ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 951
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΒΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 19/2008)
6 Ιουλίου 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείουσα,
- ΚΑΙ -
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσίβλητου.
------------------------------
Χρ. Ματθαίου, για την Εφεσείουσα.
Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσίβλητο.
-------------------------------
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο γάμος των διαδίκων που τελέσθηκε στις 5.10.94, κατέρρευσε στις 31.1.07, όταν ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε το συζυγικό οίκο. Στην πορεία του γάμου τους απέκτησαν τέσσερα, ανήλικα ακόμη, παιδιά γεννηθέντα το 1995, το 1998, το 2000 και το 2002. Η εφεσείουσα αιτήθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο, στη δικαιοδοσία διατροφών, την καταβολή από τον εφεσίβλητο μηνιαίας διατροφής στο ποσό των ΛΚ800, για τη συντήρηση και διατροφή των ανηλίκων τέκνων. Η πρωτόδικη διαδικασία διεξήχθη στα πλαίσια έντονης, αλλά και εν πολλοίς αχρείαστης αντιπαράθεσης μεταξύ των διαδίκων, με αποτέλεσμα η μαρτυρία να καταλάβει 186 σελίδες και να κατατεθούν πλείστα όσα τεκμήρια ενόψει αμφισβήτησης πολλών κονδυλίων η διεκδίκηση των οποίων ήταν αναμενόμενη, αλλά και ευλόγως αναγκαία για αξιοπρεπή διαβίωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του επιδίκασε εναντίον του εφεσίβλητου την καταβολή μηνιαίας διατροφής εκ €940 (ΛΚ550) από 1.3.07, με έξοδα εναντίον του.
Παραπονείται βασικά η εφεσείουσα με έξι λόγους έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε πάνω σε λανθασμένη αρχή επιμέρους ποσά που αφορούσαν τα έξοδα της οικιακής βοηθού, τις κοινωνικές υποχρεώσεις των ανηλίκων, ενώ λανθασμένα επίσης παραγνώρισε την αναγκαιότητα να δοθεί προς όφελος της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, ποσό που θα αντιστοιχούσε με την ανάγκη στέγασης των ανηλίκων, καθώς επίσης και την ανάγκη μετατροπής σε χρήμα της προσωπικής φροντίδας και υπηρεσίας που η εφεσείουσα, ως μητέρα, αφιέρωνε και αφιερώνει στα ανήλικα τέκνα, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι ο εφεσίβλητος δεν διατηρεί καμία επαφή με αυτά. Η εφεσείουσα με βάση τους υπολογισμούς της είχε πρωτοδίκως εκτιμήσει το μηνιαίο ποσό των απαραίτητων για τα ανήλικα εξόδων στις ΛΚ1.924, ενώ οι μηνιαίες της απολαβές ήταν ΛΚ.1.474, πριν τις αφαιρέσεις φόρου εισοδήματος κλπ, του δε εφεσίβλητου ΛΚ1.324, πλέον ΛΚ150, προερχόμενες από υπερωρίες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας ότι τα μηνιαία έξοδα των ανηλίκων ανέρχονταν στις ΛΚ1.294, ποσό το οποίο θεώρησε εύλογο για την κάλυψη όλων των αναγκών τους, από το οποίο αφαίρεσε ποσό εκ ΛΚ214 που λάμβανε η εφεσείουσα ως επίδομα πολυτέκνων, με αποτέλεσμα να παραμένει ως υπόλοιπο το ποσό των ΛΚ1.080. Από αυτό, ως ήδη καταγράφηκε, επιδίκασε τη συνεισφορά του εφεσίβλητου στις ΛΚ550 μηνιαίως.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται στο περίγραμμα του, παρόλον που δεν καταχώρησε αντέφεση, ότι το επιδικασθέν ποσό διατροφής ήταν υπερβολικό, ότι δεν ήταν δυνατό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να υπολογίσει με ακρίβεια, ως να πρόκειτο για υπόθεση ειδικών αποζημιώσεων το ποσό της διατροφής και ότι εν τέλει το ποσό το οποίο καθόρισε το Δικαστήριο ανέρχεται σε ποσοστό 38% του ετήσιου εισοδήματος του εφεσίβλητου, περιλαμβανομένου και του 13ου μισθού του, που είναι ιδιαιτέρως και απαραδέκτως υψηλό.
Τόσο στα περιγράμματα, όσο και κατά τις προφορικές αγορεύσεις τους, οι συνήγοροι επέμεναν στις εκατέρωθεν θέσεις τους με την παράθεση αυθεντιών και με ιδιαίτερη μνεία από πλευράς του κ. Ματθαίου, ότι ο σχετικός Νόμος επιτρέπει ή θα πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να επιτρέπει την απόδοση ποσού για προσωπικές εργασίες και υπηρεσίες που προσφέρει η μητέρα και οι οποίες θα πρέπει να αποτιμούνται σε χρήμα. Αντίθετα, ο κ. Βραχίμης δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε ποσοστιαίες αναλογίες που δίνονται στις περιπτώσεις διατροφής σε χώρες του εξωτερικού και ιδιαίτερα στην Αγγλία, τόνισε ότι δεν υπάρχει στο Κυπριακό Δίκαιο η δυνατότητα μετατροπής των προσωπικών υπηρεσιών που προσφέρει ένας γονέας, σε χρηματικό ποσό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ομολογουμένως εξέτασε ένα προς ένα τα έξοδα των ανηλίκων, όπως τα καθόρισε η εφεσείουσα, κατά συνοπτικό τρόπο, απέδωσε δε το ανάλογο κονδύλι που θεωρούσε δίκαιο, χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση της μαρτυρίας. Αυτή τη γενικευμένη προσέγγιση του, το ίδιο το Δικαστήριο την δικαιολογεί στη σελ. 20 του σκεπτικού του, λέγοντας ότι η ανάλυση που έκανε με την αποδοχή μερικών ισχυρισμών και την απόρριψη άλλων, δεν έγινε κατά αυθαίρετο τρόπο, αλλά κατά τρόπο που να συνήδε με το σύνολο της μαρτυρίας που ήταν ενώπιον του.
Η δυνατότητα έκδοσης ποσού για τη διατροφή ανηλίκων εμπεριέχεται στο Μέρος ΙΙ και συγκεκριμένα στα άρθρα 33-40 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/90, στη βάση του ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν τα ανήλικα τέκνα τους από κοινού και αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, το δε ποσό της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, αναλόγως των συνθηκών ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία και την εν γένει εκπαίδευση του. Όπως έχει καθορίσει η νομολογία σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή, δεν μπορεί να αποτιμάται με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα, ενώ η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες των συγκεκριμένων ενώπιον του Δικαστηρίου ατόμων (δέστε Μαρκουλλίδη ν. Μαρκουλλίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1386 και Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001) 1 Α.Α.Δ. 625).
Ένα από τα κονδύλια που αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος ήταν το εξοδολόγιο της οικιακής βοηθού. Ενώ η εφεσείουσα αιτείτο ως προς αυτό, ποσό ύψους £300 μηνιαίως (€512.58), το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε μόνο £160, ήτοι €200 που έκρινε εύλογο, επιμεριζόμενο διά πέντε (εφόσον και η ίδια η εφεσείουσα επωφελείται από τις υπηρεσίες της οικιακής βοηθού), πολλαπλασιαζόμενο επί τέσσερα, τον αριθμό, δηλαδή, των ανηλίκων. Κρίνεται ότι ενώ το Δικαστήριο ορθά απέρριψε την προς το αντίθετο εισήγηση του εφεσίβλητου ως προς το εν γένει αχρείαστο του εξοδολογίου της εργοδότησης οικιακής βοηθού, παρατηρώντας ότι ο ίδιος είχε εισηγηθεί την εργοδότηση της, όταν διέμενε με την οικογένεια του, εντούτοις δεν απέδωσε, λανθασμένα, πλήρως το αιτηθέν ποσό παρά τις εύλογες εισηγήσεις της εφεσείουσας ως περιέχονται στην παρ. 18(γ) της έγγραφης δήλωσης της πρωτοδίκως που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Α», υποστηριζόμενης και από πλειάδα εγγράφων. Δεν έγινε καμιά αντεξέταση της εφεσείουσας στο ζήτημα του ύψους του αιτούμενου ποσού, παρά μόνο περί της γενικότερης ανάγκης εργοδότησης οικιακής βοηθού. Το ποσό των £160, θα πρέπει επομένως να αναπροσαρμοστεί στις £240 (£300÷5x4), ήτοι €410.
Κατά παρόμοιο τρόπο, το επιδικασθέν πρωτοδίκως ποσό των £50 - ως έξοδα για τις κοινωνικές υποχρεώσεις τεσσάρων ανηλίκων παιδιών, αντί του αξιωνόμενου ποσού των £100, ήταν μια μέση λύση, αυθαίρετη όμως, ενόψει του ότι ουδόλως το Δικαστήριο αιτιολόγησε την απόφαση του, παρά τις επαρκείς εξηγήσεις της εφεσείουσας, τόσο στην παρ. 18(κ) του Τεκμ. «Α» και της ένορκης μαρτυρίας της στη σελ. 46 των πρακτικών, ότι υπάρχουν υποχρεώσεις που αφορούν γενέθλια, εκδρομές, αγορά βιβλίων, εράνους, πάρτι, θέατρα, κινηματογράφο, ακόμη και αγορά δώρων για τα ανήλικα κατά τα Χριστούγεννα, ενόψει και καλών σχολικών επιδόσεων τους (έξοδο που και αυτό έτυχε αντεξέτασης ως προς την ορθότητα συνεισφοράς ή κάλυψης του από τον εφεσίβλητο). Το ποσό, επομένως, αυξάνεται στις £100, ήτοι €170 μηνιαίως.
Ως προς την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει αναλογία ενοικίου με το σκεπτικό ότι δεν καταβάλλεται από την εφεσείουσα οποιοδήποτε ποσό για ενοίκιο και επομένως δεν τίθετο θέμα συνεισφοράς από τον εφεσίβλητο, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα ερμηνεύθηκε η λέξη «ενοίκιο» υπό την αυστηρή της και μόνο έννοια, ώστε να αποκλείει το γεγονός ότι η δόση που η εφεσείουσα πληρώνει για το στεγαστικό δάνειο, το οποίο μετά την εγκατάλειψη του συζυγικού οίκου από τον εφεσίβλητο επωμίζεται εξ ολοκλήρου η ίδια, ουσιαστικά εξασφαλίζει τη στέγαση των ανηλίκων. Ορθά, όμως, κρίνεται απεκλείσθη η απόδοση οποιουδήποτε ποσού για αυτής της μορφής κάλυψη της στεγαστικής ανάγκης των ανηλίκων, εφόσον η διατροφή έχει σκοπό να καλύψει τις καταναλωτικές και όχι τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, τις οποίες οι ίδιοι οι γονείς αναλαμβάνουν και επωμίζονται με σκοπό την επ΄ ονόματι τους απόκτηση ακίνητης περιουσίας. Η εφεσείουσα παραμένουσα στο συζυγικό οίκο δεν επωμίζεται, λόγω της εγκατάλειψης από το σύζυγο της, οποιοδήποτε πρόσθετο έξοδο που σχετίζεται με την ευημερία και συντήρηση των ανηλίκων εφόσον ούτως ή άλλως θα πλήρωνε την αναλογία της για το στεγαστικό δάνειο. Το γεγονός ότι, ως ανέφερε, επωμίζεται και τη δόση του εφεσίβλητου, αποτελεί πιθανή αιτία αγωγής πάνω σε άλλη βάση, που αφορά την κεφαλαιουχική δαπάνη απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας και τις περιουσιακές πλέον σχέσεις, αλλά και διαφορές, μεταξύ των συζύγων και όχι τη διατροφή των ανηλίκων. Στις συνθήκες της υπόθεσης, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διαχωρισθεί μέρος του στεγαστικού δανείου και του συνακόλουθου χρέους, ώστε να θεωρηθεί ότι χρησιμοποιείται υπό τύπον ενοικίου προς όφελος των ανηλίκων. Η δυσκολία αυτή επιτείνεται όταν αναλογιστεί κάποιος ότι η δόση που θα καταβάλλεται υπό τύπο «ενοικίου», στην πραγματικότητα θα βοηθά στην αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, που μοναδικό σκοπό έχει την σταδιακή απόκτηση οικίας, που θα παραμένει ως κεφαλαιουχικό δεδομένο, πολύ μετά που θα σταματήσει το διάταγμα διατροφής.
Έγινε εισήγηση ότι η εφεσείουσα δικαιούται να συμπεριληφθούν στη διατροφή των ανηλίκων ως συνεισφορά, οι δικές της προσωπικές υπηρεσίες και εργασίες, όπως η αποκλειστική καθημερινή φροντίδα των παιδιών, η μεταφορά τους στο σχολείο και στα ιδιαίτερα τους μαθήματα, ο χρόνος που αφιερώνεται στην ανάγνωση και το διάβασμα των μαθημάτων τους και τις εν γένει δραστηριότητες τους, χρόνος και που θα μπορούσε να αφιέρωνε διαφορετικά προς δική της προσωπική ανάπαυλα και τέρψη. Ο κ. Ματθαίου προσπάθησε με αναφορά στην Ελληνική βιβλιογραφία και νομολογία, να εισηγηθεί ότι τα άρθρα 33(1) και 37(2) του Νόμου αρ. 216/90, πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να περιλαμβάνουν και τις αναγκαίες υπηρεσίες του γονέα που αφιερώνει τον προσωπικό του χρόνο για τη συντήρηση και ευημερία των παιδιών του. Κατά τη θέση του δύναται να αντληθεί βοήθεια από τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων Νόμο αρ. 232/91, όπου στον όρο «συνεισφορά» στην αύξηση της περιουσίας του ετέρου των συζύγων, περιλαμβάνεται και η σε είδος συνεισφορά, όπως η φροντίδα της οικογενειακής στέγης και των μελών της οικογένειας. Η εισήγηση αναπτύσσεται με το πρόσθετο επιχείρημα ότι στο Νόμο αρ. 216/90, δεν γίνεται ρητή αναφορά σε κατ΄ είδος συνεισφορά, ακριβώς διότι είναι αυτονόητη από τις ίδιες τις διατάξεις του Νόμου αυτή η συνεισφορά που προέρχεται από την προσωπική φροντίδα του γονέα.
Παραπονείται η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε καμία απολύτως αναφορά στο ζήτημα και ούτε το εξέτασε. Παρατηρείται, όμως, ότι πουθενά στην αίτηση που εισήγαγε η εφεσείουσα πρωτοδίκως για διατροφή, δεν υπάρχει ο παραμικρός ισχυρισμός για το ζήτημα, ούτε και αναδύεται οπουδήποτε τέτοιο θέμα προς απόφαση. Στη δε μαρτυρία της εφεσείουσας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα πρακτικά, δεν έγινε ο παραμικρός σχετικός ισχυρισμός. Στην ουσία, αυτό το οποίο ισχυρίζεται η εφεσείουσα είναι ότι θα έπρεπε να μειωθεί το ύψος της δικής της μισθοδοτικής δύναμης και εισοδηματικής ικανότητας, κατά την αναλογία που ισχυρίζεται ότι πρέπει η κατ΄ είδος συνεισφορά της να αποτιμάται σε χρήμα, ώστε ανάλογη να είναι και η σύγκριση με το εισόδημα του εφεσίβλητου. Δεν ήταν βεβαίως αρκετό να αναφερθεί το ζήτημα στην αγόρευση του συνηγόρου της εφεσείουσας πρωτοδίκως, για να καταστεί το θέμα επίδικο.
Ανεξάρτητα από την έλλειψη δικογράφησης του θέματος ώστε να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και ανάλογης απόφασης, ώστε η παρούσα περίπτωση να προσφέρεται για μια εξαντλητική συζήτηση και απόφαση επί του θέματος, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει μέχρι τούδε νομολογία στην Κύπρο επί του θέματος, κρίνεται ότι η όλη θεώρηση του ζητήματος από την εφεσείουσα εδράζεται σε λανθασμένη βάση. Κατ΄ αρχάς, το ζητούμενο σε μια αίτηση διατροφής είναι ο καθορισμός του ποσού που πρέπει να πληρώνει ο υπέχων την υποχρέωση της διατροφής, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του, δυνατότητα που προσδιορίζεται με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία. Επομένως η εισήγηση του κ. Ματθαίου, λανθασμένα συσχετίζει την σε είδος συνεισφορά της εφεσείουσας προς τα παιδιά της, με τη διατροφή που οφείλει να πληρώνει ο εγκαταλείψας το συζυγικό οίκο εφεσίβλητος. Όπως προαναφέρθηκε, θα έπρεπε να γινόταν ειδικός προς τούτο συσχετισμός της οικονομικής δυνατότητας της ίδιας της εφεσείουσας και ρητά να αναφερόταν στην αίτηση διατροφής ότι το ύψος των μηνιαίων απολαβών της θα έπρεπε να λογιζόταν αναλόγως, μειωμένο και λιγότερο από τις ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές της που η ίδια δήλωσε στις £1.474, ώστε να λαμβάνει υπόψη την κατ΄ είδος συνεισφορά της, αποτιμούμενη σε χρήμα. Η θεώρηση αυτή συνάδει και με τα αναφερθέντα στην απόφαση του Εφετείου Αθηνών αρ. 973/1983, στην οποία παρέπεμψε ο κ. Ματθαίου, όπου ακριβώς έγινε λόγος για «αντίστοιχον απαλλαγήν εκ της αξιούμενης δι΄ αγωγής του πατρός συνεισφοράς διά την διατροφήν του τέκνου», λαμβάνουσα υπόψη όλες τις παροχές εις είδος «κατ΄ αποτίμησιν και καθ΄ υπολογισμόν εις χρήμα ...».
Κατά δεύτερο λόγο δεν θα ήτο ορθό, ως θέμα αρχής, να λογίζονται και να αποτιμώνται χρηματικά «οι υπηρεσίες» που προσφέρει ένας γονέας στο παιδί του αφιερώνοντας προσωπικό χρόνο, που είναι εν πάση περιπτώσει υποχρέωση του ως γονέα. Θα αποδυναμωνόταν ανεπίτρεπτα ο γονεϊκός ρόλος, αν τα πάντα αποτιμώνταν, εκφράζονταν και μετατρέπονταν σε χρηματική ανταμοιβή για τη φροντίδα που ενυπάρχει και απορρέει φυσιολογικά από αυτό καθ΄ αυτόν τον σύμφυτο ρόλο που έχει προς το παιδί του, ο οποιοσδήποτε γονέας.
Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα, φαίνεται να είναι δυνατή αυτή η αποτίμηση σε χρήμα των υπηρεσιών που προσφέρει ο γονέας που έχει την επιμέλεια των παιδιών. Τα αναφερόμενα στο άρθρο του Στέφανου Μανθία, τότε Προέδρου Εφετών, με τίτλο «Διατροφικές Αξιώσεις μετά το Νόμο 1329/1983, δημοσιευμένο στο έντυπο «Ελληνική Δικαιοσύνη» του 1988, καθώς τα σχόλια του καθηγητή Ι.Σ. Σπυριδάκη στα συγγράμματα «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός Νόμος», έκδ. 2009 και «Οικογενειακό Δίκαιο», έκδ. 2006, είναι σχετικά. Παρατηρείται δε ότι η αποτίμηση αυτή έρχεται ως ιδιαίτερος αρωγός στις περιπτώσεις όπου η μητέρα δεν εργάζεται ή η εργασία της αποφέρει πενιχρή οικονομική βοήθεια (δέστε τις υποθέσεις αρ. 2464/89 του Εφετείου Θεσσαλονίκης, αρ. 2486/85 του Εφετείου Αθηνών, αρ. 711/87 του Εφετείου Αθηνών και την υπ΄ αρ. 15715/88). Πρόσθετα, οι ίδιες αποφάσεις αποκαλύπτουν το δυσχερές στο όλο εγχείρημα υπολογισμού της κατ΄ είδος συνεισφοράς (δέστε και την υπόθ. αρ. 973/83, του Εφετείου Αθηνών), και δεν υπάρχει τρόπος εκτός από την απόδοση ενός κατ΄ αποκοπήν και ενδεχομένως αυθαίρετου ποσού, να εξευρεθεί ένα δίκαιο κατά τα άλλα ποσό στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων. Όπως σημειώνει και ο Αεροπαγίτης Βασίλης Βαθρακοκοίλης στο βιβλίο του «Ερμηνεία, Νομολογία Αστικού Κώδικα», σελ. 760, έκδ. 2004, απαιτείται «... ιδιαίτερη προσοχή στην εκτίμηση της έκτασης και αποτίμησης των προσωπικών υπηρεσιών στο τέκνο ...» διότι συμπλέκονται και οι ανάγκες άλλων τέκνων, ακόμη και του γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο.
Περαιτέρω, δεν είναι δυνατό από τη μια η εφεσείουσα να επιζητεί τη χρηματική αποτίμηση της γονικής της συμπαράστασης και ταυτόχρονα να συμπεριλαμβάνει στο ποσό της διατροφής και το έξοδο της οικιακής βοηθού, των μεταφορικών κλπ., με αποτέλεσμα πολλές από τις προσφερόμενες από την εφεσείουσα υπηρεσίες, να επικαλύπτονται από άλλα συνυπολογιζόμενα στο ύψος της διατροφής ποσά.
Παραμένει το ζήτημα της ορθοδοντικής θεραπείας που καλύπτεται από τον έκτο λόγο έφεσης. Η εφεσείουσα, μέσω του κ. Ματθαίου, ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε το ήμισυ των εξόδων για την ορθοδοντική θεραπεία δύο εκ των ανηλίκων παιδιών, ήτοι, για ποσό £1.200, παρά το γεγονός ότι είχε κατατεθεί εξ συμφώνου ιατρικό πιστοποιητικό από συγκεκριμένο χειρούργο οδοντίατρο. Πράγματι, το Δικαστήριο στην απόφαση ουδέν αναφέρει, ούτε καν σχολιάζει το ζήτημα, παρά μόνο καταγράφει την από κοινού κατάθεση πιστοποιητικού από χειρούργο οδοντίατρο ως Τεκμ. Δ. Η πλευρά του εφεσίβλητου διατείνεται ότι ορθά το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε στην ουσία με το ζήτημα εφόσον τέτοιο εξοδολόγιο δεν αποτέλεσε μέρος της αίτησης για διατροφή.
Η εφεσείουσα όντως ουδέν αναφέρει περί του συγκεκριμένου εξόδου στην κατατεθείσα αίτηση της για διατροφή και στην οποία, κατά τα άλλα, στην παρ. 18, με λεπτομέρεια ταξινομεί και περιγράφει τις ανάγκες των τεσσάρων ανηλίκων παιδιών σε έντεκα υποστοιχεία, με ανάλογο μηνιαίο έξοδο έναντι ενός εκάστου. Σύμφωνα με το Νόμο αρ. 216/90, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται θεμάτων διατροφής είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο που έχει καθιδρυθεί δυνάμει του Νόμου αρ. 23/90. Με βάση το άρθρο 42 του Νόμου αρ. 216/90, εναπόκειται στο Ανώτατο Δικαστήριο να εκδώσει Διαδικαστικό Κανονισμό για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου. Τέτοιος Διαδικαστικός Κανονισμός δεν έχει ακόμη εκδοθεί, αλλά εφόσον θέματα διατροφής εξετάζονται και αποφασίζονται από το Οικογενειακό Δικαστήριο, η διαδικασία ρυθμίζεται από το άρθρο 26 του Νόμου αρ. 23/90, το οποίο και πάλι αφορά τη δυνατότητα έκδοσης Διαδικαστικού Κανονισμού από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ με στοχευμένη ρύθμιση στο άρθρο 15 του Νόμου, ρητά αναφέρεται ότι η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων θα ασκείται σύμφωνα με τη δικονομία και πρακτική που καθορίζεται σε Διαδικαστικό Κανονισμό εκδιδόμενο από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ μέχρι την έκδοση του οι διαδικασίες θα ακολουθούν κατά το δυνατό τη δικονομία και πρακτική που ακολουθείται στην εκδίκαση αστικών υποθέσεων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1990, όπου καθορίζεται ότι η διαδικασία άρχεται με την καταχώρηση αίτησης σύμφωνα με τον Τύπο 1, στο αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο, στη δε αίτηση προσδιορίζεται η αιτούμενη θεραπεία και τα ουσιώδη γεγονότα που επικαλείται ο αιτητής. Στον ίδιο τον Τύπο 1, θα πρέπει να αναφέρεται η νομική βάση της αίτησης καθώς και τα σχετικά γεγονότα. Σύμφωνα με τον Καν. 11, για οποιαδήποτε διαδικασία που δεν γίνεται ειδική πρόνοια στους Κανονισμούς, θα εφαρμόζονται οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.
Με γνώμονα όλα τα πιο πάνω, η παράλειψη προσδιορισμού της δαπάνης της ορθοδοντικής θεραπείας στην αίτηση της εφεσείουσας, δεν παρέχει τη νομική βάση στην οποία θα μπορούσε αυτή να βασιστεί για να αναζητήσει οποιαδήποτε σχετική απόφαση. Η εξ συμφώνου κατάθεση του ιατρικού πιστοποιητικού του οδοντίατρου και η επ΄ αυτού γενόμενη αντεξέταση, παρέμειναν άνευ αντικειμένου και δεν θα μπορούσαν από μόνα τους να αποτελέσουν το δικαιοδοτικό βάθρο στήριξης της θεραπείας. Εναπόκειτο στην εφεσείουσα να κινήσει το μηχανισμό για έγκαιρη τροποποίηση της αίτησης της ή ακόμη και να ζητήσει σχετικές οδηγίες προς επίλυση του ζητήματος από το Δικαστήριο με βάση τον Καν. 8. Το ίδιο το Δικαστήριο δε, θα μπορούσε να δώσει ανάλογες οδηγίες όταν έγινε η εξ συμφώνου κατάθεση του ιατρικού πιστοποιητικού και πάλι με βάση τον Καν. 8 ή ακόμη και να καθόριζε τα επίδικα θέματα και να εξέδιδε τις αναγκαίες οδηγίες ως προς την πρόοδο της όλης διαδικασίας με βάση τα προνοούμενα από τον Καν. 7. Τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε και δεν νομιμοποιείται η εφεσείουσα να παραπονείται από τη δική της παράλειψη για τη μη καταβολή σ΄ αυτή του ημίσεως ποσού της ορθοδοντικής θεραπείας.
Οι αποφάσεις που ανέφερε ο κ. Ματθαίου στην ενώπιον του Εφετείου αγόρευση του, όπως τις Νικήτα ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (2003) 1 Α.Α.Δ. 344 και Skepi Limited v. Kaitis (1983) 1 Α.Α.Δ. 231, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση με δεδομένο ότι η εκφρασθείσα εκεί και αλλού, νομολογία παρέχει τη δυνατότητα παρουσίασης μαρτυρίας για εξειδικευμένους ισχυρισμούς με την προϋπόθεση, όμως, ότι υπάρχει έστω κατά γενικό τρόπο η σχετική δικογράφηση ή το θέμα αφορά στην ενδεχόμενη, έστω και μη αξιούμενη, αναδυόμενη νομική βάση της αγωγής, υπό το φως των δικογραφημένων, πάντοτε, γεγονότων (Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542). Εδώ, όμως, όπου ελλείπει εντελώς το νομικό υπόβαθρο και η οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στο γεγονός της ορθοδοντικής θεραπείας, ή άλλης έστω γενικότερης αξίωσης, δεν είναι δυνατό να διορθωθεί το ζήτημα εκ των υστέρων.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτρέπεται. Το επιδικασθέν πρωτοδίκως ποσό των €940 μηνιαίως ως διατροφή προς όφελος των ανηλίκων τέκνων από 1.3.2007 αντικαθίσταται με το ποσό των €1.162 μηνιαίως από 1.3.2007, με έξοδα της έφεσης €2.000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ