ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 345

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 336/06

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ., ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.]

 

 

17 Μαρτίου, 2010

 

ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΟΦΤΕΡΟΣ YΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΑΥΛΙΔΗ

 

Εφεσείοντας-Εναγόμενος

 

v.

 

MARIA GEMMA JIMERSON

 

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας

 

 

Μιχάλης Ιωάννου για τον εφεσείοντα.

Δημήτρης Λαμπριανίδης για την εφεσίβλητη.

 

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η ενάγουσα-εφεσίβλητη, στις 2.4.97, τέλεσε πολιτικό γάμο με τον Κλεόβουλο Στυλιανού Παυλίδη, πατέρα των Στέλιου και Αντρέα.  Ο Κλεόβουλος, στις 2.5.97 συνέταξε διαθήκη με την οποία άφησε την περιουσία του, που ανερχόταν στο ποσό των £150.000, στα δυο παιδιά του.  Στην εφεσίβλητη, την οποία κατονομάζει στη διαθήκη του ως σύζυγό του, άφησε μόνο το ποσό των £1.000.  Ο Κλεόβουλος απεβίωσε την 23.3.99 και με αγωγή η εφεσίβλητη διεκδίκησε περαιτέρω δικαιώματα επί του συνόλου της περιουσίας κατ' επίκληση των προνοιών του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195 (ο Νόμος).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις προβληθείσες υπερασπίσεις και, με αναφορά στα άρθρα 41 και 44 του Νόμου, εξέδωσε απόφαση και διατάγματα ως ακολούθως:

 

«(α) Απόφαση με την οποία η Ενάγουσα αναγνωρίζεται ως νόμιμη κληρονόμος του αποβιώσαντος Κλεόβουλου Στυλιανού λόγω συζυγικής σχέσης.

 

(β)   Διάταγμα με το οποίο η διαθήκη του αποβιώσαντος Κλεόβουλου Στυλιανού ημερομηνίας 2.5.97 (Τεκ.2) κηρύσσεται άκυρη ως προς την έκταση που διατίθεται κληρονομία η οποία υπερβαίνει το υπό του άρθρου 41 του Κεφ. 195 προβλεπόμενο διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς δηλαδή διάθεση της περιουσίας πέραν του ενός τετάρτου της καθαρής αξίας της κληρονομίας.

 

(γ)   Διάταγμα με το οποίο η διαθήκη του αποβιώσαντα περιορίζεται, μειώνεται και περικόπτεται ανάλογα και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην διατεθεί μέσω αυτής περιουσία πέραν του ενός τετάρτου της καθαρής αξίας της κληρονομίας προς όφελος των προσώπων τα οποία κατονομάζονται σε αυτή και η περιουσία που θα διατεθεί σε αυτούς να αναπροσαρμοστεί ανάλογα.

 

(δ) Διάταγμα με το οποίο η αδιάθετη καθαρή περιουσία του αποβιώσαντα η οποία ανέρχεται στα τρία τέταρτα της εναπομείνασας καθαρής περιουσίας του μετά τη μείωση περικοπή και διάθεση της κληρονομίας μέσω της διαθήκης του ήτοι τη νόμιμη διαθέσιμη μοίρα η οποία ανέρχεται στο ένα τέταρτο της καθαρής αξίας της περιουσίας, θα διανεμηθεί στους νόμιμους κληρονόμους του αποβιώσαντος, ήτοι την Ενάγουσα και τους υιούς του Στέλιο και Ανδρέα εξίσου ανά ένα τρίτο το οποίο αντιπροσωπεύει το αναλογούν σε αυτούς κληρονομικό μερίδιο επί της αδιαθέτου περιουσίας του αποβιώσαντος.

 

(ε)   Διάταγμα με το οποίο ο Εναγόμενος διατάσσεται να καταβάλει στην Ενάγουσα το αναλογούν σε αυτήν ποσό που καθορίζεται στη διαθήκη μετά την ανάλογη μείωση του και περικοπή του λόγω μείωσης και περικοπής της διαθέσιμης μοίρας της κληρονομίας δυνάμει διαθήκης και το αναλογούν σε αυτή κληρονομικό μερίδιο του ενός τρίτου επί της καθαρής αξίας της αδιάθετης περιουσίας του αποβιώσαντος όπως έχει ευρεθεί από το Δικαστήριο πιο πάνω.».

 

 

Οι λόγοι έφεσης, μετά την απόσυρση του λόγου έφεσης 5, μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις ενότητες.  Εξετάζουμε πρώτα την ενότητα που αφορά στο παραδεκτό της αγωγής.  Αυτοί συντίθενται από τους λόγους έφεσης 2, 4 και 6 και έχει στη βάση της τον ισχυρισμό πως ο εφεσείων-εναγόμενος διορίστηκε ως εκτελεστής της διαθήκης του Κλεόβουλου στις 16.10.01, δηλαδή μετά την καταχώρηση της αγωγής.  Παραπονείται συναφώς γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν του επέτρεψε να προσκομίσει σχετική μαρτυρία προερχόμενη από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε την εισαγωγή μαρτυρίας προς συζήτηση τέτοιου θέματος αφού διαπίστωσε πως, ενόψει ρητής παραδοχής στην Υπεράσπιση, το ζήτημα δεν ήταν επίδικο.  Ο εφεσείων, ενώ δέχεται βεβαίως την προς αυτή την κατεύθυνση επίπτωση που θα συνεπαγόταν τέτοια παραδοχή, επιχειρηματολογεί πως δεν υπήρχε τέτοια.  Να δούμε, επομένως, τα δεδομένα.  Με την παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης η εφεσίβλητη περιγράφει τον εφεσείοντα ως τον εκτελεστή της διαθήκης του Κλεόβουλου.  Με την παράγραφο 7 της υπεράσπισης ο εφεσείων «παραδέχεται την παράγραφο αρ. 2 της Εκθέσεως Απαιτήσεως». Ο εφεσείων υποστηρίζει  πως αφού η Έκθεση Απαίτησης δεν αναφέρει την ημερομηνία διορισμού του εφεσείοντα ως διαχειριστή, δεν προκύπτει παραδοχή της φύσης που εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Αν υπήρχε τέτοιος χρονικός προσδιορισμός, ασφαλώς θα τον αρνείτο.  Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτές τις σκέψεις.  Η αγωγή στρεφόταν κατά του εφεσείοντα, ασφαλώς ως τότε εκτελεστή της διαθήκης του αποβιώσαντος και, σαφώς, ο εφεσείων, παραπέμποντας στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης, δέχτηκε το παραδεκτό της αγωγής από αυτή την άποψη με την κάθετη παραδοχή του, μάλιστα, συνοδευόμενη και από τους ισχυρισμούς ουσίας που πρόβαλε αλλά και τη μη έγερση από τον ίδιο οποιουδήποτε θέματος.  [Βλ. κατ' αναλογία  Sartas  Importers Distributors Ltd v. Μαρουλλή (2003) 1 ΑΑΔ 1446 στη σελίδα 1451 και 1452].  Η πρωτόδικη απόφαση επί του σημείου είναι ορθή.

 

Οι λόγοι έφεσης 3 και 7, κατά το ένα σκέλος εκλαμβάνουν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης.  Θα δούμε πως κάθε άλλο παρά υπάρχει τέτοια κρίση.  Τα περί αναρμοδιότητας στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούσε σε όσα ο εφεσίβλητος πρόβαλε και όχι στην ίδια την αγωγή.  Κατά το δεύτερο σκέλος, που εμφανίζεται μόνο στο λόγο έφεσης 7, υποστηρίζεται γενικά πως εσφαλμένα εκδόθηκαν διατάγματα και αποφάσεις που δεν είχαν ζητηθεί.  Δεν αναπτύχθηκε αυτός ο λόγος στο περίγραμμα της αγόρευσης του εφεσείοντα και θεωρούμε πως έχει εγκαταλειφθεί.  Εν πάση περιπτώσει, είναι εντελώς γενικός και αόριστος.

 

Μένει το θέμα της τρίτης ενότητας όπως τη θέτει ο λόγος έφεσης 1.  Το επιχείρημα προβάλλεται στη βάση των δεδομένων όπως τα καταγράφει η πρωτόδικη απόφαση.  Ο Κλεόβουλος ήταν προηγουμένως νυμφευμένος με την Ούρσουλα-Μαρία.  Την 23.1.97 εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα διαζυγίου τους.  Ο γάμος μεταξύ της εφεσείουσας και του Κλεόβουλου τελέστηκε στις 2.4.97.  Το Διάταγμα διαζυγίου κατέστη απόλυτο στις 16.5.97.  Επομένως, κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, ο γάμος μεταξύ της εφεσίβλητης και του Κλεόβουλου ήταν άκυρος.  Και ενώ σ' αυτά εξαντλείται ο πρώτος λόγος έφεσης και η αιτιολογία του, στο περίγραμμα της αγόρευσης υποστηρίζεται πως αντινομικά το πρωτόδικο Δικαστήριο διέγνωσε δικαιώματα υπέρ της εφεσίβλητης αφού, κατά την απόφασή του, δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί του ζητήματος του κύρους του γάμου μεταξύ της εφεσείουσας και του Κλεόβουλου. Θα μπορούσε, υποστηρίζεται, να προχωρούσε σε τέτοια βάση μόνο αν το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέταζε και αποφαινόταν θετικά επί του ζητήματος του κύρους του γάμου.

 

Ανεξάρτητα από τα νομοτυπικά, το γεγονός δηλαδή ότι το πιο πάνω επιχείρημα δεν καλύπτεται από λόγο έφεσης, παρατηρούμε και σύγχυση ως προς το σκεπτικό που οδήγησε στην πρωτόδικη απόφαση.  Είναι γεγονός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο άφησε αρχικά να εννοηθεί πως θα ήταν δυνατό να επιληφθεί του ζητήματος του κύρους του γάμου μεταξύ της εφεσείουσας και του Κλεόβουλου αν ήταν Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Θα προέκυπταν σε τέτοια περίπτωση ερωτήματα αναφορικά με το κατά πόσο, μπροστά σε τέτοιο πρόβλημα, το ορθό θα ήταν, με εσωτερική διευθέτηση, να αναληφθεί από Πρόεδρο η εκδίκαση της υπόθεσης.  Η εφεσίβλητη, όμως, με παραπομπή σε νομολογία υποστήριξε πως, στην πραγματικότητα, δεν ήταν ορθό πως θα είχε στην περίπτωση αρμοδιότητα Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Κατά την εισήγησή της, η αρμοδιότητα ανήκε αποκλειστικά στο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Επ' αυτού συμφώνησε ενώπιόν μας και ο εφεσείων και, βεβαίως, αυτή η αναγνώριση θα καθιστούσε αχρείαστη για τους σκοπούς αυτής της έφεσης την περαιτέρω ενασχόληση με τέτοιο θέμα.  Πολύ περισσότερο αφού, στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο συγκεκριμενοποίησε το πρόβλημα ως συνιστάμενο στην ανυπαρξία δικαστικής απόφασης, ήδη εκδοθείσας αρμοδίως περί την ακυρότητα του γάμου.  Οπότε, αφού η νομική κατάσταση από την τέλεση γάμου μεταξύ της εφεσίβλητης και του Κλεόβουλου παρέμεινε αναλλοίωτη, η εφεσείουσα ήταν, πράγματι, νόμιμη σύζυγος του Κλεόβουλου.

 

Ο εφεσείων δεν ανέπτυξε οποιοδήποτε επιχείρημα σε σχέση με αυτό το καταληκτικό σκεπτικό.  Υποδείξαμε το γεγονός κατά την ακρόαση της υπόθεσης και εγκρίναμε αίτημα για αναβολή με την προοπτική της συστηματικής αναφοράς στις νομοθετικές διατάξεις. Οι δυο πλευρές αναφέρθηκαν σε νομοθετικές διατάξεις σε σχέση με το κύρος του γάμου όταν αυτός τελείται πριν την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας για άσκηση έφεσης, όταν και μετά από αυτή δεν ασκείται έφεση.  Συζητήθηκε η αναδρομικότητα τους αλλά δεν νομίζουμε ότι δικαιολογείται να επεκταθούμε προς τέτοια κατεύθυνση.  Δεν είναι θέμα δικό μας η κατ' ουσίαν διαπίστωση αν ο γάμος ήταν ή όχι έγκυρος πράγμα που δεν άγγιξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το θέμα ενώπιόν μας αφορά στις συνέπειες από το γεγονός ότι η υπεράσπιση της διγαμίας και συναφώς της ακυρότητας του γάμου εγέρθηκε χωρίς να είχε αποφασιστεί προηγουμένως από αρμόδιο δικαστήριο ότι ο γάμος ήταν για τέτοιο λόγο άκυρος.  Επ' αυτού του θέματος, εν τέλει αναφέρθηκε μόνο η εφεσίβλητη.  Κατ' αρχάς, με παραπομπή στο άρθρο 18 του περί Πολιτικού Γάμου Νόμου του 1990 (Ν. 21/90) όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο «στην περίπτωση του άκυρου γάμου, καθώς και αυτού που έγινε από πλάνη ή με απειλή απαιτείται απόφαση Οικογενειακού Δικαστηρίου που να τον ακυρώνει».  Στη συνέχεια, με παραπομπή στον περί Γάμου Νόμο του 2003 (Ν. 104(Ι)/2003) με τον οποίο καταργήθηκε και το Κεφ. 279 και ο Ν. 21/90.  Κάτω από την επικεφαλίδα «Ακύρωση Γάμου» ο Ν. 104(Ι)/2003 πρόβλεψε πως οι σχετικές διατάξεις του έχουν αναδρομική ισχύ και πως για την κήρυξη της ακυρότητας γάμου απαιτείται επί τούτου απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Επικουρικά η εφεσίβλητη παρέπεμψε και στο σύγγραμμα της Ε. Μανωλεδάκη - Οικογενειακό Δίκαιο, Πρώτος Τόμος, σελ. 133 προς την ίδια κατεύθυνση.  Παραθέτουμε τα σχετικά άρθρα 20 και 21 του Ν. 104(Ι)/2003:

 

«20. Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται και στους πολιτικούς γάμους που τελέσθηκαν πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, δυνάμει των δι' αυτού καταργηθέντων περί Πολιτικού Γάμου Νόμων του 1990 έως 1995.

 

21(1) Γάμος που είναι ακυρώσιμος κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, δύναται, αν δεν έχει αρθεί η ακυρωσιμότητά του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να ακυρωθεί με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, που εκδίδεται σε αγωγή η οποία εγείρεται για ακύρωση του γάμου από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 22.

 

(2) Άκυρος ή ανυπόστατος γάμος κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, δύναται να κηρυχθεί άκυρος ή να αναγνωρισθεί ως ανυπόστατος, ανάλογα με την περίπτωση, μόνο με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, που εκδίδεται σε αγωγή η οποία εγείρεται για διακήρυξη της ακυρότητας ή αναγνώριση του ανυπόστατου του γάμου, από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 22.»

 

 

Δεν υπήρξε οποιασδήποτε μορφής αντίλογος σε αυτή την επί του κρίσιμου σημείου τεκμηρίωση της θέσης της εφεσίβλητης και καταλήγουμε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για τον οποίο θα ειδικαιολογείτο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/μσιαμπαρτά


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο