ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1225
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 250/2007)
14 Ιουλίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Ζ. Χ»ΖΑΧΑΡΙΑ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
3. ΠΑΝΙΚΟΣ Γ. ΛΟΙΖΟΥ,
4. ΑΝΔΡΕΑΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,
5. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤ. ΒΑΚΗΣ,
6. ΝΙΚΟΣ ΣΥΡΙΜΗΣ,
7. ΑΓΓΕΛΟΣ Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ,
8. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Α. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,
9. ΧΡΙΣΤΟΣ Β. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
10. ΣΟΦΟΚΛΗΣ Γ. ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
11. ΜΙΧΑΛΗΣ Α. ΛΟΙΖΙΔΗΣ,
12. ΣΥΛΒΙΑ Α. ΛΟΙΖΙΔΟΥ,
13. ΜΙΧΑΛΗΣ Μ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
L.K. GLOBALSOFT COM LTD,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Π. Σπανός και Κ. Λοϊζίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την έφεση αυτή επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκαν οι συνενωθείσες αγωγές των εφεσειόντων (5136/02 μέχρι 5148/02 Ε.Δ. Λευκωσίας) κατά της εφεσίβλητης εταιρείας («η εταιρεία») για αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας.
Στις 13.12.1999 οι εφεσείοντες απόκτησαν από την εταιρεία 650.000 ειδικές μετατρέψιμες μετοχές τάξεως Α με ιδιωτική τοποθέτηση στην τιμή των £0,25 ανά μετοχή. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η εταιρεία αποδέχθηκε ουσιώδη όρο ο οποίος περιλαμβανόταν στην πρότασή τους για αγορά των μετοχών σύμφωνα με τον οποίο, όλες οι μετοχές θα μετατρέπονταν σε συνήθεις μέχρι 15.12.2000 έτσι ώστε να εισαχθούν για διαπραγμάτευση στο ΧΑΚ. Η εταιρεία, κατά παράβαση του εν λόγω όρου, παρέλειψε να μετατρέψει το 75% των πιο πάνω μετοχών σε συνήθεις ούτε κατέβαλε προσπάθεια για εισαγωγή τους στο ΧΑΚ με αποτέλεσμα να υποστούν, ως κάτοχοι τέτοιων μετοχών, απώλεια κέρδους ή/και ζημιά. Οι εφεσείοντες προς υποστήριξη της θέσης τους, επικαλέστηκαν την απόφαση που εκδόθηκε πρωτοδίκως στην αγωγή αρ. 2988/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία επικυρώθηκε κατ΄ έφεση. Βλ. M. Loizides, Syrimis & Co κα ν. L.K.Globalsoft Com Ltd (2007) 1(Α) ΑΑΔ 54. Πρόβαλαν ότι υπάρχει θέμα δεδικασμένου εφόσον μεταξύ εκείνης της υπόθεσης και της παρούσας δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφορά εκτός από το αντάλλαγμα το οποίο, σ΄ εκείνη την υπόθεση ήταν μετοχές της Novasys ενώ εδώ, η εταιρεία πήρε χρήματα για τις επίδικες μετοχές.
H θέση των εφεσειόντων είναι ότι κατά την τελευταία ημερομηνία μετατροπής των μετοχών σε συνήθεις, που ήταν η 15.12.2000, η μέγιστη τιμή διαπραγμάτευσης των συνήθων μετοχών της εταιρείας ήταν £5.31 ανά μετοχή. Η τιμή αυτή ουσιαστικά αποτέλεσε τη βάση της αξίωσής τους για ειδικές αποζημιώσεις. Αξίωσαν δηλαδή, υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, το προϊόν που θεωρητικά θα προέκυπτε από την πώληση των μετοχών τους που δεν μετατράπηκαν σε συνήθεις. Διαζευκτικά αξίωσαν τα ίδια ποσά άλλα κατά £0,39 ανά μετοχή λιγότερο, ποσό που αντιστοιχούσε στην αξία της κάθε μετοχής στις 15.12.2000 με βάση τα βιβλία της εταιρείας. Διαζευκτικά επίσης αξίωσαν υπό μορφή αποζημιώσεων τα ποσά που αντιστοίχως κατέβαλαν για την απόκτηση των μετοχών που δεν μετατράπηκαν σε συνήθεις.
Η εταιρεία πρόβαλε ως υπεράσπιση ότι η μετατροπή των μετοχών σε συνήθεις δεν αποτελούσε όρο της συμφωνίας αλλά δικαίωμα των κατόχων των συγκεκριμένων μετοχών. Το εν λόγω δικαίωμα τροποποιήθηκε με ειδικό ψήφισμα έκτακτης συνέλευσης των μετόχων ημερ. 7.2.2000 κατά την οποία αποφασίστηκε όπως μόνο το 25% των μετοχών μετατραπεί σε συνήθεις. Στην προαναφερόμενη συνέλευση ημερ. 7.2.2000 οι εφεσείοντες ήταν παρόντες και ψήφισαν υπέρ της αλλαγής. Παρόντες ήταν επίσης και στη συνέλευση ημερ. 7.11.2000 κατά την οποία ψήφισαν εναντίον της πρότασης για κατάργηση των μετοχών Α και μετατροπή τους σε δικαιώματα αγοράς συνήθων μετοχών (warrants). Παρενθετικά σημειώνουμε ότι το υπόλοιπο 75% των μετοχών κατηγορίας Α μετατράπηκε αργότερα σε συνήθεις με ειδικό ψήφισμα ημερ. 9.8.2001. Η εταιρεία ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια των εφεσειόντων είναι απομακρυσμένη και μη ανακτήσιμη και ότι ισχύει εν προκειμένω η αρχή της Foss v. Harbottle. Η εταιρεία ισχυρίστηκε ακόμη ότι οι εφεσείοντες κωλύονται στην προβολή των αξιώσεών τους γιατί ενδιάμεσα εμπορεύθηκαν τις επίδικες μετοχές ή μέρος τους χωρίς καμία επιφύλαξη.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του, διαπίστωσε ότι
(α) από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες (εφεσείοντες) με τη θετική ψήφο υπέρ της αλλαγής που έδωσαν στις 7.2.2000, είχαν απαλλάξει την εταιρεία από την υποχρέωση της να μετατρέψει και το υπόλοιπο του 75% των μετοχών σε συνήθεις μέχρι 15.12.2000.
(β) Κατά την έκτακτη συνέλευση των μετόχων που πραγματοποιήθηκε εννέα μήνες πριν από την ημερομηνία-ορόσημο μετατροπής και των υπόλοιπων μετοχών σε συνήθεις, πέραν από την απόφαση για μετατροπή του 25% των μετοχών σε συνήθεις και τη μετονομασία των επίδικων μετοχών, δεν λήφθηκε άλλη απόφαση. Ούτε λήφθηκε απόφαση για μη μετατροπή του υπόλοιπου 75% των μετοχών σε συνήθεις μέχρι 15.12.2000. Τέτοια απόφαση δεν υπάρχει ούτε στα εγκριθέντα ψηφίσματα. Ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι η αντίδραση των εφεσειόντων στα ψηφίσματα που είχαν προταθεί στη συνέλευση της 7.11.2000 ήταν αρνητική.
Καθόσον αφορά στο θέμα του δεδικασμένου, που κατ΄ ισχυρισμό δημιούργησε η απόφαση στην αγωγή 2988/02, για τους λόγους που εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι σ΄ εκείνη την υπόθεση υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας, όπως αποφασίσθηκε και στην Loizides, Syrimis & Co κα (ανωτέρω).
Με δεδομένη πλέον τη διαπίστωση ότι η εταιρεία διέρρηξε τη συμφωνία, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα των αποζημιώσεων. Η θέση της εταιρείας επί του προκειμένου ήταν ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνταν σε αποζημιώσεις γιατί ουδέποτε τερμάτισαν τη συμφωνία, όπως αποφασίστηκε και στην αγωγή 2988/02. Εν πάση περιπτώσει η υποχρέωση της εταιρείας ήταν να μετατρέψει μέχρι 15.12.2000 τις μετοχές των εφεσειόντων σε συνήθεις και όχι σε συνήθεις εισηγμένες στο ΧΑΚ και συνεπώς η τιμή των εισηγμένων συνήθων μετοχών της εταιρείας στο ΧΑΚ κατά τις 15.12.2000 δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση για τον καθορισμό της αποζημίωσης. Σύμφωνα με την εισήγηση της εταιρείας, η μόνη βάση για τον καθορισμό της ζημιάς των εφεσειόντων είναι ο χρόνος που θα μπορούσαν να πωληθούν οι μετοχές τους μέσω του ΧΑΚ δηλαδή, το Νοέμβριο 2005 που έγινε κατορθωτή η εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε η εταιρεία από τον Αύγουστο 2001για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η αξία της μετοχής στις 15.12.2000 ήταν £5.31 και από αυτή πρέπει να αφαιρεθεί το όποιο ποσό εισέπραξε ο καθένας εκ των εφεσειόντων από την πώληση των μετοχών του μέσα στους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2006.
Το θέμα των αποζημιώσεων εξετάστηκε πρωτοδίκως υπό το φως της M. Loizides, Syrimis & Co κα (ανωτέρω) από την οποία και το πιο κάτω απόσπασμα:
«Εχουμε ήδη αναφέρει την ορθή θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας εκ μέρους της εφεσίβλητης. Και εφόσον υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας οι εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να αποκηρύξουν και να τερματίσουν τη συμφωνία. Αντί τούτου σε καμιά ενέργεια δεν είχαν προβεί και κατακράτησαν και τις μετοχές. Όπως αναφέρεται στην Καταφυγιώτης ν. Χρυσοστομής (1997) 1 Α.Α.Δ. 1746 (σελίδα 1754):-
«Ως ζήτημα γενικής αρχής, το αναίτιο μέρος το οποίο, κατόπιν τερματισμού διεκδικεί αποζημιώσεις, δεν δικαιούται να διατηρεί στο εξής ωφελήματα που του παρέχονται μόνο στη βάση ισχύος της σύμβασης.»
Ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης ο οποίος τίθεται διαζευκτικά των άλλων δυο ευσταθεί. Δεν συμφωνούμε με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι απλώς με την ύπαρξη της αγωγής και την απαίτηση των συγκεκριμένων θεραπειών είναι δυνατό να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμφωνία είχε τερματισθεί από αυτούς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα και δεν αποδέχθηκε, ορθά, τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, ένεκα και του γεγονότος, πρόσθετα, ότι οι εφεσείοντες εξακολουθούσαν να κατακρατούν τις μετοχές. Αναφέρει στην απόφασή του:-
«Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η ίδια η αγωγή με την αξίωση για αποζημιώσεις σήμαινε την επιλογή των εναγόντων να την τερματίσουν (Tilcon Ltd. v. Land and Real Estate Investments Ltd. [1987] 1 All E.R. 615) επιλέγοντας τη θεραπεία της αποζημίωσης αντί της ειδικής εκτέλεσης, όπως εισηγήθηκε ο κ. Τριανταφυλλίδης (μια πρόταση αμφίβολη υπό τις περιστάσεις - στην Καταφυγιώτης, αντίθετα, υπήρχε σχετικός ισχυρισμός περί ακύρωσης στην ίδια την έκθεση απαίτησης, ενώ στη Δρυάδης ν. Καλησπέρα - supra - άλλο Εφετείο κατέγραψε τη θέση ότι κατά πόσο η καταχώριση της αγωγής συνιστά αποκήρυξη της συμφωνίας, λόγω της προβολής αξίωσης για αποζημιώσεις για διάρρηξη της συμφωνίας είναι όντως συζητήσιμο θέμα), και πάλι οι ενάγοντες δεν μπορούν να διεκδικούν αποζημιώσεις ενόψει της κατοχής των μετοχών.»
Η ενέργεια των εφεσειόντων να πωλήσουν, τελικά, τις μετοχές, αποτελεί, σύμφωνα με όσα υποστήριξαν οι δικηγόροι τους, την ειδοποιό διαφορά της παρούσας υπόθεσης (όλες οι αγωγές) από την προαναφερόμενη υπόθεση (αγωγή αρ. 2988/02). Είναι η θέση τους ότι η ζημιά έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί και μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, στοιχείο το οποίο απουσίαζε κατά την εκδίκαση της αγωγής 2988/02. Σχετικά με αυτό το θέμα, ο πρωτόδικος δικαστής επισημαίνει ότι η δικαστική κρίση στην αγωγή 2988/02 δεν στηρίχθηκε σ΄ αυτό το στοιχείο αλλά στο ότι η συμφωνία δεν αποκηρύχθηκε ούτε και τερματίστηκε από τους εφεσείοντες. Παρά την πιο πάνω παρατήρηση, ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί περαιτέρω η συλλογιστική στη βάση της οποίας έχει, κατ΄ ισχυρισμόν, αποκρυσταλλωθεί η ζημιά των εφεσειόντων. Αυτή η «συλλογιστική» είναι ότι οι εφεσείοντες υπέστησαν ζημιά ίση με την αξία της μετοχής που τύγχανε διαπραγμάτευσης στο ΧΑΚ στις 15.12.2000 δηλαδή £5.31 ανά μετοχή. Σημειώνεται στην απόφαση ότι σχετικά με αυτή τη πτυχή δεν υπάρχει δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση και συνεπώς το θέμα μπορούσε να τύχει εξέτασης. Κρίθηκε επί τούτου ότι η αξία των £5.31 ανά μετοχή δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για καθορισμό της οποιασδήποτε υποτιθέμενης ζημιάς των εφεσειόντων για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Η τιμή των £5.31 ανά μετοχή ήταν η μέγιστη τιμή διαπραγμάτευσης των εισηγμένων στο ΧΑΚ συνήθων μετοχών της εταιρείας κατά τις 15.12.2000. Στο ΧΑΚ, τότε, ήταν εισηγμένες μόνο το 25% των ειδικών μετατρέψιμων μετοχών της εταιρείας οι οποίες είχαν μετατραπεί προηγουμένως σε συνήθεις. Αν είχε εισαχθεί μέχρι τότε και το υπόλοιπο 75% (δηλαδή ακόμη 21.403.200 μετοχές) αυτό σίγουρα θα επηρέαζε αρνητικά την εν λόγω τιμή, κάτι που παραδέχθηκε και ο ΜΕ1. Η εκτίμηση του ήταν ότι θα έπεφτε μέχρι £4.00. Κρίθηκε ότι η εκτίμηση αυτή άνκαι δεν ήταν τεκμηριωμένη εντούτοις δεν ήταν χωρίς σημασία εφόσον η εισαγωγή εκατομμυρίων μετοχών στο ΧΑΚ οπωσδήποτε θα επηρέαζε την τιμή διαπραγμάτευσης τους, άγνωστο όμως σε ποιο βαθμό εφόσον κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να προσδιοριστεί.
(β) Η μετατροπή και του υπόλοιπου 75% των μετοχών σε συνήθεις δεν σήμαινε και την άμεση εισαγωγή τους στο ΧΑΚ. Απαιτείτο να προηγηθεί έγκριση σχετικής αίτησης χωρίς δυνατότητα επακριβούς προσδιορισμού του χρόνου λήψης της σχετικής απόφασης. Αν τα πράγματα εξελίσσονταν θετικά και επιτυγχανόταν η εισαγωγή των μετοχών στο ΧΑΚ μέσα σε τρεις μήνες με αυτό το υποθετικό δεδομένο, η τιμή ανά μετοχή θα έπεφτε σύμφωνα με τον ΜΕ2 κατά 50% περίπου. Επομένως, έστω και αν η εταιρεία μετέτρεπε στις 15.12.00 όλες τις μετοχές σε συνήθεις, όπως ήταν η συμβατική της υποχρέωση, θα χρειαζόταν περαιτέρω χρόνος για εισαγωγή τους στο ΧΑΚ, στοιχείο που αναιρεί την 15.12.2000 ως βάση για καθορισμό της αξίας της μετοχής. Ο πρωτόδικος δικαστής σημειώνει ότι ενώ στην προκείμενη περίπτωση η εταιρεία είχε μετατρέψει όλες τις μετοχές σε συνήθεις στις 9.8.2001 και αμέσως προχώρησε με την προβλεπόμενη διαδικασία για την εισαγωγή τους στο ΧΑΚ, πέρασαν τέσσερα και πλέον χρόνια για να γίνει αυτό κατορθωτό. Με αυτές τις σκέψεις, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως και αν ακόμη η εταιρεία εκπλήρωνε πλήρως τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ήταν αβέβαιο πότε θα εισάγονταν οι μετοχές στο ΧΑΚ και ποια θα ήταν τότε η τιμή διαπραγμάτευσής τους. Ενόψει τούτου, η 15.12.2000 όπως και οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για καθορισμό της αξίας της μετοχής και επομένως, τη βάση για καθορισμό της οποιασδήποτε ζημιάς.
Εξετάστηκε πρωτοδίκως και μια άλλη παράμετρος της υπόθεσης. Οι εφεσείοντες ουδέποτε τερμάτισαν τη συμφωνία ακόμη και μετά την απόφαση του Εφετείου στη Loizides, Syrimis & Co κα (ανωτέρω) όπου η επισήμανση εκείνη του πρωτόδικου δικαστηρίου, έτυχε επιδοκιμασίας η οποία και εδώ κρίθηκε ότι ισχύει απόλυτα και στην παρούσα υπόθεση.
Ενόψει των πιο πάνω, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας από την εταιρεία πλην όμως οι εφεσείοντες όχι μόνο δεν την τερμάτισαν αλλά κράτησαν και τις μετοχές. Κρίθηκε επίσης ότι η τιμή των £5.31 ανά μετοχή που εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες για τον υπολογισμό της ζημιάς δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί και οι αγωγές απορρίφθηκαν με έξοδα προς όφελος της εταιρείας.
Με τους λόγους έφεσης 1 και 2 υποβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται σε αποζημιώσεις, παρά το γεγονός ότι υπήρξε παράβαση της συμφωνίας από τους εφεσίβλητους, αφενός γιατί οι εφεσείοντες δεν τερμάτισαν τη συμφωνία και αφετέρου γιατί η αξία της μετοχής κατά την 15.12.2000 δεν είναι αυτή που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων. Επειδή οι λόγοι αυτοί της έφεσης σχετίζονται με τους λόγους 1 και 2 της αντέφεσης θεωρούμε ότι η συνεξέτασή τους θα αποβεί χρήσιμη. Με τους λόγους 1 και 2 της αντέφεσης, οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν την ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε διάρρηξη της συμφωνίας παραχώρησης μετοχών.
Ο όρος 7(ε) της αίτησης των εφεσειόντων για παραχώρηση μετοχών με ιδιωτική τοποθέτηση, που έγινε αποδεκτός από την εταιρεία, διαλάμβανε ότι,
«7. Οι μετοχές θα είναι ειδικής τάξης, θα ονομάζονται δε Ειδικές Μετατρέψιμες Μετοχές θα έχουν δε, βασικά, τα εξής δικαιώματα:-
(ε) Οι Μετοχές ή μέρος αυτών κατ΄ αναλογία, θα είναι μετατρέψιμες, μία προς μία, ή σε περίπτωση διαίρεσης των Συνήθων Μετοχών κατ΄ αναλογία, σε συνήθεις μετοχές της Εταιρείας καθ΄ οιονδήποτε χρόνο, κατ΄ εκλογή της Εταιρείας με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Εν πάση περιπτώσει μέχρι την 15.12.00 όλες οι Μετοχές θα μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές.»
Η εταιρεία εισηγείται ότι οι όροι της συμφωνίας παραχώρησης των μετοχών αποκρυσταλλώθηκαν με την επιστολή ημερ. 13.12.99 (τεκμ. 4) προς τους εφεσείοντες με την οποία η εταιρεία παραχώρησε σ΄ ένα έκαστο των εφεσειόντων Ειδικές Μετατρέψιμες Μετοχές «Α», η τελευταία παράγραφος της οποίας αναφέρει:
«Εχοντας υπόψη ότι κατά την υποβολή της αίτησης σας η πιο πάνω πρόσκληση για εγγραφή δεν ήταν υπόψη σας θεωρούμε δίκαιο να σας πληροφορήσουμε ότι, εάν δεν επιθυμείτε να προχωρήσετε με την εγγραφή για και αγορά των Ειδικών Μετατρέψιμων Μετοχών «Α» που σας προσφέρονται με την παρούσα επιστολή, μπορείτε να μας ειδοποιήσετε γραπτώς περί τούτου με επιστολή που θα ληφθεί στα γραφεία της εταιρείας το αργότερο μέχρι τις 12:00 το μεσημέρι την 16ην Δεκεμβρίου, 1999, οπόταν και θα σας επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό έχετε πληρώσει και δεν θα σας εκδωθούν οι σχετικές μετοχές.»
Η πιο πάνω θέση της εταιρείας είναι ορθή. Αυτό που προκύπτει είναι ότι οι εφεσείοντες αγόρασαν ειδικές μετατρέψιμες μετοχές με τα δικαιώματα που θα έφεραν οι εν λόγω μετοχές, ένα από τα οποία ήταν η μετατροπή τους σε συνήθεις το αργότερο μέχρι τις 15.12.2000. Η μετατροπή λοιπόν των ειδικών μετατρέψιμων μετοχών σε συνήθεις ήταν όρος της συμφωνίας των διαδίκων.
Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της απόφασης που λήφθηκε στην πρώτη έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων στις 7.2.2000 δεν μπορούσε να αποτελέσει κώλυμα για καταχώρηση αγωγής για αποζημιώσεις εναντίον της εταιρείας η οποία ανέλαβε έναντί τους τη συγκεκριμένη συμβατική υποχρέωση μετατροπής των μετοχών μέσα σε τακτή προθεσμία. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η νομιμότητα του προμνησθέντος όρου 7(ε) της αίτησης των εφεσειόντων για απόκτηση μετοχών με ιδιωτική τοποθέτηση δεν έχει αμφισβητηθεί και συνεπώς δεν παρέχεται δυνατότητα εξέτασης τέτοιου θέματος. Αν οι εφεσείοντες διατηρούσαν ή όχι τη δυνατότητα να αποταθούν στο δικαστήριο για να ζητήσουν προστασία με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 70 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, εφόσον θεωρούσαν ότι η επελθούσα τροποποίηση ήταν γι΄ αυτούς καταπιεστική, είναι ζήτημα το οποίο εκφεύγει της κρίσης μας για τους σκοπούς της έφεσης. Εστω όμως ότι οι εφεσείοντες διατηρούσαν αυτή τη δυνατότητα, έχουμε την άποψη πως αυτή δεν θα ήταν η μόνη προσφερόμενη θεραπεία, αποκλειομένων αυτών που έχουν ζητηθεί με την αγωγή τους, προβάλλοντας ως αιτία τη διάρρηξη της συμφωνίας από την εταιρεία.
Οι εφεσείοντες με τη διαπίστωση της διάρρηξης είχαν δικαίωμα είτε να συνεχίσουν τη συμφωνία είτε να την τερματίσουν και εφόσον θεωρούσαν ότι αυτοί ήταν το αναίτιο μέρος, είχαν ταυτόχρονα και την υποχρέωση να ενεργήσουν δεόντως ώστε να μειώσουν τη ζημιά τους. Προφανώς οι εφεσείοντες αδράνησαν, αφήνοντας να περάσει μεγάλο και άγονο χρονικό διάστημα μετά τις 15.12.2000 και ιδιαίτερα μετά τις 5.8.2001 που οι μετοχές μετατράπηκαν σε συνήθεις. Οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση υπό τις περιστάσεις να πωλήσουν τις συνήθεις μετοχές στην καλύτερη δυνατή τιμή οπότε σε τέτοια περίπτωση η ζημιά θα ήταν αποκρυσταλλωμένη, γεγονός το οποίο θα διευκόλυνε τον καθορισμό των αποζημιώσεων. Αυτό που ουσιαστικά έπραξαν οι εφεσείοντες ήταν να κρατήσουν τις μετοχές για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, πέντε και πλέον χρόνια, αφότου επήλθε η διάρρηξη χωρίς ποτέ να αποκηρύξουν ή να τερματίσουν τη συμφωνία. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επισημαίνει ότι η αξία £5.31 ανά μετοχή δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για καθορισμό οποιασδήποτε υποτιθέμενης ζημιάς των εφεσειόντων αφού στο ΧΑΚ ήταν τότε εισηγμένες μόνο το 25% των ειδικών μετατρέψιμων μετοχών οι οποίες είχαν προηγουμένως μετατραπεί σε συνήθεις. Η υποτιθέμενη εισαγωγή του υπόλοιπου 75% δηλαδή 21.403.200 μετοχών αναμφιβόλως θα επηρέαζε αρνητικά την τιμή. Η όποια προσπάθεια τεκμηρίωσης της πραγματικής τιμής θα ήταν αυθαίρετη αφού όλα τα στοιχεία θα βρίσκονταν στη σφαίρα της υποθετικής διαπραγμάτευσης των τιμών.
Ορθή επίσης είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μετατροπή και του υπόλοιπου 75% των μετοχών σε συνήθεις δεν θα συνεπαγόταν και την άμεση εισαγωγή τους στο ΧΑΚ. Επομένως η 15.12.2000 δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση καθορισμού της αξίας της μετοχής στην ελεύθερη αγορά. Η ορθότητα της πιο πάνω διαπίστωσης, επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα γεγονότα. Σύμφωνα με αυτά η μετατροπή όλων των μετοχών σε συνήθεις αποφασίστηκε στις 9.8.2001 και ενώ η διαδικασία για την εισαγωγή τους στο ΧΑΚ άρχισε αμέσως τελικά αυτή έγινε κατορθωτή ύστερα από τέσσερα και πλέον χρόνια.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι «το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και/ή κατά παράβαση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων αποφάσισε ότι το γεγονός ότι στην παρούσα υπόθεση, σε αντίθεση με την υπόθεση στην αγωγή αρ. 2988/02, οι ενάγοντες-εφεσείοντες πώλησαν τις μετοχές τους δεν βοηθά την υπόθεσή τους και/ή δεν διαφοροποιεί τις δύο υποθέσεις. Θεωρούμε ότι παράλκει η εξέταση του πιο πάνω λόγου έφεσης εφόσον τα όσα έχουν ήδη ειπωθεί αναφορικά με τους λόγους έφεσης 1 και 2 καλύπτουν την εισήγηση των εφεσειόντων η οποία εμπεριέχεται σ΄ αυτό το λόγο έφεσης.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται για τα έξοδα που επιδικάστηκαν εναντίον τους. Η θέση τους είναι ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε παράβαση της συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας δεν έπρεπε να είχαν επιδικαστεί έξοδα σε βάρος τους. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Ουσιαστικά οι εφεσείοντες επανέφεραν τα ίδια θέματα για τα οποία υπήρξε τελεσίδικη δικαστική κρίση και χωρίς να προσθέσουν ο,τιδήποτε ουσιαστικό στην υπόθεσή τους, αξίωσαν αποζημιώσεις στηριζόμενοι σε στοιχεία τα οποία δικαίως κρίθηκαν αβάσιμα. Δεν διαπιστώνουμε ότι υπήρχε αποχρών λόγος για να αποστερηθεί ο εν προκειμένω επιτυχών διάδικος των εξόδων του.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται και υπό τις περιστάσεις δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΣΦ.