ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1316
4 Νοεμβρίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘPO 5 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ
ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘPA 18, 19, 21
ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ
ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 06/03/2009,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΥΛΙΑΝΑΣ ΖΕΡΒΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI.
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 32/2009)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση εντάλματος σύλληψης ― Η αίτηση έγινε δεκτή ενόψει της μη απόδειξης της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.
Ένταλμα σύλληψης ― Προϋποθέσεις για την έκδοσή του ― Άρθρο 18 (1) και 19 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε ― Εύλογη υπόνοια πως πρόσωπο διέπραξε αδίκημα και αναγκαιότητα σύλληψης.
Η Αστυνομία ζήτησε από το Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον της αιτήτριας στην παρούσα διαδικασία, προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων επειδή, «υπάρχει μαρτυρία που δημιουργεί εύλογη υποψία ότι ενέχεται σε υπόθεση παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία». Το Δικαστήριο σημείωσε στο ένταλμα σύλληψης πως ικανοποιήθηκε λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσής του.
Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari υποστηρίζοντας ότι οι συνθήκες και το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης, δεν δικαιολογούσαν την έκδοσή του.
Αποφασίστηκε ότι:
Υπήρχαν δεδομένα ευθέως σχετικά προς την αναγκαιότητα σύλληψης της αιτήτριας, και η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να τα αναφέρουν κατά τη διαδικασία της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, ώστε το Επαρχιακό Δικαστήριο να κρίνει με γνώμονα το σύνολο, μόλυνε την κρίση ως προς τη δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση για την αναγκαιότητα έκδοσης του επίδικου εντάλματος σύλληψης.
Η αίτηση έγινε δεκτή. Το ένταλμα σύλληψης ακυρώθηκε.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207.
Aίτηση.
Ε. Πουργουρίδης, για την Αιτήτρια.
Ρ. Μαππουρίδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Χορήγησα τη σχετική άδεια και με την παρούσα επιδιώκεται certiorari προς ακύρωση εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε κατά της αιτήτριας και εκτελέστηκε στις 6.3.2009. Δεν αμφισβητήθηκε η δυνατότητα αναθεώρησης σ' αυτό το στάδιο και οι θέσεις των μερών αφορούν στο ένα, ουσιαστικά, ζήτημα που συζητήθηκε, σε σχέση με τις συνθήκες και το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα.
Με αναφορά στις διατάξεις του Άρθρου 18(1) και 19(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε, συμφωνούν οι δυο πλευρές πως, για την έκδοση εντάλματος σύλληψης στην περίπτωση, απαιτούνταν σωρευτικά δυο προϋποθέσεις. Εύλογη υπόνοια πως πρόσωπο διέπραξε αδίκημα και αναγκαιότητα σύλληψής του. (Βλ. συναφώς την υπόθεση Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207). Είναι δεκτό πως η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για το ένταλμα σύλληψης της αιτήτριας θεμελίωνε την πρώτη προϋπόθεση. Το ζήτημα που εγείρεται αφορά αποκλειστικά στην αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης και θα συνοψίσω τα παραδεκτά περιστατικά, στη βάση των οποίων αναπτύχθηκε το επιχείρημα της αιτήτριας.
Η ένορκος δήλωση του αστυφύλακα που συνόδευε την αίτηση για το ένταλμα σύλληψης ήταν αρκετά μακροσκελής. Όμως, μόνο κατά το τελευταίο της μέρος αφορούσε στην αιτήτρια. Τα προηγούμενα, αφορούσαν σε επεισόδιο που φερόταν να απέληξε σε τραυματισμό με μαχαίρι σε δισκοθήκη στη Λεμεσό και σε, μετά από μερικές μέρες, έκρηξη στο αυτοκίνητο της Α. Οδυσσέως, όπως αναφερόταν, εν διαστάσει συζύγου του ενός από τους φερόμενους ως εμπλακέντες. Στην αιτήτρια, που περιγράφεται ως φιλενάδα άλλου από τους φερόμενους ως εμπλακέντες, αποδόθηκε πως, τηλεφωνικώς, είπε στην Οδυσσέως «να αποσύρει την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία σχετικά με τον ξυλοδαρμό του Χρίστου Πεπόνια, να μην ανακατευτεί και να τους αφήσει να σκοτωθούν μόνοι τους, για να μην έχει η ίδια προβλήματα.» Σ' αυτή τη βάση, ζητήθηκε το ένταλμα σύλληψης «προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων» και το Επαρχιακό Δικαστήριο το εξέδωσε επειδή, «υπάρχει μαρτυρία που δημιουργεί εύλογη υποψία ότι ενέχεται σε υπόθεση παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία». Αφού, όπως σημείωσε στο ένταλμα, «έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος».
Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την αιτήτρια πως τα πιο πάνω θα ήταν σε κάθε περίπτωση ανεπαρκή αφού δεν προσδιορίστηκαν στην αίτηση και στη συνέχεια από το Δικαστήριο τα δεδομένα που καθιστούσαν τη σύλληψη αναγκαία, αλλά το βάρος των επιχειρημάτων του, όπως τα ανέπτυξε περαιτέρω κατά την ακρόαση, τέθηκε σε ό,τι χαρακτηρίστηκε ως απόκρυψη γεγονότων, ευθέως σχετικών, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Τα γεγονότα καταγράφονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση και δεν αμφισβητούνται από τους καθ' ων η αίτηση. Παραθέτω τις σχετικές παραγράφους 3 μέχρι 7:
«3. Στις 6/3/2009 και γύρω στις 7:20 π.μ. έλαβα τηλεφώνημα από μέλος του Τ.Α.Ε. Λεμεσού ο οποίος μου ανέφερε ότι έπρεπε να μεταβώ επειγόντως στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού για να δώσω κατάθεση σχετικά με κάποια υπόθεση που διερευνούσαν.
4. Αμέσως κάλεσα ταξί για να με μεταφέρει στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό όπου και έφθασα γύρω στις 7:40 π.μ.
5. Όταν πήγα στα γραφεία του Τ.Α.Ε. ρώτησα αν μπορούσα να πάω στην δουλειά μου και να επιστρέψω για κατάθεση το μεσημέρι όταν θα σχόλανα. Κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόμουν ως δικηγορική υπάλληλος στο δικηγορικό γραφείο του κ. Νεόφυτου Πιριλλίδη. Μου λέχθηκε ότι μπορούσα να φύγω αν ήθελα αλλά αν έφευγα, θα έρχονταν να με συλλάβουν με ένταλμα στην δουλειά μου. Έτσι, προτίμησα να μείνω και να δώσω την κατάθεση που ήθελαν. Αρχικά με ανέκριναν για την υπόθεση για την οποία εν τέλει με συνέλαβαν και στην συνέχεια για κάποια έκρηξη βόμβας σε αυτοκίνητο στην Λεμεσό. Απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις που μου έθεσαν δίνοντας τους την δική μου εκδοχή για το περιεχόμενο της συζήτησης που είχα με την κα Οδυσσέως 2 μέρες προηγουμένως αλλά και τον λόγο που έγινε η συζήτηση. Προηγουμένως τους είχα παραδώσει το κινητό μου τηλέφωνο για έλεγχο.
6. Όταν τελείωσε η ανάκριση μου γύρω στις 12:30 μ.μ. ρώτησα αν με ήθελαν για οτιδήποτε άλλο γιατί ήθελα να επιστρέψω στην εργασία μου και τότε με ενημέρωσαν ότι ήμουν υπό σύλληψη και πως είχε εκδοθεί ένταλμα εις βάρος μου. Λίγο αργότερα με μετέφεραν στα κρατητήρια όπου κρατήθηκα μέχρι το επόμενο πρωινό χωρίς να με ανακρίνουν άλλο. Απολύθηκα χωρίς οποιουσδήποτε όρους και χωρίς να προσαχθώ ενώπιον δικαστηρίου, γύρω στις 10.30 π.μ. της 7/3/2009.
7. Είμαι 20 χρόνων, και διαμένω με τους γονείς μου στην Λεμεσό. Η μητέρα μου εργάζεται ως διερμηνέας της ρωσικής γλώσσας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και ο πατέρας μου είναι στρατιωτικός και εργάζεται στην ναυτική βάση στο Μαρί. Εγώ εργάζομαι στην Λεμεσό. Η αστυνομία δεν είχε καμία απολύτως ένδειξη ότι δεν θα συνεργαζόμουν μαζί τους ή ότι δεν θα τους έδινα κατάθεση. Ούτε ότι θα προσπαθούσα να διαφύγω. Απεναντίας, την ώρα που ζητούσαν και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδιδε το ένταλμα ήμουν ήδη στην αστυνομία οικειοθελώς και έδινα κατάθεση γεγονός που δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση, με παραπομπή σε νομολογία, αναφέρθηκε στο ανέλεγκτο, με certiorari, της κρίσης σε σχέση με την επάρκεια της μαρτυρίας ή της ορθότητας της δικαστικής απόφασης εκτός στην περίπτωση λάθους πρόδηλου στο πρακτικό, που, όπως εισηγείται, δεν είναι η περίπτωση. Υποστήριξε πως δεν προέκυπτε οποιασδήποτε μορφής παρατυπία στην έκδοση του εντάλματος, πως όσα είχαν αναφερθεί προς υποστήριξη του αιτήματος ήταν επαρκή και πως τα πιο πάνω δεν αποτελούσαν «ζήτημα που θα έπρεπε να τεθεί ενώπιον του (κατώτερου) Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφασίσει ή όχι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης». Η συμπερίληψη στο ένταλμα της αναφερθείσας βεβαίωσης «που προϋποθέτει το Αρθρο 19(1) του Κεφ. 155 δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι η αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος προκύπτει από τη φύση και σοβαρότητα του αδικήματος, όπως άλλωστε περιγράφεται και επεξηγείται στη σχετική ένορκη δήλωση». Όπως εξήγησε δε περαιτέρω, η σύλληψη δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί πως συναρτάτο προς τη λήψη κατάθεσης από την αιτήτρια αφού εύλογα αναμενόταν να γίνουν και άλλης φύσης ανακριτικές ενέργειες. Αναφέρθηκε δε, σ' αυτό το πλαίσιο, στην προσπάθεια λήψης κατάθεσης από κάποιο Σάκη.
Η περίπτωση δεν δικαιολογεί επέκταση σε σκέψεις αναφορικά με το γενικότερο ζήτημα της φύσης του υλικού το οποίο σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να παρατίθεται προς διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με την αναγκαιότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης.
Κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ πως θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί στο Δικαστήριο όσα παραδεκτά, εν τέλει, επισημάνθηκαν από την αιτήτρια. Το αδίκημα σε σχέση με το οποίο ζητήθηκε και εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης, είχε στη βάση του την τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ της Α. Οδυσσέως και της αιτήτριας. Ως προς αυτή ήδη υπήρχε η κατάθεση της Α. Οδυσσέως και δεν θα έπρεπε να είχε αφεθεί η εντύπωση πως χρειαζόταν να συλληφθεί η αιτήτρια για τα περαιτέρω ως εάν να μην ήταν ήδη στη διάθεση της αστυνομίας. Η αιτήτρια ανταποκρίθηκε σε κλήση από την αστυνομία, εκουσίως μετέβη στον αστυνομικό σταθμό και ήδη είχε αρχίσει τη δική της κατάθεση, μάλιστα, αφού της αφέθηκε να νοηθεί πως δεν θα ετίθετο ζήτημα σύλληψής της, η οποία, ας σημειωθεί, συμπληρώθηκε πριν την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, περί την 12.30 μ.μ. της 6.3.09. Οπότε και παρέμεινε υπό σύλληψη μέχρι την επομένη, χωρίς οποιασδήποτε φύσης ανακριτική ενέργεια σε σχέση με την ίδια, για να αφεθεί στο τέλος ελεύθερη, χωρίς και προσαγωγή της ενώπιον δικαστηρίου. Αυτά τα δεδομένα σαφώς ήταν ευθέως σχετικά προς την αναγκαιότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης και η παράλειψη αναφοράς σ' αυτά, ώστε το Επαρχιακό Δικαστήριο να κρίνει με γνώμονα το σύνολο, μόλυνε την κρίση ως προς τη δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης. Η αίτηση εγκρίνεται. Το ένταλμα σύλληψης ακυρώνεται.
Η αίτηση εγκρίνεται. Το ένταλμα σύλληψης ακυρώνεται.