ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1210

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 7/2008)

 

14 Ιουλίου, 2010

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΔΩΡΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

1.    ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

2.    ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Π. Πιερίδης, για την Εφεσείουσα.

Μ. Πανταζή και Ι. Κορφιώτη, για τις Εφεσίβλητες.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα υπέστη σωματικές βλάβες σε τροχαίο δυστύχημα που συνέβη στις 18.2.2004 γύρω στις 18.50 ενώ διέσχιζε πεζή τη λεωφόρο Λάρνακος στην Παλουριώτισσα. Η εφεσίβλητη 1 οδηγώντας το αυτοκίνητο της μητέρα της, εφεσίβλητης 2, εισήλθε από τη λεωφόρο Σαλαμίνος στη λεωφόρο Λάρνακος με κατεύθυνση προς Αγλαντζιά. Αφού διένυσε περίπου 45 μέτρα από τη συμβολή των δύο λεωφόρων, κτύπησε την εφεσείουσα με το αυτοκίνητό της την ώρα που αυτή επιχειρούσε να διασταυρώσει κάθετα το δρόμο από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης.

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον της οδηγού και της ιδιοκτήτριας του αυτοκινήτου με την οποία αξίωσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες και τις υλικές ζημιές που είχε υποστεί εξαιτίας του δυστυχήματος για την πρόκληση του οποίου, θεώρησε υπεύθυνη εξ αμέλειας την εφεσίβλητη 1 και εκ προστήσεως υπεύθυνη την εφεσίβλητη 2.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, προσδιόρισε τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης τα οποία παραθέτουμε όπως αυτά με συντομία καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«... η εναγόμενη την 18.2.04 οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής WD802, ιδιοκτησίας της μητέρας της, επί της Λεωφόρου Σαλαμίνος στην Παλουριώτισσα. Η ώρα ήταν 18:50 βράδυ και ο καιρός αίθριος. Σταμάτησε στο κόκκινο φως και όταν έγινε πράσινο έστριψε δεξιά επί της Λεωφόρου Λάρνακος με κατεύθυνση προς την Αγλαντζιά. Αφού ευθυγραμμίστηκε μέσα στο δρόμο, σε κάποιο σημείο, σε απόσταση 45.50 μ από τη συμβολή των δύο Λεωφόρων, η ενάγουσα άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο από αριστερά προς δεξιά σε σχέση με την πορεία της εναγομένης με σκοπό και πρόθεση να μεταβεί απέναντι στο ακινητοποιημένο αυτοκίνητό της. Η εναγόμενη είδε για πρώτη φορά την ενάγουσα όταν άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο μπροστά της σε απόσταση 4μ περίπου. Την είδε μόλις μπήκε μέσα στο δρόμο και πάτησε τα φρένα της, χωρίς να αφήσει ίχνη τροχοπέδησης, με αποτέλεσμα να της κτυπήσει. Η Λεωφόρος Λάρνακος είναι διπλής κατεύθυνσης, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας προς τη Λεωφόρο Σαλαμίνος και μία προς Αγλαντζιά. Διαχωρίζονται με διακεκομμένη άσπρη γραμμή. Η εναγόμενη οδηγούσε με αναμμένα τα φώτα πορείας της στη χαμηλή στάση και με εμβέλεια 30μ.»

 

 

 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο με βάση τα πιο πάνω γεγονότα της υπόθεσης, και με αναφορά στη νομολογία η οποία διέπει το θέμα της αμέλειας των οδηγών κάτω από ανάλογες συνθήκες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη 1 δεν υπήρξε αμελής και συνεπώς δεν ευθυνόταν για το τροχαίο δυστύχημα. Κρίθηκε ότι την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα τη φέρει η εφεσείουσα η οποία εισήλθε ξαφνικά στο δρόμο σε μικρή απόσταση από το νομίμως επερχόμενο όχημα της εφεσίβλητης  χωρίς να ελέγξει αν υπήρχε τροχαία κίνηση και χωρίς να αφήσει οποιοδήποτε περιθώριο ελιγμού στην οδηγό. Αναφορικά με το θέμα της ευθύνης της εφεσίβλητης 2, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν έχει εκ προστήσεως ευθύνη για το δυστύχημα. Παρά την πιο πάνω κατάληξη σχετικά με το θέμα της ευθύνης, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής εξέτασε, ως είχε υποχρέωση, το ζήτημα των αποζημιώσεων της εφεσείουσας. Αφού προσδιόρισε τις σωματικές βλάβες και τις κακώσεις που υπέστη, κατέληξε ότι επί βάσεως πλήρους ευθύνης, η εφεσείουσα δικαιούται στα ακόλουθα ποσά με νόμιμο τόκο:

 

(α) ΛΚ290 για τα ιατρικά έξοδα.

(β) ΛΚ1000 απώλεια μισθών δύο μηνών.

(γ) ΛΚ17000 ως γενικές αποζημιώσεις για τα τραύματα που υπέστη λόγω του δυστυχήματος.

 

Οι δύο λόγοι έφεσης που προώθησε η εφεσείουσα συγκλίνουν στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένες διαπιστώσεις και συμπεράσματα που αφορούν στην αξιοπιστία των μαρτύρων και στα γεγονότα της υπόθεσης. Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα το νόμο και τις αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα. Οι δύο αυτοί λόγοι έφεσης αναπτύχθηκαν μαζί από το δικηγόρο της εφεσείουσας και κατά ανάλογο τρόπο αντιμετωπίστηκαν από το δικηγόρο των εφεσιβλήτων. Η εισήγηση είναι ότι λανθασμένα κρίθηκε ως αξιόπιστος μάρτυρας η εφεσίβλητη 1 αφού πολλές από τις απαντήσεις που έδωσε κατά την αντεξέταση είναι παράλογες ενώ άλλες είναι αντιφατικές. Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας γίνεται εκτενής αναφορά στα πρακτικά της δίκης προκειμένου να βρεθεί το έρεισμα που θα δικαιολογούσε τις εισηγήσεις. Εχουμε διεξέλθει όχι μόνο τα σχετικά αποσπάσματα των πρακτικών που ο δικηγόρος παρέθεσε στην αγόρευσή του αλλά ολόκληρη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 1 χωρίς να εντοπίσουμε οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε αντικειμενικά να κριθεί ως ουσιαστικό στοιχείο ώστε βάσιμα να λαμβανόταν υπόψη για να κριθεί ως αναξιόπιστη η μαρτυρία της εφεσίβλητης. Είναι γεγονός ότι κάποια επουσιώδη στοιχεία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όπως για παράδειγμα η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου της στη χαμηλή στάση. Η εφεσίβλητη κατέθεσε ότι σ΄ αυτή τη στάση η εμβέλεια των φώτων είναι πέντε μέτρα ενώ στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εξεταστή, είναι 30 μέτρα. Αδιάφορο είναι επίσης και το κατά πόσο ακολουθούσε το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης άλλο αυτοκίνητο. Αν όντως ακολουθούσε άλλο αυτοκίνητο δεν είναι απαραίτητο να το είχε αντιληφθεί η εφεσίβλητη και συνεπώς η μαρτυρία της ότι δεν ακολουθούσε άλλο αυτοκίνητο δεν ενέχει επί του προκειμένου οποιαδήποτε ουσιαστική σημασία. Δεν είναι έργο του Εφετείου η εξ υπαρχής αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το καθήκον αυτό ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις όπου τα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο με προσοχή και επιμέλεια εξέτασε τη μαρτυρία την οποία αξιολόγησε σωστά παρέχοντας πλήρη και πειστική αιτιολογία αναφορικά με το αποτέλεσμα.

 

Κατά την αντεξέταση της εφεσίβλητης υποβλήθηκε εισήγηση ότι κατηγορήθηκε γραπτώς από την αστυνομία για το τροχαίο δυστύχημα και ότι στη γραπτή απάντησή της στην κατηγορία ανέφερε «Παραδέχομαι και απολογούμαι». Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υπέβαλε ενώπιόν μας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει το πιο πάνω γεγονός. Με συντομία παρατηρούμε ότι η παραδοχή της εφεσίβλητης στη γραπτή κατηγορία που διατυπώθηκε εναντίον της από αστυνομικό στα πλαίσια της διερεύνησης του τροχαίου δυστυχήματος δεν αποδεικνύει από μόνη της κανένα στοιχείο αμέλειας. Η παραδοχή ενοχής σε ποινική υπόθεση σε κάθε περίπτωση αποτιμάται σε συνάρτηση προς τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοιχειοθετούν το αδίκημα για να αξιολογηθεί η αποδεικτική σημασία της στην αστική δίκη. Βλ. Κλεάνθους ν. Βανέλλη (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1672 και Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1999) 1(Α) ΑΑΔ 310. Στην προκείμενη περίπτωση ήταν σταθερή η θέση της εφεσίβλητης  ότι η εφεσείουσα βγήκε ξαφνικά στο δρόμο για να διασταυρώσει όταν το αυτοκίνητο της βρισκόταν σε πολύ μικρή απόσταση από αυτή.

 

Η μαρτυρία της εφεσείουσας παρέχει το στίγμα της αμέλειας που αυτή επέδειξε και αποτέλεσε την αποκλειστική αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος. Η εφεσείουσα κατέθεσε ότι ήλεγξε δεξιά και αριστερά το δρόμο και αφού διαπίστωσε ότι ήταν καθαρός, προχώρησε προς το μέσο του δρόμου όπου είδε σταματημένο στα φώτα τροχαίας, δεξιά σε σχέση με την πορεία της, το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης που τη κτύπησε. Εδώ σημειώνουμε ότι σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της η εφεσείουσα κατέθεσε ότι ενώ βρισκόταν στο μέσο του δρόμου και συνέχιζε την πορεία της με γρήγορα βήματα κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο. Είναι νομίζουμε φανερό πως αν η εξέλιξη των γεγονότων ήταν όπως την περιέγραψε η εφεσείουσα το δυστύχημα δεν θα γινόταν. Αν το αυτοκίνητο βρισκόταν πράγματι σταματημένο στα φώτα τροχαίας την ώρα που η εφεσείουσα βρισκόταν στο μέσο του δρόμου, το σημείο επαφής δεν θα εντοπιζόταν στα 2,70 μ. από την άκρη του δρόμου δοθέντος ότι το πλάτος της λωρίδας εντός της οποίας κατευθυνόταν η εφεσίβλητη ήταν 6,60. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα δεν επέδειξε για τη δική της ασφάλεια την προσοχή που είναι συνυφασμένη με την έννοια της σωφροσύνης και που αναμένεται από το μέσο λογικό άνθρωπο κάτω από ανάλογες συνθήκες. Η παράλειψη της εφεσείουσας να αντιληφθεί την παρουσία του αυτοκινήτου στο δρόμο συνιστά αμέλεια. Η αμέλεια της εφεσείουσας αποτέλεσε την αιτία του δυστυχήματος για την πρόκληση του οποίου ορθά κρίθηκε ότι φέρει την αποκλειστική ευθύνη. Καθόσον αφορά το βαθμό επιμέλειας του οδηγού οχήματος υπενθυμίζουμε ότι τότε μόνο δημιουργείται υποχρέωση αυξημένης προσοχής όταν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε να φανερώνουν  συγκεκριμένο κίνδυνο πέρα από τον λογικά αναμενόμενο. Βλ. Ανδρέου κα ν. Πηλέα (2000) 1(Α) ΑΑΔ 459 και Οδυσσέως ν. Χατζηλούκα (2000) 1(Α) ΑΑΔ 185.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2000 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

 

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                               Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

                                                               Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο