ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1159
24 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
1. ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΨΑΡΑ,
2. ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΘΕΟΔΟΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 296/2006)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις και κατάληξη σε ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας ― Έφεση εναντίον των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε υπόθεση αξίωσης αποζημιώσεων συνεπεία τροχαίου ατυχήματος ― Επέμβαση Εφετείου ― Διαταγή για επανεκδίκαση.
Απόδειξη ― Aντιφατική μαρτυρία ― Oι μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρος.
Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Συνιστά συστατικό στοιχείο έγκυρης δικαστικής απόφασης.
Έξοδα ― Διαταγή εξόδων γνωστή ως "Bullock order" ― Τυγχάνει εφαρμογής εκεί όπου ο ενάγων βρίσκεται σε αμφιβολία ως προς το ποιος από δύο ή περισσότερους ενεχόμενους σε ένα συμβάν είναι ένοχος επίδειξης αμέλειας έναντί του και δεν έχει τη δυνατότητα με λογική προσπάθεια να εξακριβώσει τα γεγονότα που σχετίζονται με την αμέλεια.
Η υπόθεση αυτή αφορά σε τροχαίο ατύχημα στο οποίο ενεπλάκησαν τρία αυτοκίνητα κινούμενα προς την ίδια κατεύθυνση. Προπορεύετο το αυτοκίνητο του εφεσείοντος, ακολουθούσε το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης 2 και τρίτο στη σειρά ακολουθούσε το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης 1.
Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων και το πρωτόδικο Δικαστήριο επέρριψε την ευθύνη για το ατύχημα στην εφεσίβλητη 1, η οποία δεν πρόσεξε έγκαιρα ότι το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης 2 είχε ακινητοποιηθεί στα φώτα τροχαίας πίσω από το όχημα του εφεσείοντος και συγκρούστηκε με το πρώτο, σπρώχνοντάς το μπροστά, προκαλώντας σύγκρουσή του και με το αυτοκίνητο του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο επεδίκασε εναντίον της εφεσίβλητης 1 και υπέρ του εφεσείοντος το ποσό των £253 το οποίο ήταν κοινά παραδεκτές αποζημιώσεις για ζημιά που προκλήθηκε στο όχημά του. Οι υπόλοιπες διεκδικήσεις του εφεσείοντος απορρίφθηκαν. Απορρίφθηκε επίσης η αγωγή του εφεσείοντος εναντίον της εφεσίβλητης 2 με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας το θέμα της ευθύνης για την πρόκληση του ατυχήματος. Οι λόγοι έφεσης αφορούν ουσιαστικά τα ακόλουθα δύο θέματα:
1. Την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος και της ιατρικής μαρτυρίας που προσήγαγε προς απόδειξη σωματικών βλαβών και συνακόλουθων γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.
2. Την επιδίκαση εξόδων εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης 2 εναντίον της οποίας η αγωγή είχε απορριφθεί.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει ολόκληρη τη μαρτυρία του εφεσείοντος είναι εσφαλμένη. Βασικός άξονας της κατάληξης αυτής ήταν αφενός η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων υπερέβαλλε στη μαρτυρία του σε σχέση με τη σφοδρότητα της σύγκρουσης του αυτοκινήτου που τον ακολουθούσε με το δικό του αυτοκίνητο και αφετέρου η ύπαρξη αντιφάσεων μεταξύ της δικής του μαρτυρίας και της μαρτυρίας των δύο ιατρών, Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4, ψυχιάτρου και ορθοπεδικού, αντίστοιχα. Οι λόγοι τους οποίους το Δικαστήριο χρησιμοποίησε για να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντος και η καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του, δεν βρίσκει σύμφωνο το Εφετείο.
2. Οι εξηγήσεις τις οποίες έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την μαρτυρία των ιατρών Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4, δεν ευσταθούν. Η απόρριψη της μαρτυρίας των δύο ιατρών δεν ήταν δικαιολογημένη ή αρκούντως αιτιολογημένη. Το Εφετείο διαφωνεί με τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία τους και την εν γένει καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς την κρίση της αξιοπιστίας τους.
3. Οι αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντος και της ιατρικής μαρτυρίας, τις οποίες εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των οποίων και οδηγήθηκε στην κατάληξη να απορρίψει ολόκληρη τη μαρτυρία του εφεσείοντος, αποτελούσαν αντιφάσεις ήσσονος σημασίας και εσφαλμένα το Δικαστήριο τις ανάγαγε σε θέμα αξιοπιστίας.
4. Η διαταγή εξόδων, γνωστή ως "Bullock order" δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων γνώριζε εξ αρχής τον τρόπο με το οποίο προκλήθηκε το ατύχημα και ότι η εφεσίβλητη 2 δεν έφερε καμιά ευθύνη προς τούτο. Επομένως, υπό τις περιστάσεις, θα μπορούσε ο εφεσείων να ενήγαγε μόνο την εφεσίβλητη 1 που γνώριζε ότι έφερε ακέραιη την ευθύνη, η οποία, αν έκρινε ορθό, θα μπορούσε εκείνη να πρόσθετε στη διαδικασία την εφεσίβλητη 2 ως τριτοδιάδικο.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης του Εφετείου στη διαταγή εξόδων σε σχέση με την εναγόμενη - εφεσίβλητη 2.
Υπό τις περιστάσεις, η επανεκδίκαση της υπόθεσης επί του θέματος των γενικών αποζημιώσεων και των ειδικών αποζημιώσεων που αφορούν σε απώλεια απολαβών, ιατρικά έξοδα κ.λπ. καθίσταται αναπόφευκτη. Η επανεκδίκαση σε σχέση με τα θέματα αυτά θα γίνει από άλλο Δικαστή του Ε.Δ. Λεμεσού.
Η έφεση επιτράπηκε με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης αρ. 1.
Διατάχθηκε επανεκδίκαση ως ανωτέρω. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να είναι έξοδα δίκης μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητης 1.
Η έφεση εναντίον της εφεσίβλητης 2 απορρίφθηκε με €1.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πελεκάνου v. Πελεκάνου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 912,
Poustobaev Vladimir v. Stavrou and Lion Insurance Agency Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2010,
Παπακόκκινου v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653,
Bullock v. London General Omnibus Co a.o. [1904-1907] All E.R. 44,
Ιωάννου v. Βασιλείου (1989) 1 Α.Α.Δ. 699.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σατολιάς, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1848/05), ημερομ. 15.6.2006.
Μ. Μιχαηλίδου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσίβλητη Αρ. 1.
Στ. Οικονόμου, για την Εφεσίβλητη Αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Τρία αυτοκίνητα είχαν εμπλακεί στο τροχαίο ατύχημα που οδήγησε στην καταχώρηση και εκδίκαση της αγωγής αρ. 1848/2005 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και ακολούθως στην παρούσα πολιτική έφεση. Και τα τρία αυτοκίνητα οδηγούνταν προς την ίδια κατεύθυνση με προπορευόμενο εκείνο του εφεσείοντα, ακολουθούμενο από το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης 2 και τρίτο στη σειρά το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης 1 οπότε επεσυνέβη σύγκρουση στην οποία ενεπλάκησαν και τα τρία αυτοκίνητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αγωγή την οποία καταχώρησε ο εφεσείων, επέρριψε την ευθύνη για το δυστύχημα στην εφεσίβλητη 1, η οποία δεν πρόσεξε έγκαιρα ότι το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης 2 είχε ακινητοποιηθεί στα φώτα τροχαίας πίσω από το όχημα του εφεσείοντα και συγκρούστηκε με το πρώτο, σπρώχνοντάς το μπροστά, προκαλώντας σύγκρουσή του και με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Επεδίκασε εναντίον της εφεσίβλητης 1 και υπέρ του εφεσείοντα το ποσό των £253 το οποίο ήταν κοινά παραδεκτές ειδικές αποζημιώσεις για ζημιά που υπέστη το όχημά του, ενώ απέρριψε τις υπόλοιπες διεκδικήσεις του, τόσο για γενικές αποζημιώσεις που συνδέονταν με σωματικές βλάβες, όσο και για άλλες ειδικές αποζημιώσεις που αφορούσαν σε απαίτηση για απώλεια απολαβών, ιατρικά έξοδα, μεταφορικά και έξοδα αστυνομικής έκθεσης. Την αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης 2 την απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Με την έφεση δεν έχει αμφισβητηθεί το θέμα της ευθύνης για την πρόκληση του ατυχήματος. Παρά την έγερση και προώθηση εννέα συνολικά λόγων έφεσης, ουσιαστικά εκείνα τα οποία ο εφεσείων αμφισβητεί από την πρωτόδικη απόφαση είναι τα ακόλουθα δύο θέματα:
α. Την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και της ιατρικής μαρτυρίας που είχε προσαγάγει προς απόδειξη σωματικών βλαβών και συνακόλουθων γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.
β. Τον επιδικασμό εξόδων εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης 2 εναντίον της οποίας η αγωγή είχε απορριφθεί.
Λόγοι έφεσης που συνδέονται με το θέμα της απόρριψης μαρτυρίας προς απόδειξη σωματικών βλαβών, γενικών αποζημιώσεων και μέρους ειδικών αποζημιώσεων. (Λόγοι Έφεσης αρ. 1, 2, 5, 6, 8 και 9).
Το κύριο παράπονο του εφεσείοντα έγκειται στον ισχυρισμό του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία του ως προς τις σωματικές του βλάβες, ούτε και αξιολόγησε σωστά τις μαρτυρίες των ιατρών/μαρτύρων του Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 σε συσχετισμό με τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, ότι οι λόγοι της απόρριψης της πιο πάνω μαρτυρίας δεν είναι σοβαροί ή δικαιολογημένοι, ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου στα οποία στηρίχθηκε είναι εσφαλμένα και ότι οι αντιφάσεις που εντόπισε ήσαν επουσιώδεις.
Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί στη νομολογία, είναι περιορισμένες και καλά καθορισμένες οι περιστάσεις υπό τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα γεγονότων, την αξιολόγηση μαρτυρίας και στα συμπεράσματα στα οποία προβαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνοπτική αναφορά στις αρχές που διέπουν το θέμα τούτο είχε γίνει μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Πελεκάνου v. Πελεκάνου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 912, όπου λέχθηκαν και τα ακόλουθα, στη σελίδα 918:
"Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη (Βλ. Neocleous and Another v. Christodoulou (1979) 1 C.L.R. 714, Epiphaniou v. Hadjigeorghiou (1982) 1 C.L.R. 609, Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691, Αριστείδου v. Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, Λεοντίου v. Μωσαϊκή Μ.Α.Σ. Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 351)."
Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Poustobaev Vladimir v. Stavrou and Lion Insurance Agency Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2010, στις σελίδες 2014 και 2015, συνοψίζει με σαφήνεια το όλο θέμα και υιοθετήθηκε και στη μεταγενέστερη απόφαση στην υπόθεση Παπακόκκινου v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653:
"Επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται εκτός αν το Εφετείο ικανοποιηθεί ότι αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της, ή ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής. Πρωταρχική ευθύνη για διαπίστωση των γεγονότων έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους. Όπου όμως τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας, τέτοια επέμβαση δικαιολογείται (βλ. μεταξύ άλλων Erimoudis Estates Ltd v. Χριστοδουλίδου και Αλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 926, Μαυρίδης ν. Dharaghji και Αλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 253).
Περαιτέρω, στην Ioannou v. Mavridou (1972) 1 C.L.R. 107, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 111:
"The approach of this Court in such matters is well settled both as regards the question of findings of fact and the credibility of witnesess which are within the province of the trial judge. Needless to say that, from the trend of the authorities that does not mean that, if the reasoning behind the trial Judge's findings is wrong, this Court will not interfere with such findings."
Ο πρώτος λόγος έφεσης έχει δύο σκέλη: Αφενός την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία του εφεσείοντα και, αφετέρου, ότι δεν αξιολόγησε σωστά τις μαρτυρίες των ιατρών Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 σε συσχετισμό με τη μαρτυρία του εφεσείοντα.
Κύριο έρεισμα για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των μαρτύρων του ιατρών, απετέλεσε, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το έντονο στοιχείο της υπερβολής που χαρακτήριζε τη μαρτυρία του εφεσείοντα αφενός και, αφετέρου, αριθμός αντιφάσεων που εντοπίστηκαν μεταξύ της δικής του μαρτυρίας και αυτής των μαρτύρων του ιατρών Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4. Ως προς το στοιχείο της υπερβολής, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει ως δείγμα αυτού του χαρακτηριστικού της μαρτυρίας του εφεσείοντα, την περιγραφή την οποία ο ίδιος είχε δώσει σε σχέση με τη σφοδρότητα της σύγκρουσης του αυτοκινήτου που τον ακολουθούσε με το δικό του. Σε σχέση με αυτό το θέμα, ο εφεσείων είχε πει στην αντεξέτασή του ότι αν δεν ήταν δεμένος με τη ζώνη ασφαλείας θα πεταγόταν 1.000% έξω από το γυαλί. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του είχε πει ότι ένιωσε ένα ισχυρό τράνταγμα, πετάχτηκε πάνω, έτρεμαν τα πόδια του, ήταν "μεγάλη η φατσιά". Αυτά τα σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα, τα αντιπαρέβαλε ο πρωτόδικος Δικαστής με τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή Μ.Ε.2 σύμφωνα με την οποία από τη σύγκρουση το όχημα του εφεσείοντα δεν μετακινήθηκε καθόλου από τη θέση του, για να καταλήξει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η σύγκρουση κάθε άλλο παρά σφοδρή ήταν, διαψεύδοντας έτσι τον εφεσείοντα. Περαιτέρω, ένα άλλο στοιχείο το οποίο παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, κατά την άποψή του, συνηγορεί και ενισχύει το γεγονός ότι το όχημα του εφεσείοντα (Isuzu pick-up διπλοκάμπινο) δεν μετακινήθηκε, είναι και το ότι ήταν φορτωμένο με 50-60 λάστιχα αμαξιδίων, τα οποία ο εφεσείων μετέφερε.
Το σφάλμα εδώ στην εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πρόδηλο. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη κάποιας δόσης υπερβολής στον τρόπο περιγραφής της σύγκρουσης από τον εφεσείοντα, αυτός δεν ισχυρίστηκε θετικά ότι το όχημά του μετακινήθηκε προς τα εμπρός από τη σύγκρουση. Σε προηγούμενες ερωτήσεις (στη σελίδα 11 των πρακτικών) κατά την αντεξέτασή του, απάντησε πως δεν γνωρίζει αν μετακινήθηκε ή πόσο μετακινήθηκε και πρόσθεσε: "αυτά θα τα πει ο αστυνομικός". Ο συνειρμός δε του Δικαστηρίου πως το ότι δεν μετακινήθηκε το όχημά του ενισχύεται από το γεγονός ότι αυτό ήταν υπερφορτωμένο, εσφαλμένα είναι που χρησιμοποιήθηκε, αφού αφενός ο εφεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι το όχημά του μετακινήθηκε, ενώ το ίδιο το γεγονός ότι το όχημα μετέφερε βαρύ φορτίο, ακριβώς συνηγορεί υπέρ του ότι προφανώς οφείλεται στο βαρύ φορτίο η μη μετακίνησή του, παρά το ότι η σύγκρουση μπορεί να ήταν σφοδρή, όπως είχε ισχυριστεί και ο εφεσείων.
Ως προς τις αντιφάσεις τις οποίες εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των ιατρών - Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4, σύμφωνα με το συνήγορο του εφεσείοντα αυτές είναι ήσσονος σημασίας και δεν θα έπρεπε να επενεργήσουν ως λόγος απόρριψης της μαρτυρίας αυτών των μαρτύρων.
Το πρώτο θέμα στο οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε διάσταση μαρτυρίας μεταξύ του εφεσείοντα και του Μ.Ε.4 Κ. Ανδρέου, ορθοπεδικού-τραυματολόγου, έγκειται στο θέμα ακτινογραφιών που λήφθηκαν. Στη μαρτυρία του ο ίδιος ο εφεσείων όταν ρωτήθηκε σχετικά, απάντησε πως κατά την επίσκεψή του στο νοσοκομείο μετά το δυστύχημα, τον είδε ιατρός και του έβγαλαν ακτινογραφίες. Όμως, όπως είπε, δεν τις είχε στην κατοχή του επειδή "τις είδαν οι γιατροί και τις κράτησαν". Ερωτηθείς περαιτέρω εάν ο ιατρός Κ. Ανδρέου (Μ.Ε.4) του έβγαλε ακτινογραφίες απάντησε "ναι και εκείνος". Από την άλλη, ο Μ.Ε.4 όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ο ίδιος είχε βγάλει ακτινογραφίες του εφεσείοντα, απάντησε αρνητικά ενώ όταν του τέθηκε ότι ο ίδιος ο εφεσείων είχε πει ότι του έβγαλε, τότε απάντησε ότι αυτός είχε μαζί του ακτινογραφίες του νοσοκομείου. Σε σχέση με αυτή την προφανή διάσταση στη μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο διερωτήθηκε ποιες τελικά ακτινογραφίες έλαβε, εάν έλαβε υπόψη του ο Μ.Ε.4 αφού ο ίδιος ο εφεσείων δεν κατείχε ακτινογραφίες του νοσοκομείου.
Αναμφίβολα πρόκειται για διάσταση στη μαρτυρία επί του θέματος των ακτινογραφιών μεταξύ εφεσείοντα και ιατρού Μ.Ε.4. Όμως, κατά την άποψή μας, η όποια σημασία και εξήγηση μπορούσε να δοθεί σ' αυτή τη διάσταση, δεν θα μπορούσε να είχε ουσιαστική σημασία δεδομένου ότι ούτε ο ίδιος ο εφεσείων αλλ' ούτε και ο ιατρός Μ.Ε.4 ισχυρίστηκαν ότι οποιεσδήποτε ακτινογραφίες έδειξαν κάποια βλάβη. Αντίθετα, όπως ο Μ.Ε.4 κατέθεσε, οι ακτινογραφίες δεν έδειξαν οποιοδήποτε κάταγμα, ούτε και βάσισε οποιαδήποτε άλλα ευρήματά του σε ακτινογραφίες.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε διάσταση ήταν μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του ψυχιάτρου Μ.Ε.3 Κ. Κυριακίδη. Δηλαδή, ενώ ο πρώτος στην κύρια εξέταση του είχε πει ότι επισκέφθηκε αυτό το γιατρό, 6-7-8 φορές, δεν θυμόταν με ακρίβεια, στην αντεξέταση ανέφερε για 7-8 φορές, ενώ ο ίδιος ο Μ.Ε.3 ανέφερε ότι ο εφεσείων τον επισκέφθηκε 6 φορές. Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αδυνατούμε να εντοπίσουμε ουσιαστική αντίφαση ή υπερβολή προερχόμενη από ένα κοινό άνθρωπο από τον οποίο δεν αναμενόταν να τηρεί αρχείο ή σημειώσεις ή άλλα στοιχεία για τις ακριβείς ημερομηνίες ή φορές επισκέψεών του σε ένα γιατρό.
Μια τρίτη περίπτωση αντιφάσεως που εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούσε στη χρήση από τον εφεσείοντα αυχενικού κολάρου. Τόσο ο ίδιος όσο και ο ορθοπεδικός Μ.Ε.4 κατέθεσαν ότι ο δεύτερος σύστησε στον πρώτο να χρησιμοποιεί ένα τέτοιο κολάρο. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, επειδή στους τρεις μήνες δεν πέρασε τελείως ο πόνος, ο Μ.Ε.4 του σύστησε να συνεχίσει τη χρήση του κολάρου. Αργότερα όμως στη μαρτυρία του ο εφεσείων ανέφερε ότι επειδή το κολάρο τον ενοχλούσε, το χρησιμοποίησε μόνο για κανένα μήνα. Από την άλλη, ο Μ.Ε.4 κατέθεσε ότι συνέστησε στον εφεσείοντα να φορά κολάρο μόνο για έξι εβδομάδες μετά το δυστύχημα, ενώ κάθε φορά που τον επισκεπτόταν ο εφεσείων, φορούσε το κολάρο. Ερωτηματικά ως προς το εάν πράγματι αγοράστηκε και κατά συνέπεια χρησιμοποιήθηκε κολάρο, έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο προερχόμενα και από το γεγονός ότι ενώ ο εφεσείων, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις κατέθεσε ότι το κολάρο το είχε αγοράσει από κάποιο φαρμακείο στη Λευκωσία, δεν θυμόταν εν τούτοις πού ήταν το συγκεκριμένο φαρμακείο, ούτε είχε την απόδειξη αγοράς του. Όπως, όμως διαπιστώνεται από την αντεξέταση του εφεσείοντα, αυτός κατέθεσε ότι αν και δεν διαμένει στη Λευκωσία, αγόρασε το κολάρο από φαρμακείο στη Λευκωσία όταν πήγε εκεί με την οικογένειά του. Το αγόρασε για £10, δεν θυμόταν το όνομα του φαρμακείου, αλλά μπορούσε να το βρει. Δεν γνωρίζει καλά τη Λευκωσία.
Διαφωνούμε ως προς τη σημασία η οποία αποδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις πιο πάνω επισημάνσεις.
Περαιτέρω, το ότι κάθε φορά που επισκεπτόταν το γιατρό, ο εφεσείων φορούσε το κολάρο όπως ο ιατρός κατέθεσε, δεν αναιρεί κατ' ανάγκη εκείνο που είπε ο εφεσείων ότι τον ενοχλούσε και δεν το χρησιμοποίησε συνέχεια για πολύ καιρό.
Άλλο σημείο διάστασης μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του ιατρού Μ.Ε.4 σχετίζεται με το επάγγελμα του πρώτου. Είναι γεγονός ότι, όπως εντόπισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, ενώ ο εφεσείων σε διάφορα σημεία της κατάθεσής του είχε αναφέρει ότι εργαζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο σαν νυχτερινός υπάλληλος υποδοχής σε ξενοδοχείο στην Πάφο, από την άλλη, ο ορθοπεδικός Μ.Ε.4, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, κατέθεσε ότι ο εφεσείων του είχε πει ότι ήταν μηχανικός και ότι η αναρρωτική άδεια που του είχε δώσει ήταν γιατί λόγω του τραύματος της αυχενικής μοίρας δεν μπορούσε να εργαστεί ως μηχανικός. Σημειώνουμε αυτή την αντίφαση, η οποία παρέμεινε μέχρι το τέλος ανεξήγητη, πλην όμως λαμβάνουμε επίσης υπόψη το γεγονός ότι αυτή η διάσταση δεν τέθηκε ποτέ στον εφεσείοντα για να την σχολιάσει. Το θέμα βέβαια είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε το γεγονός, όπως εκτίμησε, ότι ο γιατρός δεν θα χορηγούσε αναρρωτική άδεια αν γνώριζε ότι ο εφεσείων δεν ήταν μηχανικός, σαν θέμα που καθάπτετο της αξιοπιστίας του εφεσείοντα, προσέγγιση με την οποία και διαφωνούμε.
Μια πέμπτη στη σειρά αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του ορθοπεδικού ιατρού Μ.Ε.4, την οποία εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έγκειται στο κατά πόσο ο Μ.Ε.4 σύστησε ή όχι στον εφεσείοντα να τον εξετάσει νευρολόγος και όχι ψυχίατρος. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων αρχικά είχε πει στη μαρτυρία του ότι ο Μ.Ε.4 του είχε συστήσει να δει ψυχίατρο ενώ αργότερα είπε ότι του συνέστησε να δει νευρολόγο-ψυχίατρο, ενώ τελικά αυτός ουδέποτε επισκέφθηκε νευρολόγο, αλλά τον ψυχίατρο Μ.Ε.3. Σε σχέση με το θέμα τούτο, η μελέτη των τηρηθέντων πρακτικών αποκαλύπτει ότι στη μαρτυρία του πράγματι ο Μ.Ε.4 κατέθεσε ότι σύστησε στον εφεσείοντα να δει και κάποιο νευρολόγο, ως πιο ειδικό για θέμα εγκεφαλικής διάσεισης. Κατά τις επόμενες δε επισκέψεις του, ο εφεσείων του ανέφερε ότι είδε νευρολόγο, αλλά δεν ήξερε ο Μ.Ε.4 ποιος νευρολόγος ήταν αυτός. Στη δική του μαρτυρία ο εφεσείων κατέθεσε πως όταν παραπονέθηκε στον ορθοπεδικό Μ.Ε.4 για αϋπνίες, πονοκεφάλους και συγχυσμένη μνήμη, αυτός του είπε ". πρέπει να δεις ένα νευρολόγο, ψυχίατρο, γιατί από τη διάσειση δεν ξέρω τι έπαθες.". Και συνέχισε ο εφεσείων: "Είχα επισκεφθεί τον κ. Κυριακίδη, ψυχολόγο, νευρολόγο ο οποίος με εξέτασε .". Στην κατάθεσή του στο Δικαστήριο ο Μ.Ε.3 Κυριακίδης, όταν ρωτήθηκε σχετικά με το επάγγελμά του, απάντησε απλά πως είναι ψυχίατρος. Όμως αργότερα κατέθεσε την απόδειξη πληρωμής της αμοιβής του - Τεκμήριο 3 - στην οποία εκτός από ψυχίατρος, ο μάρτυρας παρουσιάζεται να έχει την ειδικότητα και του νευρολόγου ("Ειδικός Ψυχίατρος - Νευρολόγος").
Με τα πιο πάνω δεδομένα, πιστεύουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να ασχοληθεί με τέτοιου είδους λεπτές διαφορές, ούτε ν' ανέμενε από μάρτυρα όπως ο εφεσείων να ακριβολογούσε ως προς ιατρικές ειδικότητες, αναγάγοντάς τις σε θέμα αξιοπιστίας.
Ένα τελευταίο θέμα στο οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε αντίφαση είναι το ότι ο ίδιος ο εφεσείων είχε πει ότι επισκέφθηκε τον ειδικό ψυχίατρο Μ.Ε.3 διότι τον ήξερε, επειδή τον επισκεπτόταν η θυγατέρα του προηγουμένως, ενώ ο Μ.Ε.3 ανέφερε πως όταν τον επισκέφθηκε ο εφεσείων για πρώτη φορά, δεν τον ήξερε καθόλου από προηγουμένως, ούτε και ήξερε κανένα άλλο μέλος της οικογένειάς του. Σε σχέση μ' αυτό το θέμα ο εφεσείων είχε ρωτηθεί κατά την αντεξέτασή του από το δικηγόρο της εναγομένης 1 από πού ήξερε το γιατρό Μ.Ε.3. Αυτός δε απάντησε: "Κάποτε η κόρη μου έκανε ένα παιδί και έπαθε depression. Τους τον σύστησαν αυτόν και πήγαιναν κοντά του και την έκαμε καλά και θεώρησα και εγώ, να πάω και εγώ .". Διερωτώμαστε εδώ κατά πόσο πρόκειται πράγματι για αντίφαση. Τόσο ο εφεσείων όσο και ο ιατρός Μ.Ε.3 συμφωνούν ότι δεν γνώριζε ο ένας τον άλλο προσωπικά. Όσον αφορά στο ότι είχε στο παρελθόν επισκεφθεί το γιατρό η θυγατέρα του εφεσείοντα η οποία είχε γεννήσει, είναι αυτό κάτι που θα αναμενόταν να γνώριζε, ή να θυμόταν ο ιατρός; Εξάλλου, ο εφεσείων στη μαρτυρία του δεν είπε ότι είχε αναφέρει στο γιατρό τα της επίσκεψης στο παρελθόν της θυγατέρας του, έτσι ώστε να γνώριζε σχετικά ο ιατρός.
Ενόψει όλων των πιο πάνω αντιφάσεων τις οποίες είχε εντοπίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κατάληξη όπως απορρίψει και απέρριψε ολόκληρη τη μαρτυρία του εφεσείοντα.
Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Ο βασικός άξονας στον οποίο βασίστηκε η κατάληξη ήταν αφενός η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων υπερέβαλλε και αφετέρου ότι υπήρχαν οι αντιφάσεις στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως μεταξύ της δικής του μαρτυρίας και των δύο ιατρών, Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4. Διαφωνούμε με τους λόγους τους οποίους το Δικαστήριο χρησιμοποιήσε για να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα και με την καθοδήγησή του ως προς την αξιοπιστία του.
Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Θα συνεξετάσουμε στη συνέχεια άλλους λόγους έφεσης οι οποίοι σχετίζονται με τον πρώτο λόγο και έχουν ως κοινό παρονομαστή την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο και την απόρριψη της ιατρικής μαρτυρίας που είχε δοθεί από τους ιατρούς Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4. Πρόκειται για τους λόγους έφεσης αρ. 2, 5, 6, 8 και 9. Παρατηρούμε στο σημείο τούτο ότι μερικοί εκ των λόγων έφεσης θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν συγχωνευθεί με άλλους ή να είχαν παραληφθεί εντελώς ως αχρείαστοι. Εν πάση όμως περιπτώσει, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι όλοι οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από το γενικότερο παράπονο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε και απέρριψε την ιατρική μαρτυρία και τα κατατεθέντα ιατρικά πιστοποιητικά, χρησιμοποιώντας εσφαλμένη αξιολόγηση και παραβλέποντας το γεγονός ότι η μαρτυρία αυτή είχε παραμείνει αναντίλεκτη αφού καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από τους εναγομένους-εφεσίβλητους για να αντικρούσει τη μαρτυρία της πλευράς του ενάγοντα-εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε και τη μαρτυρία των δύο ιατρών που κάλεσε ο εφεσείων, δηλαδή του Μ.Ε.3 ψυχίατρου Κυριακίδη και του Μ.Ε.4 ορθοπεδικού Ανδρέου, την απέρριψε στο σύνολό της.
Οι βασικοί λόγοι για την απόρριψη της μαρτυρίας του ιατρού Μ.Ε.3 ήταν η καθόλου καλή εντύπωση που έδωσε στο Δικαστήριο, η οποία ήταν απότοκο των ακόλουθων παρατηρήσεων του Δικαστηρίου:
α. Ότι παρουσίασε στο Δικαστήριο ένα δεύτερο ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 6) για το οποίο ο εφεσείων δεν είχε πει τίποτε.
β. Ότι η σύγκριση εκείνου του πιστοποιητικού (Τεκμηρίου 6) με προηγούμενο πιστοποιητικό του ίδιου μάρτυρα (Τεκμηρίου 2) δείχνει ότι είχαν ταυτόσημο περιεχόμενο πλην ελαφρών διαφοροποιήσεων, οι οποίες έγιναν προφανώς για να δραματοποιήσουν την κατάσταση του εφεσείοντα.
γ. Ότι στην αντεξέτασή του ο Μ.Ε.3 δεν ήταν απόλυτα βέβαιος ότι εξέτασε τον εφεσείοντα στις 14.4.2006, ισχυριζόμενος ότι ίσως αυτό να έγινε στις 12.4.2006.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες αντιφάσεις τις οποίες το Δικαστήριο είχε εντοπίσει μεταξύ σημείων μαρτυρίας του εφεσείοντα και του Μ.Ε.3, το οδήγησαν στην απόρριψη της μαρτυρίας και του δεύτερου.
Πρέπει να πούμε πως διαφωνούμε με αυτή την προσέγγιση. Πέραν των όσων έχουμε προαναφέρει ως προς τις αντιφάσεις τις οποίες εντόπισε το Δικαστήριο μεταξύ σημείων μαρτυρίας του εφεσείοντα και του Μ.Ε.3, προσθέτουμε και τα εξής: Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα σχετικά σημεία της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 τα οποία οδήγησαν στην αρνητική εικόνα η οποία σχηματίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Πιστεύουμε ότι δεν εδικαιολογείτο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο μάρτυρας επιχειρούσε να δραματοποιήσει την κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα και δεν εδικαιολογείτο ούτε και η απόφασή του ν' απορρίψει τη μαρτυρία του που ήταν αποτέλεσμα εκείνης της καθοδήγησης ως προς την αξιοπιστία του.
Οι διαστάσεις στη μαρτυρία του μάρτυρα ή παραλείψεις όπως έχουν περιγραφεί πιο πάνω ήσαν ήσσονος σημασίας και εντασσόμενες στο όλο πλέγμα της μαρτυρίας του δεν μπορεί να λεχθεί ότι έδιδαν την εντύπωση ότι ο μάρτυρας επεχείρησε να μεγαλοποιήσει τις όποιες σωματικές βλάβες είχε υποστεί ο εφεσείων.
Ως προς τη μαρτυρία του ορθοπεδικού Μ.Ε.4, Κ. Ανδρέου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφασή του ότι εκείνη η μαρτυρία δεν του ενέπνεε καμιά εμπιστοσύνη, ώστε να βασιστεί σ' αυτήν. Για να στηρίξει αυτή του την πεποίθηση, το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σημεία μαρτυρίας του εφεσείοντα και του ίδιου του Μ.Ε.4 στα οποία διαπίστωσε διάσταση και στα οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως. Πρόκειται για το θέμα των ακτινογραφιών, της χορήγησης αναρρωτικής άδειας από τον Μ.Ε.4 πιστεύοντας ότι ο εφεσείων ήταν μηχανικός, και του ότι ενώ κατέθεσε ότι συμβούλευσε τον εφεσείοντα να επισκεφθεί νευρολόγο, δεν ανέφερε τίποτε το σχετικό στην ιατρική του έκθεση - Τεκμήριο 1. Περαιτέρω, επειδή ο Μ.Ε.4 δεν έκανε αναφορά στην ίδια έκθεσή του σε εμφάνιση μεταδιασεισικού συνδρόμου, το οποίο όμως εντόπισε ο Μ.Ε.3.
Ούτε και αυτές οι εξηγήσεις για τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό της τη μαρτυρία του ιατρού Μ.Ε.4 μπορούν να ευσταθήσουν. Πέραν των όσων αναφέραμε προηγουμένως ως προς τις αντιφάσεις που εντόπισε το Δικαστήριο μεταξύ εφεσείοντα και Μ.Ε.4, δε νομίζουμε ότι η αβεβαιότητα ως προς μια ημερομηνία επίσκεψης ασθενούς ή η αναφορά του μόνο σε συμπτώματα στην ιατρική έκθεση και όχι σε χαρακτηρισμό τους ως μεταδιασεισικού συνδρόμου είναι σοβαρές παραλείψεις.
Κατά την άποψή μας ούτε η απόρριψη της μαρτυρίας του ιατρού Μ.Ε.3 αλλ' ούτε και του ιατρού Μ.Ε.4 από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν δικαιολογημένη ή αρκούντως αιτιολογημένη. Διαφωνούμε με τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία τους και με την εν γένει καθοδήγησή του ως προς την κρίση της αξιοπιστίας τους.
Λόγοι Έφεσης 3 και 4.
Με τους λόγους έφεσης 3 και 4 προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία το Δικαστήριο, αφού απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγομένης-εφεσίβλητης 2, επεδίκασε παράλληλα και τα έξοδα εναντίον του εφεσείοντα. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη διαταγή τύπου "Bullock order", ενώ μπορούσε και έπρεπε να επιδικάσει τα έξοδα εναντίον όχι του ενάγοντα-εφεσείοντα, αλλ' εναντίον της εναγομένης-εφεσίβλητης 1 η οποία βρέθηκε πλήρως υπεύθυνη για την πρόκληση του ατυχήματος. Όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, αυτός δεν γνώριζε πλήρως τα γεγονότα ως προς την αμέλεια των εφεσιβλήτων 1 και 2 και βρισκόταν σε δικαιολογημένη αμφιβολία ως προς το ποία από τις δύο έφερε την ευθύνη για το δυστύχημα.
Όπως είναι γνωστό, η διαταγή εξόδων, γνωστή σαν Bullock order (βλ. Bullock v. London General Omnibus Co and Others [1904-1907] All E.R. 44), τυγχάνει εφαρμογής εκεί όπου ο ενάγων βρισκόταν πράγματι σε αμφιβολία ως προς το ποιος από δύο ή περισσότερους ενεχόμενους σε ένα συμβάν είναι ένοχος επίδειξης αμέλειας έναντί του και δεν μπορούσε με λογική προσπάθεια να εξακριβώσει τα γεγονότα που σχετίζονταν με την αμέλεια. (Ιωάννου v. Βασιλείου (1989) 1 Α.Α.Δ. 699 και Halsbury's Law of England, 4th Edition, Vol. 37, para. 219). Σε μια τέτοια περίπτωση ο επιτυχών εναγόμενος δικαιούται όπως τύχει επιδικασμού των εξόδων του εναντίον του ενάγοντα, αλλά παράλληλα, ο ενάγων δικαιούται όπως αποζημιωθεί σε σχέση με αυτά από τον αποτυχόντα εναγόμενο, οπότε το Δικαστήριο εκδίδει επιπρόσθετη διαταγή με την οποία διατάσσεται ο αποτυχών εναγόμενος όπως καταβάλει προς τον ενάγοντα τα έξοδα τα οποία αυτός διατάχθηκε να καταβάλει προς τον άλλο, τον επιτυχόντα εναγόμενο.
Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε και ο δικηγόρος της εφεσίβλητης 2 στην αγόρευσή του, τόσο από τα δικόγραφα όσο και από τη μαρτυρία την οποία είχε προσκομίσει στο Δικαστήριο ο εφεσείων, είναι φανερό ότι αυτός γνώριζε εξαρχής τον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκε το δυστύχημα και το ότι η εφεσίβλητη 2 δεν έφερε καμιά προς τούτο ευθύνη. Επομένως, υπό τις περιστάσεις, θα μπορούσε ο εφεσείων να ενήγαγε μόνο την εφεσίβλητη 1 που γνώριζε ότι έφερε ακέραιη την ευθύνη, η οποία, αν έκρινε ορθό, θα μπορούσε εκείνη να πρόσθετε στη διαδικασία την εφεσίβλητη 2 ως τριτοδιάδικο. Συμφωνούμε με αυτή τη θέση και θα προσθέταμε ότι πράγματι διαφάνηκε ότι ο εφεσείων γνώριζε εξαρχής τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, αφού σύμφωνα και με τον αστυνομικό εξεταστή Μ.Ε.2, εκεί στη σκηνή του δυστυχήματος βρίσκονταν παρόντες και οι τρεις ενεχόμενοι οδηγοί οι οποίοι συμφωνούσαν ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα και η οδηγός του τρίτου στη σειρά αυτοκινήτου (δηλαδή η εφεσίβλητη 1) έλεγε πως δεν τους πρόσεξε έγκαιρα και τους κτύπησε.
Γι' αυτούς τους λόγους δεν βλέπουμε κανένα λόγο παρέμβασής μας στη διαταγή εξόδων σε σχέση με την εναγόμενη-εφεσίβλητη 2.
Λόγος Έφεσης 7.
Αυτός ο λόγος έφεσης δεν έχει κανένα νόημα αφού με αυτόν εγείρεται ως θέμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε κανένα εύρημα στηριζόμενο σε μαρτυρία αναφορικά με τον καταμερισμό ευθύνης των δύο οδηγών - εναγομένων. Μέσα από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης διαφαίνεται με απόλυτη σαφήνεια ότι το Δικαστήριο καταλόγισε την ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος αποκλειστικά και μόνο στην εφεσίβλητη 1 για τους λόγους που εξήγησε, οι οποίοι συνάδουν με το σύνολο της δοθείσας μαρτυρίας και τις θέσεις που πρόβαλε και ο εφεσείων.
Συμπεράσματα - Κατάληξη του Εφετείου.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις μας, οι λόγοι για τους οποίους η μαρτυρία του εφεσείοντα και των δύο ιατρών μαρτύρων του Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 κρίθηκε αναξιόπιστη και απορρίφθηκε στο σύνολό της δεν ήσαν ικανοποιητικοί και δικαιολογείται με βάση τις προαναφερθείσες αρχές η παρέμβαση του Εφετείου. Υπό τις περιστάσεις, η επανεκδίκαση της υπόθεσης επί του θέματος των γενικών αποζημιώσεων και των ειδικών αποζημιώσεων που αφορούν σε απώλεια απολαβών, ιατρικά έξοδα κ.λπ. καθίσταται αναπόφευκτη.
Η έφεση επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης αρ. 1.
Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητης 1 σε σχέση με τα πιο πάνω θέματα από άλλο Δικαστή του Ε.Δ. Λεμεσού. Η απόφαση ως προς την ευθύνη και ως προς τις ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές του οχήματος του εφεσείοντα, παραμένει ως έχει. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να είναι έξοδα δίκης μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητης 1.
Η έφεση εναντίον της εφεσίβλητης 2 που αφορούσε ουσιαστικά μόνο σε ένα περιορισμένο θέμα απορρίπτεται με €1.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτρέπεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης αρ. 1.
Διατάσεται επανεκδίκαση ως ανωτέρω. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να είναι έξοδα δίκης μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητης 1.
Η έφεση εναντίον της εφεσίβλητης 2 απορρίπτεται με €1.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.