ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 138
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 16/2006)
11 Φεβρουαρίου 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΡΩΞΑΝΗΣ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ΄ ης η αίτηση.
----------------------------------
Μ. Γεωργίου με Μ. Καλογήρου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
------------------------------------
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι διάδικοι τέλεσαν γάμο στις 12.2.1967, απέκτησαν δε ένα γιο, σήμερα, ενήλικα. Με δεδομένο ότι και για τους δύο αυτός ήταν ο δεύτερος τους γάμος, η εφεσίβλητη είχε από τον πρώτο της γάμο δύο θυγατέρες σήμερα επίσης ενήλικες. Ο γάμος τους αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα με αποτέλεσμα να εκδοθεί διαζύγιο από το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο Λευκωσίας την 1.11.1968, αλλά κατόπιν αναθέρμανσης των σχέσεων του ζεύγους, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η γέννηση του γιου τους, οι διάδικοι προέβηκαν σε επανασύσταση του γάμου στις 30.8.1971. Εν τέλει και η νέα προσπάθεια κατέρρευσε με αποτέλεσμα να λυθεί ο γάμος αυτή τη φορά από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 17.12.2001.
Ο εφεσείων ήγειρε πρωτόδικα, στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αίτηση για τη ρύθμιση των μεταξύ τους περιουσιακών διαφορών η οποία αφού έτυχε διαφόρων προσπαθειών τροποποίησης, κατέληξε να αξιώνει ΛΚ500.000 ως απόδοση της συνεισφοράς ή και συμβολής του εφεσείοντα στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης από την εποχή που τελέστηκε ο γάμος των διαδίκων, δηλαδή, στις 12.2.1967. Αναζητήθηκε η συνεισφορά αυτή ενόψει των ισχυρισμών του εφεσείοντος ότι από την εργασία του στην αλλοδαπή απέστειλε στην εφεσίβλητη μέσα σε μια περίοδο 20 ετών, άνω των ΛΚ200.000, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την εξόφληση της ιδιόκτητης κατοικίας του ιδίου στην Έγκωμη, η οποία αποτέλεσε και το συζυγικό οίκο, καθώς και για τα έξοδα των σπουδών του γιου τους. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη εισέπραξε δυνάμει πληρεξουσίου από τον ίδιο ποσό άνω των ΛΚ30.000, που αντιπροσώπευε την μηνιαία σύνταξη του από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις για σειρά ετών. Η εφεσίβλητη επίσης παράνομα κατακράτησε αποζημίωση που έλαβε ο εφεσείων από τη Δημοκρατία για το συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων που διατηρούσε, ενώ με χρήματα του εφεσείοντα η εφεσίβλητη αγόρασε ένα διαμέρισμα στη Λάρνακα αξίας ΛΚ40.000, ένα οικόπεδο με λυόμενο σπίτι στη Παλλήνη Αθηνών στην Ελλάδα αξίας ΛΚ30.000, ένα πολυτελές αυτοκίνητο τύπου BMW αξίας ΛΚ30.000, κατακρατεί δε και τα περιγραφέντα στην αίτηση προσωπικά του αντικείμενα ύψους ΛΚ82.000.
Η εφεσίβλητη από την άλλη αρνήθηκε όλους τους ισχυρισμούς εναντίον της, εισηγούμενη ότι η συζυγική οικία δεν ήταν ιδιοκτησίας του εφεσείοντα και ενώ δέχεται ότι ο εφεσείων απέστελλε ορισμένα ποσά για κάλυψη μέρους των σπουδών του γιου τους και της διατροφής τους, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν ανερχόταν στο υπέρογκο ποσό των ΛΚ200.000, αλλά αντίθετα ήταν η ίδια, από τις κατά καιρούς εργασίες της, που προέβαινε σε δάνεια τόσο για την επιδιόρθωση, συντήρηση και εξόφληση της συζυγικής οικίας, όσο και για την κάλυψη των σπουδών του γιου της. Τα ποσά της μηνιαίας σύνταξης του εφεσείοντος τα λάμβανε εξ ολοκλήρου εκείνος και όχι η ίδια, ενώ το μεν οικόπεδο και λυόμενο σπίτι στην Παλλήνη Αθηνών, είχε αγοραστεί από χρήματα τα οποία έλαβε η ίδια ως δωρεάν από τους γονείς της, το δε διαμέρισμα στη Λάρνακα αγοράστηκε από δάνειο της ιδίας και μιας των θυγατέρων της, αμφότερα δε τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της διάστασης τους είτε της πρώτης, είτε της δεύτερης και οριστικής, η οποία και επήλθε κατά την ίδια, το 1990 και όχι το 1995, όπως ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντος. Το όχημα BMW το είχε αγοράσει επίσης αποκλειστικά από χρήματα που κέρδιζε από την εργασία της και από δάνειο, τα δε προσωπικά αντικείμενα του εφεσείοντα εκτός από υπερτιμημένα και αναληθή, ουδόλως κατακρατούνται από την ίδια, οτιδήποτε δε βρίσκεται στην οικία της, είναι δικά της ως προερχόμενα από δική της συνεισφορά.
Πρωτοδίκως κατέθεσαν ο εφεσείων και ένας μάρτυρας εκ μέρους του και η εφεσίβλητη με τη θυγατέρα της, Λουκία Γεωργίου, γνωστή ως Λούνη. Αφού οι εκατέρωθεν εκδοχές αξιολογήθηκαν με αναφορά στη ζώσα μαρτυρία και τα κατατεθέντα τεκμήρια, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εξ ολοκλήρου με έξοδα μη δεχόμενο τις θέσεις του εφεσείοντος θεωρώντας ότι δεν είχε συνεισφέρει στην επαύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης μετά το γάμο, καταλήγοντας ότι τα στοιχεία που προσήγαγε η εφεσίβλητη ήταν αρκούντως υποστηρικτικά των δικών της θέσεων ότι τα ακίνητα τόσο στην Παλλήνη, όσο και στη Λάρνακα, είχαν αγοραστεί από την ίδια είτε δυνάμει συνεισφοράς από τους γονείς της, είτε δυνάμει προσωπικών δανείων της ιδίας και της Λούνης. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το οικόπεδο στην Παλλήνη, αυτό, κατά το τεκμ. 11Β, ένα αγοραπωλητήριο ημερ. 7.5.1968, έδειχνε ότι είχε αγοραστεί εκείνη τη χρονική στιγμή έναντι 40.000 δραχμών, όταν, δηλαδή, οι διάδικοι ήταν σε διάσταση, εφόσον, κατ΄ εκείνη την περίοδο η εφεσίβλητη είχε εγκαταλείψει τον εφεσείοντα μεταβαίνοντας στην Ελλάδα από όπου και κατάγετο. Υποστηρικτικό της θέσης αυτής ήταν το τεκμ. 11Α, που αποτελεί το έγγραφο του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 59/68, με το οποίο λύθηκε ο γάμος την 1.11.1968, και που αποκαλύπτει στο σκεπτικό του ότι οι διάδικοι είχαν τελέσει γάμο τον Φεβρουάριο του 1967, έζησαν μαζί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1968, όταν η εφεσίβλητη εγκατέλειψε τον συζυγικό οίκο και μετέβη στην Ελλάδα. Όσον αφορά το διαμέρισμα στη Λάρνακα, το τεκμ. 11 ΙΒ(2), ημερ. 19.3.1992, επιβεβαίωνε δάνειο υπό τύπο γραμματίου ύψους ΛΚ15.000 επ΄ ονόματι της Λούνης, το δε τεκμ. 11 ΙΒ(1), ημερ. 7.11.1991, έδειχνε δάνειο για ΛΚ25.000 επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης. Το διαμέρισμα στη Λάρνακα είχε, σύμφωνα με το τεκμ. 1, αγοραστεί στις 26.9.1991, έναντι ΛΚ26.000 και αποπληρώθηκε από τα προαναφερθέντα δάνεια.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε ένα σημαντικό εύρημα που επηρεάζει ιδιαίτερα την ιδιοκτησία του διαμερίσματος στη Λάρνακα: ότι η διάσταση του ζεύγους επήλθε το 1990, σε χρόνο επομένως που οι σύζυγοι δεν ήσαν μαζί, με αποτέλεσμα να μην γίνει δεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντος ότι συνεισέφερε με οποιοδήποτε τρόπο, μέσω των χρημάτων που απέστελλε κατά καιρούς, στην αγορά του διαμερίσματος, πέραν του ότι η μαρτυρία, όπως προαναφέρθηκε, έδειχνε την αγορά αυτή να είχε συντελεστεί από χρήματα της ίδιας της εφεσίβλητης και της θυγατέρας της. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτά, το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης ανέφερε ότι η αξίωση θα απορριπτόταν εν πάση περιπτώσει και για το λόγο ότι ο εφεσείων δεν είχε προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη της αξίας του διαμερίσματος κατά το χρόνο της διάστασης είτε το 1990 ή κατά το 1995, όταν, κατά τον εφεσείοντα, είχε επέλθει η διάσταση. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91, όπως τροποποιήθηκε, και τη νομολογία επί του θέματος (δέστε Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179), η συνεισφορά βασίζεται στη διαπίστωση της αύξησης των περιουσιακών στοιχείων του ετέρου των συζύγων κατά τη λύση του γάμου, εφόσον ανευρεθούν κατά πρώτο λόγο ποια ήταν τα περιουσιακά στοιχεία, ως προς τη φύση και την αξία τους, κατά το χρόνο της τέλεσης του γάμου. Μαρτυρία, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είχε προσκομιστεί ως προς την αξία του, ούτε για το οικόπεδο στην Παλλήνη.
Όσον αφορά τα προσωπικά αντικείμενα του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα αντικείμενα αυτά δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο συνεισφοράς εφόσον, κατά τον ισχυρισμόν του ιδίου, τα αντικείμενα ήσαν ανέκαθεν στην ιδιοκτησία του με αποτέλεσμα να μην μπορούν να θεωρηθούν ως αποκτηθέντα λόγω κοινής οικονομικής δραστηριότητας απορρέουσας από το γάμο. Δικογραφικά, δε, η αξίωση για τα προσωπικά αντικείμενα δεν βασιζόταν σε αίτημα για απόδοση και επιστροφή αυτών από την εφεσίβλητη, εφόσον ήταν διατυπωμένο ως μέρος των ΛΚ500.000, ως συνεισφορά και συμβολή, δηλαδή, του εφεσείοντος στην επαύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης.
Σημειώνεται ότι η οικογενειακή εστία, δεν αποτέλεσε εν τέλει στα πλαίσια της αντιπαράθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αντικείμενο συζήτησης και απόφασης, εφόσον ο εφεσείων στην πορεία δήλωσε ότι επειδή είχε εγείρει ειδική προς τούτο αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δεν αφορούσε πλέον το Οικογενειακό Δικαστήριο (σελ. 35 των πρακτικών), τη δε αξίωση για την αγορά του οχήματος B.M.W. την απέσυρε (ίδια σελίδα πρακτικών).
Ένας από τους κύριους λόγους έφεσης που προωθήθηκε από το νυν συνήγορο του εφεσείοντα, ο οποίος είχε καταχωρήσει το εφετήριο προσωπικά, αφορά τη μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της κατάθεσης ως τεκμηρίου μίας ιδιόχειρης επιστολής ημερ. 10.9.94, που η εφεσίβλητη είχε αποστείλει στον εφεσείοντα όταν αυτός βρισκόταν στο εξωτερικό και τη συνακόλουθη παράλειψη του Δικαστηρίου να σχολιάσει οτιδήποτε σε σχέση με την επιστολή αυτή. Πιστό αντίγραφο της επιστολής αυτής κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου, εφόσον δεν είχε γίνει αποδεκτή προς κατάθεση πρωτοδίκως και σημειώθηκε ως τεκμ. «Α».
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή δεν έγινε δεκτή, αναδιπλώνονται στις σελ. 68-72 των πρακτικών και προέρχονται από το στάδιο της αντεξέτασης της εφεσίβλητης. Της υποβλήθηκε από τον τότε δικηγόρο του εφεσείοντα (άλλο από τον εμφανισθέντα στην έφεση), ότι όταν ο εφεσείων απουσίαζε στο εξωτερικό υπήρχε μεταξύ τους κάποια αλληλογραφία, η δε εφεσίβλητη παρά τον αρχικό ενδοιασμό της ότι αυτή είχε αποστείλει το υποδειχθέν σ΄ αυτήν έγγραφο, εν τέλει δέχθηκε ότι η επιστολή ήταν δική της, την οποία και απέστειλε στις 10.9.94. Στη συνέχεια ο τότε συνήγορος του εφεσείοντα ζήτησε να κατατεθεί η επιστολή ως τεκμήριο εφόσον αναγνωρίστηκε από την εφεσίβλητη, ώστε να γίνει δυνατή η ανάγνωση του περιεχομένου της και προφανώς να ακολουθήσουν σχετικές ερωτήσεις. Ηγέρθηκε όμως ένσταση από τον κ. Βραχίμη στη βάση ότι δεν υπάρχει διαδικασία κατάθεσης επιστολής στο στάδιο της αντεξέτασης και ότι θα δικαιούτο να γίνει αντεξέταση επ΄ αυτού του εγγράφου μόνο εφόσον ο μάρτυρας αρνείτο ότι έκαμε τέτοια προηγούμενη δήλωση, οπότε και θα παρουσιαζόταν προς αντίκρουση το σχετικό έγγραφο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για κατάθεση του εγγράφου με το εξής σκεπτικό:
«Σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί να γίνει Τεκμήριο, το έγγραφο ήταν στην κατοχή του αιτητή ο οποίος μπορούσε να το παρουσιάσει κατά τη μαρτυρία του για να δώσει και ο ίδιος τη θέση του στο περιεχόμενο του εγγράφου και επιπλέον των όσων ανέφερε ο κύριος Βραχίμης, με τα οποία συμφωνώ, για να αντεξετασθεί ο μάρτυρας (αιτητής) σε σχέση με τη θέση του ως προς το έγγραφο αυτό.»
Η θέση του κ. Γεωργίου είναι ότι λανθασμένα η επιστολή δεν έγινε αποδεκτή προς κατάθεση, το περιεχόμενο της οποίας ήταν αποκαλυπτικό των μεταξύ των διαδίκων σχέσεων το 1994, αν δε γινόταν δεκτή η κατάθεση της, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προβεί στην αξιολόγηση της, με ανάλογη πιθανή επίπτωση ως προς το χρόνο που επήλθε η διάσταση, εφόσον θα υποστήριζε τη θέση του εφεσείοντος ότι αυτή έλαβε χώρα το 1995.
Είναι χωρίς δισταγμό που καταγράφεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την κατάθεση της επιστολής εφόσον η εφεσίβλητη την αναγνώρισε ως δική της, δεν υφίστατο δε κανένας νομικός λόγος αποκλεισμού της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς και ο συνήγορος της εφεσίβλητης στην πρωτόδικη ένσταση του, παρερμήνευσαν τον ουσιώδη κανόνα που λαμβάνεται στο δικαιϊκό σύστημα αντιπαράθεσης αναφορικά με τη δυνατότητα ενός αντιδίκου να εξηγήσει θέσεις επί γεγονότων που η άλλη πλευρά προτίθεται να παρουσιάσει στη δική της μαρτυρία. Θέματα τα οποία δεν τίθενται κατά την αντεξέταση του διαδίκου και των μαρτύρων του και τα οποία εμφανίζονται για πρώτη φορά στην κύρια εξέταση αντιδίκου ή μάρτυρα του, είναι έκθετα σε απόρριψη διότι δεν δίνεται η ευκαιρία στους μάρτυρες της αντίθετης πλευράς να σχολιάσουν και να εξηγήσουν τα εκ των υστέρων εγερθέντα θέματα. Τέτοια απόρριψη δεν επέρχεται αυτομάτως ως συνέπεια της παράλειψης αυτής, αλλά ως αποτέλεσμα άσκησης δικαστικής κρίσης επί του θέματος. Όπως έχει τεθεί στην υπόθεση Adidas v. Jonidexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, στις σελ. 388-9:
«Of course failure to put forward a pertinent aspect of the defence case to witnesses for the plaintiff is not necessarily fatal to its validity. A lot will depend on the nature of the allegation and the reasons for not raising it in the course of cross-examination of the witnesses of the adversary. In the absence of a proper explanation of the omission, the Court may justifiably disregard factual allegations not put to a witness of the adversary because of the denial of a proper opportunity to the latter to controvert them in evidence. Liberty to controvert the case of the other side is at the core of the adversarial system of justice premised on the elicitation of the truth through the process of confronting the adversary with every material aspect of a party´s case.»
Το πιο πάνω απόσπασμα απεικονίζει τη νομολογία επί του ζητήματος και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ορθή πρακτική στο δικαιϊκό σύστημα της αντιπαράθεσης είναι να δίνεται η ευκαιρία στον αντίδικο να εξηγήσει θέσεις επί των γεγονότων που η άλλη πλευρά προτίθεται να παρουσιάσει στη δική της μαρτυρία. Εφαρμόζεται βεβαίως σ΄ όλο το φάσμα και εύρος της αντιπαράθεσης είτε επιχειρείται η εκ των υστέρων παρουσίαση μαρτυρίας ή εκδοχής από τον ενάγοντα μέσω αντεξέτασης του εναγόμενου, όπως εδώ, ή τον εναγόμενο σε οποιοδήποτε στάδιο της εξέλιξης της μαρτυρίας. Η ουσία είναι ότι πρέπει να παρέχεται ευκαιρία στον αντίδικο να εξηγεί τη δική του θέση και όχι να εμφανίζεται και να τίθεται το ζήτημα μόνο στη μαρτυρία της άλλης πλευράς.
Όπως το θέτει ο Cross on Evidence 4η έκδ. σελ. 226:
«The object of cross-examination is two-fold, first, to elicit information concerning the facts in issue or relevant to the issue that is favourable to the party on whose behalf the cross-examination is conducted, and secondly to cast doubt upon the accuracy of the evidence-in-chief given against such party.»
Και στη σελ. 227:
«Any matter upon which it is proposed to contradict the evidence-in-chief given by the witness must normally be put to him so that he may have an opportunity of explaining the contradiction, and failue to do this may be held to imply acceptance of the evidence-in-chief.»
Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Κούρρης ν. Παπαδοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1147 και Σκάρος ν. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 291.
Αυτό το αξίωμα, όμως, ουδόλως ισοδυναμεί ή οδηγεί σε αποκλεισμό εγγράφου ή μαρτυρίας κατά το στάδιο της αντεξέτασης όταν επιδεικνύεται, για παράδειγμα, ένα έγγραφο το οποίο ο αντεξεταζόμενος αναγνωρίζει ως δικό του. Ούτε χρειάζεται να αρνηθεί ο διάδικος την ύπαρξη του εγγράφου ή την υπογραφή του επ΄ αυτού για να καταστεί δυνατή η παρουσίαση του. Δεν επενεργεί εδώ ο κανόνας της προηγούμενης αντιφατικής ή ασυμβίβαστης δήλωσης προφορικώς ή γραπτώς προς εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 32 και 33 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 32(Ι)/04. Επομένως είναι εντελώς λανθασμένη η βάση πάνω στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την κατάθεση της επιστολής.
Συνάγεται, επομένως, ότι το ορθό θα ήταν, παρά τη μη αναφορά ή προσπάθεια κατάθεσης του εγγράφου, έστω για αναγνώριση, κατά τη μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντος, να γινόταν δεκτή η κατάθεση του κατά την αντεξέταση της εφεσίβλητης, ανάλογα δε με τις εξηγήσεις που θα έδινε, ο μεν εφεσείων για τη μη προτέρα παρουσίαση του, η δε εφεσίβλητη για το περιεχόμενο του, το πρωτόδικο Δικαστήριο να του έδινε την ανάλογη βαρύτητα.
Το περιεχόμενο της επιστολής είναι τέτοιο, που αναμφίβολα την καθιστούσε σχετική προς τα επίδικα ζητήματα, η σχετικότητα δε αποδεικτικού υλικού είναι το ουσιαστικότερο κριτήριο για την παραδεκτότητα του. Πέραν της ίδιας της ημερομηνίας συγγραφής της επιστολής, που είναι πολύ μετά το 1990, που η εφεσίβλητη καθόρισε με το δικόγραφο και τη μαρτυρία της ως το έτος της διάστασης, περιέχονται εκεί διάφορες τοποθετήσεις της εφεσίβλητης, τόσο για χρήματα, όσο και για επιθυμία να ταξιδεύσουν μαζί στη Μυτιλήνη ή και αλλού και γενικά εμπεριέχει η επιστολή στοιχεία που πιθανόν να δείχνουν μια συνάφεια μεταξύ του ζεύγους και ενδιαφέρον του ενός προς τον άλλο.
Το περιεχόμενο λοιπόν της επιστολής, που κακώς δεν έγινε δεκτή προς κατάθεση ως τεκμήριο, έπρεπε να τύχει σχολιασμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο, να τύχει αντιπαραβολής με την υπόλοιπη μαρτυρία και να αξιολογηθεί αναλόγως. Και δεν είναι μόνο το περιεχόμενο της ίδιας της επιστολής που θα έπρεπε να τεθεί στη βάσανο της αξιολόγησης, αλλά κατά τον ίδιο τρόπο, και η γύρω από αυτή μαρτυρία και εξηγήσεις που τυχόν θα προσέφερε η εφεσίβλητη επί των λεπτομερειών που εκεί καταγράφονται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποστέρησε τον εαυτό του από ένα αποδεικτικό στοιχείο, δυνητικά κάποιας σημασίας, με γνώμονα πάντοτε την ανεύρεση της αλήθειας γύρω από τις αντικρουόμενες εκδοχές των διαδίκων.
Ο κ. Βραχίμης εισηγήθηκε, επισύροντας προς τούτο την προσοχή του Εφετείου, ότι ακόμη και αν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η επιστολή ως τεκμήριο, αυτό δεν θα οδηγούσε οπουδήποτε την υπόθεση του εφεσείοντος, ενόψει του γεγονότος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε συγκεκριμένο εύρημα ότι η διάσταση συνέβηκε το 1990, βασιζόμενο σε μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα. Ο εφεσείων πράγματι σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις έθεσε ο ίδιος το έτος 1990 ως χρονικό σημείο της διάστασης: (i) Η πρώτη στην αίτηση του ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία ζήτησε τη λύση του γάμου του, όπου ανέφερε ότι από τις 20.9.1990 βρισκόταν σε διάσταση, (ii) η δεύτερη όταν στα πλαίσια της πρωτόδικης αίτησης καταχώρησε αίτηση για προσωρινό διάταγμα, η οποία υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση που έγινε εκ μέρους του από το γιο του, αναφέρθηκε ότι η εφεσίβλητη εκδίωξε τον εφεσείοντα από το συζυγικό οίκο το 1990, και (iii) η τρίτη όταν απέστειλε επιστολή στην Ιερά Σύνοδο για λύση του γάμου του, όπου κατέγραψε ότι από το 1990 βρισκόταν σε διάσταση και ο γάμος του ήταν νεκρός.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις τρεις αυτές περιπτώσεις ως καταλυτικές για την μη αποδοχή της θέσης του εφεσείοντος ότι η διάσταση έγινε το 1995. Όμως ποια θα ήταν η θέση του υπό το φως και του περιεχομένου της επιστολής, αν αυτή γινόταν δεκτή, παραμένει στη σφαίρα της εικασίας και δεν θα ήταν βέβαια δυνατό για το Εφετείο να υποκαταστήσει τη δική του κρίση ή να αξιολογήσει τη μαρτυρία συνεξεταζόμενη με τα όποια δεδομένα ή γραφόμενα στην επιστολή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, περαιτέρω, σημειώνεται δεν σχολίασε, ούτε αξιολόγησε τις προσφερθείσες θέσεις του εφεσείοντος, όποιες και αν ήταν αυτές, ως προς το λόγο που στις τρεις αυτές περιπτώσεις είχε αναφερθεί στο 1990. Ενώ λοιπόν οι δηλώσεις του εφεσείοντος πιστοποιούσαν ότι η διάσταση είχε λάβει χώρα το 1990, η επιστολή οδηγούσε προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Η θέση του εφεσείοντος και δικογραφικά (παρ. 8 μετά από τροποποίηση εγκριθείσα στις 23.5.05) και στη ζώσα μαρτυρία του, (σελ. 10, 23, 28, 29 και 33 των πρακτικών), ήταν ότι η διάσταση έγινε το 1995.
Συνάγεται επομένως ότι η μη αποδοχή της επιστολής επηρεάζει και την πρωτόδικη κατάληξη ότι το διαμέρισμα στη Λάρνακα αγοράσθηκε μετά τη διάσταση και επομένως καμία συμμετοχή ή συνεισφορά δεν είχε ο εφεσείων με την αποστολή των κατά καιρούς διαφόρων εμβασμάτων προς την εφεσίβλητη. Η θέση του Δικαστηρίου επ΄ αυτού ήταν ακριβώς ότι το διαμέρισμα αγοράστηκε μετά τη διάσταση των συζύγων το 1990 και ότι εν πάση περιπτώσει αυτό αγοράστηκε από την ίδια την εφεσίβλητη σύμφωνα με το Τεκμ. «1» στις 26.9.91 έναντι Λ.Κ.26.000. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι «.. το εν λόγω διαμέρισμα αγοράστηκε σε χρόνο κατά τον οποίο λογικά οι διάδικοι είχαν παύσει να έχουν οποιαδήποτε κοινή οικονομική δραστηριότητα». Αυτό, όμως, δεν θα ίσχυε κατ΄ ανάγκην αν η διάσταση είχε όντως επισυμβεί το 1995, η δε επιστολή της εφεσίβλητης αναφέρεται και σε χρήματα που της αποστέλλονταν και τα οποία στην πορεία είχαν μειωθεί (σε τι αναφερόταν δεν ήταν ευκρινές), και μάλιστα απαντώντας, ως είναι φανερό, σε ερώτηση του εφεσείοντος από προηγούμενη αλληλογραφία.
Τα πιο πάνω πρέπει να συνδυαστούν και με μια ακόμη σημαντική παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση και τις διαπιστώσεις του. Ενώ η θέση του εφεσείοντος ήταν ότι η εφεσίβλητη ουδεμία εργασία ασκούσε και στηριζόταν οικονομικά αποκλειστικά πάνω του, την εργασία του και τα εμβάσματα που της απέστελλε, το Δικαστήριο σε ουδέν απολύτως εύρημα καταλήγει, ούτε καν ασχολείται με το θέμα στην πολυσέλιδη απόφαση του. Το εάν και κατά πόσο η εφεσίβλητη όντως εργαζόταν και ποια εισοδήματα είχε από αυτή την εργασία ήταν βεβαίως ζήτημα καίριο. Η ίδια στη μαρτυρία της ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν σε διάφορες εργασίες, ότι ήταν μοντελίστ, ότι έραβε, ότι εργάστηκε στην εταιρεία Spinney´s, ότι πωλούσε κατά καιρούς καλλυντικά, ρούχα, εικόνες, ότι άνοιξε κατάστημα με αντίκες το οποίο αργότερα πώλησε κλπ. Δέχθηκε όμως στην αντεξέταση της ότι δεν γνώριζε τα εισοδήματα της, δεν είχε ποτέ εγγραφεί στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και δεν υπέβαλλε φορολογικές δηλώσεις (σελ. 62-63 πρακτικών).
Ένα τέτοιο εύρημα ως προς το ότι η εφεσίβλητη όντως εργαζόταν θα ήταν βεβαίως υποστηρικτικό της μαρτυρίας της ότι ήταν με δικά της χρήματα που είχε αγοράσει το διαμέρισμα στη Λάρνακα, ώστε να εξηγείτο και ο τρόπος αποπληρωμής του δανείου των ΛΚ25.000 που η εφεσίβλητη τεκμηρίωσε ότι συνομολόγησε με την ΣΠΕ Στροβόλου με το Τεκμ. 11 Ι (Β)(1) στις 7.11.1991, μετά την αγορά του διαμερίσματος. Το δάνειο αυτό, σύμφωνα με το περιεχόμενο του γραμματίου, ήταν πληρωτέο με μηνιαίες δόσεις των ΛΚ 518.96, της πρώτης αρχομένης την 7.12.1991, από αυτό δε είχε λάβει ΛΚ10.000 που έδωσε στη Λούνη για να αποπληρωθεί η αγορά του διαμερίσματος. Η θέση του εφεσείοντος (σελ. 33 των πρακτικών), ήταν ότι το δάνειο τόσο της εφεσίβλητης, όσο και της Λούνης, έγινε κατορθωτό διότι υποθηκεύτηκε πλειστάκις το οικογενειακό σπίτι στην ΣΠΕ Στροβόλου, το οποίο διεκδικεί όπως αναφέρθηκε πριν, με άλλη αξίωση, δηλαδή, αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (οι σχετικές υποθήκες έχουν κατατεθεί ως Τεκμ. 11Ε, 11ΣΤ, 11Ζ και 11 Ι Β).
Από την άλλη, η εφεσίβλητη δέχθηκε ότι ο εφεσείων προέβαινε σε διάφορα εμβάσματα που κατατίθεντο στο λογαριασμό τους στη Λαϊκή Τράπεζα, που ήταν ο κοινός λογαριασμός του ζεύγους. Επίσης ο εφεσείων κατέθεσε δέσμη εγγράφων Τεκμ. 6, 7 και 8, που έδειχναν διάφορα εμβάσματα από το εξωτερικό. Και ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ. 50-51, αναφέρεται σ΄ αυτά τα οποία προσδιορίζει να είναι της τάξης των ΛΚ 44.412,60, ΛΚ 37.161,27 και ΛΚ 34.821,47 για τις περιόδους 1980-1984, 1985-1989 και 1990-1996, που είναι οι αντιστοιχούσες περίοδοι για τα ως άνω τεκμήρια, εν τούτοις τα παραμερίζει διότι στην αίτηση του στην παρ. 6, ο εφεσείων καθόρισε ότι το ποσό των ΛΚ 200.000 που απέστειλε ήταν για την εξόφληση της οικίας του στην Έγκωμη και τα έξοδα των σπουδών του γιου τους. Παρά τη δικογραφημένη αυτή θέση, ο εφεσείων στην παρ. 11 της αίτησης του προέβαλε ταυτόχρονα τον ισχυρισμό ότι η εφεσίβλητη ήταν με δικά του χρήματα που είχε αγοράσει το διαμέρισμα έναντι ΛΚ 40.000. Καλυπτόταν επομένως το ζήτημα δικογραφικά έστω με κάποια ανεπάρκεια, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση κατά την προσαγωγή της σχετικής μαρτυρίας προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού αυτού. Αντίθετα, στη σελ. 21 των πρακτικών τέθηκε ως υπόβαθρο, κατά την κύρια εξέταση του εφεσείοντος, ότι απέστελλε και χρήματα, άλλα από αυτά που καλύπτονταν από τα προαναφερθέντα Τεκμ. 6-8, στον κοινό τους λογαριασμό στη Λαϊκή Τράπεζα, Τεκμ. 9, η εισήγηση δε ήταν ότι τα χρήματα αυτά έπρεπε να συνυπολογιστούν με τα υπόλοιπα, διαθέτοντας τελικώς, ως εξάγεται από τα τεκμήρια αυτά, πέραν των ΛΚ 116.000.
Επομένως, δεν θα έπρεπε να είχε απορριφθεί αυτή η μαρτυρία και το περιεχόμενο του Τεκμ. 9, με μόνη αναφορά στην παρ. 6 της αίτησης, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα την παρ. 11 αυτής. Το Δικαστήριο, με δεδομένη τη μαρτυρία που δόθηκε άνευ ενστάσεως, όφειλε να την αξιολογήσει παρά την ανεπάρκεια δικογραφικά της αίτησης, εφόσον υπήρχε επίσης σχετικός προς τούτο ισχυρισμός στην ίδια την αίτηση.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι σύμφωνα με τις σχετικές αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα, πάντοτε προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, (δέστε γενικώς Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου (2005) 2 Α.Α.Δ. 36), θα πρέπει να διαταχθεί επανεκδίκαση σε ό,τι αφορά το διαμέρισμα στη Λάρνακα, σε συνδυασμό με τα εμβάσματα που ο εφεσείων κατά καιρούς απέστελλε στην εφεσίβλητη και τα οποία κατατίθεντο στο κοινό λογαριασμό της Λαϊκής Τράπεζας, αλλά και αυτά που απορρέουν και από τα Τεκμ. 6, 7 και 8.
Επανεκδίκαση θα πρέπει να διαταχθεί και σε ό,τι αφορά τη σύνταξη του εφεσείοντος την οποία λάμβανε η εφεσίβλητη δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου, με δεδομένο ότι το Δικαστήριο σε ουδέν εύρημα προέβηκε και δεν ασχολήθηκε καν με το ζήτημα. Αυτό, παρά το γεγονός ότι στην παρ. 7 της αίτησης του, υπήρχε ισχυρισμός περί είσπραξης από την εφεσίβλητη της μηνιαίας σύνταξης του ανερχομένης πέραν των ΛΚ 30.000, και δόθηκε επ΄ αυτού σχετική μαρτυρία στις σελ. 12-15 (κύρια εξέταση του εφεσείοντος), με αντεξέταση μόνο με μια ερώτηση στη σελ. 37 των πρακτικών και αυτή σε σχέση με μέρος της περιόδου που ο εφεσείων λάμβανε σύνταξη. Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης δεν μπορεί να εξεταστεί εφόσον δεν έγινε σχετική αξιολόγηση κατά πόσο η όποια σύνταξη του εφεσείοντος αποτέλεσε μέρος της συνεισφοράς του και κατά πόσο ήταν βοηθητική στην απόκτηση, ενδεχομένως, του περιουσιακού στοιχείου στη Λάρνακα. Όπως λέχθηκε και στην Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, σελ. 640, όπου επίσης διατάχθηκε επανεκδίκαση:
«Η διαπίστωση των γεγονότων εκείνων που άπτονται της επίλυσης της διαφοράς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαστικού καθήκοντος. Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540.»
Δεν έγινε οποιαδήποτε εισήγηση κατ΄ έφεση, ούτε υπάρχει τέτοιος λόγος στο εφετήριο, αναφορικά με το οικόπεδο και το λυόμενο σπίτι στην Παλλήνη Αθηνών, το οποίο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι είχε αγοραστεί κατά τη διάρκεια που το ζεύγος ήταν σε διάσταση, ενόψει δε και του σχετικού αγοραπωλητηρίου εγγράφου, Τεκμ. 11Β, το εύρημα αυτό ήταν εύλογο. Παρομοίως, ορθά δεν αποδόθηκαν τα προσωπικά αντικείμενα στον εφεσείοντα εφόσον και δικογραφικά η αξίωση αυτή συμπεριλαμβανόταν στις ΛΚ500.000, που κατ΄ ισχυρισμόν αποτελούσαν το μέγεθος της επαύξησης της περιουσίας της εφεσίβλητης, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος ο εφεσείων δέχθηκε στη μαρτυρία του ότι τα αντικείμενα αυτά του ανήκαν πριν το γάμο και επομένως άλλη έπρεπε να ήταν η βάση της αξίωσης, δηλαδή, για οικειοποίηση ή παράνομη κατακράτηση των αντικειμένων από την εφεσίβλητη. Ορθά εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε με αναφορά και στο σύγγραμμα του Βασίλη Βαθρακοκοίλη: «Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο» Γ΄ έκδοση (1994) σελ. 253, ότι ενώ στην αγωγή για αναγνώριση συμμετοχής ή συνεισφοράς είναι επιτρεπτή και η προσθήκη αξίωσης για απόδοση προσωπικών αντικειμένων, η αίτηση του εφεσείοντος δεν αφορούσε τέτοια απόδοση, αλλά αντίθετα αφορούσε συνεισφορά στην περιουσία που αποκτήθηκε από την εφεσίβλητη λόγω του γάμου.
Πριν την κατάληξη, ως γενικότερο σχόλιο, θα ήταν ορθό να παρατηρηθεί ότι η αναπαραγωγή στην απόφαση ολόκληρων των αντιστοίχων δικογράφων καταλαμβάνοντας τις 12 συνολικά από τις 53 σελίδες της απόφασης, ήταν παντελώς αχρείαστη και άνευ ουσίας. Ένα Δικαστήριο θα πρέπει να είναι σε θέση να συμπτύσσει τις εκατέρωθεν δικογραφημένες αξιώσεις και να παραθέτει αυτούσιο το λεκτικό τους μόνο όπου αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο για την παρακολούθηση της σκέψης του.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αναφορικά μόνο με τα επίδικα θέματα της διεκδίκησης του διαμερίσματος στη Λάρνακα και των ποσών της σύνταξης του εφεσείοντος που η εφεσίβλητη λάμβανε δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου. Κατά την επανεκδίκαση πρέπει να ληφθεί υπόψη και να συνεκτιμηθεί με την υπόλοιπη μαρτυρία η επιστολή της εφεσίβλητης ημερ. 10.9.1994.
Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης κρίνεται δίκαιο όπως τα έξοδα που είχαν επιδικαστεί πρωτοδίκως στις €6.280,82 πλέον Φ.Π.Α. μειωθούν κατά €3.000. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται στο ποσό των €2.000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ