ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 727
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 269/2007 )
26 Μαΐου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΗΛΙΑΣ ΘΕΟΔΟΤΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. MICHAELIDES & DIANA ESTATES LTD,
2. ΑΡΤΕΜΙΔΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
3. ΚΩΣΤΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
4. ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
5. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ/Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Μ. Χάσικος, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσίβλητους 1, 2 και 3.
Α. Παπασιάντης για Α. Ιντιάνο, για τον Εφεσίβλητο 4.
Θ. Μαυρομουστάκη, για τον Εφεσίβλητο 5.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ενός καταστήματος επί της οδού Μέδοντος αρ. 2 στη Λευκωσία. Το κατάστημα και επτά άλλα καταστήματα βρίσκονται στο ισόγειο του κτιριακού συγκροτήματος «Megaron Michaelides & Diana» (στο εξής «το συγκρότημα»). Το Δεκέμβριο 1987, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ο εφεσείων αγόρασε το κατάστημα από την εφεσίβλητη 1 (στο εξής «η εταιρεία»). Όταν έγινε η συμφωνία το συγκρότημα ήταν υπό ανέγερση. Ενας από τους όρους του πωλητηρίου εγγράφου που κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, ήταν ότι το συγκρότημα θα ανεγειρόταν από την εταιρεία σύμφωνα με το αρχιτεκτονικό σχέδιο που είχε εγκριθεί με την άδεια οικοδομής ημερ. 19.9.1987 που έκδωσε ο εφεσίβλητος 4, Δήμος Λευκωσίας.
Τον Ιούλιο 1989 ο Δήμος Λευκωσίας έκδωσε νέα άδεια οικοδομής η οποία διαλάμβανε τροποποίηση της αρχικής. Ταυτόχρονα έκδωσε και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης αφού είχαν ολοκληρωθεί στο μεταξύ οι εργασίες ανέγερσης του συγκροτήματος.
Ο εφεσείων παρέλαβε το κατάστημα από την εταιρεία στις 6.3.1989 δηλαδή, λίγους μήνες πριν την έκδοση της νέας άδειας οικοδομής και του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης. Κατά την παραλαβή του καταστήματος, ο εφεσείων δήλωσε ότι το κατάστημα ήταν της απολύτου αρεσκείας του και ότι ουδεμία απαίτηση έχει ή θα έχει στο μέλλον. Το Φεβρουάριο 1992 το κατάστημα γράφτηκε στο όνομά του και αργότερα εκδόθηκε ο τίτλος ιδιοκτησίας τον οποίο παρέλαβε μαζί με τοπογραφικό σχέδιο στο οποίο απεικονίζονταν το ισόγειο του καταστήματος και ο επίδικος, όπως θα δούμε στη συνέχεια, χώρος στάθμευσης.
Όπως έχει ειπωθεί, η ανέγερση του συγκροτήματος άρχισε με βάση τους όρους της αρχικής άδειας οικοδομής ημερ. 19.9.1987 που πρόβλεπε έντεκα χώρους στάθμευσης. Ωστόσο, ο Δήμος Λευκωσίας, με τη νέα άδεια οικοδομής, ενέκρινε ένα επιπλέον χώρο στάθμευσης, τον επίδικο, ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση 2.80 μ. μπροστά από τη βιτρίνα του καταστήματος του εφεσείοντα. Ο εν λόγω χώρος, ενεγράφη από το Κτηματολόγιο στον τίτλο ιδιοκτησίας γραφείου του συγκροτήματος και χρησιμοποιείται από τους κατόχους του εν λόγω γραφείου.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι μέχρι το Μάϊο 1999 δεν γνώριζε ότι μπροστά από τη βιτρίνα του καταστήματος του υπήρχε χώρος στάθμευσης. Πληροφορήθηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη του επίδικου χώρου στις 15.5.1999. Από το Μάρτιο 1989 που παρέλαβε την κατοχή του καταστήματος, ο επίδικος χώρος δεν χρησιμοποιείτο από κανένα ως χώρος στάθμευσης. Από τότε που ο χώρος αυτός άρχισε να χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης από τους κατόχους γραφείου του συγκροτήματος προκαλείται δυσμενής επηρεασμός των εργασιών του καταστήματός του με αποτέλεσμα να υφίσταται ζημιές.
Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον της εταιρείας και των λοιπών εφεσιβλήτων. Ισχυρίστηκε ότι η δημιουργία του επίδικου χώρου ήταν το αποτέλεσμα συνωμοσίας και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή δόλου των εφεσιβλήτων με σκοπό να αποφύγουν τη ζημιά από τη δημιουργία του πρόσθετου χώρου στάθμευσης και να την υποστεί ο ίδιος, ως αγοραστής του μοναδικού τότε πωληθέντος καταστήματος. Ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι σκόπιμα του απέκρυψαν ότι ο επίδικος χώρος εγκρίθηκε από το Δήμο Λευκωσίας ενώ η δημιουργία του, συνιστά παραβίαση των όρων του πωλητηρίου εγγράφου του καταστήματος από την εταιρεία η δε έγκριση και εγγραφή του χώρου αυτού από τους εφεσίβλητους 4 και 5 συνιστά παραβίαση νόμιμου καθήκοντος γιατί εν γνώσει τους παρανόμησαν καταχρώμενοι την εξουσία τους.
Ο εφεσείων, κατ΄ επίκληση των πιο πάνω, ζήτησε τις πιο κάτω θεραπείες:
(α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άδεια εγγραφής του επίδικου χώρου στάθμευσης μπροστά από το κατάστημά του που εγκρίθηκε στις 7.8.1989 είναι άκυρη.
(β) Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζονται οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 (εφεσίβλητοι 1, 2 και 3) να χρησιμοποιούν τον εν λόγω χώρο.
(γ) Διάταγμα επαναφοράς των χώρων στάθμευσης του συγκροτήματος στην προτέραν κατάσταση που προνοούσε η αρχική άδεια οικοδομής ημερ. 19.9.1987.
(δ) Γενικές και ειδικές αποζημιώσεις λόγω παραβίασης συμβατικών και/ή νόμιμων καθηκόντων των εναγομένων κλπ κατά/ή περί τον Αύγουστο 1989 συνεπεία των οποίων μειώθηκε η αξία του καταστήματός του, διαφυγόντα κέρδη κλπ.
(ε) Γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση νόμιμου καθήκοντος και/ή παράβαση του νόμου και/ή αμέλεια και/ή παραλείψεις και ενέργειες και/ή οχληρία και/ή συνομωσία και/ή παράλειψη (misfeasance in public office). Η ζημιά του εφεσείοντα σύμφωνα με εκτίμηση εγκεκριμένων εκτιμητών υπολογίστηκε, όπως ισχυρίστηκε στην Εκθεση Απαίτησης στις ΛΚ38.000.
Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν ως υπεράσπιση ότι η έγκριση και εγγραφή του επίδικου χώρου στάθμευσης ήταν αποτέλεσμα νόμιμων διαδικασιών και όχι επιλήψιμης συμπεριφοράς, ως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα. Η εταιρεία και οι διευθυντές της, εφεσίβλητοι 2 και 3, ισχυρίστηκαν ότι ο εφεσείων γνώριζε περί της δημιουργίας του επίδικου χώρου στάθμευσης σε χρόνο μεταγενέστερο της υπογραφής της συμφωνίας πώλησης του καταστήματος εφόσον ο συγκεκριμένος χώρος, εμφανιζόταν ως τέτοιος στο τοπογραφικό σχέδιο που είχε επισυναφθεί στον τίτλο ιδιοκτησίας του καταστήματος που εκδόθηκε και παραδόθηκε στον εφεσείοντα το 1992. Προς επίρρωση της θέσης τους, ισχυρίστηκαν ότι η εταιρεία είχε προτείνει στον εφεσείοντα την ανταλλαγή του επίδικου χώρου με το χώρο στάθμευσης του καταστήματός του αλλά ο τελευταίος απέρριψε την πρόταση. Εν πάση περιπτώσει, η θέση των εφεσιβλήτων 2 και 3 είναι ότι η όποια ανάμειξη ή εμπλοκή τους στην υπόθεση έγινε υπό την ιδιότητα τους ως διευθυντών της εταιρείας και όχι υπό την προσωπική τους ιδιότητα.
Ο Δήμος Λευκωσίας και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ισχυρίστηκαν ότι η απόφαση για έγκριση και εγγραφή του επίδικου χώρου στάθμευσης συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία μόνο με προσφυγή θα μπορούσε να προσβληθεί και ενόψει τούτου, το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της υπόθεσης. Ο Δήμος Λευκωσίας ισχυρίστηκε ότι η έγκριση του επίδικου χώρου έγινε νόμιμα και με βάση τους τότε ισχύοντες Κανονισμούς. Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα είναι ότι η ανάμειξη του Κτηματολογίου αφορούσε μόνο στην έγκριση σχετικής αίτησης της εταιρείας ημερ. 4.9.1989 και στην έκδοση χωριστών τίτλων, διαδικασία που δεν απαιτεί οποιαδήποτε ενημέρωση ή συγκατάθεση του εφεσείοντα.
Ο ευπαίδευτος Δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση προσδιόρισε τα επίδικα ζητήματα ως εξής:
1. Πότε ο ενάγοντας πληροφορήθηκε την ύπαρξη του επίδικου χώρου στάθμευσης.
2. Κατά πόσο ο εν λόγω χώρος ήταν αποτέλεσμα της αποδιδόμενης στους ενάγοντες επιλήψιμης συμπεριφοράς.
3. Κατά πόσο οι εναγόμενοι 4 και 5 παραβίασαν οποιονδήποτε νόμιμο καθήκον έναντι του ενάγοντα και, αν ναι, κατά πόσο η απόφαση τους για έγκριση και εγγραφή του επίδικου χώρου στάθμευσης είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.
4. Κατά πόσο η Εταιρεία παραβίασε τους όρους του Πωλητηρίου και, αν ναι, κατά πόσο συνυπεύθυνοι για την παραβίαση είναι και οι Διευθυντές της, εναγόμενοι 2 και 3.
5. Οι συνέπειες, αν υπάρχουν, από την απόσυρση της αγωγής 10646/99 και, τέλος,
6. Το ζήτημα των αξιούμενων θεραπειών.
Κατέθεσαν πέντε μάρτυρες για την υπόθεση του εφεσείοντα και τρεις για τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του κατέληξε σε διαπιστώσεις και συμπεράσματα τα οποία με συντομία παραθέτουμε,
(α) Ο εφεσείων πληροφορήθηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη του επίδικου χώρου το 1992 όταν πήρε τον τίτλο ιδιοκτησίας του καταστήματος και το τοπογραφικό σχέδιο που απεικόνιζε τον εν λόγω χώρο. Η εταιρεία δεν χρησιμοποιούσε τον επίδικο χώρο λόγω της αντίδρασης και των διαμαρτυριών του εφεσείοντα. Από το Μάϊο 1999 ο επίδικος χώρος χρησιμοποιείται από τον ιδιοκτήτη γραφείου του συγκροτήματος, στον τίτλο ιδιοκτησίας του οποίου είναι εγγεγραμμένος. Η χρήση του επίδικου χώρου από το Μάϊο 1999 και μετά προκάλεσε την αντίδραση του εφεσείοντα.
(β) Το κατάστημα χρησιμοποιείται από τον εφεσείοντα κυρίως για χονδρικό εμπόριο, το οποίο δεν επηρεάζεται αρνητικά από την ύπαρξη του επίδικου χώρου στάθμευσης. Το κατά πόσο όμως η χρησιμοποίηση του επίδικου χώρου στάθμευσης επηρεάζει αρνητικά και, αν ναι, σε ποιο βαθμό τις λιανικές πωλήσεις είναι ζήτημα για το οποίο δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα.
(γ) Δεν υπήρξε μαρτυρία η οποία να τεκμηριώνει ότι η παράλειψη πληροφόρησης του εφεσείοντα περί της διαδικασίας για τη δημιουργία κλπ του επίδικου χώρου οφειλόταν σε σκοπιμότητα των εφεσιβλήτων. Η θέση του εφεσείοντα ότι η αποδιδόμενη στους εφεσίβλητους επιλήψιμη συμπεριφορά (δόλος, απάτη, συνωμοσία) αποδεικνύεται «ως εκ του αποτελέσματος» δεν ευσταθεί γιατί δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι η έγκριση και εγγραφή του επίδικου χώρου είναι το αποτέλεσμα των επιλήψιμων πράξεων και ενεργειών των εφεσιβλήτων οι οποίες εκτίθενται στην έκθεση απαιτήσεως. Τέτοια μαρτυρία ελλείπει παντελώς.
(δ) Ο ισχυρισμός περί παρανομίας ή παράβασης νομίμου καθήκοντος κρίθηκε ότι δεν έχει αποδειχθεί εφόσον η τεκμηρίωση τέτοιου ισχυρισμού προϋποθέτει αναφορά στο Νόμο ή τον Κανονισμό που κατ΄ ισχυρισμόν έχει παραβιαστεί. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει προσδιοριστεί η νομική διάταξη που κατ΄ ισχυρισμόν παραβίασαν οι εφεσίβλητοι. Η κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης δεν σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με τη διαδικασία της άδειας οικοδομής ή τη διαδικασία της έκδοσης χωριστών τίτλων, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η έγκριση και εγγραφή του επίδικου χώρου στάθμευσης. Ο Δήμος Λευκωσίας γνώριζε μόνο την εταιρεία το δε Κτηματολόγιο όφειλε να ακολουθήσει τους όρους της άδειας οικοδομής που επέβαλε ο Δήμος Λευκωσίας.
(ε) Οι πρόνοιες του άρθρου 45 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής αφενός γιατί η έγκριση και εγγραφή του επίδικου χώρου από τους εφεσίβλητους 4 και 5 δεν αποτελεί παράνομη πράξη και αφετέρου η έγκριση και εγγραφή του επίδικου χώρου σ΄ ένα ιδιωτικό χώρο δεν μπορεί να ταυτιστεί με «παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης» ούτε τίθεται σε κίνδυνο η ζωή, ασφάλεια, υγεία κλπ του κοινού.
(στ)Η δημιουργία του επίδικου χώρου εν αγνοία και χωρίς την έγκριση του εφεσείοντα ο οποίος δεν αποδείχθηκε ούτε εκ των υστέρων την ύπαρξη του εν λόγω χώρου μπροστά από το κατάστημα του, συνιστά παράβαση ουσιώδους όρου του πωλητηρίου εγγράφου από την εταιρεία. Για τη συγκεκριμένη παράβαση δεν μπορεί να έχουν προσωπική ευθύνη οι διευθυντές της εταιρείας εφεσίβλητοι 2 και 3.
(ζ) Δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να εκδοθεί διάταγμα επαναφοράς των χώρων στάθμευσης στην κατάσταση που προνοείτο από την πρώτη άδεια οικοδομής ημερ. 19.9.1987 και συνεπώς η μόνη θεραπεία στην οποία δικαιούται ο εφεσείων για τη ζημιά που έχει υποστεί είναι αποζημίωση με βάση το άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Κρίθηκε ωστόσο πως η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν παρέχει κατάλληλη βάση για υπολογισμό της ζημιάς παρότι προκύπτει ότι οι λιανικές πωλήσεις της επιχείρησης του εφεσείοντα επηρεάστηκαν σε κάποιο μικρό βαθμό. Γι΄ αυτό το μικρό επηρεασμό, επιδικάστηκαν ονομαστικές αποζημιώσεις ΛΚ1000 πλέον έξοδα επί της αντίστοιχης κλίμακας. Η αγωγή κατά των εφεσιβλήτων 2, 3,4 και 5 απορρίφθηκε με έξοδα.
Ο εφεσείων με 13 λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης 1,2, 3 και 11 αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και συνακόλουθα στα ευρήματα που προέκυψαν.
Ο εφεσείων υποβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ότι μέχρι τις 15.5.1999 δεν γνώριζε ο,τιδήποτε για τον επίδικο χώρο εφόσον ουδείς μέχρι τότε στάθμευε το αυτοκίνητό του ούτε επέτρεψε, ακόμα και σε πελάτη του, να σταθμεύει το αυτοκίνητό του στο συγκεκριμένο σημείο για να μην εμποδίζεται η είσοδος του καταστήματός του.
Δεν εντοπίσαμε οποιοδήποτε σφάλμα στην εκτίμηση του δικαστηρίου. Η διαπίστωσή μας είναι ότι ο εφεσείων απέτυχε να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο ότι γνώριζε για την ύπαρξη του επίδικου χώρου από το 1992. Λογικά, συνάγεται ότι ο εφεσείων έλαβε γνώση της ύπαρξης του επίδικου χώρου όταν παρέλαβε τον τίτλο ιδιοκτησίας του καταστήματος μαζί με το σχέδιο στο οποίο ευκρινώς προσδιοριζόταν ο εν λόγω χώρος. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί δεν είναι πειστικοί και αποτελούν προϊόν μεταγενέστερης σκέψης. Η επί του προκειμένου διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου συνάδει τόσο με τη μαρτυρία που κρίθηκε ως αξιόπιστη όσο και με την κοινή λογική και συνεπώς η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για επέμβαση προς ανατροπή του ευρήματος.
Ο λόγος έφεσης αρ. 2 αναφέρεται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εκτιμητή ακινήτων (ΜΕ2) την οποία το δικαστήριο προσέγγισε ως μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Το κεντρικό σημείο της μαρτυρίας αυτής είναι ότι ο επίδικος χώρος επέφερε μείωση τόσο της αγοραστικής όσο και της ενοικιαστικής αξίας του καταστήματος, η χρήση του οποίου, άλλαξε εκ των πραγμάτων από κατάστημα λιανικής πώλησης σε κατάστημα χονδρικού κυρίως εμπορίου. Ορθά επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι ο εφεσείων πάντοτε χρησιμοποιούσε το κατάστημα για σκοπούς χονδρικού εμπορίου. Επί αυτού, ο μάρτυρας δήλωσε αντεξεταζόμενος ότι η εκτίμησή του θα ήταν διαφορετική αν έπαιρνε ως δεδομένο ότι το κατάστημα χρησιμοποιείτο κυρίως για χονδρικό εμπόριο. Το γεγονός ότι το κατάστημα χρησιμοποιείται αδιαλείπτως για πολλά χρόνια ως εμπορικό κατάστημα από τον ιδιοκτήτη του αποκαλύπτει ότι η ενοικίαση δεν είναι ο επιδιωκόμενος σκοπός του και συνεπώς δεν μπορούσε να επιδικαστεί προς όφελος του αποζημίωση για μείωση της ενοικιαστικής αξίας του καταστήματος αφού χρησιμοποιούσε το κατάστημα ο ίδιος και όχι για σκοπούς ενοικίασης. Εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξε βάση η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει το μέτρο προσδιορισμού της ενοικιαστικής αξίας του καταστήματος ως αποτέλεσμα της προσθήκης του χώρου στάθμευσης.
Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται το εύρημα ότι το κατάστημα χρησιμοποιείται από τον ενάγοντα κυρίως για χονδρικό εμπόριο το οποίο δεν επηρεάζεται αρνητικά από την ύπαρξη του επίδικου χώρου. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 υποδεικνύει ότι αντεξεταζόμενος ο εφεσείων ανέφερε ότι οι χονδρικές πωλήσεις είναι περισσότερες από τις λιανικές καθορίζοντας τις τελευταίες περίπου στο 10-12% του συνόλου. Ακολουθεί πως το υπό αναφορά εύρημα του δικαστηρίου δεν είναι παράλογο ή είναι αντίθετο με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη.
Με το λόγο έφεσης αρ. 11 ο εφεσείων υποβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε ως αξιόπιστες τις αλληλοσυγκρουόμενες και αντιφατικές μαρτυρίες των ΜΥ1 και ΜΥ3. Σαφώς δεν επρόκειτο για μαρτυρία ουσιώδους σημασίας ούτε και επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την κρίση του δικαστηρίου είτε κατά τη διατύπωση των ευρημάτων του επί των γεγονότων είτε στις διαπιστώσεις και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε. Θεωρούμε συνεπώς ότι είναι αχρείαστη η όποια περαιτέρω ενασχόλησή μας με το θέμα αυτό. Εξάλλου το δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία της ΜΥ1.
Με το λόγο έφεσης 4 ο εφεσείων υποβάλλει ότι το δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η μαρτυρία που προσκόμισε (ο εφεσείων) δεν παρέχει κατάλληλη βάση για προσμέτρηση ζημιών. Παρατηρούμε ότι, το σφάλμα του δικαστηρίου δεν εξειδικεύεται. Με γενικόλογες τοποθετήσεις δεν μπορεί να ανατραπούν διαπιστώσεις και συμπεράσματα τα οποία είναι πλήρως αιτιολογημένα, ερειδόμενα σε μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Ωστόσο, επιγραμματικά θα σημειώσουμε ότι από πλευράς εφεσείοντα δεν είχαν παρουσιαστεί κέρδη και εισπράξεις προηγούμενων ετών αναγόμενων σε περιόδους πριν από την έναρξη της χρήσης του επίδικου χώρου ώστε να υπάρχει δυνατότητα σύγκρισης με τις εισπράξεις μετά την έναρξη της χρήσης του επίδικου χώρου.
Ο λόγος έφεσης 5 στρέφεται εναντίον της απόφασης ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται σε επαναφορά των χώρων στάθμευσης στην κατάσταση που προνοείται από την άδεια οικοδομής ημερ. 19.9.1987. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Ο επίδικος χώρος δημιουργήθηκε με τη νέα άδεια οικοδομής που εκδόθηκε το 1992 και η νομιμότητα δεν αμφισβητήθηκε. Ο επίδικος χώρος ανήκει στον ιδιοκτήτη γραφείου του συγκροτήματος ο οποίος δεν ήταν διάδικος και συνεπώς δεν ήταν δυνατή η όποια διαφοροποίηση των ιδιοκτησιακών ή άλλων δικαιωμάτων επί του επίδικου χώρου στην απουσία του ιδιοκτήτη του χώρου.
Με το λόγο έφεσης 6 ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της διαπίστωσης ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3, μοναδικοί μέτοχοι και εκτελεστικοί διευθυντές της εταιρείας, δεν έχουν προσωπική ευθύνη. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει αφού τα συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία πώλησης του καταστήματος ήταν μόνο η εταιρεία και ο εφεσείων. Αυτό προκύπτει με σαφήνεια από το προοίμιο της συμφωνίας. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει ο εφεσείων στα πλαίσια της έφεσης δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 δεν ανέλαβαν καμιά προσωπική ευθύνη έναντι του εφεσείοντα ούτε υπάρχει μαρτυρία ότι αυτοί ενήργησαν δολίως και σε βάρος των συμφερόντων του ή καθ΄ υπέρβαση εξουσιοδότησης της εταιρείας οπότε ενδεχομένως θα είχαν προσωπική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις τους που έλαβαν χώραν πέραν των ορίων της εξουσιοδότησης.
Ανεδαφικός κρίνεται και ο λόγος έφεσης 7 ότι η αιτιολογία επί των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ανεπαρκής. Δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη τέτοιας ανεπάρκειας. Με πειστική αιτιολογία εξηγείται σε κάθε περίπτωση η σκέψη του δικαστηρίου και γίνεται απόλυτα κατανοητός ο λόγος για τον οποίο το δικαστήριο κατέληξε στις δικές του διαπιστώσεις και συμπεράσματα. Διερωτόμαστε τι ακριβώς εννοεί ο εφεσείων όταν λέγει για παράδειγμα, ότι δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία και βαρύτητα στα κεκτημένα δικαιώματα ιδιοκτησίας του ενάγοντα. Κανένας δεν αμφισβήτησε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας του εφεσείοντα το δε δικαστήριο είναι στη βάση αυτών των δικαιωμάτων που έκρινε ότι υπήρξε παράβαση της συμφωνίας πώλησης του καταστήματος από την εταιρεία.
Με το λόγο έφεσης αρ. 8 ο εφεσείων θεωρεί ως εσφαλμένη τη διαπίστωση του δικαστηρίου ότι η παράλειψη των εφεσιβλήτων 4 και 5 να τον πληροφορήσουν για την έγκριση και εγγραφή του επίδικου χώρου δεν τεκμηριώνει παρανομία ή παράβαση νόμιμου καθήκοντος. Τόσο πρωτόδικα όσο και κατά την ακρόαση της έφεσης προβλήθηκαν ισχυρισμοί οι οποίοι αντανακλούν την προαναφερόμενη θέση του εφεσείοντα, ότι δηλαδή, η παράλειψη πληροφόρησης του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους 4 και 5 για την έγκριση και εγγραφή του επίδικου χώρου, συνιστά παράβαση νόμιμου καθήκοντος. Υπογραμμίζεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι η επίκληση παρανομίας ή παράβασης νόμιμου καθήκοντος τεκμηριώνεται με αναφορά στο νόμο και κανονισμό ο οποίος κατ΄ ισχυρισμό έχει παραβιαστεί. Ούτε κατά την ακρόαση της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο ούτε κατά την ακρόαση της έφεσης έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένο νόμο ή κανονισμό που κατ΄ ισχυρισμό έχει παραβιαστεί. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα απαντώντας σε σχετική ερώτησή μας δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή κανονισμού δυνάμει της οποίας επιβάλλεται ανάλογη υποχρέωση στους εφεσίβλητους 4 και 5. Γενικά και αόριστα αρκέστηκε να αναφέρει ότι οι κανονισμοί του Κτηματολογίου του 1956 προβλέπουν τέτοια υποχρέωση χωρίς όμως να εξειδικεύσει ο,τιδήποτε.
Ανεδαφικός κρίνεται και ο λόγος έφεσης 9 ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε τον περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο Κεφ. 232 και εσφαλμένα καθοδηγήθηκε «από την διατυπωμένη νομολογία». Οι έννομες συνέπειες της κατάθεσης του πωλητηρίου εγγράφου του καταστήματος από τον εφεσείοντα στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης είναι αυτές που ρητά ο νόμος προβλέπει. Βλ. Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου κα (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1800, Χαραλάμπους ν. Αχιλλέως κα (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1058.
Οι εκ του Νόμου απορρέουσες θεραπείες δεν σχετίζονται ούτε με την άδεια οικοδομής και τις τυχόν τροποποιήσεις που αυτή υφίσταται ούτε με ό,τι έχει σχέση με τη διαδικασία έκδοσης των τίτλων ιδιοκτησίας. Στην προκείμενη περίπτωση το κατάστημα ενεγράφη στο όνομα του εφεσείοντα και συνεπώς δεν προέκυψε ο,τιδήποτε πως θα καθιστούσε αναγκαία την επίκληση του Νόμου για ειδική εκτέλεση της σύμβασης. Οι όποιες παραβάσεις του συμβολαίου πώλησης, που δεν έχουν σχέση με το θέμα της εγγραφής του αντικειμένου της πώλησης στο όνομα του αγοραστή, δεν ρυθμίζονται από το νόμο περί Ειδικής Εκτέλεσης Κεφ. 232. Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι ορθή και συνεπώς ανεδαφικός κρίνεται και ο λόγος έφεσης αρ. 10 ο οποίος αποτελεί προέκταση του προηγούμενου.
Ο λόγος έφεσης 12 αναφέρεται στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων δικαιούται μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις εναντίον της εταιρείας και όχι εναντίον των λοιπών εφεσιβλήτων. Η θέση του επί του προκειμένου είναι ότι με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία τεκμηριώνεται η συμμετοχή του Δήμου Λευκωσίας και του Κτηματολογίου στην παράνομη πράξη, με την ολοκληρωμένη ετοιμασία σχεδίου του Κτηματολογίου που αφορά στον επίδικο χώρο σε συνδυασμό με το σχέδιο του Δήμου για το ίδιο θέμα χωρίς να ληφθούν υπόψη οι παράμετροι του δικαιώματος κυριότητας επί του καταστήματος του στον επίδικο χώρο. Η επιδίκαση αποζημιώσεων προϋποθέτει ύπαρξη ευθύνης απορρέουσας από μια ή περισσότερες αιτίες αναγνωρισμένες από το νόμο. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προβεί στον καταλογισμό ευθύνης στους προαναφερόμενους εφεσίβλητους 4 και 5 και συνεπώς δεν υπήρχε θέμα επιδίκασης αποζημίωσης.
Ο τελευταίος, 13ος λόγος έφεσης, είναι εν πολλοίς ακατανόητος και καθώς αντιλαμβανόμαστε, χωρίς ιδιαίτερη σημασία εφόσον τα θέματα που φαίνεται να θίγονται έχουν ήδη εξεταστεί στα πλαίσια των προηγούμενων λόγων έφεσης.
Η γενική εκτίμηση μας είναι ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι καθόλα ορθή και πλήρως αιτιολογημένη. Όλα τα επίδικα ζητήματα έχουν επιλυθεί και δεν υπάρχει βάσιμος λόγος επέμβασης του Εφετείου.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων ως εξής:
(α) €700 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3.
(β) €700 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου 4.
(γ) €700 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου 5.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.