ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 710

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2008)

 

19 Μαΐου, 2010

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

                                               

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.,

                                                          Ενάγοντες/Εφεσίβλητοι,

- και -

 

1.    ΜΑΓΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΒΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ,

2.    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

3.    ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ,

                                                          Εναγομένων/Εφεσειόντων.

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 2.12.2009 για επαναφορά έφεσης

Ν. Καλλής για Η. Δημοσθένους, για την Τράπεζα Κύπρου Λτδ.-Ενάγοντες-Αιτητές.

Λ. Λουκαΐδης, για τους Εναγομένους-Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης, είναι η επαναφορά έφεσης.

 

Σε συντομία το υπόβαθρο των γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώρηση της αίτησης, έχει ως εξής:  Μετά από ακροαματική διαδικασία, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 9.7.2008 εξέδωσε απόφαση με την οποία απορρίπτετο η αγωγή της Τράπεζας Κύπρου Λτδ., Εναγόντων.

 

Η Τράπεζα Κύπρου εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.  Μετά την ετοιμασία των πρακτικών, η έφεση ορίστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου, στις 16.10.2009.  Η δικηγόρος που εμφανίστηκε για την Τράπεζα, ζήτησε χρόνο για να καταχωρήσει αίτηση τροποποίησης του τίτλου της έφεσης επειδή η Τράπεζα Κύπρου Λτδ. εκ παραδρομής αναγραφόταν στον τίτλο ως Εφεσίβλητοι αντί ως Εφεσείοντες και οι Εναγόμενοι ως Εφεσείοντες, αντί ως Εφεσίβλητοι.  Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα για αναβολή, διατάσσοντας όπως η αίτηση τροποποίησης του τίτλου καταχωρηθεί μέσα σε δύο εβδομάδες και η έφεση ορίστηκε για τις 13.11.2009.  Εκείνη την ημέρα δεν εμφανίστηκε οποιοσδήποτε για λογαριασμό της Τράπεζας.  Ο κ. Λ. Λουκαΐδης, ο οποίος εμφανίστηκε για τους Εναγομένους στην πρωτόδικη διαδικασία, ζήτησε όπως απορριφθεί η έφεση.  Το αίτημα του διατυπώθηκε ως εξής:-

«Λουκαΐδης: Δεν έχει υποβληθεί αίτηση για τροποποίηση του τίτλου ο οποίος είναι λανθασμένος.  Εισηγούμαι να απορριφθεί η έφεση.  Είναι λανθασμένη εξ αρχής, το γνώριζαν, ήρθαν, τους δόθηκε η ευκαιρία να κάμουν αίτηση, δεν μας τηλεφώνησαν ότι έχουν πρόβλημα, σήμερα δεν εμφανίζονται και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η έφεση.  Ζητώ τα έξοδα μου.»

 

Το Δικαστήριο δέχτηκε το αίτημα και απέρριψε την έφεση, σημειώνοντας ότι δεν έγινε κανένα διάβημα από την προηγούμενη δικάσιμο και ότι η έλλειψη οποιασδήποτε εμφάνισης εκ μέρους της Τράπεζας, ισοδυναμεί με έλλειψη προώθησης της έφεσης.

 

Στις 2.12.2009 ο δικηγόρος της Τράπεζας, καταχώρησε αίτηση για επαναφορά της έφεσης.  Στη συνέχεια θα αναφερόμαστε στην Τράπεζα Κύπρου ως «οι Αιτητές» και στους εναγομένους στην πρωτόδικη διαδικασία ως «οι Καθ'ων η αίτηση».  Η αίτηση για επαναφορά στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.35 χωρίς να προσδιορίζεται οποιοσδήποτε θεσμός.  Γίνεται όμως αναφορά στον Κανονισμό 11(β) και (δ) των περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1996, στο εξής «οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1996».  Οι Κανονισμοί 11(β) και (δ) που επικαλούνται οι Αιτητές, προβλέπουν ότι:-

«11(β) Παράλειψη εμφάνισης του εφεσείοντος κατά την προδικασία, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης, εκτός αν το Εφετείο κρίνει ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την αναβολή της προδικασίας σε μελλοντική ημερομηνία.  Αν υπάρχει αντέφεση, το Εφετείο,  εκτός όπου κρίνεται επιβεβλημένη η αναβολή της έφεσης, επιλαμβάνεται της αντέφεσης και εκδίδει την πρέπουσα διαταγή και παρέχει τις αρμόζουσες οδηγίες.»

 

«11(δ) Έφεση ή αντέφεση, η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης διαδίκου να εμφανιστεί κατά την προδικασία, βάσει του (α), (β), (γ) ανωτέρω μπορεί να επαναφερθεί μετά από αίτηση δια κλήσεως, εάν το Δικαστήριο το κρίνει πρέπον

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, την οποία ορκίστηκε ο δικηγόρος κ. Ν. Καλλής, ο οποίος χειρίζεται την έφεση, αναφέρει ότι η δικηγόρος που εμφανίστηκε για λογαριασμό του στις 16.10.2009, τον ενημέρωσε ότι η υπόθεση ορίστηκε για τις 13.11.2009, αλλά εκ παραδρομής ο ίδιος σημείωσε την υπόθεση στο ημερολόγιο του στις 19.11.2009, ημέρα κατά την οποία προσήλθε στο Ανώτατο Δικαστήριο για να εμφανιστεί.  Ο αριθμός της έφεσης δεν ήταν αναγραφόμενος στο Πινάκιο υποθέσεων και διερευνώντας το θέμα, πληροφορήθηκε από το Πρωτοκολλητείο ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη στις 13.11.2009 και ότι απορρίφθηκε λόγω έλλειψης προώθησης.  Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι σε περίπτωση επαναφοράς της έφεσης, δεν θα επηρεαστούν αρνητικά οι Καθ'ων η αίτηση, αφού θα επιδικαστούν προς όφελός τους, έξοδα.  Θεωρεί ότι η μη επαναφορά της έφεσης θα οδηγήσει σε αδικία, εφόσον οι Αιτητές δεν ευθύνονται καθόλου για το λάθος εκ μέρους των δικηγόρων τους.  Επίσης, τυχόν απόρριψη της αίτησης για επαναφορά, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους Αιτητές.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση, με την οποία ενίστανται στην επαναφορά, ισχυριζόμενοι ότι:-

(α) Οι Αιτητές δεν προβάλλουν οποιαδήποτε εύλογη δικαιολογία που θα δικαιολογούσε επαναφορά, αλλά αντιθέτως επικαλούνται την αμέλεια του δικηγόρου τους να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, που αν γίνει δεχτή θα οδηγήσει σε κακό προηγούμενο και θα αποβεί σε βάρος της γρήγορης εκδίκασης των υποθέσεων,

(β) η έφεση είναι αβάσιμη με αποτέλεσμα να μην προέχει η επαναφορά σε βάρος άλλων παραγόντων,

(γ) οι Αιτητές προτού εξασφαλίσουν διάταγμα τροποποίησης του τίτλου, στην αίτηση για επαναφορά και σε όλα τα έγγραφα που ακολούθησαν, τροποποίησαν αυθαίρετα τον τίτλο, και

(δ) η μη έγκαιρη καταχώρηση της αίτησης για τροποποίηση, αλλά και ο όλος χειρισμός της έφεσης συνιστούν εσκεμμένες ενέργειες εκ μέρους της πλευράς των Αιτητών και του δικηγόρου τους, οι οποίες αποσκοπούν στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης, ώστε η τυχόν απόρριψη της να μην θεωρηθεί ως δεδικασμένο στην Πολιτική Έφεση με αρ. 267/09 την οποία καταχώρησε ο Παναγιώτης Παναγιώτου, Καθ'ου η αίτηση 2 και ένας εκ των εναγομένων στην αγωγή 1747/04, η οποία σχετίζεται με την παρούσα.  Περαιτέρω, αναφέρει ότι μόλις ο Καθ' ου η αίτηση 2 πληροφορήθηκε από τον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση εναντίον του, εντόπισε το λάθος στον τίτλο και με επιστολή του ημερομηνίας 30.10.08 προς τον κ. Ν. Καλλή, του ζήτησε να λάβει μέτρα για άμεση διόρθωση του τίτλου, ώστε να φαίνονται οι πραγματικοί Εφεσείοντες, αντί του ίδιου.

 

Εκ μέρους των Αιτητών, καταχωρήθηκε, με άδεια του δικαστηρίου, συμπληρωματική ένορκη δήλωση από το δικηγόρο κ. Ν. Καλλή, με την οποία, μεταξύ άλλων, αντικρούεται ο ισχυρισμός της άλλης πλευράς (α) ότι η έφεση είναι αβάσιμη.  Όπως υποστηρίζει, η έφεση έχει πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας και (β) ότι η συμπεριφορά του δικηγόρου των Αιτητών δεν συνιστά ούτε αμέλεια ούτε και αδιαφορία, όπως ισχυρίζεται η άλλη πλευρά, αλλά συνιστά «καθαρό λάθος» κατά την ενημέρωση του ημερολογίου.

 

Συμπληρωματική ένορκη δήλωση καταχώρησε και ο Καθ' ου η αίτηση 2.  Ισχυρίζεται ότι: (α) Το αν οι Αιτητές έχουν καλές πιθανότητες επιτυχίας στην έφεση, δεν αφορά την αίτηση για επαναφορά και εξηγεί το σκεπτικό του με αναφορά στη σημασία των γραπτών συμφωνιών ημερομηνίας 17.9.1999 και 8.6.2001, και (β) δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του κ. Ν. Καλλή ότι πληροφορήθηκε για την απόρριψη της έφεσης από το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 19.11.2009, αφού ο ίδιος ο ενόρκως δηλών του επισήμανε, σε προφορική συνομιλία που είχε μαζί του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού περί τις 10 μέρες μετά την απόρριψη της έφεσης, ότι αυτή απορρίφθηκε με αποτέλεσμα, αυτός να αρχίσει να ενδιαφέρεται.

 

Ο δικηγόρος για τους Αιτητές, του οποίου η πλευρά είχε και το βάρος απόδειξης, δεν αναφέρθηκε καθόλου στις αρχές της νομολογίας ώστε να βοηθήσει το Δικαστήριο.  Από την άλλη, ο δικηγόρος για τους Καθ'ων η αίτηση περιορίστηκε σε λεκτική αναφορά στις υποθέσεις Γρηγορίου ν. Στεφάνου (2001) 1 ΑΑΔ 1493 και Μιαρής κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση 46/2006, ημερομηνίας 27.4.2009.

 

Οι Αιτητές δεν προσδιορίζουν σε ποιο θεσμό της Δ.35 στηρίζουν την αίτηση τους.  Γίνεται όμως αναφορά στην αίτηση, στον Κανονισμό 11 (β) και (δ) των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1996.  Έχουμε ήδη παραθέσει τα σχετικά εδάφια. Όπως προκύπτει από τον Κανονισμό 11(δ) η έφεση, η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης εμφάνισης του Εφεσείοντα κατά την προδικασία, επαναφέρεται εάν το Δικαστήριο «το κρίνει πρέπον».  Ο συγκεκριμένος όρος δεν επεξηγείται στον Κανονισμό.  Όπως τονίστηκε από τον Πική, Δ. στην υπόθεση Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (αρ. 1) (1994) 1 ΑΑΔ 109, η πρόνοια αυτή, όπως και εκείνη της Δ.35 θ.13, θα πρέπει να προσαρμοστεί στο δικαίωμα που διασφαλίζει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος (βλ. επίσης Ibrahim v. Pillar Enterprises Ltd. κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1243).  Εν πάση περιπτώσει, στην απόφαση τονίστηκε ότι η επαναφορά έφεσης δικαιολογείται μόνο όταν η απουσία του δικηγόρου οφείλεται «σε αδήριτη ανάγκη για λόγους πέραν της θελήσεως του».  Σ' εκείνη την περίπτωση η ασθένεια του δικηγόρου δεν θεωρήθηκε ως λόγος πέραν της θελήσεως του, ώστε να δικαιολογήσει την απουσία του κατά την ημέρα απόρριψης της έφεσης.  Κατά την άποψή μας, η εξέταση του θέματος θα πρέπει να γίνει σε συνδυασμό με τη Δ.35 θ.13, η οποία προβλέπει ότι:-

«Δ.35 θ.13  Εάν κατά την εκφώνηση της έφεσης για ακρόαση ο εφεσίβλητος εμφανιστεί και ο εφεσείων όχι, η έφεση μπορεί, κατόπιν αίτησης του εφεσιβλήτου, να απορριφθεί ή να τύχει χειρισμού όπως θα θεωρούσε ορθό το Εφετείο.

 

Νοείται ότι η έφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη εμφάνιση του εφεσείοντα οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεών του, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστεί.»[1]

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, οι δυνατότητες επαναφοράς είτε δυνάμει του Κανονισμού 13(δ), είτε δυνάμει του Κανονισμού Δ.35 θ.13, είναι περιορισμένες.  Η νομολογία που σχετίζεται με την επαναφορά έφεσης μετά από απόρριψη της, λόγω παράλειψης καταχώρησης εμπροθέσμως περιγράμματος αγόρευσης, είναι σχετική, εφόσον ο Κανονισμός 13(ε) των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1996 θέτει το ίδιο κριτήριο και διαπνέεται από το ίδιο πνεύμα, όπως και η Δ.35 θ.13, για την επαναφορά έφεσης στις περιπτώσεις που η μη καταχώρηση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο «πέραν των δυνάμεων» του Εφεσείοντος.  Η συγκεκριμένη προϋπόθεση έχει ερμηνευθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πάρα πολλές υποθέσεις.  Στην Ρουβανιάς Λτδ. κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 191 η Ολομέλεια έθεσε τα όρια της συγκεκριμένης προϋπόθεσης ως εξής:-

«Το κριτήριο της επαναφοράς περικλείεται στη φράση «πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα».  Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά.  Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας. .......................

Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου.»

 

Η μη επαναφορά δεν πρέπει να στερεί τον διάδικο από το δικαίωμα να προβάλει τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Πρoσδιορίζοντας περαιτέρω τα όρια της άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος, ο Πικής, Π., στη Cyprus Import Corporation Ltd. v. Σενέκης (1998) 1 AAΔ 1108, ανέφερε στη σελίδα 1113, ότι:-

«Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος, αποβλέπει στη διασφάλιση πρέπουσας ευκαιρίας στο διάδικο να προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του δικαστηρίου και την παροχή σ' αυτό επαρκούς χρόνου για την προπαρασκευή της υπόθεσής του.  Απολήγει στην κατοχύρωση δικαιώματος για την παροχή λογικής ευκαιρίας στο διάδικο να θέσει την υπόθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου.

 

Μόνο όπου λόγοι πέραν της θελήσεως του διαδίκου εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εγείρεται θέμα επαναφοράς της έφεσης, γιατί, σ' εκείνη την περίπτωση, τεκμαίρεται ότι ο διάδικος στερήθηκε της ευκαιρίας να παρουσιάσει την υπόθεσή του.  Αυτό δε συμβαίνει εκεί όπου η μη άσκηση του δικαιώματος οφείλεται σε αδιαφορία, αμέλεια, ή σφάλμα του.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι Αιτητές για να πετύχουν επαναφορά της έφεσης, επικαλούνται την παράλειψη του δικηγόρου τους να εμφανιστεί και να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Δικαστηρίου για τροποποίηση του τίτλου.  Στη Ρουβανιάς Λτδ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η Ολομέλεια τονίζοντας τους κινδύνους από την ανεξέλεγκτη επίκληση λαθών και παραλείψεων από πλευράς δικηγόρων, υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 ΑΑΔ 698:-

«Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.  Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων.  Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.  Μας ενισχύουν, σε αυτή τη θέση, τα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No. 2) Co. Ltd. v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:

 

"The Court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded."

..............................

Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης.»

 

Στη Μανώλη ν. Ελευθερίου (2000) 1 ΑΑΔ 2034, τονίστηκε ότι η επαναφορά μπορεί να διαταχθεί για σφάλματα και παραλείψεις του δικηγόρου, όταν αντικειμενικοί παράγοντες, όπως λόγοι υγείας, έστω και αν αυστηρώς ομιλούντες δεν απολήγουν σε καταστάσεις πέραν των δυνάμεων του δικηγόρου, αλλά απολήγουν σε τέτοια αποδυνάμωση του ώστε να μην μπορεί να ανταποκριθεί στα όσα απαιτούνται από αυτόν, ως επαγγελματία.  Επίσης, στη Μιαρής κ.α. ν. Λαϊκής Τράπεζας Λίμιτεδ, ανωτέρω, αφού επιβεβαιώθηκε όλη η πιο πάνω νομολογία, τονίστηκε ότι με την εισαχθείσα από την επιφύλαξη της Δ.35 θ.13 προϋπόθεση, δεν αποδυναμώνεται η υπέρτατη και διαχρονική προϋπόθεση ότι το δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια με γνώμονα πάντοτε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.  Με αναφορά στην πανομοιότυπη πρόνοια («πέραν των δυνάμεων») στον Κανονισμό 13(ε), που αφορά στη μη καταχώρηση περιγράμματος αγόρευσης, το Δικαστήριο στη Μιαρής ανέφερε τα εξής:-

«Η ρητή αναφορά στο σχετικό Κανονισμό 13(ε) που έγινε με την τροποποίηση του 1998 στο κριτήριο «πέραν των δυνάμεων» ασφαλώς δεν επεδίωκε τον περιορισμό της προϋπάρχουσας και διαχρονικής βασικής αρχής ότι η επαναφορά επιτρέπεται μόνο όταν τούτο σαφώς απαιτείται από τη δικαιοσύνη του πράγματος, αλλά μάλλον να μεταφράσει την αυστηρότητα της αρχής εκείνης με αναφορά στη συμπεριφορά του διαδίκου ο οποίος ευθύνεται για την απόρριψη και ζητά την επαναφορά ώστε να αποφευχθεί κατάχρηση της δυνατότητας.  Και τούτο εφ' όσον ούτε μπορούν να καταγραφούν εκ των προτέρων εξαντλητικά οι περιπτώσεις που θα επέτρεπαν ή δεν θα επέτρεπαν επαναφορά ούτε μπορεί να υπάρξει περιορισμός στη φαντασία της ζωής να διαμορφώνει ανθρώπινες σχέσεις και καταστάσεις.  Τα δικαστήρια δεν μπορούν λοιπόν να αυτοδεσμευθούν σε οποιοδήποτε κανόνα που θα περιόριζε τη θεμελιακή τους υποχρέωση να διασφαλίσουν την ισορροπία μεταξύ αφ' ενός της ανάγκης συμμόρφωσης προς τις διαδικαστικές οδηγίες τους προς όφελος και της τελεσιδικίας και αφ' ετέρου του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η έφεση καταχωρήθηκε στις 18.10.08.  Ο δικηγόρος των Αιτητών με την επιστολή του Καθ' ου η Αίτηση 2, ημερομηνίας 30.10.1008, πληροφορήθηκε ότι ο τίτλος της έφεσης που καταχώρησε ήταν λανθασμένος.[2]  Παρά ταύτα, επέλεξε να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για διόρθωση του τίτλου και αυτό παρά το έντονο ύφος της επιστολής του Καθ΄ ου η αίτηση.  Ένα περίπου χρόνο αργότερα, η Έφεση ορίστηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 16.10.1009.  Μόνο τότε έκρινε ότι θα έπρεπε να εγείρει το θέμα του λάθους που εμφανιζόταν στον τίτλο.  Ζήτησε χρόνο και του δόθηκαν 2 εβδομάδες περιθώριο για να καταχωρήσει αίτηση τροποποίησης του τίτλου.  Όχι μόνο δεν έπραξε οτιδήποτε, αλλά ούτε και εμφανίστηκε κατά την επόμενη δικάσιμο.  Υπό αυτές τις συνθήκες και ανεξάρτητα από τα όσα του αποδίδει ο Καθ' ου η αίτηση 2 περί εσκεμμένων ενεργειών[3] για σκοπούς δεδικασμένου, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπήρχαν παράγοντες πέραν των δυνάμεων του δικηγόρου των Αιτητών είτε στο να καταχωρήσει την αίτηση τροποποίησης του τίτλου, είτε στο να εμφανιστεί στο Δικαστήριο στις 13.11.2009.  Αντίθετα, θα λέγαμε ότι ο δικηγόρος του Αιτητή είχε ένα ολόκληρο χρόνο στη διάθεση του, να προβεί στα ενδεδειγμένα δικονομικά μέτρα για διόρθωση του τίτλου και δεν το έπραξε.  Κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον μας, που να δείχνει ότι οι πιο πάνω δύο παραλείψεις του δικηγόρου των Αιτητών, οφείλονταν σε συνθήκες τέτοιες που θα μπορούσε να λεχθεί ότι ήταν πέραν των δυνάμεων του, να ενεργήσει σύμφωνα με τα όσα απαιτούνταν από αυτόν.  Αναμφίβολα, η επίκληση του λάθους στην καταχώρηση της ημερομηνίας στο ημερολόγιο του δικηγόρου, δεν συνιστά λόγο πέραν των δυνάμεων των Αιτητών.  Πέραν τούτου, καμία δικαιολογία δεν δόθηκε για την μη έγκαιρη καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης του τίτλου.  Παράλειψη η οποία καθιστούσε, εν πάση περιπτώσει, την περαιτέρω προώθηση της έφεσης ως είχε, αδύνατη.

 

Το μόνο που απομένει να εξετάσουμε, είναι κατά πόσον η τυχόν μη επαναφορά της έφεσης, θα ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί.  Κατά την άποψή μας, δεν τίθεται τέτοιο θέμα.  Στην προκειμένη περίπτωση, παρασχέθηκε κάθε ευκαιρία στους Αιτητές-Εφεσείοντες να τροποποιήσουν τον τίτλο της έφεσης τους και να προωθήσουν τις θέσεις τους έγκαιρα ενώπιον του Δικαστηρίου.  Όμως δεν το έπραξαν.  Καμιά από τις εξηγήσεις που δόθηκαν μπορούν να δικαιολογήσουν την παράλειψη τους.  Οι ίδιοι με τις ενέργειες τους συνέτειναν στο να εξανεμίσουν τα δικαιώματα τους.  Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν θεωρούμε ότι είναι πρέπον να εγκρίνουμε το αίτημα για επαναφορά της έφεσης.

 

Η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €700 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Καθ'ων η αίτηση.

 

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

                                                                Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

                                                               Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.



[1] Η πιο πάνω επιφύλαξη της Δ.35 θ.13, εισήχθη με τον Τροποποιητικό Διαδικαστικό Κανονισμό 7/98.

[2]«30 Οκτωβρίου 2008

 

Κύριο Νίκο Καλλή

Δικηγορικό Γραφείο Ηρακλή Δημοσθένους

 

Σας επισυνάπτω φωτοαντίγραφο της επιστολής, ημερομηνίας 6 Οκτωβρίου 2008, που μου στάλθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου, όπου φαίνεται το όνομα μου ως ένας από τους Εφεσείοντες.

 

Επειδή δεν έχω υποβάλει καμία έφεση το έτος 2008 και/ή δεν εξουσιοδότησα οποιοδήποτε πρόσωπο και/ή δικηγορικό γραφείο και/ή δεν έχω διορίσει το δικηγορικό σας γραφείο για να υποβάλει οποιαδήποτε έφεση εκ μέρους μου, θέλω να πιστεύω και ευελπιστώ ότι εκ παραδρομής το δικηγορικό σας γραφείο έχει υποβάλει την πιο πάνω αναφερόμενη έφεση εκ μέρους μου.

 

Συνεπώς παρακαλώ το δικηγορικό σας γραφείο όπως εντός 7 (επτά) ημερών από σήμερα αποσύρει την πιο πάνω έφεση και με ενημερώσει γραπτώς για την εν λόγω απόσυρση με τηλεομοιότυπο στον αριθμό 25 825862.

 

Σε αντίθετη περίπτωση και χωρίς οποιαδήποτε άλλη προειδοποίηση, θα προβώ σε καταγγελία του γραφείου σας στον Δικηγορικό Σύλλογο καθώς επίσης επιφυλάσσω όλα τα δικαιώματα μου για οποιαδήποτε άλλη ενέργεια εναντίον του γραφείου σας.

 

Διατελώ

Παναγιώτης Παναγιώτου»

 

[3]Οι ισχυρισμοί για εσκεμμένες ενέργειες από πλευράς των Αιτητών, διατυπώθηκαν αρχικά σε επιστολή ημερομηνίας 29.10.2008 του Καθ' ου η Αίτηση αρ. 2 προς το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι:-

«Δημιουργούνται εύλογες υποψίες ότι η πλευρά των Εναγόντων απλά και μόνο θέλει να φαίνεται ότι έγινε έφεση στην πιο πάνω απόφαση, ούτως ώστε να μην θεωρηθεί ως Δεδικασμένο σε δύο άλλες αγωγές που εκκρεμούν εναντίον μου και που αφορούν την ίδια αιτία αγωγής, δηλαδή την μία και μοναδική υπογραφή που εγώ έθεσα σε σύμβαση εγγύησης, ημερομηνίας 8 Ιουνίου 2000.

Πιστεύω ότι εάν πράγματι αυτός είναι ο σκοπός των Εναγόντων, τέτοια συμπεριφορά δεν βοηθά στην ορθή απονομή της Δικαιοσύνης.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο