχυρισμός ότι η σύμβαση δανείου, στην οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποτελούσε βάση αγωγής απαντάται από την ίδια την ΄Εκθεση Απαίτησης και την Απάντηση. Η βάση αυτή περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων διαζευκτικών βάσεων, οι οποίες, όμως, κατά την ακρόαση της υπόθεσης, δεν προωθήθηκαν. Η μαρτυρία που ακούστηκε αφορούσε αποκλειστικά σύμβαση δανείου με τον εφεσείοντα. Η απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα ήταν το αποτέλεσμα εξέτασης και αντιπαραβολής των όσων αυτός πρόβαλε με την Υπεράσπισή του και των όσων προώθησε με τη μαρτυρία του. Η διαφορετικότητα των θέσεών του δικαιολογημένα οδήγησε στην απόρριψη της μαρτυρίας του ως αναξιόπιστης. Θεωρούμε και εμείς εκτός πραγματικότητας, όσο καλή πίστη και να υπήρχε μεταξύ του και του εφεσίβλητου - δύο επιχειρηματιών με μεγάλο κύκλο εργασιών, όπως συνάγεται από όσα ο ίδιος κατέθεσε - αυτός να αναλάμβανε την πληρωμή συγκεκριμένου ποσού, το οποίο, όμως, δεν ήταν το τελικά οφειλόμενο.
Καταλήγουμε, ενόψει των πιο πάνω, ότι δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης στην πρωτόδικη απόφαση, εκτός σε ότι αφορά το ζήτημα του τόκου, το οποίο, όπως έχουμε προαναφέρει, συμφωνήθηκε στο ποσό των 8% ετησίως από 25/12/2000.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, αλλά κατά τα άλλα ζητήματα που συζητήθηκαν απορρίπτεται.
Αφού λάβαμε υπόψη τα πιο πάνω, επιδικάζουμε €1.000,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του εφεσίβλητου.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
/ΜΠ