ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 577

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 215/2007)

 

27 Απριλίου, 2010

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΜΑΡΘΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΛΙΑ ΠΛΑΚΙΔΗ, από Λεμεσό

δια του πληρεξουσίου αντιπροσώπου αυτής Χαράλαμπου Ιωαννίδη,

 

Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

 

ΚΑΙ

 

NOMISKO DEVELOPERS LTD,

 

Εφεσίβλητη/Εναγομένη.

 

- - - - - -

 

Π. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

 

Π. Ευθυμίου, για την Εφεσίβλητη.

 

- - - - - -

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στην πρωτόδικη διαδικασία στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 3188/2006 Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, η ενάγουσα είχε αποταθεί στο Δικαστήριο ζητώντας μονομερώς την έκδοση προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων εναντίον της εναγόμενης 5 εταιρείας και του εναγομένου 3 Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογίου Πάφου. Με τα ζητούμενα διατάγματα εσκοπείτο η απαγόρευση αποξένωσης, πώλησης κλπ των 12041/15496 μεριδίων ιδιοκτησίας επί ακινήτου στην Πάφο τα οποία είχαν εγγραφεί στο όνομα της εναγόμενης 5 και η αποτροπή του Διευθυντή του Κτηματολογίου από του να προβεί σε μια τέτοια πράξη μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της αγωγής στην οποία εναγόμενοι ήταν πέντε συνολικά πρόσωπα, εκ των οποίων οι δύο ήσαν νομικά πρόσωπα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που επιλήφθηκε της αίτησης, έδωσε οδηγίες όπως αυτή τεθεί σε γνώση των εναγομένων 5 και 3 καθ΄ων η αίτηση και μετά την προς αυτούς επίδοση αντιγράφου της αίτησης, η μεν εναγόμενη 5 καταχώρησε Ένσταση, ο δε εναγόμενος 3 Διευθυντής του Επαρχιακού Κτηματολογίου δήλωσε πως δεν θα λάμβανε μέρος στη διαδικασία. Κατόπιν διεξαχθείσας ακρόασης στην αίτηση, η ευπαίδευτη Πρόεδρος του Δικαστηρίου, με ενδιάμεση απόφασή της, έκρινε ότι ικανοποιούνταν στην περίπτωση οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, πλην όμως, εξετάζοντας την τρίτη προϋπόθεση, έκρινε ουσιαστικά ότι αυτή δεν ικανοποιείτο, εφόσον με τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία η αιτήτρια ενάγουσα είχε αφήσει μεγάλο χρονικό διάστημα να παρέλθει μεταξύ κάποιων γεγονότων που είχαν προηγηθεί της μεταβίβασης των μεριδίων στην εναγομένη 5, με αποτέλεσμα να γίνει η προς αυτήν μεταβίβαση και έτσι δεν εδικαιολογείτο η ενάγουσα να ζητά ενδιάμεση θεραπεία, ισχυριζόμενη ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν της παρασχεθεί. Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της ενάγουσας για το λόγο τούτο και επειδή συνακόλουθα δεν θα ήταν δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθούν τα ζητούμενα διατάγματα.

 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της προαναφερθείσας ενδιάμεσης απόφασης. Αν και αρχικά η ενάγουσα (εφεσείουσα) είχε καθορίσει ως εφεσίβλητους και τους πέντε εναγόμενους στην αγωγή, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας απέσυρε την έφεση εναντίον όλων, πλην της εναγομένης 5 (εφεσίβλητης).

 

Μια σύντομη αναδρομή στα γεγονότα που είχαν προηγηθεί της καταχώρησης και εκδίκασης της υπό αναφορά ενδιάμεσης διαδικασίας, όπως αυτή εξάγεται από τα κατατεθέντα δικόγραφα και την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αναγκαία.

 

Η εφεσείουσα (ενάγουσα) και η εναγόμενη 1 είναι αδελφές και ήσαν συνιδιοκτήτριες του επίδικου ακινήτου, η μεν εναγομένη 1 κατά 12041/15496 μερίδια, η δε εφεσείουσα κατά 3455/15496 μερίδια. Τυγχάνει ο κύριος ισχυρισμός και βάση της αγωγής της εφεσείουσας, ότι για να μπορούσε νόμιμα να είχαν πωληθεί και μεταβιβασθεί τα μερίδια της εναγομένης 1 σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, θα έπρεπε να τηρηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 25 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Θα έπρεπε δηλαδή, προτού γίνει εγγραφή της μεταβίβασης των μεριδίων, να αποδεικνυόταν ότι οι άλλοι εγγεγραμμένοι συγκύριοι (εδώ η εφεσείουσα) δεν επιθυμούσαν να αγοράσουν τα μερίδια του πωλητή στην τιμή στην οποία δηλωνόταν στο Κτηματολόγιο ότι επωλούντο. Παρά ταύτα, όμως, χωρίς να ακολουθηθούν οι πρόνοιες αυτές, στις 3.1.2003, η εναγομένη 1 μεταβίβασε με δωρεά στην εναγομένη 2 εταιρεία το 1/15496 μερίδιό της επί του επίδικου ακινήτου (ένα τετραγωνικό μέτρο) και η εγγραφή του μεριδίου έγινε στις 30.1.2003. Την ίδια ημέρα, η εναγομένη 1 και η εναγομένη 2 εγγράφηκαν ως συγκύριοι και η εναγομένη 1 μεταβίβασε δυνάμει πώλησης τα υπόλοιπα 12040/15496 μερίδιά της επί του ακινήτου προς την εναγομένη 2 για το ποσό των £259.000, ενώ η αξία του εκτιμήθηκε από το Κτηματολόγιο στις £300.000. Η εφεσείουσα καταλογίζει στους εμπλεκόμενους στη συναλλαγή δόλο και απάτη προς αποστέρηση των δικαιωμάτων της ως συνιδιοκτήτριας. Περαιτέρω, περί τις 11.12.2003 η εναγόμενη 2 εταιρεία μεταβίβασε τα 100/15496 μερίδια του ακινήτου στον εναγόμενο 4, ο οποίος είναι πατέρας της μοναδικής μετόχου και διευθύντριας της εναγομένης 2 εταιρείας. Ακολούθως, περί τις 9.3.2006, τα 100/15496 μερίδια του εναγομένου 4 ενεγράφησαν από τον εναγόμενο 4 στο όνομα της εναγομένης 5 εταιρείας (εφεσίβλητης), ενώ λίγες μέρες αργότερα, στις 23.3.2006, τα εναπομείναντα 11941/15496 που βρίσκονταν εγγεγραμμένα στο όνομα της εναγομένης 2, εγγράφηκαν από την εναγομένη 2 στο όνομα της εναγομένης 5 (εφεσίβλητης).

 

Όσον αφορά στη γνώση της εφεσείουσας των πιο πάνω διαδοχικών συναλλαγών και εγγραφών των μεριδίων της εναγομένης 2 και τις όποιες ενέργειες στις οποίες αυτή προέβηκε σχετικά για προώθηση των επικαλούμενων δικαιωμάτων της, παρασχέθηκαν στοιχεία τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε και αξιολόγησε ως ακολούθως:

 

"Παρά ταύτα, το γεγονός που χρήζει εξέτασης στη παρούσα περίπτωση είναι οι ισχυρισμοί της καθ΄ης η αίτηση ότι η αιτήτρια γνώριζε για την μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα της εναγομένης 2, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να το αγοράσει, καταχώρησε δύο αιτήσεις εφέσεις εναντίον αποφάσεων του Διευθυντή για το ίδιο ακίνητο χωρίς να το αποκαλύψει και επίσης σε μία συνάντηση στο Κτηματολόγιο που έλαβε χώρα στις 4.12.2003 στην παρουσία του κ. Ιωαννίδη εκ μέρους της ενάγουσας και της Δέσπως Παρασκευαϊδου εκ μέρους της εναγομένης 2 συζητήθηκε η αίτηση διαχωρισμού του επίδικου κτήματος που είχε καταχωρηθεί 3 χρόνια ενωρίτερα χωρίς να ενδιαφερθεί για την αγορά του ακινήτου.

 

Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν αντικρουστεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από την αιτήτρια. Θα πρέπει να σημειώσω πως οι αναφορές στις άλλες δύο αιτήσεις εφέσεις γίνονται στο σώμα της ένστασης όπου αναγράφονται οι λόγοι ένστασης και υιοθετούνται από τον ενόρκως δηλούντα χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά. Θεωρώ όμως πως έστω και στη γενικότητα τους αυτοί οι ισχυρισμοί υφίστανται και δεν έχουν απαντηθεί από την αιτήτρια. Περαιτέρω τα γεγονότα αυτά φαίνεται να επιβεβαιώνονται και από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ένσταση που καταχώρησε η αιτήτρια στα πλαίσια αίτησης για εκδίκαση προδικαστικών ενστάσεων όπου επισυνάπτεται αντίγραφο των αιτήσεων εφέσεων 96/2004 και 107/2004 και των ενόρκων δηλώσεων του Χαράλαμπου Ιωαννίδη που τις συνοδεύουν. Σ΄ αυτές τις ένορκες δηλώσεις γίνεται αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης μέχρι τη μεταβίβαση του ακινήτου στον εναγόμενο 4 και επιφυλάσσονται τα δικαιώματα της αιτήτριας να καταχωρήσει αγωγή για τις μεταβιβάσεις που έγιναν με δόλιο τρόπο απάτη ψευδείς παραστάσεις και/ή κατόπιν συνομωσίας με σκοπό τη παράκαμψη του Νόμου και/ή την καταστρατήγησή του ώστε η ενάγουσα ως συνιδιοκτήτρια του εν λόγω κτήματος να παρακαμφθεί και να μη μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα επιλογής προτεραιότητας που είχε βάσει του Νόμου. Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός πως η αγορά και μεταβίβαση του μεριδίου της εναγομένης 1 επιτεύχθηκε με την ανοχή και/ή παράλειψη άσκησης νομίμου καθήκοντος και/ή λόγω αμέλειας εκ μέρους του Επαρχιακού Κτηματολογίου Πάφου και των υπαλλήλων του.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου η μεταβίβαση της επίδικης περιουσίας στο όνομα της εναγομένης 5 έγινε στις 9.3.06 και στις 23.3.06 δηλαδή τρία χρόνια μετά τη μεταβίβαση στην εναγόμενη 2. Συνεπώς η έρευνα που έγινε εκ μέρους του Χαράλαμπου Ιωαννίδη στο Κτηματολόγιο Πάφου σχετικά με αυτή τη μεταβίβαση ενδεχόμενα να μην μπορούσε να γίνει ενωρίτερα. Όμως με βάση τα γεγονότα που αναφέρονται στη ένορκη δήλωση του κ. Οικονομίδη και φαίνεται να επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία που εκτίθενται στις αιτήσεις-εφέσεις που ανέφερα πιο πάνω, η ενάγουσα γνώριζε περί της μεταβίβασης του μεριδίου της εναγομένης 1 στο επίδικο κτήμα προς τους εναγομένους 2 και ακολούθως προς τον εναγόμενο 4 τουλάχιστον από το τέλος του 2003 και παρά το ότι επεφύλαξε τα δικαιώματα της στις δύο αιτήσεις-εφέσεις να προσβάλει τις πράξεις αυτές δεν το έπραξε. Το γεγονός ότι η μεταβίβαση του ακινήτου στην εναγόμενη 5 έγινε το έτος 2006 δεν μειώνει την καθυστέρηση και τις επιπτώσεις της καθυστέρησης της ενάγουσας να προσφύγει στο Δικαστήριο και να ζητήσει θεραπεία. Σημειώνω πως η μεταβίβαση του ακινήτου στην εναγόμενη 5 έγινε 3 χρόνια μετά τη μεταβίβαση στην εναγόμενη 2 και συνεπώς η έγκαιρη προσφυγή της ενάγουσας στο Δικαστήριο ενδεχόμενα να απέτρεπε την πράξη αυτή.

 

Από τα στοιχεία που περιέχονται στην ένορκη δήλωση του κ. Οικονομίδη φαίνεται ότι η ενάγουσα γνώριζε από το έτος 2003 ότι η εναγόμενη 2 ήταν συνιδιοκτήτρια του ακινήτου, συζητούσε με την διευθύντρια της εν λόγω εταιρείας για τα θέματα διαχωρισμού του ακινήτου, καταχώρησε εναντίον τόσο της εναγομένης 2 όσο και του εναγόμενου 4 τις δύο αιτήσεις εφέσεις εναντίον αποφάσεων του Διευθυντή για θέματα που σχετίζονται με το επίδικο κτήμα και δεν καταχώρησε οποιαδήποτε αγωγή αξιώνοντας τις θεραπείες που ζητά με την παρούσα αγωγή ούτε προώθησε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο αυτές τις θεραπείες. Με αυτό τον τρόπο άφησε τον χρόνο να παρέλθει και να γίνει και η τελευταία μεταβίβαση στην εναγομένη 5. Δεν θεωρώ ότι με αυτά τα γεγονότα δικαιολογείται να επιζητεί ενδιάμεση θεραπεία μέχρι εκδίκασης της αγωγής και να ισχυρίζεται ότι σε αντίθετη περίπτωση θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Συνακόλουθα δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32."

 

 

 Όπως δε κατέληξε στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους ίδιους με τους πιο πάνω λόγους, δεν θεωρούσε ότι θα ήταν δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Με την έφεσή της, η εφεσείουσα εγείρει προς εξέταση ένα κεντρικό λόγο έφεσης που αφορά στο θέμα της καθυστέρησης προσφυγής στο Δικαστήριο, όπως αυτό προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξέτασης της 3ης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου και της διερεύνησης του κατά πόσο θα ήταν δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

1ος Λόγος Έφεσης - Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα της καθυστέρησης προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Έχουμε παραθέσει προηγουμένως το σχετικό απόσπασμα από την προσβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση που σχετίζεται με το θέμα τούτο.

 

Εκείνο το οποίο θα πρέπει κατ΄ αρχάς να διευκρινιστεί, είναι ότι εδώ το θέμα της καθυστέρησης προσφυγής στο Δικαστήριο δεν τυγχάνει μεταχείρισης ως δικαιοδοτικός όρος δυνάμει του άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, οι πρόνοιες του οποίου εφαρμόζονται σε μονομερείς αιτήσεις για θεραπεία μόνο με την κατάδειξη του στοιχείου του κατεπείγοντος. (Βλ. In re B.P. (Cyprus) Ltd (1996) 1(B) ΑΑΔ 861, Louis Vuitton v. Δερμοσάκ & άλλης (1992) 1 ΑΑΔ 1453 κ.ά.). Αυτό είναι φανερό από το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αρχικά έκρινε ότι δεν εδικαιολογείτο να επιληφθεί της αίτησης μονομερώς, οπότε και έδωσε οδηγίες όπως η αίτηση έρθει σε γνώση της άλλης πλευράς δια κλήσεως.

 

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα της καθυστέρησης προσφυγής στη δικαιοσύνη από της πλευράς της εφεσείουσας, βάσει των γενικότερων νομολογιακών αρχών που πηγάζουν από το κοινοδίκαιο και τις αρχές της επιείκειας. (Πουργουρίδη κ.ά. ν. Μέζου (1994) 1 ΑΑΔ 201).

 

Όπως είναι φανερό, στην παρούσα περίπτωση διενεργήθηκαν συναλλαγές σε σχέση με τα μερίδια τα οποία κατείχε η εναγόμενη 2, χωρίς να ληφθεί υπόψη η εφεσείουσα - συγκύριός της στο ακίνητο, σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις, η πρώτη κατά το 2003 και η δεύτερη κατά το 2006.

 

Όσον αφορά στις συναλλαγές και μεταβιβάσεις μεριδίων οι οποίες έγιναν κατά το 2003, είναι φανερό ότι αυτές ήρθαν σε κάποιο μη καθυστερημένο στάδιο σε γνώση της εφεσείουσας μέχρι και του γεγονότος της μεταβίβασης μεριδίων στον εναγόμενο 4. Σε σχέση με εκείνες τις συναλλαγές, τις οποίες η εφεσείουσα θεωρεί παράνομες ή δόλιες, δεν καταχώρησε αγωγή. Προχώρησε όμως σε αμφισβήτηση της νομιμότητάς τους με την καταχώρηση των Αιτήσεων Εφέσεων αρ. 96/2004 και 107/2004, στις οποίες και ανέφερε ότι επιφύλασσε τα δικαιώματά της να καταχωρήσει αγωγή σε σχέση με τις μεταβιβάσεις που έγιναν με δόλιο τρόπο, απάτη, ψευδείς παραβιάσεις κλπ. Αναφορικά δε με την επακολουθείσασα μεταβίβαση στην εναγομένη 5, αυτή έγινε στις 9.3.2006 και όταν η εφεσείουσα πληροφορήθηκε αυτή την εξέλιξη μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της, καταχώρησε την αγωγή και μονομερή αίτηση, χωρίς καμιά υπέρμετρη καθυστέρηση, όπως αναγνώρισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, δεν συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καθυστέρηση στην καταχώρηση αγωγής κατά τρία έτη σε σχέση με τις πρώτες μεταβιβάσεις του 2003 θα έπρεπε να επενεργήσει ως εμπόδιο στην απόδοση ενδιάμεσης θεραπείας σε σχέση με την επακολουθήσασα μεταβίβαση του 2006 για τους ακόλουθους λόγους:

 

1.      Κατ΄ αρχάς, ναι μεν η αγωγή 3188/2006 προσβάλλει τη νομιμότητα όλων τω συναλλαγών που έγιναν και το 2003 και το 2006, πλην όμως ενδιάμεση θεραπεία διατήρησης του status quo ζητήθηκε ασφαλώς μόνο σε σχέση με τη μεταβίβαση του 2006.

 

2.      Το γεγονός ότι η εφεσείουσα για να προσβάλει τη νομιμότητα των πρώτων μεταβιβάσεων καταχώρησε Αιτήσεις-Εφέσεις εναντίον αποφάσεων του Κτηματολογίου, κατόπιν νομικής συμβουλής και όχι αγωγής, δε θα πρέπει να προσμετρήσει αυτό το στοιχείο εναντίον της.

 

3.      Το γεγονός ότι ένας διάδικος είτε συνειδητά κατόπιν δικής του επιλογής, είτε κατόπιν αμέλειας ή ολιγωρίας παραλείπει να προσφύγει στο Δικαστήριο προσβάλλοντας μια κατά τον ισχυρισμό του παράνομη ή δόλια πράξη, αυτό το στοιχείο δεν πρέπει να εκληφθεί εναντίον του ως εμπόδιο στην απόδοση προσωρινής θεραπείας όταν μεσολαβήσει μια δεύτερη κατ΄ ισχυρισμό παρανομία προς όφελος τρίτου προσώπου η οποία δημιουργεί νέα αρνητικά τετελεσμένα και ενώ αποδεικνύει ο αιτητής ότι επαπειλείται και συνέχεια. Σε μια τέτοια περίπτωση, ένας αιτητής θα υποστεί τις συνέπειες της όποιας τυχόν αδράνειάς του σε σχέση με τις περιπλοκές οι οποίες δημιουργούνται λόγω απόκτησης δικαιωμάτων από τρίτα πρόσωπα και των γενικότερων δυσκολιών που δυνατόν να δημιουργηθούν. Δεν δικαιολογείται όμως το Δικαστήριο υπό τέτοιες συνθήκες να αρνηθεί να αποδώσει θεραπεία αποτροπής άλλων, περαιτέρω και διαφορετικών κατ΄ ισχυρισμό, παράνομων ή δόλιων πράξεων, ουσιαστικά ως τιμωρία για τυχόν προηγούμενη αδράνεια του αιτητή.

 

Για τους λόγους τούτους δεν συμφωνούμε με την πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου και ότι δεν θα ήταν δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθούν τα επίδικα προσωρινά διατάγματα.

 

Η έφεση γίνεται δεκτή και η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση παραμερίζεται.

 

Εκδίδονται προσωρινά απαγορευτικά διατάγματα ως οι παράγραφοι Α και Β του αιτητικού της αίτησης ημερομηνίας 24.10.2006 στην αγωγή αρ. 3188/2006 Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, υπό τον όρο κατάθεσης εγγύησης ύψους €80.000 από ή εκ μέρους της αιτήτριας-ενάγουσας.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης ενδιάμεσης διαδικασίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον της εναγομένης 5 και υπέρ της ενάγουσας - εφεσείουσας.

 

Περαιτέρω, τα έξοδα της παρούσας έφεσης, τα οποία υπολογίζουμε σε ποσό €2.000, επίσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εναγομένης 5.

Δ.

Δ.

Δ.

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο