ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1002

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.  280/2007)

 

12 Ιουλίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,  Δ/στές]

 

1.     ΑΝΤΩΝΗΣ Ν. ΜΟΝΟΣ,

2.    ΛΥΔΙΑ ΜΟΝΟΥ,

Εφεσείοντες,

ΚΑΙ

 

1.     S. XENIDES TRADING CO. LTD,

2.    ΞΕΝΗΣ ΞΕΝΙΔΗΣ,

3.    ΜΑΡΙΑ ΞΕΝΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητοι.

_________________________

 

Α. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Λοίζου (κα.) για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για τους Εφεσίβλητους.

__________________________

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

                                   ο Δικαστής Νικολάτος.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων που εμφανίστηκαν ενώπιον του και κατ΄ επέκταση με τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.   

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα του  πρωτόδικου συμπεράσματος σύμφωνα με το οποίο ο Μ.Ε. 1 ήταν αναξιόπιστος.   Ο μάρτυρας αυτός εμφανίστηκε ως εμπειρογνώμονας, φυσικός, ο οποίος κατασκευάζει ιατρικές και βιομηχανικές συσκευές λέϊζερ και εξειδικεύεται σε θέματα μηχανημάτων λέϊζερ.  Η μαρτυρία του Μ.Ε. 1 για τους εφεσείοντες-ενάγοντες ήταν ουσιώδους σημασίας εφόσον το αγώγιμο δικαίωμα τους πήγαζε από την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση συμφωνίας πωλήσεως μηχανήματος, από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες το οποίο λειτουργούσε με λέϊζερ και χρησίμευε για μόνιμη αποτρίχωση.   Δεδομένου ότι, κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, οι εφεσίβλητοι είχαν προβεί σε δόλιες και/ή ψευδείς παραστάσεις στους εφεσείοντες και/ή επέδειξαν αμέλεια κατά την προαναφερόμενη πώληση και προμήθεια του ρηθέντος μηχανήματος, η μαρτυρία του Μ.Ε. 1 για τους εφεσείοντες-ενάγοντες είχε ως σκοπό την τεκμηρίωση των βασικών ισχυρισμών τους. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρόλο που ικανοποιήθηκε ότι ο Μ.Ε. 1 είναι φυσικός, που κατασκευάζει ιατρικές και βιομηχανικές συσκευές λέϊζερ και εξειδικεύεται σε θέματα μηχανημάτων λέϊζερ, δηλαδή είναι εμπειρογνώμονας για το θέμα αυτό, απέρριψε τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη και ως μη ικανοποιούσα τις προϋποθέσεις για να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία εμπειρογνώμονα.  Παρατήρησε συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο μάρτυρας δεν έκανε καλή εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρα και η παρουσία του ενώπιον του δικαστηρίου δεν ήταν σοβαρή ως θα ανέμενε κάποιος από ένα επαγγελματία.  Επιπρόσθετα ο μάρτυρας δεν εξήγησε με επιστημονικό και απόλυτα κατανοητό τρόπο και δεν έδωσε στο δικαστήριο τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να δείξει ότι το επίδικο μηχάνημα δεν μπορούσε, στην κατάσταση που βρισκόταν, να αφαιρέσει τρίχα και να καταστρέψει το βολβό της χωρίς να καταστρέψει και  παρακείμενους ιστούς δέρματος.  Η μαρτυρία του, χαρακτηρίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αόριστη και ασαφής και ως μαρτυρία που δεν έθετε το αναγκαίο υπόβαθρο για εξαγωγή συμπερασμάτων από το ίδιο το δικαστήριο.   Όσον αφορά τη θέση του μάρτυρα ότι το μηχάνημα προκαλούσε και εγκαύματα, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι αυτή δεν ήταν δικογραφημένη και επομένως δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη.   Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε και τα εξής:

 

«Ανεξάρτητα από την ως άνω κατάληξή μου, προτιμώ τη μαρτυρία του ειδικού δερματολόγου Δρ. Στ. Τράντα ημερ. 14.3.2000 (Τεκμήριο 17), η οποία δόθηκε σε ανύποπτο χρόνο και βάση της οποίας πιστοποιείται ότι το επίδικο μηχάνημα προορίζεται για χρήση από αισθητικούς.»

Αυτή η τελευταία κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι και το αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης.  Σύμφωνα με τους εφεσείοντες το περιεχόμενου του τεκμηρίου 17 συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία, η οποία θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 27 του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού) Νόμου, Ν 32(Ι)/2004, και εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε η μαρτυρία εκείνη να συγκριθεί και να προτιμηθεί από τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1 ο οποίος έδωσε προφορική μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου και αντεξετάστηκε. 

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο πρώτος ενάγων-εφεσείων δεν είπε την αλήθεια στο δικαστήριο.  Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη απόρριψη της μαρτυρίας της ενάγουσας 2-εφεσείουσας, ως αναξιόπιστης.  Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά και  πάλι στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Μ.Ε. 1 σε σχέση με την καταλληλότητα του προαναφερόμενου μηχανήματος να επιφέρει απαλλαγή από ανεπιθύμητη τριχοφυία και ο έκτος λόγος έφεσης αφορούσε σε στοιχεία που το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του εναντίον των εφεσειόντων και τα οποία, κατά τον ισχυρισμό τους, δεν θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη εφόσον αποτελούσαν ουδέτερα στοιχεία στην έκβαση της υπόθεσης.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλη την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία υπό το φως των εισηγήσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.

 

Είναι θεμελιωμένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς αυτή, μόνο αν τα πρωτόδικα συμπεράσματα δεν συνάδουν με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία.   Στην υπόθεση Στρατής ν. Πεντέλη - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1708 τονίστηκε ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί γεγονότων και αξιοπιστίας, εκτός εάν αυτά δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά ή εκτός αν ο εφεσείων ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής και τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, εξεταζόμενη στο σύνολό της.   Στη Σιμιλλίδου ν. Στεργίου κ.α. (1996) 1(Β) ΑΑΔ 1170 τονίστηκε ότι το Εφετείο είναι απρόθυμο να επεμβαίνει σε ότι αφορά τα πρωτόδικα ευρήματα όμως είναι συνήθης και νομολογιακά καθιερωμένος λόγος επέμβασης του Εφετείου και ακύρωσης των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου, η περίπτωση στην οποία αποδεικνύεται ότι η αιτιολογία που χρησιμοποιείται σαν βάση των προσβαλλόμενων ευρημάτων είναι λανθασμένη ή απαράδεκτη.   Στην M.C. Michael Developments Ltd v. Δημητριάδου (1999) 1(Α) ΑΑΔ 140 τονίστηκε και πάλι η θεμελιωμένη αρχή πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της.  Επέμβαση γίνεται μόνο στις περιπτώσεις όπου η δικαιοσύνη το απαιτεί λόγω του ότι τα ευρήματα δεν είναι εύλογα επιτρεπτά.  Ανάλογες αρχές ισχύουν και για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των  μαρτύρων από το πρωτόδικο δικαστήριο.   Αναφορικά με τη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων μαρτύρων, είναι θεμελιωμένο πως το καθήκον τέτοιων μαρτύρων είναι να δώσουν στο δικαστήριο τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να μπορέσει να σχηματίσει γνώμη για την ανεξαρτησία της κρίσης τους και να καταλήξει το ίδιο (το δικαστήριο) σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα, από την ενώπιον του μαρτυρία (Δέστε:  Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 298).   

 

Υπό το φως των προαναφερομένων καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης ευσταθούν, για του εξής λόγους:

 

(α)    Το πρωτόδικο δικαστήριο χαρακτήρισε την παρουσία του Μ.Ε.1 κ. Ιωάννη Θεοδούλου ως μη σοβαρή όπως θα αναμενόταν από ένα επαγγελματία.  Η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού φαίνεται στις σελ. 50-57 των πρακτικών.   Στις σελ. 50-54 είναι η κυρίως εξέταση του και από την 54-57 είναι η αντεξέταση του.   Δεν μπορεί, κατά την κρίση μας, να χαρακτηριστεί η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού ως μη σοβαρή και ως κατώτερη από ότι θα αναμενόταν από ένα επαγγελματία.  Ο μάρτυρας αυτός είναι φυσικός και από το 1988 ασχολείται με το σχεδιασμό και την κατασκευή ιατρικών και βιομηχανικών συστημάτων λέϊζερ.  Είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων στη Φυσική τους οποίους απέκτησε από αμερικανικά πανεπιστήμια.  Όταν έδιδε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου εργαζόταν ως ειδικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Τμήμα Φυσικής.     Σύμφωνα με τη μαρτυρία του οι εφεσείοντες, και συγκεκριμένα η  δεύτερη εφεσείουσα, του ζήτησε να μετρήσει την ισχύ του μηχανήματος λέϊζερ το οποίο αγόρασε από τους εφεσίβλητους και ο μάρτυρας παρουσίασε, ως τεκμήριο14, τα αποτέλεσματα αυτών των μετρήσεων. 

 

(β)   Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι ο Μ.Ε. 1 δεν εξήγησε, με επιστημονικό και απόλυτα κατανοητό τρόπο και δεν έδωσε στο δικαστήριο τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια ώστε το δικαστήριο να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς το κατά πόσον το επίδικο μηχάνημα μπορούσε να καταστρέψει το βολβό της τρίχας και να την αφαιρέσει χωρίς καταστροφή παρακείμενων ιστών.  Δεν θεωρούμε ούτε αυτή την αιτιολόγηση της απόρριψης της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1 ως επαρκή ή ικανοποιητική.  Ο μάρτυρας ανέφερε, μεταξύ άλλων, (δέστε σελ. 52 των πρακτικών), ότι το επίδικο μηχάνημα εκπέμπει υπέρυθρη ακτινοβολία η οποία απορροφάται επιλεκτικά από το νεύρο και όταν η χειρολαβή μπεί στο δέρμα, αυξάνεται η θερμοκρασία του δέρματος.  Επομένως είναι πολύ δύσκολο να αφαιρεθεί η τρίχα και να καταστραφεί ο βολβός της, με το προαναφερόμενο μηχάνημα, χωρίς οποιαδήποτε καταστροφή ιστού, σαν μικρό έγκαυμα. 

Όσον αφορά τη μη δικογράφηση του ισχυρισμού της πρόκλησης εγκαυμάτων δεν θεωρούμε ότι η πιθανή πρόκληση εγκαυμάτων από τη χρήση του επίδικου μηχανήματος θα έπρεπε απαραίτητα να είχε δικογραφηθεί σε μια αγωγή για αθέτηση συμφωνίας και αμέλεια, σε σχέση με την πώληση ενός μηχανήματος. 

 

(γ)  Το πρωτόδικο δικαστήριο χαρακτήρισε τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1 ως αόριστη και ασαφή και ως μη θέτουσα το κατάλληλο υπόβαθρο για εξαγωγή συμπερασμάτων.  Ούτε και αυτή η αιτιολόγηση της απόρριψης της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1 μας βρίσκει σύμφωνους.  Κατά την εκτίμηση μας η μαρτυρία του Μ.Ε. 1 ήταν σαφής και συγκεκριμένη.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, το συγκεκριμένο μηχάνημα δεν μπορούσε να αφαιρέσει τις τρίχες και να κάψει το βολβό τους χωρίς να προκαλέσει εγκαύματα στο δέρμα.  Δεν είναι  μηχάνημα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από αισθητικούς, όπως είναι η δεύτερη ενάγουσα-εφεσείουσα.

 

(δ)   Η κατάληξη του  πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ανεξάρτητα από το συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του Μ.Ε. 1 ήταν αναξιόπιστη, προτιμούσε τη μαρτυρία του ειδικού δερματολόγου Δρος Τράντα (τεκμήριο 17), μας φαίνεται ανεπίτρεπτη. Η μαρτυρία του Μ.Ε. 1 δόθηκε προφορικά ενώπιον του δικαστηρίου ενώ η μαρτυρία του Δρος Τράντα δόθηκε υπό μορφή ενός σημειώματος-πιστοποιητικού.   Στο σημείωμα - τεκμήριο 17 - αναγράφεται ότι ζητήθηκε από το Δρα Τράντα να μελετήσει τις προδιαγραφές του επίδικου μηχανήματος «Quartet Laser Epilation System», εκ μέρους της κας Μαρίας Ξενίδου (τρίτης εφεσίβλητης), και με το πιστοποιητικό του ημερ. 14.3.2000 ο Δρ. Τράντας εξέφρασε την άποψη του ως προς τα κατά πόσον το μηχάνημα ανήκει σε κατηγορία μηχανημάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άτομα χωρίς ιατρική κατάρτιση.  Αναφορικά με αυτό το θέμα ο Δρ. Τράντας λέει τα εξής: «Με βάση τα εγχειρίδια των κατασκευαστών του εν λόγω μηχανήματος, τα οποία εμελέτησα, φαίνεται ότι το «Quartet Laser Epilation System» εμπίπτει στην κατηγορία «Class III light source» και προορίζεται για χρήση από αισθητικούς».   Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κακώς σύγκρινε τη μαρτυρία του Φυσικού Μ.Ε. 1 με τη μαρτυρία του ιατρού δερματολόγου Δρ. Τράντα, οι οποίες δεν είχαν οποιασδήποτε σχέση μεταξύ τους.   Ο σκοπός της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1 ήταν να καταδείξει ότι το συγκεκριμένο επίδικο μηχάνημα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για τις οποίες πωλήθηκε από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες και ότι ήταν ουσιαστικά επικίνδυνο για να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς για τους οποίους πωλήθηκε, τουλάχιστον από μη ιατρικό προσωπικό, όπως ήταν η εφεσείουσα 2, ενώ ο σκοπός της μαρτυρίας του Δρος Τράντα ήταν απλά να πιστοποιήσει, και μάλιστα με βάση το εγχειρίδιο των κατασκευαστών, ότι το μηχάνημα προορίζεται για χρήση από αισθητικούς, όπως ήταν η εφεσείουσα 2.   Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε συνυπολογίσει, σύμφωνα με το άρθρο 27 του Ν 32(Ι)/2004, ότι η μαρτυρία του Δρος Τράντα, που περιλαμβάνεται στο τεκμήριο 17, ήταν ουσιαστικά εξ ακοής μαρτυρία και θα έπρεπε να είχε αξιολογήσει την αποδεικτική της αξία μέσα στο πλαίσιο του άρθρου 27(2), πράγμα που δεν έκαμε.

 

Ενόψει των  προαναφερομένων θεωρούμε ότι η παρούσα υπόθεση είναι τέτοια που το Εφετείο πρέπει να επέμβει ανατρέποντας τα πρωτόδικα συμπεράσματα τουλάχιστον αυτά που αφορούν στους λόγους έφεσης 1 και 2.  Η έφεση πρέπει να επιτύχει, η πρωτόδικη απόφαση να ακυρωθεί και να διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου.   Δεν θεωρούμε σκόπιμο, υπό  τις περιστάσεις, να αποφασίσουμε οριστικά αναφορικά και με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου.  Έξοδα της έφεσης €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσειόνων.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα επιδικαστούν στη νέα διαδικασία.

              

                                                      Δ.

                                                      Δ.

                                                      Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο