ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 625

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Εφέσεις 272/07 και 273/07)

 

6 Μαϊου, 2010

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ.272/2007)

DIGIMED COMMUNICATIONS LTD

                                                          Εφεσείoντες/Ενάγοντες,

- και -

                             1.  NERA ASA

2.  ΤERJE ASK HENRIKSEN

εφεσίβλητοι/εναγόμενοι 4 & 9,

 

- - - - - - - - - - - - -

 

 (Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 273/07

DIGIMED COMMUNICATIONS LTD

                                                          Εφεσείoντες/Ενάγοντες,

- και -

1.  MATRA MARCONI SPACE UK LTD

2.  EADS ASTRIUM LTD

3.  INMARSAT LTD

4.  JEAN MAURY

5.  BRUNO LEUBA

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι 1, 2, 3, 6 & 8,

-----------------------------------

Κ. Χ΄Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες

Γ.Χριστοδούλου για Χρ.Δημητριάδη & Σια ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους αρ. 4 και 9

Χρ.Χριστοφόρου για Α.Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους αρ.1, 2, 3, 6 και 8

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

--------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.H έκδοση διατάγματος παραμερισμού της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και  ταυτοχρόνως η έκδοση διατάγματος ακύρωσης του διατάγματος σύμφωνα με το οποίο είχε επιτραπεί η υποκατάστατος επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εναντίον αρχικώς, των εφεσιβλήτων 1, 2, 3, 6 και 8 και στη συνέχεια των εφεσιβλήτων 4 και 9, έδωσε το έναυσμα για την καταχώριση των δύο αυτών εφέσεων, οι οποίες λόγω, του κοινού πραγματικού υποβάθρου και ταυτοχρόνως πρωτόδικης κατάληξης, συνεκδικάστηκαν.  

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον όλων των εναγομένων, που με ένα, όπως σημειώνεται, μακροσκελές ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο αξιώνουν αποζημιώσεις ύψους $13.626.000 πλέον τόκους και άλλες συναφείς θεραπείες.  Αποτελεί κοινό έδαφος ότι όλοι οι εναγόμενοι, πλην του εναγομένου 7, είναι αλλοδαποί ή εταιρείες με έδρα το εξωτερικό. 

 

Για σκοπούς πληρέστερης εικόνας θεωρούμε ότι είναι ορθότερο να παραθέσουμε τα γεγονότα, όπως καταγράφονται στις δύο πρωτόδικες αποφάσεις, ήτοι: 

 

 «Με λίγα λόγια, οι ενάγοντες, θυγατρική εταιρεία της Α.ΤΗ.Κ. (τα δύο ονόματα χρησιμοποιούνταν, ως αναφέρεται στην αγωγή, εν πολλοίς ως να επρόκειτο για το αυτό πρόσωπο), δραστηριοποιούνται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και μεταξύ των ετών 1993-1999, στην προσπάθεια προώθησης από την Α.ΤΗ.Κ. συμμετοχής της σε Κυπριακά δορυφορικά συστήματα, έγιναν πλείστες όσες επαφές στα πλαίσια μελετών και προετοιμασίας για την εγκατάσταση του δορυφορικού συστήματος υπό την επωνυμία CyprusSat.  Μεταξύ των ενδιαφερομένων ήταν και η εναγόμενη 1 (εφεξής «ΜΜS»).   Η ΜΜS αγοράσθηκε στις 27.4.00 από την εναγόμενη 2 (εφεξής "Astrium").  H MMS παρουσίασε δικό της έργο με την επωνυμία East, παρόμοιο με το έργο CyprusSat σε βαθμό που τα δύο έργα θεωρούνταν εναλλάξιμα.  Υπεγράφη μεταξύ της ΜΜS και της Α.ΤΗ.Κ. συμφωνία εμπιστευτικότητας στις 10.7.96, καθώς και άλλες τέσσερεις συμφωνίες, το λεγόμενο Memorandum στις 15.10.97, το Pre-Incorporation Agreement στις 5.12.97 και επιστολές ημερ. 5.12.97 και 18-22.9.98.  Οι τρεις πρώτες υπεγράφησαν στην Κύπρο.  Το Pre-Incorporation Agreement προνοούσε ότι το έργο East θα προωθείτο σε δύο φάσεις, μία που αφορούσε τον προσδιορισμό του έργου και σ΄αυτή τη φάση προνοείτο η δημιουργία εταιρείας στην Αγγλία, και η δεύτερη φάση αφορούσε την ουσιαστική λειτουργία του έργου, σ΄αυτή δε τη φάση προνοείτο η σύσταση κοινοπραξίας στην Κύπρο και η αγορά του συστήματος από την ΜΜS.

 

Στα πλαίσια αυτά δημιουργήθηκε και η East, που είναι το ακρωνύμιο της εναγόμενης 5, και η οποία σκοπό είχε να προωθήσει τις εργασίες που συμφωνήθηκαν ή που ήσαν αναγκαίες κατά τη διάρκεια του προσδιορισμού του έργου, δηλαδή της πρώτης φάσης.  Τον Ιανουάριο του 1998 η East δέχθηκε τις εργασίες αυτές.  Η East ανήκε μετοχικώς εξ ημισίας στους ενάγοντες και στην MMS, έκαστος δε των μετόχων είχε δικαίωμα διορισμού του 50% του αριθμού των διοικητικών συμβούλων.  Της περιόδου λειτουργίας του έργου θα προηγείτο εκτίμηση από την εταιρεία υπό τύπο μελέτης και απόφαση κατά πόσο θα προχωρούσαν στην επόμενη φάση για την ιδιοκτησία και αξία των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας στη μελέτη.  Η East ανέπτυξε εμπιστευτικές πληροφορίες και απέκτησε κατ΄ισχυρισμόν πνευματικά δικαιώματα.  Η θέση των εναγόντων είναι ότι η μελέτη συνιστούσε πνευματική ιδιοκτησία  της East των εναγόντων και της MMS, η δε East ενεργούσε και ως εμπιστευματοδόχος ή αντιπρόσωπος των εναγόντων και της ΜΜS.

Σε κάποια φάση εντοπίστηκαν ελλείψεις στην τεχνική πρόταση της ΜΜS και άρχισε επεξεργασία από την East για εισαγωγή στο έργο ουσιωδών υπηρεσιών και δυνατοτήτων που δεν προσφέρονταν από τον αρχικό σχεδιασμό της MMS.  ´Eγινε επεξεργασία και εκπόνηση έκθεσης εργασίας τον Ιούνιο του 1999 σε σχέση με τις λεπτομέρειες των πιθανών επιχειρήσεων.  Η θέση αυτή παρουσιάστηκε στην εναγόμενη 3 (εφεξής «Inmarsat»), με σκοπό τη συμμετοχή της στο έργο.  Σημειώνεται ότι η Inmarsat ήταν ανταγωνιστής της East στα δορυφορικά προγράμματα.  Κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου του 1999 άρχισαν να διαφαίνονται προβλήματα με την MMS, μετά δε τις 30.7.99 διαπιστώθηκε ότι η ΜΜS συμμετείχε ενεργά στη σύνταξη προδιαγραφών για το έργο γνωστό ως 1.4. της Inmarsat, η δε τελευταία το ενέκρινε.  Τέθηκε θέμα διάλυσης της East και μεταφορά της μελέτης στην ΜΜS, αλλά φαίνεται ότι υπήρξε διαρροή από την ΜΜS  στην Inmarsat και αξιοποίηση της μελέτης από την MMS, την Astrium και την Inmarsat.  Ακολούθησαν διάφορες συναντήσεις, μία βασική στο Λονδίνο στις 8 και 9.1.02 και μία στη Λευκωσία στις 13.3.02, στις οποίες έγινε προσπάθεια από τους ενάγοντες να πεισθεί η East να εγείρει αγωγές εναντίον των προαναφερομένων.  Για τους λόγους που  καταγράφονται στα πρακτικά, οι διάφοροι εμπλεκόμενοι ήταν απρόθυμοι να εγείρουν αγωγή για λόγους που αφορούσαν την έλλειψη μαρτυρίας και σύνδεσης με τον καταλογισμό ευθύνης στους νυν εναγόμενους ή μερικούς εξ αυτών και το εμπορικό ή άλλο συναφές συμφέρον των διαφόρων εταιρειών έναντι των υπολοίπων.

 

Κατά παράβαση των όρων της μελέτης, η ΜΜS και η Astrium χρησιμοποίησαν εμπιστευτικές πληροφορίες και αποκάλυψαν ουσιώδη μέρη της μελέτης προς τρίτους, τη χρησιμοποίησαν δε, δηλαδή η MMS και η Astrium σε αποκλεισμό και ζημία των εναγόντων και της East αποκτώντας προβάδισμα έναντι ανταγωνιστών στην εξασφάλιση της παραγγελίας και την κατασκευή του δορυφόρου.  ΄Εργο το οποίο παρουσίασε η Inmarsat είναι παρόμοιο ή πανομοιότυπο με το υπό μελέτη έργο, με αποτέλεσμα στο τέλος της ημέρας να έχουν υποστεί οι ενάγοντες σημαντικότατες ζημιές, τις οποίες και αξιώνουν.

 

Να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος 6 ήταν διευθυντής της East και διευθύνων σύμβουλος αυτής, ο εναγόμενος 7 διευθυντής και αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος, ο εναγόμενος 8 διευθυντής και υπεύθυνος του Οικονομικού Τμήματος, και ο εναγόμενος 9 ο Πρόεδρος της εναγομένης 4 και αντικαταστάτης διευθυντής στην East."

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κάμει αποδεκτή την εισήγηση των εφεσιβλήτων 4 και 9 ότι η αναφυείσα διαφορά δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την κυπριακή επικράτεια, ούτε θα μπορούσε να εγερθεί αγωγή από τους εφεσείοντες αφού, ήταν κατά 50% μέτοχοι στην εταιρεία των εναγομένων 5.  Ούτε «παράγωγη» αγωγή μπορούσε να προωθηθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εναγόμενοι 5 είναι υπό εκκαθάριση.  Ταυτοχρόνως, προβλήθηκε, και έγινε αποδεχτό, ότι οι εφτά συμφωνίες, για τις οποίες έγινε συζήτηση, δεν έχουν σχέση ή δεν συνδέονται με την Κύπρο, αλλά αντίθετα η υφιστάμενη, στις συμφωνίες, ρήτρα για εφαρμογή αφ΄ενός του αγγλικού δικαίου και αφετέρου για παραπομπή, των όποιων διαφορών, σε διαιτησία στο Λονδίνο ή στη Γενεύη, απέληγαν σε αποκλεισμό των κυπριακών δικαστηρίων. 

 

Πρόβαλαν επίσης ότι ο εναγόμενος 7 προστέθηκε απλώς και μόνο για να αποκτήσει δικαιοδοσία το κυπριακό δικαστήριο, και τούτο συνδυαζόμενο με το γεγονός ότι ο εναγόμενος 7 είχε διοριστεί, ως διευθυντής της εταιρείας των εναγομένων 5, από τους ενάγοντες. 

 

Οι εφεσείοντες πρόβαλαν τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον μας, ότι ο εναγόμενος  7 δεν προστέθηκε τυπικά, ως εναγόμενος, αλλά του καταλογίζονται ευθύνες παράβασης της εμπιστευτικής σχέσης που υπήρχε μεταξύ τους, όπως και ευθύνη παράβασης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των εναγόντων, που επεκτείνονται και σε ενέργειες των εναγομένων 8 και 9, όπως αυτές περιγράφονται στην παράγραφο 52 της Εκθέσεως Απαιτήσεως, όπως επίσης και για ατασθαλίες που έγιναν αντιληπτές από τους ενάγοντες σε μεταγενέστερο στάδιο.  Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν, ότι δεν ενάγουν για λογαριασμό του εναγόμενου 5, αλλά το δικαίωμα τους πηγάζει από την ιδιότητα του μετόχου, ο οποίος έχει υποστεί ζημιά.  Η βάση της αγωγής, πρόσθεσε ο συνήγορος, δεν είναι οι ίδιες οι συμφωνίες αλλά οι παραβάσεις εμπιστευτικότητας, τις οποίες ισχυρίζονται, ότι οι εναγόμενοι 1-4 είχαν υποπέσει, με συνέπεια την ύπαρξη αντανακλώμενης απώλειας (reflecting loss).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η Pre-Incorporation Agreement (P.I.A.), συμφωνία που έχει συναφθεί μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσιβλήτων 1, που περιέχει όρο για παραπομπή σε διαιτησία προσδίδει δικαιοδοτική βάση στο I.C.C. Λονδίνου με βάση το ισχύον αγγλικό δίκαιο.  Αυτή η συμφωνημένη δικαιοδοτική ρήτρα οδήγησε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί το συμφωνηθέν υπόβαθρο, άρα τα κυπριακά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την παρούσα αγωγή.

 

Η θεώρηση αυτή είναι λανθασμένη, εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, γιατί η ύπαρξη ρήτρας για παραπομπή σε διαιτησία δεν αποκλείει την ύπαρξη δικαιοδοσίας.  Θα μπορούσαν τα θέματα αυτά να επιλυθούν σε αίτηση αναστολής της διαδικασίας και όχι σε αίτηση παραμερισμού της επίδοσης λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι εφεσείοντες, στα πλαίσια της υποβληθείσας αίτησης για υποκατάστατο επίδοση, περιέπεσαν σε, αρκετά σοβαρής μορφής, απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων και ιδιαιτέρως της συμφωνηθείσας δικαιοδοτικής βάσης και αυτό αποτέλεσε ένα επιπρόσθετο λόγο για την αποδοχή της αιτήσεως των εφεσιβλήτων. 

 

Η συμφωνία Ρ.Ι.Α., είχε αποκαλυφθεί όπως και η ρήτρα διαιτησίας, υποστήριξαν οι εφεσείοντες, ιδιαιτέρως έγινε αναφορά στον όρο 13C, της εν λόγω συμφωνίας.  Η αιτία αγωγής πρόβαλαν είχε προκύψει μερικώς στη Γαλλία, Αγγλία, Νορβηγία και Κύπρο. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με το θέμα της παράγωγης αγωγής, σε συνδυασμό με τις διεκδικήσεις των εφεσειόντων εναντίον του εναγόμενου 7 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, η τυχόν αμέλεια του εναγόμενου 7, δεν θα μπορούσε να προωθηθεί παρά μόνο, μέσα από ένα δικονομικό πλαίσιο, που θα προωθούσαν οι εναγόμενοι 5.  Παράλληλα, το Δικαστήριο είχε αποδεχθεί ότι «η σύνδεση του εναγόμενου 7 με την ολότητα της αγωγής είναι αμφίβολη και δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι συνενώθηκε «properly». 

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το θέμα της παράγωγης αγωγής ήταν λανθασμένο, πρόβαλαν οι εφεσείοντες, αφού το αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των Εναγομένων 5 καλύπτεται από τα γεγονότα που περιγράφονται στην ΄Εκθεση Απαιτήσεως. 

 

Τέλος το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι ενάγοντες θα μπορούσαν να είχαν καταχωρήσει μια παράγωγη αγωγή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες δεν έχουν αποσείσει το βάρος που είχαν και έγκειτο στη στοιχειοθέτηση αδυναμίας έγερσης αγωγής στην Αγγλία.  Ούτε επίσης είχαν αποδείξει, στο επίπεδο που έπρεπε, το βαθμό σύνδεσης της υπόθεσης τους με την Κύπρο. 

 

Στα πλαίσια της δεύτερης πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε σε συνάρτηση με το αίτημα των εφεσειόντων 1, 2, 3, 6 και 8, επαναλαμβάνεται το σκεπτικό, όπως το έχουμε παραθέσει πιο πάνω, αλλά ιδιαιτέρως γίνεται αναφορά και στον Κανονισμό ΕΚ44/2001, και αφού αναλύεται σε έκταση το πεδίο εφαρμογής του, το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 23, του Κανονισμού το οποίο επιτρέπει, σε περίπτωση συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, τη συγκεκριμενοποίηση του Δικαστηρίου κράτους μέλους, που θα έχει δικαιοδοσία επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς.  Ως τέτοιο είναι δικαστήριο στην Αγγλία, λαμβανομένου υπόψη του συμφωνηθέντος όρου μεταξύ των διαδίκων, όπως κατέληξε το Δικαστήριο. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων πρόβαλε ότι υπήρξε λανθασμένη προσέγγιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ιδιαιτέρως όταν αναλύθηκε η σχέση που συνδέει τους ενάγοντες με τους εναγόμενους 2, 3, 4, 6, 8 και 9.  Μεταξύ αυτών δεν υπάρχει οποιαδήποτε συμφωνία πρόσθεσε ο συνήγορος.  Οι ενάγοντες δεν βασίζουν το αγώγιμο τους δικαίωμα στη μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων 1 συμφωνία ημερ. 18/22.9.2008.  

 

Τέλος, ο συνήγορος των εφεσειόντων πρόβαλε ότι ο Ε.Κ. 44/2001, και συγκεκριμένα το άρθρο 6, έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση,  ιδιαιτέρως ενόψει του γεγονότος ότι ο εναγόμενος 7 είναι κύπριος πολίτης, μόνιμος κάτοικος Κύπρου.  Στο σημείο αυτό ο συνήγορος σημείωσε ότι ο εναγόμενος 5 δεν ζήτησε αναστολή της διαδικασίας, συνεπώς τα επίδικα θέματα θα εκδικαστούν γι΄αυτόν και περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι υπήρξε σύγχυση ως προς το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων εναντίον των εναγομένων 5, 6, 7, 8 και 9.   Το άρθρο 23 του σχετικού Κανονισμού, επί του οποίου στήριξε την απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν έχει εφαρμογή γιατί, δεν υπάρχει συμφωνημένη ρήτρα δικαιοδοσίας. 

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων σ΄ένα κοινό περίγραμμα αγόρευσης υποστήριξαν ότι υπήρξε αντιφατική προσέγγιση από πλευράς των εφεσειόντων γιατί, ενώ αρχικώς υποστήριξαν ότι έπρεπε να προωθηθεί η απαίτηση με παράγωγη αγωγή, στη συνέχεια ισχυρίστηκαν ότι δεν ήτο αναγκαίο να ακολουθηθεί αυτή η διαδικασία.  Διερωτήθηκαν οι συνήγοροι γιατί οι εφεσίβλητοι δεν έπραξαν οτιδήποτε αμέσως μετά τη διαπίστωση του προβλήματος της αποκάλυψης των εμπιστευτικών πληροφοριών και περίμεναν 3 χρόνια, έχοντας στο μεταξύ υποστεί πολυέξοδες διαδικασίες στην Αγγλία.  Η προβολή αυτόνομων δικαιωμάτων, είναι, κατέληξαν, μια απέλπιδα προσπάθεια, της τελευταίας στιγμής για να δικαιολογήσουν την παρούσα αγωγή.

 

Η συμφωνία P.I.A.  προχώρησε, συνέχισαν οι εφεσίβλητοι μόνο σε προπαρασκευαστικής φύσης πράξεις, χωρίς να εκπληρωθεί το έργο, όπως προνοούσε η δεύτερη του φάση.  Στη  συγκεκριμένη συμφωνία, τόνισαν και ιδιαιτέρως στο άρθρο 34, προσδιορίζεται, ότι η εν λόγω συμφωνία θα διέπετο από το αγγλικό δίκαιο και οποιαδήποτε προκύψασα διαφορά με βάση το άρθρο 35, θα αποφασιζόταν σύμφωνα με τους κανόνες διαιτησίας του I.C.C. που θα λάμβανε χώραν στο Λονδίνο.  Σ΄αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι πρόνοιες όλων των υπολοίπων συμφωνιών που υπογράφτηκαν μεταξύ των εναγομένων.  Συνεπώς, κατέληξαν, αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα αγγλικά δικαστήρια για εκδίκαση αυτής της υπόθεσης.  Η αναφορά σε άλλης φύσεως επακόλουθες ενέργειες αποτελούν, κατά την εισήγηση των συνηγόρων, ατυχή προσπάθεια των εφεσειόντων να ξεφύγουν από τα συμφωνηθέντα και να παραπλανήσουν το Δικαστήριο.  Τέλος, ο Καν.44/2001, προσδίδει αποκλειστική δικαιοδοσία στα Δικαστήρια των κρατών μελών και δεν επιτρέπει επιλογή δικαστηρίων κατά βούληση, πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι.  Το άρθρο 23.1 του Κανονισμού, συνέχισαν, επιβάλλει την αποκλειστική δικαιοδοσία όταν και εφόσον υπάρχει συμφωνία των μερών, σε σχέση με τη δικαιοδοσία επίλυσης της διαφοράς τους.  Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση τις πρόνοιες της συμφωνίας Ρ.Ι.Α., αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα αγγλικά Δικαστήρια και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά σ΄αυτό. 

 

΄Εχουμε εξετάσει τα εκατέρωθεν προβληθέντα επιχειρήματα και παρατηρούμε ότι η συνύπαρξη του εναγόμενου 7, που αποτελεί κοινό έδαφος ότι είναι κύπριος πολίτης, μόνιμος κάτοικος Κύπρου επιτρέπει την καταχώρηση της αγωγής, στην οποία περιλαμβάνεται, χωρίς την εξασφάλιση άδειας.

 

 

Ως αποτέλεσμα αυτής της εμπλοκής αποκτούν, αυτομάτως και δίχως άλλο, δικαιοδοσία τα κυπριακά δικαστήρια;

 

Με την είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή  ΄Ενωση, ενεργοποιήθηκε με την ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ.44/2001 του Συμβουλίου.  Με γνώμονα τις εισαγωγικές διατάξεις, οι «δικαστικές διαφορές που υπάγονται στον κανονισμό πρέπει να παρουσιάζουν σύνδεσμο με το έδαφος» (σκέψη (8)  Επιδιώκεται ταυτοχρόνως με τη σκέψη (11) η τήρηση της αρχής της «γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου».  Παραλλήλως, οι πρόνοιες του κανονισμού δεν στοχεύουν να εξαφανίσουν «την αυτονομία των μερών μιας σύμβασης» για το καθορισμό του αρμοδίου, για την επίλυση μιας διαφοράς, δικαστηρίου  (σκέψη14).  Για ικανοποίηση των πιο πάνω σκοπών, το άρθρο 2.1 του Κανονισμού, καθορίζει  την τοπική δικαιοδοσία, που αναφύεται από την κατοικία του εναγομένου.  Στην περίπτωση του εναγομένου 7, που, όπως αναφέραμε πιο πάνω, αυτός  κατοικεί στην Κύπρο, δικαιοδοσία αποκτούν τα Κυπριακά δικαστήρια.

 

Οι υπόλοιποι εναγόμενοι, (1,2,3,4,5,6,8 και 9) που επίσης αποτελεί κοινό έδαφος, ότι είχαν την κατοικία ή έδρα τους, εκτός Κύπρου, μπορούν με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3, του Κανονισμού, να εναχθούν σε άλλο κράτος μέλος, από αυτό της κατοικίας, υπό τον όρο ότι ισχύουν οι πρόνοιες των άρθρων 2-7. Κάτω από το γενικό τίτλο «Ειδικές Διατάξεις» που περιλαμβάνεται στο Τμήμα 2 του Κανονισμού και ειδικότερα στο εδάφιο 3, του άρθρου 5, γίνεται αναφορά σε «ένοχη αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία» που προσδίδει δικαιοδοσία στον τόπο όπου αυτές έχουν συμβεί. 

 

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, προβλήθηκε ότι μεταξύ των χωρών, εντός των οποίων διαδραματίστηκαν τα γεγονότα της υπόθεσης, που έδωσαν το έναυσμα για τη γένεση του αγωγίμου δικαιώματος των εφεσειόντων, είναι και η Κύπρος. Το άρθρο 6 του Κανονισμού προχωρεί πιο εξειδικευμένα και επιτρέπει την «συνεκδίκαση» απαιτήσεων, στον τόπο κατοικίας ενός από τους εναγόμενους.  Θέτει ως προϋπόθεση την ύπαρξη «στενής συνάφειας» μεταξύ των αγωγών.  Ο σκοπός παρόλο που προσδιορίζεται στο εν λόγω άρθρο, είναι προφανής, και είναι μεταξύ άλλων η αποφυγή έκδοσης ασυμβιβάστων αποφάσεων από τη χωριστή εκδίκαση. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο εναγόμενος 7 ενάγεται υπό την ιδιότητα του διευθυντή και αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης 5.  Στην ιδία ιδιότητα και με ανάλογο καταλογισμό ευθυνών για πράξεις αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών, που απολήγουν σε ζημιά, εδράζουν, με το δικόγραφο τους, οι εφεσείοντες την απαίτηση τους και εναντίον των εναγομένων 8 και 9, ως διευθυντή του οικονομικού τμήματος και προέδρου της εταιρείας των εναγομένων 5, αντιστοίχως.  Τούτο ενισχύει την απόκτηση δικαιοδοσίας στον τόπο κατοικίας του εναγομένου 7, ήτοι των κυπριακών δικαστηρίων.

 

Το ερώτημα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο ήταν πρόσφορο για το πρωτόδικο δικαστήριο να προχωρήσει σε εύρημα για «αμφίβολη» και μη «properly" συνένωση του εναγομένου 7. 

 

Η αίτηση για παραμερισμό επίδοσης είναι μια διαδικασία που διέπεται από τη Δ.48 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.  Το πραγματικό υλικό επί του οποίου εδράζεται μια αίτηση, περιλαμβάνεται σε ένορκη ή ένορκες δηλώσεις.  Υπάρχει υποχρέωση διαπίστωσης των πραγματικών γεγονότων που συνθέτουν την αίτηση, αλλά δεν είναι ασφαλές για το δικαστήριο να προβεί σε ευρήματα ως προς την επάρκεια του αγωγίμου δικαιώματος, όταν υπάρχει σαφής αναφορά προβληθέντων ισχυρισμών για τεκμηρίωση του,  μέσα από το δικόγραφο.  Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Cyprus Trad.Corp.Ltd v. Zim Israel  Navig.Co.Ltd κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168 ο αιτητής πρέπει να αποδείξει μόνο «εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση».  Παραλλήλως δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου στο παρόν στάδιο να εκδικάσει αμφισβητούμενα γεγονότα με βάση τις ένορκες δηλώσεις ή να εκφράσει πρόωρη άποψη επί τους ουσίας της αγωγής.

 

Θα μπορούσε το δικαστήριο να προχωρήσει σε αποδοχή αιτήματος για παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος όταν δεν περιέχεται σ΄αυτό αιτία αγωγής, αλλά αν τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι τόσο «φανερό» και μνημονεύονται από την έκθεση απαίτησης  γεγονότα που θα στήριζαν τη βάση αγωγής, δεν είναι πρόσφορο να εκδίδεται τέτοιο διάταγμα παραμερισμού. Βλέπε

 

Λοϊζος Λουκά & Υιοί Λτδ ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1316.

 

Στην κρινόμενη υπόθεση και συγκεκριμένα στην παραγρ.52 της εκθέσεως  απαιτήσεως γίνεται ευρεία αναφορά στην κατ΄ισχυρισμόν αμέλεια και παράβαση των καθηκόντων των εναγομένων 7, 8, 9 υπό την ιδιότητα τους ως μελών του διοικητικού συμβουλίου των εναγομένων 5.  Στις παραγράφους 59.1, 62 και επόμενες, επίσης της εκθέσεως απαιτήσεως, προβάλλεται η «συνομωσία» και ο τρόπος εμπλοκής των εναγομένων 1, 2, 3, 4, 6, 8 και 9, όπως επίσης του εναγομένου 7, που οδήγησαν, πάντα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, στην ισχυριζόμενη ζημιά.

 

Από τα πιο πάνω καταφαίνεται η αδυναμία ασφαλούς κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου και στο σημείο αυτό.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω οι εφέσεις γίνονται αποδεχτές, οι πρωτόδικες αποφάσεις παραμερίζονται.  Ποσό €2.000 πλέον ΦΠΑ  ως έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον όλων των εφεσιβλήτων.  Θα καταβληθεί ένα σετ εξόδων.

 

 

                                                          Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                          Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

         

                                                          Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο