ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1108

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 151/2007)

 

12 Ιουλίου, 2010

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΟΛΑΝΗ, ΑΛΛΩΣ ΚΙΚΑ ΚΟΛΑΝΗ,

 

Εφεσείουσα/Εναγόμενη,

 

ν.

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΜΠΟΥΡΑΣ,

 

Εφεσίβλητος/Ενάγων.

- - - - - -

Γ. Γεωργίου για Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσείουσα.

 

Γ. Λουκαϊδης, για τον Εφεσίβλητο.

- - - - - -

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ως αποτέλεσμα τροχαίου δυστυχήματος που επεσυνέβη στη λεωφόρο Στροβόλου στη Λευκωσία στις 10.12.2000, ο εφεσίβλητος, ο οποίος εργοδοτείτο στις Κυπριακές Αερογραμμές ως Ανώτερος Μηχανικός Αεροπλάνων, υπέστη σωματικές βλάβες, πόνο και ταλαιπωρία και οικονομική ζημιά. Κατά την εκδίκαση αγωγής που είχε καταχωρήσει, όλα σχεδόν τα επίδικα θέματα, πλην ενός, συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν ως παραδεκτά. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε ότι την πλήρη ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος την έφερε η εφεσείουσα, ότι οι γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία ανέρχονταν σε £55.000, με νόμιμο τόκο από της καταχώρησης της αγωγής, και ότι οι ειδικές αποζημιώσεις ανέρχονταν σε £11.974 και €5.738, με νόμιμο τόκο από της καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης. Παρέμεινε ως μόνη επίδικη διαφορά, η οποία και οδηγήθηκε σε εκδίκαση, η αξίωση του εφεσίβλητου για την απόδοση προς αυτόν αποζημιώσεων για την κατ΄ ισχυρισμό του απώλεια εισοδημάτων, καθώς επίσης και μελλοντικών απολαβών. Κατά τη διεξαχθείσα επί του θέματος τούτου ακρόαση κατάθεσαν στο Δικαστήριο πέντε μάρτυρες εκ μέρους του εφεσίβλητου και ένας εκ μέρους της εφεσείουσας.

 

Με την απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που αναλυτικά εξήγησε, επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου τα ακόλουθα ποσά, επιπρόσθετα προς τα ήδη συμφωνηθέντα:

 

α. Ποσό £6.466 ως απώλεια εισοδημάτων μόνο για το έτος 2001, με τόκο προς 8% από της καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης και,

 

β. Ποσό £65.840 ως απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων, με νόμιμο τόκο από της έκδοσης της απόφασης μέχρι εξόφλησης.

 

Την πρωτόδικη απόφαση ως προς τα πιο πάνω στοιχεία αποζημιώσεων προσέβαλαν ως εσφαλμένη στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, τόσο η εφεσείουσα (εναγομένη), όσο και ο εφεσίβλητος (ενάγων). Συγκεκριμένα, η μεν εφεσείουσα με την έφεσή της παραπονείται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε ποσό για απώλεια μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου. Ο εφεσίβλητος με αντέφεσή του, παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε αποζημιώσεις για απώλεια εισοδημάτων και για τα έτη 2002-2007 και ότι επίσης λανθασμένα δεν επεδίκασε κανένα ποσό για την αντιμετώπιση του ενδεχομένου απόλυσης του εφεσίβλητου από την εργασία του. Άλλος Λόγος Αντέφεσης, που αφορούσε σε εσφαλμένους μαθηματικούς υπολογισμούς στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, αποσύρθηκε.

 

Θα εξετάσουμε πρώτα την Έφεση και τους λόγους που την υποστηρίζουν.

1ος Λόγος Έφεσης: Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε και επιδίκασε αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων, στη βάση ανεπαρκούς μαρτυρίας.

 

Βάση αυτού του Λόγου Έφεσης παρέχεται από το γεγονός ότι στην πρωτόδικη απόφαση το Δικαστήριο ενώ παρουσιάζεται να απέρριψε τη μαρτυρία δύο μαρτύρων του εφεσίβλητου και του περιεχομένου ενός τεκμηρίου ως προς κατ΄ ισχυρισμό απώλειες απολαβών του από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι την έκδοση της απόφασης, παρά ταύτα υιοθέτησε στοιχεία απ΄ εκείνη τη μαρτυρία για να επιδικάσει αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή.

 

Στο σημείο τούτο σημειώνεται ότι ο εφεσίβλητος είχε ισχυριστεί κατά τη δίκη και προωθήσει τη θέση ότι επιπρόσθετα προς την εργασία του στις Κυπριακές Αερογραμμές, κατά τον ουσιώδη χρόνο, απασχολείτο και σε δεύτερη εργασία ως συντηρητής και οδηγός λεωφορείων στην εταιρεία Lambousa Travel & Tours Ltd χρησιμοποιώντας επαγγελματική άδεια οδηγού την οποία κατείχε.

 

Σε σχέση με το θέμα της απώλειας των απολαβών την οποία ισχυρίζετο ο εφεσίβλητος ότι υπέστη από την ημερομηνία του δυστυχήματος (τέλος του 2000) και της έκδοσης απόφασης (Μάιο 2007), η οποία απώλεια κατατάχθηκε ως διεκδίκηση ειδικών αποζημιώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσεγγίζοντας και αξιολογώντας επί τούτου τη μαρτυρία του Διευθυντή της Lambousa κ. Σ. Καλλή (ΜΕ2) και του αφυπηρετήσαντος υπεύθυνου προσωπικού των Κυπριακών Αερογραμμών κ. Α. Χριστοδουλίδη (ΜΕ3), ανάφερε στην απόφασή του τα εξής:

 

"Με εξαίρεση την απώλεια/μείωση των εισοδημάτων του ενάγοντα για το 2001, που ανέρχεται σε Λ.Κ.6.466,00, η αξίωση για την επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων για απώλεια εισοδημάτων για τα έτη 2002 και εντεύθεν, δε μπορεί να πετύχει αφού η μαρτυρία που την υποστηρίζει δεν έχει την αναγκαία ακρίβεια και εκτόπισμα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Καρίτζη και Άλλων (2005) 1 (Α) Α.Α.Δ. 586). Η μαρτυρία του ενάγοντα και των υπολοίπων μαρτύρων που κλήθηκαν να τοποθετηθούν επί του ζητήματος ήταν αόριστη και ανακριβής. Τόσον ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης όσον και ο Σωτήρης Καλλής δεν μπορούσαν να δώσουν σαφή εικόνα των εισοδημάτων και απωλειών που υπέστη ο ενάγοντας ως εκ των τραυματισμών του. Οι τοποθετήσεις τους ήταν γενικόλογες και με συνεχή παραπομπή σε κατά προσέγγιση υπολογισμούς. Χαρακτηριστικό της γενικότητας και σύγχυσης που επικρατούσε επί του θέματος ήταν και οι διιστάμενες αναφορές (γενικές ούτως ή άλλως) από τη μια του Ανδρέα Χριστοδουλίδη περί υπολογισμού της μείωσης των εισοδημάτων του ενάγοντα σε περίπου Λ.Κ.6.000,00 και από την άλλη, του Γεωργίου Μαυροκώστα, Διευθυντή Μηχανολογίας και Συντήρησης των Κυπριακών Αερογραμμών σε γραπτή βεβαίωση του στην οποία αναφέρεται ότι το ποσό αυτό, συγκρινόμενο με τις απολαβές που θα έπαιρνε αν εκτελούσε πλήρως τα καθήκοντα του, υπολογίζεται σε περίπου Λ.Κ.7.000,00 (βλ. τεκμήριο 11). Εκτός από το αλληλοσυγκρουόμενο των δύο τοποθετήσεων και την εγγενή ασάφεια της κάθε μιας ξεχωριστά, πρέπει να υπογραμμιστεί και το γεγονός ότι η βεβαίωση - τεκμήριο 11 δεν είναι η καλύτερη δυνατόν μαρτυρία που θα μπορούσε να προσκομιστεί μια και κατατέθηκε ως τεκμήριο χωρίς να δοθούν εξηγήσεις για τη μη κλήση του συντάκτη της βεβαίωσης να δώσει προφορική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Το γεγονός αυτό καθιστά ούτως ή άλλως το περιεχόμενο της μαρτυρίας ως ανεπαίσθητης βαρύτητας. Το ότι η υπεράσπιση είχε το δικαίωμα να ζητήσει την κλήση του συντάκτη της βεβαίωσης για σκοπούς αντεξέτασης βάσει του άρθρου 26, του Κεφ. 9, δεν περισώζει τα πράγματα υπό τις περιστάσεις. Ο ενάγων ήταν επωμισμένος με αυστηρή απόδειξη των αποζημιώσεων που ταξινομεί ως ειδικές και στην προκείμενη περίπτωση - με δεδομένο ότι έχει πασιφανώς αποτύχει επί τούτου - δε θεωρώ (με αφορμή σχετική εισήγηση του κ. Λουκαϊδη), ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν την ένταξη του κονδυλιού αυτού στα πλαίσια του υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων. (βλ. Symeonidou v. Michaelides (1969) 1 C.L.R. 394).

 

Συνεπώς, η πιο πάνω αξίωση απορρίπτεται."

 

Παρά την ως άνω αρνητική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία άσκησε σε σχέση με τη μαρτυρία των ΜΕ2 και ΜΕ3 αναφορικά με τις ειδικές αποζημιώσεις, πρόσθεσε τα εξής ως προς τις γενικές αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικών απολαβών:

 

"Το γεγονός ότι δεν έγινε κατορθωτή η απόδειξη της απώλειας εισοδημάτων ως ειδικής αποζημίωσης, δε δημιουργεί κώλυμα στη χρησιμοποίηση της υπάρχουσας μαρτυρίας προς υπολογισμό του συντελεστή και του πολλαπλασιαστέου ως εκ της φύσης των αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών (P. Barrie, Personal Injury Law: Liability, Compensation, Procedure, 2005, par. 24.01.24.11.24.18".

 

Είναι κατά αρχάς καθιερωμένη η αρχή σύμφωνα με την οποία οι απώλειες των εισοδημάτων μέχρι την ημερομηνία της ακρόασης θα πρέπει να διεκδικούνται και επιδικάζονται υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, ενώ οι απώλειες ως προς μελλοντικό χρόνο, υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων. (Fysco Constructing Co. Ltd. v.  Γεωργίου (1991) 1 ΑΑΔ 1014, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σταύρου Στυλιανού κ.ά. (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1718).

 

Αναφορικά με τον επιδικασμό αποζημιώσεων για απώλεια μέχρι τη δίκη, με δεδομένο ότι αυτές συνιστούν ζημιά η οποία έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί, αποτελούν στοιχείο ειδικών αποζημιώσεων και επομένως θα πρέπει τα διεκδικούμενα ποσά να αποδεικνύονται με την απαιτούμενη ακρίβεια, βεβαιότητα και αυστηρότητα. Όπως δε έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε κριθεί ότι ελλείπουν τα αναγκαία εκείνα στοιχεία που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο να καταλήξει σε κάποιο ακριβές ποσό, δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιδικάζεται κατ΄ αποκοπή ή κατά προσέγγιση οποιοδήποτε ποσό που αντιπροσωπεύει απώλεια εισοδημάτων μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. (Βλ. π.χ. Κουμπαρή κ.ά. ν. Φούτρη (2001) 1 (Β) ΑΑΔ 921).

 

Διαφορετική όμως είναι η προσέγγιση ως προς το θέμα του επιδικασμού γενικών αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών, απολαβών δηλαδή από την έκδοση της απόφασης και για κάποιο μελλοντικό χρονικό διάστημα. Σ΄ αυτή την περίπτωση η νομολογία υποδεικνύει ότι, εάν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τα εισοδήματα του ενάγοντα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου. Νοείται ότι αυτή η μέθοδος δεν μπορεί να επιστρατεύεται εκεί όπου ελλείπει μαρτυρία, είτε ως προς την προκείμενη του πολλαπλασιαστή, είτε κυρίως του πολλαπλασιαστέου, οπότε το Δικαστήριο δικαιολογείται σε μια τέτοια περίπτωση να αποζημιώσει τον ενάγοντα γι΄ αυτή του την απώλεια με ένα λογικό, κατ΄ αποκοπήν ποσό. (Θεοδούλου ν. A. Panayides Contracting Ltd) (1999) 1(Γ) ΑΑΔ 2134).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι γεγονός ότι η διαθέσιμη μαρτυρία επί του θέματος της απώλειας απολαβών για τα έτη μεταξύ του δυστυχήματος και της δίκης, κρίθηκε πως δεν ανταποκρινόταν στο αυστηρό επίπεδο απόδειξης ειδικών αποζημιώσεων. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως από την δοθείσα επί του θέματος του ύψους των απολαβών του εφεσίβλητου μαρτυρία, δεν προέκυπταν τα αναγκαία εκείνα στοιχεία στα οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να βασιστεί για να υπολογίσει, όχι με ακρίβεια, αλλά κατά προσέγγιση, την απώλεια απολαβών του εφεσίβλητου και να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο πολλαπλασιαστή-πολλαπλασιαστέου. Ένα τέτοιο εγχείρημα, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν αυθαίρετο, αφού ο αναγκαίος πολλαπλασιαστέος θα μπορούσε να εξαχθεί με τον τρόπο που εξήχθηκε, όπως επίσης και ο πολλαπλασιαστής.

 

Ο συνήγορος της εφεσείουσας πρόβαλε έντονα στην αγόρευσή του ότι ήταν ανεπίτρεπτο για το Δικαστήριο από τη μια να απορρίψει τη μαρτυρία επί του θέματος τούτου της μείωσης απολαβών ως αναξιόπιστης και από την άλλη να την λάβει υπόψη του ως στέρεη βάση για υπολογισμό αποζημιώσεων. Αυτή η θέση δεν είναι ορθή, επειδή δεν προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των ΜΕ2 και ΜΕ3 ως αναξιόπιστη. Είναι γεγονός βέβαια ότι το Δικαστήριο προέβηκε στον εντοπισμό και σχολιασμό διάστασης μεταξύ της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων και έλλειψης ακρίβειας που την διέκρινε, όπως καθαρά εξάγεται από το απόσπασμα που παραθέσαμε προηγουμένως. Όμως αυτά τα σχόλια αφορούσαν καθαρά και μόνο το θέμα του κατά πόσο το μέρος εκείνο της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων ήταν ή όχι ικανοποιητικό για την απόδειξη ειδικών αποζημιώσεων. Το ότι η μαρτυρία εκείνη δεν απορρίφθηκε, εξάγεται και από το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, με το οποίο αξιολογείτο η δοθείσα μαρτυρία, προτού εξεταστεί το εάν από αυτήν αποδεικνυόταν ή όχι με την πρέπουσα αυστηρότητα η αξίωση για ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών:

 

"Όλοι οι μάρτυρες μου δημιούργησαν καλή εντύπωση, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι η μαρτυρία που προκύπτει είναι αρκετή στην κάθε περίπτωση για στοιχειοθέτηση όλων των επίδικων αξιώσεων ή και των ζητημάτων που εγείρονται από την υπεράσπιση. Κάποιες μικροαντιφάσεις και αδυναμίες που παρουσιάστηκαν κρίνονται ως επουσιώδεις και με κανένα τρόπο δεικτικές οποιασδήποτε διάθεσης ψεύδους ή παράθεσης αλλοιωμένης εικόνας των πραγμάτων προς εξυπηρέτηση ιδίων ή άλλων αλλότριων συμφερόντων. Σε κάποιες από αυτές γίνεται αναφορά σε άλλα σημεία της απόφασης, στο βαθμό και έκταση που αυτό κρίθηκε αναγκαίο."

 

Είναι δε φανερό, τόσο από το ανωτέρω απόσπασμα, όσο και από την εξαγωγή ευρημάτων που ακολουθεί, ότι η μαρτυρία των ΜΕ2 και ΜΕ3, αν και γενικά άφησε καλές εντυπώσεις, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να στοιχειοθετήσει την αξίωση των ειδικών αποζημιώσεων για απώλεια απολαβών μέχρι τη δίκη, πλην όμως μπορούσε να παράσχει τη βάση για στοιχειοθέτηση της αξίωσης για απώλεια μελλοντικών απολαβών. Δεν παρατηρούμε οτιδήποτε το επιλήψιμο σ΄ αυτή την προσέγγιση και κρίνουμε ότι αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

2ος και 3ος Λόγος Έφεσης

 

Τόσο ο δεύτερος όσο και ο τρίτος Λόγος Έφεσης σχετίζονται με το θέμα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα της υποβολής φορολογικών δηλώσεων εισοδήματος από τον εφεσίβλητο, ως στοιχείου διακρίβωσης των πραγματικών του εισοδημάτων.

 

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που περιβάλλουν τους λόγους τούτους έφεσης είναι τα εξής:

 

Ενώ το επίδικο δυστύχημα είχε επισυμβεί στις 10.12.2000, ο εφεσίβλητος στη φορολογική του δήλωση για το έτος 2000, την οποία υπέβαλε κατά το 2001 και η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο, είχε δηλώσει μόνο τα εισοδήματά του από την εργασία του στις Κυπριακές Αερογραμμές και όχι οποιοδήποτε εισόδημα από εργασία στην εταιρεία Lambousa. Όμως, στις 24.5.2006, δηλαδή μερικές εβδομάδες μετά την έναρξη της ακρόασης στην αγωγή, ο εφεσίβλητος υπέβαλε αναθεωρημένη φορολογική δήλωση, στην οποία περιέλαβε επιπρόσθετο εισόδημα €6.000, προερχόμενο από εργασία στη Lambousa, οπότε και του επιβλήθηκε πρόσθετη φορολογία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για σκοπούς υπολογισμού της απώλειας εισοδημάτων του εφεσίβλητου και τα εισοδήματά του από εργασία στη Lambousa.

 

Σχολιάζοντας το θέμα των φορολογικών δηλώσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ετίθετο εδώ ζήτημα οποιασδήποτε επιλήψιμης συμπεριφοράς του εφεσίβλητου ως προς τη δήλωση των εισοδημάτων του από τη Lambousa, αφού αυτά δηλώθηκαν τελικά στην αρμόδια κρατική υπηρεσία. Αυτό δε το στοιχείο διαφοροποιούσε την περίπτωσή του από την περίπτωση που είχε εξεταστεί από το Εφετείο στην υπόθεση Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 1889. Σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου συνάδουν με τα στοιχεία στη φορολογική του δήλωση και η αποδοχή τους εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον που έγκειται στην καταβολή έστω και καθυστερημένα, οφειλόμενων φόρων.

 

Διαφωνώντας πλήρως με την πιο πάνω προσέγγιση, η πλευρά της εφεσείουσας εισηγείται ότι καμιά διαφοροποίηση δεν παρατηρείται από το θέμα αρχής που τέθηκε στην υπόθεση Ορφανίδου, αφού και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται περί ψευδούς φορολογικής δήλωσης με σκοπό την καταδολίευση των δημοσίων προσόδων. Περαιτέρω, η εκ των υστέρων διόρθωση της ψευδούς φορολογικής δήλωσης του εφεσίβλητου στο μέσο της δίκης έγινε με προφανή σκοπό να ξεπεράσει τα νομικά προβλήματα που θα είχε ο εφεσίβλητος στη διεκδίκηση αποζημιώσεων, και κανένα δημόσιο συμφέρον δεν εξυπηρετείται από τέτοιες ενέργειες. Όπως εισηγείται ο εφεσείων, αν τα Δικαστήρια επιδοκιμάσουν τη μη έγκαιρη εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών προς το κράτος, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση και τελικά την απώλεια οφειλόμενων φόρων.

 

Τα κύρια γεγονότα που είχαν απασχολήσει στην υπόθεση Ορφανίδου (ανωτέρω), ήσαν τα ακόλουθα:

 

Η υπόθεση αφορούσε σε περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων. Ένας από τους παράγοντες που σχετιζόταν με επίδικο θέμα ήταν το ύψος των εισοδημάτων της εφεσείουσας συζύγου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η εφεσείουσα ισχυριζόταν κατά τη δίκη ότι είχε εισοδήματα, τα οποία όμως διαφάνηκε ότι ήσαν αρκετά ψηλότερα από τα εισοδήματα τα οποία δήλωνε με τις φορολογικές της δηλώσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα εμποδιζόταν από του να ισχυρίζεται ότι κέρδιζε ποσά μεγαλύτερα από τα δηλωμένα.

 

Σε σχέση με το θέμα τούτο, το Εφετείο προσέγγισε το θέμα ως εξής, στις σελ. 1906-1907 του τόμου αποφάσεων:

 

"Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι η εφεσείουσα «εμποδίζεται από του να ισχυρίζεται αντίθετα με τη φορολογική δήλωση της». Αυτό που εννοούσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι η εφεσείουσα «εμποδίζεται» λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς της με την οποία είχε από τη μια αποκομίσει όφελος και από την άλλη είχε καταδολιεύσει τις δημόσιες προσόδους. Αυτό λοιπόν που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο πρόσωπο το οποίο, με σκοπό την αποκόμιση ιδίου οφέλους, υποβάλλει ψευδή φορολογική δήλωση με αποτέλεσμα την καταδολίευση των δημοσίων προσόδων μπορεί σε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία να προβάλει ισχυρισμούς αντίθετους προς τη φορολογική του δήλωση με σκοπό - πάλι - την αποκόμιση οφέλους. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική.

 

Το επίδικο θέμα σχετίζεται με θέμα δημόσιας πολιτικής και δημόσιου συμφέροντος. Πρόκειται για παραδοχή καταδολίευσης των δημοσίων προσόδων. Αποτελεί νομίζουμε θέμα ύψιστης δημόσιας πολιτικής όπως όλοι οι πολίτες συμμορφώνονται πλήρως με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Καταδολίευση των δημόσιων προσόδων όχι μόνο αντιστρατεύεται τη δημόσια πολιτική αλλά είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον. Τα δικαστήρια έχουν καθήκον να διασφαλίσουν την δημόσια πολιτική. Η χρησιμοποίηση της επίδικης μαρτυρίας θα ισοδυναμούσε με χορήγηση ασυλίας στην παρανομία πορεία που αντιστρατεύεται τη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου. Θα ισοδυναμούσε, επίσης, με ενθάρρυνση της καταδολίευσης των δημοσίων προσόδων και θα επέτρεπε στους παρανομούντες να επωφεληθούν από την παρανομία τους. Κρίνουμε επομένως ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει ενεργήσει επί της επίδικης μαρτυρίας."

 

Έχουμε την άποψη ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης, σαφώς διαφοροποιούνται από εκείνα της υπόθεσης Ορφανίδου, τουλάχιστον όσον αφορά ένα καίριας σημασίας στοιχείο. Εκείνο δηλαδή της εκ των υστέρων υποβολής φορολογικής δήλωσης με αυξημένα εισοδήματα και της επιβολής πρόσθετης φορολογίας σε σχέση με αυτά. Μπορεί αυτή η ενέργεια του εφεσίβλητου να είχε γίνει με υστεροβουλία. Όμως, εκείνο που είχε εδώ πρωταρχική σημασία ήταν κατ΄ αρχάς το κατά πόσο υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου αξιόπιστη περιβάλλουσα μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία πράγματι ο εφεσίβλητος εργαζόταν στη δεύτερη εργασία που ισχυριζόταν και αν ναι, κατά πόσο είχε από την εργασία εκείνη τα πρόσθετα εισοδήματα που ισχυριζόταν ή όσα απεδείκνυε με ικανοποιητική μαρτυρία. Στην υπό εξέταση περίπτωση, υπήρχε τέτοια μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν βάσιμη. Το πρωταρχικό θέμα που εγείρεται εδώ από το γεγονός ότι στην αρχική φορολογική δήλωση δεν δηλώθηκε ένα εισόδημα, ενώ δηλώθηκε αργότερα, δεν είναι θέμα που ανάγεται στην αξιοπιστία του ισχυρισμού ότι πράγματι προσφέρθηκε εκείνη η εργασία και απέφερε κάποια εισοδήματα. Γι΄ αυτούς τους ισχυρισμούς προσκομίστηκε άλλη μαρτυρία από τον κατ΄ ισχυρισμό εργοδότη. Το θέμα όπως τέθηκε στην υπό εξέταση περίπτωση, ουσιαστικά αναγόταν σε θέμα ότι ο εφεσίβλητος, αν και φαίνεται να είχε αυτά τα εισοδήματα, θα έπρεπε αυτά να αγνοηθούν για σκοπούς υπολογισμού αποζημιώσεων για την απώλειά τους, απλά και μόνο επειδή προέβηκε στη δήλωσή του στις αρμόδιες φορολογικές Αρχές πολύ αργότερα από όταν όφειλε.

 

Ασφαλώς η μη έγκαιρη εμπρόθεσμη και πλήρης δήλωση των εισοδημάτων κάθε πολίτη είναι επιλήψιμη και ενέχει επιπτώσεις και κυρώσεις. Εκείνο όμως το οποίο καλείται εδώ το Δικαστήριο να πράξει είναι ουσιαστικά να τιμωρήσει τον πολίτη επειδή εκ των υστέρων και όχι εμπρόθεσμα, δήλωσε τα αυξημένα του εισοδήματα για ένα ή περισσότερα έτη και έτσι, πέραν των όποιων κυρώσεων μπορεί να του επιβάλει η διοίκηση είτε ποινικών, είτε οικονομικών, υπό μορφή τόκων, προστίμου, επιβαρύνσεων, το Δικαστήριο να μην τον αποζημιώσει στη βάση των πραγματικών του εισοδημάτων, αγνοώντας αξιόπιστη προς τούτο μαρτυρία. Το δε Δικαστήριο, ενεργώντας δίκαια και υπολογίζοντας την απώλεια εισοδημάτων, για σκοπούς αποζημίωσης, στη βάση εκείνων που κρίνει ότι ήταν τα πραγματικά εισοδήματα του πολίτη, καθόλου δεν ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή. Αντίθετα θα λέγαμε, σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, όπου ένας πολίτης σε ανύποπτο χρόνο είχε δηλώσει εισοδήματα χαμηλότερα από τα πραγματικά, έχει κάθε λόγο να αποκαταστήσει και να επανορθώσει τις υποχρεώσεις του, εάν γνωρίζει ότι από τη μια θα υποστεί τις νόμιμες συνέπειες, κυρώσεις και επιβαρύνσεις, αλλ΄ από την άλλη θα αναμένει ότι σε μια δικαστική διαδικασία θα τύχει αποζημίωσης στη βάση του τι πραγματικά απώλεσε. Από την άλλη δε, το κράτος θα τον φορολογήσει συμπληρωματικά, αποκομίζοντας το πραγματικά οφειλόμενο ύψος φόρων, μαζί με επιβαρύνσεις, το οποίο ίσως ουδέποτε να εισέπραττε.

 

Γι΄ αυτούς τους λόγους κρίνουμε ότι οι Λόγοι Έφεσης αρ. 2 και 3 δεν μπορούν να ευσταθήσουν.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 4. Ο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένος υπολογισμός των εισοδημάτων του εφεσίβλητου από τη δεύτερή του εργασία.

 

Σύμφωνα με την αγόρευση της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διαπίστωσε ότι τα έσοδα του εφεσίβλητου από την εργασία του στην εταιρεία Lambousa δεν αμφισβητήθηκαν, εφόσον το αντίθετο συμπέρασμα εξάγεται από την αντεξέταση τόσο του εφεσίβλητου όσο και του διευθυντή της εταιρείας Σ. Καλλή. Όπως όμως ορθά υπέδειξε και ο συνήγορος του εφεσίβλητου στη δική του αγόρευση, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουσιαστικά η μαρτυρία του εφεσίβλητου και του Διευθυντή της Lambousa δεν αμφισβητήθηκε, είναι ορθή. Η μελέτη των τηρηθέντων πρακτικών, αποκαλύπτει ότι κατά την αντεξέταση υποβλήθηκαν διάφορες διερευνητικής φύσεως ερωτήσεις ως προς τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου για την επ΄ αμοιβή απασχόλησή του στην εταιρεία εκείνη. Πέραν τούτου δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε κάτι από τη μαρτυρία εκείνη, ούτε να τέθηκε περί τούτου καμιά υποβολή προς τους δύο μάρτυρες. Εξάλλου, όπως διαφάνηκε στην εξέλιξη της δίκης, η θέση της εφεσείουσας περιορίστηκε στην υπόδειξη κάποιων διαφορών στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων ως προς το ύψος των απολαβών του εφεσίβλητου στην Lambousa.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη δοθείσα μαρτυρία την οποία και αποδέχτηκε προβαίνοντας σε σχετικό εύρημα περί του εισοδήματος από την εργασία εκείνη και το εύρημα εκείνο δεν αποτέλεσε αντικείμενο λόγου έφεσης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

 

 

 

 

 

Η Αντέφεση.

 

1ος Λόγος Αντέφεσης.

 

Ο Λόγος τούτος Αντέφεσης αφορούσε σε ισχυρισμό περί εσφαλμένων μαθηματικών υπολογισμών από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όμως, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, ο συνήγορος του εφεσίβλητου τον απέσυρε.

 

2ος Λόγος Αντέφεσης. Ισχυρισμός ότι εσφαλμένα δεν επιδικάστηκε ποσό ειδικών αποζημιώσεων για απώλεια εισοδημάτων για τα έτη 2002-2006 και για μέρος του 2007.

 

Βασικός άξονας αυτού του Λόγου Αντέφεσης και του περιεχομένου σ΄ αυτόν ισχυρισμού περί σφάλματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι και πάλιν ο τρόπος προσέγγισης και αξιολόγησης από το Δικαστήριο της μαρτυρίας του ΜΕ2 Σ. Καλλή, Διευθυντή της Lambousa, και του ΜΕ3 Α. Χριστοδουλίδη, αφυπηρετήσαντος υπευθύνου προσωπικού των Κυπριακών Αερογραμμών. Το παράπονο εδώ του εφεσίβλητου είναι ότι, ενώ το Δικαστήριο χαρακτήρισε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων ως γενικά αξιόπιστη, όπως άλλωστε όλων των μαρτύρων, εν τούτοις, την απέρριψε ως αόριστη και ανακριβή, ως αδύναμη να δώσει ακριβή εικόνα των εισοδημάτων και ως γενικόλογη. Σύμφωνα με τον ίδιο συνήγορο όμως, κάθε άλλο παρά μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι, αφού διακρινόταν από ικανοποιητική υπό τις περιστάσεις ακρίβεια.

 

Σε σχέση με αυτό το θέμα, σημειώνουμε ότι εξετάσαμε παρόμοιο θέμα ισχυρισμού περί αντινομίας κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων ως ένα από τους λόγους έφεσης, συνοδευόμενο βέβαια από την αντίθετη εισήγηση. Λόγω δηλαδή της ίδιας φαινομενικής αντινομίας στην αξιολόγηση και προσέγγιση αυτής της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μεν πλευρά της εφεσείουσας εισηγείται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να την απορρίψει τελείως, ενώ η πλευρά του εφεσίβλητου ότι θα έπρεπε να την αποδεχθεί, όχι μόνο ως βάση υπολογισμού απώλεια μελλοντικών απολαβών, αλλά και ως στέρεη βάση για υπολογισμό απωλεσθεισών απολαβών μέχρι τη δίκη.

 

Όπως είχαμε ήδη αναφέρει εξετάζοντας το Λόγο Έφεσης αρ. 1, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις ορθή. Είναι γεγονός ότι οι χαρακτηρισμοί και σχολιασμοί που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση της μαρτυρίας εκείνης, σε συνδυασμό με τη θετική κρίση περί αξιοπιστίας των δύο μαρτύρων, έτειναν να δημιουργήσουν κάποια ερωτηματικά λόγω της φαινομενικής αντιφατικότητας που παρουσιαζόταν. Όμως, τελικά, όπως έχει επεξηγηθεί προηγουμένως, παρά την μη επιτυχή διατύπωση, εκείνο το οποίο έπραξε το Δικαστήριο ήταν να αποδεχθεί τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων, να την κρίνει ως μη ικανοποιητική να αποδείξει με την απαιτούμενη αυστηρότητα τις διεκδικούμενες ειδικές αποζημιώσεις, αλλά να την χρησιμοποιήσει ως βάση για τον κατά προσέγγιση υπολογισμό γενικών αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών.

 

Ιδιαίτερη διαφωνία εκφράζει κάτω από αυτό το Λόγο Αντέφεσης ο εφεσίβλητος αναφορικά και με το Τεκμήριο 11, το οποίο ήταν γραπτή βεβαίωση του Διευθυντή Μηχανολογίας και Συντήρησης των Κυπριακών Αερογραμμών, στο οποίο γινόταν ένας υπολογισμός του ποια περίπου θα ήταν η απώλεια απολαβών του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε ότι το Τεκμήριο 11, εκτός του ότι το περιεχόμενο του συγκρούετο με το ποσό που ανέφερε ο μάρτυρας Χριστοδουλίδης, δεν παρείχε την καλύτερη δυνατή μαρτυρία που μπορούσε να προσκομιστεί, αφού δεν δόθηκαν εξηγήσεις για τη μη κλήση του συντάκτη της να δώσει προφορική μαρτυρία, γεγονός που καθιστούσε το περιεχόμενο της μαρτυρίας ως "ανεπαίσθητης βαρύτητας". Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, αυτή η προσέγγιση ήταν λανθασμένη. Εφόσον το Δικαστήριο αποφάσισε να μη λάβει υπόψη το περιεχόμενο του Τεκμηρίου, δεν μπορούσε να το χαρακτηρίσει ως συγκρουόμενο με άλλη μαρτυρία, και περαιτέρω, εσφαλμένα κρίθηκε ότι η μαρτυρία αυτή ήταν απορριπτέα επειδή δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, εφόσον ο περί Αποδείξεως Νόμος καθιστά αποδεκτή την εξ ακοής μαρτυρία.

 

Και οι δύο αυτές επισημάνσεις είναι ανεδαφικές και στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσέγγισης του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε απέρριψε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11, ούτε αποφάσισε να μη το λάβει υπόψη του. Όπως είναι φανερό από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο αποδέχτηκε και έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο της βεβαίωσης - Τεκμηρίου 11, στην οποία όμως, για τους λόγους που εξήγησε, απέδωσε μειωμένη βαρύτητα, αλλά συνυπολόγισε τη μαρτυρία εκείνη με άλλη δοθείσα σχετική μαρτυρία για να σχολιάσει ότι δεν συνέπιπταν. Σύμφωνα με το άρθρο  27(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλες τις περιστάσεις και ειδικότερα με βάση το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου μπορεί να λάβει υπόψη του και το κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό, ο διάδικος που είχε προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία, το πρόσωπο που προέβηκε στη δήλωση.

 

Άλλα θέματα που θίγονται κάτω από αυτό το Λόγο Αντέφεσης και αφορούν στη μεταχείριση των υπό εξέταση αποζημιώσεων ως ειδικών και την αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας, τα έχουμε πραγματευθεί προηγουμένως εξετάζοντας τους λόγους έφεσης.

 

Επομένως ο δεύτερος Λόγος Αντέφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

3ος Λόγος Αντέφεσης. Ότι εσφαλμένα δεν επιδικάστηκε αποζημίωση για τον κίνδυνο απώλειας της εργασίας του εφεσίβλητου.

 

Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, ενόσω υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπήρχε κίνδυνος, έστω και μικρός, για τον εφεσίβλητο να απολυόταν και μάλιστα σύντομα, θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί ένα ποσό αποζημίωσης σε σχέση με το θέμα τούτο.

 

Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το θέμα τούτο, το Δικαστήριο δικαιολογείται να επιδικάσει αποζημιώσεις σε μια τέτοια βάση, όταν καταδεικνύεται ουσιαστικός ή πραγματικός και όχι απομεμακρυσμένος κίνδυνος ότι σε κάποιο χρόνο πριν από το υπολογιζόμενο τέλος της εργασιακής του ζωής, ο ενάγων θα χάσει την υφιστάμενη εργοδότησή του. Όπως δε ορθά υπέδειξε και ο συνήγορος της εφεσείουσας, το ότι ένας τέτοιος κίνδυνος παρέμεινε σε επίπεδο απλής εικασίας, και ουσιαστικά δεν υφίσταται, αποδεικνύεται τόσο από το γεγονός ότι 5½ χρόνια μετά τον τραυματισμό του και μέχρι την έκδοση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως επίσης και πέραν των 9 ετών μέχρι σήμερα, ο εφεσίβλητος διατηρεί την εργασία του στις Κυπριακές Αερογραμμές. Η δε πιθανότητα απόλυσής του, σύμφωνα με δοθείσα μαρτυρία, παρέμεινε μια απλή υπόθεση.

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, τόσο η Έφεση όσο και η Αντέφεση απορρίπτονται και, υπό τις περιστάσεις, δεν εκδίδουμε καμιά διαταγή εξόδων.

 

Δ.

 

Δ.

 

                                                                   Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο