ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1049
10 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ALPHA CONCRETE LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 267/2007)
Συμβάσεις ― Σύμβαση στην οποία η συναίνεση συμβαλλόμενου μέρους παρασχέθηκε συνεπεία ψευδών παραστάσεων από πλευράς του αντισυμβαλλόμενου μέρους ― Η σύμβαση είναι ακύρωσιμη κατ' εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό ― Τι συνιστά ψευδή παράσταση ― Άρθρα 18 και 19 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Υποχρέωση για αποκατάσταση των διαδίκων στη θέση που κατείχαν πριν τη συνομολόγηση της σύμβασης.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Aποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ― Tο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα.
Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων (οι εφεσείοντες) αξιώνοντας διαταγή του Δικαστηρίου για την επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.500.000 το οποίο κατέβαλαν στους εφεσείοντες στη βάση γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 11.7.2000 με την οποία οι εφεσείοντες συμφώνησαν να τους πωλήσουν την όλη επιχείρηση κατασκευή έτοιμου σκυροδέματος, δηλαδή τη γη, τα υποστατικά, τον εξοπλισμό, τα μηχανήματα κ.λπ.. Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, αυτοί κατέβαλαν συνολικό ποσό Λ.Κ.400.000, ενώ οι δύο επιταγές τους για το συνολικό ποσό των Λ.Κ.100.000, ως προς εξόφληση του υπολοίπου του τιμήματος πωλήσεως, συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ των συμβαλλομένων, να εξαργυρώνονταν ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση της γης και της επιχείρησης. Επειδή, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των εφεσιβλήτων, οι εφεσείοντες παρέλειπαν να προσέλθουν για τη μεταβίβαση, οι εφεσίβλητοι σταμάτησαν την πληρωμή των δύο τελευταίων επιταγών. Στη συνέχεια και όταν οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για εκκαθάριση της εφεσίβλητης εταιρείας, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, λόγω μη πληρωμής των δύο επιταγών, οι εφεσίβλητοι αναγκάστηκαν να πληρώσουν το ισάξιο των δύο επιταγών εκ Λ.Κ.100.000 οπότε και αποσύρθηκε η αίτηση εκκαθάρισης, υπό την επιφύλαξη ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούντο να προωθήσουν την αγωγή τους με αρ. 3979/03 (αντικείμενο της παρούσας έφεσης) και να διεκδικήσουν και το ποσό των Λ.Κ.100.000. Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι ολόκληρες οι μηχανικές εγκαταστάσεις, τα κτίρια και οι βοηθητικοί χώροι του εργοταξίου δεν βρίσκονταν στο αγορασθέν τεμάχιο (Τεμάχιο 63), όπως τους είχαν πει οι εφεσείοντες, αλλά μέσα στα όρια συνορεύουσας κυβερνητικής γης. Αμέσως μετά τη διαπίστωση αυτή οι εφεσίβλητοι, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 21.10.2003, τερμάτισαν τη συμφωνία πωλήσεως. Οι εφεσίβλητοι αξίωναν επίσης δήλωση του Δικαστηρίου ότι νόμιμα ακυρώθηκε η επίδικη συμφωνία, αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και υπαλλακτικά αποζημιώσεις για το κόστος μεταφοράς κατασκευών, για απώλεια κέρδους, εισοδημάτων κ.λπ..
Οι εφεσείοντες στην υπεράσπισή τους ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν ότι ένα μέρος των εγκαταστάσεων της επιχείρησης βρισκόταν μέσα σε κυβερνητική γη πριν τον καταρτισμό της συμφωνίας, αφού οι ίδιοι (οι εφεσείοντες) τους είχαν πληροφορήσει σχετικά, και επίσης ότι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων συνιστούσαν προφάσεις και εκ των υστέρων σκέψεις. Στην ανταπαίτησή τους οι εφεσείοντες διεκδίκησαν την καταβολή σ' αυτούς γενικών αποζημιώσεων για παράβαση της συμφωνίας, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, και τόκο προς 9% ετησίως ή νόμιμο τόκο επί του ποσού των Λ.Κ.100.000 από 26.11.2000 μέχρι 22.11.2004 που καταβλήθηκε το ποσό εκείνο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων και κατέληξε σε εύρημα ότι πριν την υπογραφή της συμφωνίας οι εφεσείοντες είχαν προβεί σε ψευδείς παραστάσεις προς τους εφεσίβλητους, δηλαδή παρέστησαν σ' αυτούς μια κατάσταση πραγμάτων η οποία δεν ανταποκρινόταν ούτε προς την πραγματικότητα, ούτε και προς τα συμφωνηθέντα. Το Δικαστήριο ανέλυσε συναφώς τα Άρθρα 18 και 19 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 στη βάση των οποίων και έκρινε τους εφεσείοντες υπόλογους και υπεύθυνους για ψευδείς παραστάσεις. Το Δικαστήριο εξέδωσε δηλωτική απόφαση για νόμιμη ακύρωση της επίδικης συμφωνίας από τους εφεσίβλητους και διαταγή για επιστροφή στους εφεσίβλητους από τους εφεσείοντες του ποσού των Λ.Κ.500.000 που οι πρώτοι κατέβαλαν στους δεύτερους έναντι της ακυρωθείσας συμφωνίας. Το Δικαστήριο απέρριψε τις υπόλοιπες αξιώσεις των εφεσιβλήτων καθώς και την ανταπαίτηση με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, τόσο στην αγωγή όσο και στην ανταπαίτηση.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση και οι εφεσίβλητοι αντέφεση.
Α. Έφεση
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται για τους ακόλουθους τρεις λόγους:
1. Το Δικαστήριο δεν έδωσε τις αναγκαίες οδηγίες ώστε να επαναφέρει τους συμβληθέντες στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν τη υπογραφή της συμφωνίας, σύμφωνα με το εύρημά του ότι η επίδικη συμφωνία κατέστη εξ υπαρχής άκυρη εξαιτίας των ψευδών παραστάσεων των εφεσειόντων.
2. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες είχαν προβεί σε ψευδείς παραστάσεις σε ότι αφορούσε στην κατάσταση πραγμάτων της επιχείρησης που αγόρασαν από αυτούς οι εφεσίβλητοι, είναι εσφαλμένο.
3. Το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε αρνηθεί οποιαδήποτε θεραπεία στους εφεσίβλητους επειδή αυτοί, μετά που πληροφορήθηκαν τα αληθινά γεγονότα, επαναβεβαίωσαν και επιβεβαίωσαν την επίδικη συμφωνία κρατώντας μάλιστα την επιχείρηση των εφεσειόντων για 3 ½ ολόκληρα χρόνια πριν τον τερματισμό της συμφωνίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, εξέδωσε δήλωση νόμιμης ακύρωσης της επίδικης συμφωνίας ως η παράγραφος 1 του αιτητικού της έκθεσης απαίτησης. Αυτό συνεπάγεται ότι η επίδικη συμφωνία είναι εξ υπαρχής άκυρη και ότι οι συμβληθέντες επιστρέφουν στην κατάσταση που ήταν πριν τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, δηλαδή ότι η ιδιοκτησία του τεμαχίου 63 παραμένει στους εφεσείοντες οι οποίοι δικαιούνται και εις την ελεύθερη κατοχή του. Οι εφεσίβλητοι παράλληλα δικαιούνται στο επιδικασθέν, προς όφελός τους, ποσόν των Λ.Κ.500.000. Η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να τους αποζημιώσει για τη φθορά και χειροτέρευση των οχημάτων και μηχανημάτων τους και για την απώλεια των αποθεμάτων της επιχείρησής τους δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε νομική υποχρέωση να την εξετάσει.
2. Από τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα προκύπτει ότι δεν ετίθετο θέμα επιβεβαίωσης της επίδικης συμφωνίας από τους εφεσίβλητους, μετά που αυτοί πληροφορήθηκαν τα αληθινά γεγονότα και την πραγματική κατάσταση επί του εδάφους. Κατά συνέπεια ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Β. Αντέφεση
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε επιδικάσει νόμιμο τόκο επί του ποσού των Λ.Κ.500.000, το οποίο οι εφεσείοντες, δυνάμει της πρωτόδικης απόφασης, οφείλουν να επιστρέψουν σε αυτούς.
Αποφασίστηκε ότι:
Οι πρώτες Λ.Κ.400.000 είχαν καταβληθεί από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες σταδιακά και πριν την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος. Η υποχρέωση επιστροφής του ποσού αυτού προέκυψε την 21.10.2003, με την ακύρωση της συμφωνίας και εν πάση περιπτώσει με την καταχώριση του κλητηρίου στις 30.10.2003. Το υπόλοιπο του τμήματος πωλήσεως, που ανερχόταν στις Λ.Κ.100.000, καταβλήθηκε στις 22.11.2004 με πλήρη επιφύλαξη δικαιωμάτων. Είναι επομένως ορθό και δίκαιο, εγκρίνοντας μερικώς την ανταπαίτηση, να επιδικασθεί νόμιμος τόκος υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων, επί του ποσού των Λ.Κ.400.000 από 30.10.2003 (ημερομηνία καταχώρισης του κλητηρίου εντάλματος) μέχρις εξοφλήσεως και επί του επιπλέον ποσού των Λ.Κ.100.000 από τις 22.11.2004 (ημερομηνία που καταβλήθηκε) μέχρις εξοφλήσεως.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος των εφεσειόντων. Η αντέφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω. Δεν εκδόθηκε διαταγή εξόδων στην αντέφεση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Johnson a.ο. v. Agnew [1979] 1 All E.R. 883,
M. Loizides Syrimis & Co. κ.ά. v. L.K. Globalsoft Com. Ltd (2007) 1 Α.Α.Δ. 54,
Redgrave v. Hurd [1881] 20 Ch.D. 1,
Laurence v. Lexcourt Holdings Ltd [1978] 1 W.L.R. 1128,
William Sindall PLC v. Cambs CC [1994] 3 All E.R. 932.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες και Αντέφεση από τους εφεσίβλητους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Kληρίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3979/03), ημερομ. 20.9.2007.
Τ. Κουκούνης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χαβιαράς, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι δύο εναγόμενοι-εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες γης στις Αγγλισίδες όπου και λειτουργούσαν εργοτάξιο παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος. Με γραπτή συμφωνία, που υπογράφηκε στις 11.7.2000, συμφώνησαν να πωλήσουν στους ενάγοντες-εφεσίβλητους την όλη επιχείρηση τους, δηλαδή τη γη, τα υποστατικά, τον εξοπλισμό, τα μηχανήματα κ.λπ. αντί ποσού Λ.Κ.500.000. Το ποσό αυτό ήταν πληρωτέο με προκαταβολή εκ Λ.Κ.100.000 και το υπόλοιπο εκ Λ.Κ.400.000 σε πέντε μήνες από την υπογραφή της συμφωνίας. Οι εφεσίβλητοι παρέδωσαν στους εφεσείοντες δέκα επιταγές για Λ.Κ.50.000 η κάθε μια, από τις οποίες οι οχτώ ήσαν μεταχρονολογημένες και πληρώθηκαν ενώ άλλες δύο, ημερ. 6.11.2000, για το ποσό των Λ.Κ.50.000 η κάθε μια, δεν τιμήθηκαν. Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, αυτοί κατέβαλαν συνολικό ποσό Λ.Κ.400.000 ενώ οι δύο επιταγές τους για το συνολικό ποσό των Λ.Κ.100.000, ως προς εξόφληση του υπολοίπου του τιμήματος πωλήσεως, συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ των συμβαλλομένων, να εξαργυρώνονταν ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση της γης και της επιχείρησης. Επειδή, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των εφεσιβλήτων, οι εφεσείοντες παρέλειπαν να προσέλθουν για τη μεταβίβαση, οι εφεσίβλητοι σταμάτησαν την πληρωμή των δύο τελευταίων επιταγών. Στη συνέχεια και όταν οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για εκκαθάριση της εφεσίβλητης εταιρείας, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, λόγω μη πληρωμής των δύο επιταγών, οι εφεσίβλητοι αναγκάστηκαν να πληρώσουν το ισάξιο των δύο επιταγών εκ Λ.Κ.100.000 οπότε και αποσύρθηκε η αίτηση εκκαθάρισης, υπό την επιφύλαξη ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούντο να προωθήσουν την αγωγή τους με αρ. 3979/03 (αντικείμενο της παρούσας έφεσης) και να διεκδικήσουν και το ποσό των Λ.Κ.100.000.
Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, κατά τον Οκτώβριο του 2003 και όταν αυτοί προσπάθησαν να οριοθετήσουν το εργοτάξιο για σκοπούς περίφραξής του, διαπίστωσαν ότι το τι περιλήφθηκε στη συμφωνία και το τι ίσχυε επί του εδάφους διέφερε σημαντικά. Συγκεκριμένα διαπίστωσαν ότι ολόκληρες οι μηχανικές εγκαταστάσεις, τα κτίρια και οι βοηθητικοί χώροι του εργοταξίου βρίσκονταν όχι στο αγορασθέν τεμάχιο, όπως τους είχαν πει οι εφεσείοντες, αλλά μέσα στα όρια συνορεύουσας κυβερνητικής γης. Αμέσως μετά τη διαπίστωση αυτή οι εφεσίβλητοι, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 21.10.2003, τερμάτισαν τη συμφωνία πωλήσεως.
Με την αγωγή τους ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν ζημιές που ανέρχονταν στο ποσό των Λ.Κ.500.000, το οποίο κατέβαλαν στους εφεσείοντες, ζημιές λόγω απώλειας κέρδους, ποσό Λ.Κ.174.280 για έξοδα και έργα μεταφοράς των εγκαταστάσεων που βρίσκονταν εκτός του αγορασθέντος τεμαχίου και απώλεια εισοδημάτων από τη μη λειτουργία του εργοταξίου για 4 μήνες όταν το εργοτάξιο θα ήταν εκτός λειτουργίας. Με την αγωγή τους επίσης οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν δήλωση του δικαστηρίου ότι νόμιμα ακυρώθηκε η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, διαταγή για επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.500.000 που καταβλήθηκε, αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και υπαλλακτικά αποζημιώσεις για το κόστος μεταφοράς κατασκευών, για απώλεια κέρδους, εισοδημάτων κ.λ.π..
Με την υπεράσπισή τους οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι, το γεγονός ότι ένα μέρος των εγκαταστάσεων της επιχείρησης βρισκόταν μέσα σε κυβερνητική γη το γνώριζαν οι εφεσίβλητοι πριν καταρτιστεί η επίδικη συμφωνία, αφού το έφεραν σε γνώση τους οι εφεσείοντες και οι εφεσίβλητοι δεν έδειξαν οποιοδήποτε ενδοιασμό αλλά προχώρησαν στην υπογραφή της συμφωνίας. Στην υπεράσπιση τους ισχυρίζονται επίσης ότι τα όσα λέγουν οι εφεσίβλητοι στην έκθεση απαίτησης τους συνιστούν προφάσεις και εκ των υστέρων σκέψεις για να αποφύγουν την καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος πωλήσεως, δηλαδή των Λ.Κ.100.000 και για να έχουν έρεισμα στην ένσταση που οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν στην αίτηση εκκαθάρισης της εταιρείας τους που είχαν καταχωρήσει οι εφεσείοντες. Στην ανταπαίτηση τους οι εφεσείοντες διεκδίκησαν την καταβολή σ' αυτούς γενικών αποζημιώσεων για παράβαση της συμφωνίας, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, και τόκο προς 9% ετησίως ή νόμιμο τόκο επί του ποσού των Λ.Κ.100.000 από 26.11.2000 μέχρι 22.11.2004 που καταβλήθηκε το ποσό εκείνο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με προσοχή την ενώπιον του μαρτυρία και ουσιαστικά δέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων ενώ απέρριψε εκείνη των εφεσειόντων. Δέχθηκε δηλαδή τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, τοπογράφου-μηχανικού κ. Παπασάββα, σύμφωνα με την οποία ολόκληρες οι μηχανικές εγκαταστάσεις, τα κτίρια και οι βοηθητικοί χώροι του εργοταξίου βρίσκονται στο κυβερνητικό Τεμάχιο 97 και όχι στο Τεμάχιο 63 το οποίο, μεταξύ άλλων, οι εφεσείοντες πώλησαν στους εφεσίβλητους. Μόνο το σημείο φόρτωσης των «μπετονιέρων» βρίσκεται στο Τεμάχιο 63. Επίσης μέρος του γκαράζ και άλλων κατασκευών βρίσκεται σε ιδιωτικό χώρο τρίτων, δηλαδή το Τεμάχιο αρ. 23. Η μορφή επέμβασης στο κυβερνητικό Τεμάχιο 97 και η τοποθέτηση ολόκληρου του εργοταξίου έγινε με τέτοιο τρόπο που για να διεξαχθούν οι εργασίες του εργοταξίου κανονικά απαιτείται η χρησιμοποίηση του κυβερνητικού τεμαχίου. Σε περίπτωση μη χρησιμοποίησης της κυβερνητικής γης απαιτείται η ολική μετακίνηση όλων των μηχανικών εγκαταστάσεων του εργοταξίου. Η μορφολογία όμως του εδάφους του Τεμαχίου 63 δεν επιτρέπει τη μετακίνηση του εργοταξίου εκεί και επομένως και την ομαλή λειτουργία των εργασιών του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι πριν την υπογραφή της συμφωνίας οι εφεσείοντες είχαν προβεί σε ψευδείς παραστάσεις προς τους εφεσίβλητους, δηλαδή παρέστησαν σ' αυτούς μια κατάσταση πραγμάτων η οποία δεν ανταποκρινόταν ούτε προς την πραγματικότητα, ούτε και προς τα συμφωνηθέντα. Αφού αναφέρθηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο, στην επίδικη συμφωνία, Τεκμήριο 1, και συγκεκριμένα στην παράγραφο 2, προχώρησε και ανέλυσε τα Αρθρα 18 και 19 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες, και ιδιαίτερα ο πρώτος εφεσείων, προέβηκε σε ψευδείς παραστάσεις προς τους εφεσίβλητους. Παρά όμως τα προαναφερόμενα, το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατήρησε ότι τουλάχιστον ο Διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας (Μ.Ε.2) «κάτι γνώριζε περί προβλημάτων τοποθέτησης εγκαταστάσεων εκτός του αγορασθέντος τεμαχίου». Βρήκε δηλαδή ότι ο Μ.Ε.2 είχε κάποιες αμφιβολίες και δεν ήξερε αν το εργοτάξιο των εφεσειόντων ενέπιπτε εξ ολοκλήρου στο Τεμάχιο 63 ή όχι.
Με βάση τη μαρτυρία που δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας Μ.Ε.2, κ. Αντωνίου, είχε πληροφορηθεί από τον πρώτο εφεσείοντα, πριν τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, ότι το γκαράζ και η αποθήκη υλικών του εργοταξίου δεν βρίσκονταν μέσα στο τεμάχιο γης που θα αγόραζαν (Τεμάχιο 63) πλην όμως οι εφεσίβλητοι δεν το θεώρησαν αυτό ως εμπόδιο και προχώρησαν στη σύναψη της συμφωνίας. Αργότερα όμως και αφού ανέκυψαν διαφορές και δικαστικές διαδικασίες μεταξύ των διαδίκων (μεταξύ των οποίων και η καταχώριση αίτησης των εφεσειόντων για εκκαθάριση της εφεσίβλητης εταιρείας) έγινε οριοθέτηση από την εφεσίβλητη εταιρεία μέσω του Μ.Ε.1 κ. Παπασάββα, με σκοπό την επακριβή διακρίβωση του τι ενέπιπτε στο αγορασθέν τεμάχιο. Ήταν τότε μόνο που οι εφεσίβλητοι ανακάλυψαν ότι η πραγματική κατάσταση επί του εδάφους ήταν πολύ διαφορετική και ήταν αυτή που περιγράφηκε στην έκθεση και τη μαρτυρία του Μ.Ε.1.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, εξαιτίας των ψευδών παραστάσεων των εφεσειόντων προς τους εφεσίβλητους, οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αντιληφθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο της υπογραφής της συμφωνίας ότι ολόκληρες οι εγκαταστάσεις του αγορασθέντος εργοταξίου βρίσκονταν εκτός του αγορασθέντος Τεμαχίου 63 και βρίσκονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στο, κυβερνητικής ιδιοκτησίας, Τεμάχιο αρ. 97, ενώ μικρό μέρος των εγκαταστάσεων αυτών βρισκόταν στο, ιδιωτικής ιδιοκτησίας, Τεμάχιο αρ. 23.
Αφού ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε τους εφεσείοντες υπόλογους και υπεύθυνους για τις ψευδείς παραστάσεις που έκαμαν στους εφεσίβλητους, κατά παράβαση των Αρθρων 18 και 19 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αναφέρθηκε στον τερματισμό της συμφωνίας στον οποίο προέβησαν οι εφεσίβλητοι, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 21.10.2003 (Τεκμήριο 4). Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, και ειδικά στις αποφάσεις Johnson and Another v. Agnew [1979] 1 All E.R. 883 και M. Loizides Syrimis & Co. κ.ά. v. L.K. Globalsoft Com. Ltd (2007) 1 C.L.R. 54, υπέδειξε τη διαφορά μεταξύ του τερματισμού μιας συμφωνίας, επειδή ο αντισυμβαλλόμενος αρνείται ή παραλείπει να εκτελέσει μια συμβατική υποχρέωση του, και της εξ υπαρχής ακύρωσης μιας συμφωνίας λόγω πλάνης, απάτης ή έλλειψης συγκατάθεσης. Στην περίπτωση της εξ υπαρχής ακύρωσης η σύμβαση θεωρείται, κατά νόμο, ως εάν να μην υπήρξε ποτέ. Δεδομένου ότι στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να τερματίσουν τη σύμβαση και να ζητήσουν, με την αγωγή τους, αναγνωριστική απόφαση για νόμιμη ακύρωση της επίδικης συμφωνίας, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέδωσε δηλωτική απόφαση για νόμιμη ακύρωση της επίδικης συμφωνίας από τους εφεσίβλητους, ως η παράγραφος 1 του αιτητικού της έκθεσης απαίτησης και περαιτέρω εξέδωσε διαταγή ως η παράγραφος 2 του αιτητικού με την οποία διατάχθηκαν οι εφεσείοντες να επιστρέψουν στους εφεσίβλητους το ποσό των Λ.Κ.500.000 που κατέβαλαν έναντι της ακυρωθείσας συμφωνίας, και αμέσως μετά την καταβολή του ποσού αυτού, οι εφεσίβλητοι διατάχθηκαν να επανεγράψουν και/ή μεταβιβάσουν και παραδώσουν στους εφεσείοντες τα οχήματα και μηχανήματα που περιγράφονται στον Πίνακα Α της επίδικης συμφωνίας, τα οποία αναφέρονται ρητά στην πρωτόδικη απόφαση. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τις υπόλοιπες θεραπείες που διεκδικούσαν οι εφεσίβλητοι, όπως ήταν η καταβολή αποζημιώσεων για το κόστος μεταφοράς των κατασκευών του εργοταξίου που βρίσκονταν εκτός του πωληθέντος τεμαχίου, που υπολογίζονταν σε Λ.Κ.174.280, για την απώλεια κέρδους και/ή εισοδημάτων, που θα προκαλείτο λόγω της μεταφοράς, καθώς επίσης και για τόκο επί του ποσού των Λ.Κ.500.000. Απέρριψε επίσης και την ανταπαίτηση, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, τόσο στην αγωγή όσο και στην ανταπαίτηση.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους. Πρώτον επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε τις αναγκαίες οδηγίες ώστε να επαναφέρει τους συμβληθέντες στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την υπογραφή της συμφωνίας, σύμφωνα με το εύρημα του ότι η επίδικη συμφωνία κατέστη εξ υπαρχής άκυρη εξαιτίας των ψευδών παραστάσεων των εφεσειόντων. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, για να αποκατασταθούν οι συμβληθέντες στην προτέρα τους κατάσταση, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε διατάξει, εκτός από την επαναμεταβίβαση των οχημάτων και μηχανημάτων μετά την επιστροφή του τιμήματος πωλήσεως, και την παράδοση ελεύθερης κατοχής του τεμαχίου 63, που αποτελεί μέρος της πωληθείσας επιχείρησης, από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε διατάξει τους εφεσίβλητους να αποζημιώσουν τους εφεσείοντες για τη φθορά και χειροτέρευση που υπέστησαν τα οχήματα και μηχανήματα των εφεσειόντων από τις 11.7.2000 μέχρι την επαναμεταβίβαση και παράδοση τους στους εφεσείοντες. Ακόμα το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε διατάξει και την αποζημίωση των εφεσειόντων από τους εφεσίβλητους για την απώλεια των αποθεμάτων της επιχείρησης τους και της εμπορικής τους εύνοιας λόγω της απουσίας τους από το χώρο της επιχείρησης τους για τα τελευταία 7 χρόνια.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται, ως λανθασμένο, το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είχαν προβεί σε ψευδείς παραστάσεις σε ότι αφορούσε την κατάσταση πραγμάτων της επιχείρησης που αγόρασαν οι εφεσίβλητοι από αυτούς. Με αναφορά στη μαρτυρία οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι οι εφεσείοντες είχαν προβεί σε ψευδείς παραστάσεις προς τους εφεσίβλητους, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εν πάση όμως περιπτώσει το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε αρνηθεί οποιαδήποτε θεραπεία στους εφεσίβλητους επειδή αυτοί, κατά τους εφεσείοντες, μετά που πληροφορήθηκαν τα αληθινά γεγονότα, επαναβεβαίωσαν την επίδικη συμφωνία κρατώντας την επιχείρηση των εφεσειόντων για 3½ ολόκληρα χρόνια πριν τον τερματισμό της συμφωνίας στις 21.10.2003 και εκμεταλλευόμενοι, στο μεταξύ, την επιχείρηση αυτή.
Οι εφεσίβλητοι αντικρούουν και τους δύο λόγους έφεσης και ισχυρίζονται ότι ποτέ δεν τέθηκε ως επίδικο θέμα το ζήτημα του τυχόν οφέλους που απεκόμισαν από τη χρήση του εργοταξίου οι εφεσίβλητοι ή της τυχόν μείωσης της αξίας των οχημάτων και μηχανημάτων της επιχείρησης από φθορά ή χειροτέρευση. Όσον αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι ποτέ δεν προβλήθηκε ως επίδικο θέμα ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, αλλά ούτε και δικογραφήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι, μετά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, ανακάλυψαν την ύπαρξη των ψευδών παραστάσεων και τα αληθινά γεγονότα και παρά ταύτα αποδέχθηκαν τη συνέχιση της συμφωνίας και την επιβεβαίωσαν. Αναφορικά με την αντέφεση τους οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επεδίκασε νόμιμο τόκο επί του ποσού των Λ.Κ.500.000 που επιδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων. Σύμφωνα με το Αρθρο 33 του Ν. 14/60 προνοείται η επιδίκαση τόκου επί του ποσού των αποφάσεων και το άρθρο εκείνο προσδιορίζει ότι σε περίπτωση δόλου ή απάτης το χρονικό σημείο έναρξης καταβολής τόκου είναι ο χρόνος της επίδικης συμφωνίας, δηλαδή, στην προκείμενη περίπτωση, η 11.7.2000. Ως εκ τούτου θα έπρεπε, κατά τους εφεσίβλητους, να είχε επιδικαστεί νόμιμος τόκος από την προαναφερόμενη ημερομηνία, επί του προαναφερόμενου ποσού, υπέρ τους.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης παρατηρούμε τα εξής:
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην απόφασή του, εξέδωσε δήλωση νόμιμης ακύρωσης της επίδικης συμφωνίας ως η παράγραφος 1 του αιτητικού της έκθεσης απαίτησης. Αυτό συνεπάγεται ότι η επίδικη συμφωνία είναι εξ υπαρχής άκυρη και ότι οι συμβληθέντες επιστρέφουν στην κατάσταση που ήταν πριν τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, δηλαδή ότι η ιδιοκτησία του τεμαχίου 63 παραμένει στους εφεσείοντες οι οποίοι δικαιούνται και εις την ελεύθερη κατοχή του. Οι εφεσίβλητοι παράλληλα δικαιούνται στο επιδικασθέν, προς όφελός τους, ποσόν των Λ.Κ.500.000. Αναφορικά με τη θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε διατάξει τους εφεσίβλητους να αποζημιώσουν τους εφεσείοντες για τη φθορά και χειροτέρευση των οχημάτων και μηχανημάτων τους και ακόμα ότι έπρεπε να είχε διατάξει την αποζημίωση των εφεσειόντων για την απώλεια των αποθεμάτων της επιχείρησης και της εμπορικής τους εύνοιας, παρατηρούμε πως κανένα από αυτά τα θέματα δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλά ούτε και προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία με βάση την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο θα μπορούσε να είχε αποτιμήσει είτε την τυχόν φθορά των οχημάτων και μηχανημάτων είτε την αξία των αποθεμάτων και της εμπορικής εύνοιας της επιχείρησης των εφεσειόντων την οποίαν αυτοί στερήθηκαν. Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης εκτιμούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κάθε δικαίωμα να δεχθεί μερικώς τη μαρτυρία των μαρτύρων των εναγόντων-εφεσιβλήτων και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είχαν προβεί σε ψευδείς παραστάσεις προς τους εφεσίβλητους, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε ότι παρόλο που ο Διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας είχε κάποιες αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο το σύνολο των εγκαταστάσεων του εργοταξίου βρισκόταν εντός του αγορασθέντος Τεμαχίου 63, η κατάσταση στην πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική απ' αυτήν που οι εφεσείοντες είχαν παρουσιάσει στους εφεσίβλητους εφόσον, στην πραγματικότητα, κανένα μέρος των εγκαταστάσεων του εργοταξίου βρισκόταν μέσα στο Τεμάχιο 63 και μάλιστα ότι η μετακίνηση τους στο Τεμάχιο 63 θα ήταν ουσιαστικά αδύνατη. Όσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε αρνηθεί οποιαδήποτε θεραπεία στους εφεσίβλητους επειδή αυτοί, μετά που πληροφορήθηκαν τα αληθινά γεγονότα, επαναβεβαίωσαν και επιβεβαίωσαν την επίδικη συμφωνία κρατώντας μάλιστα την επιχείρηση των εφεσειόντων για 3½ ολόκληρα χρόνια πριν τον τερματισμό της συμφωνίας, παρατηρούμε ότι ούτε και αυτό το ζήτημα αποτέλεσε επίδικο θέμα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και επομένως δεν μπορεί να εγείρεται για πρώτη φορά κατ' έφεση. Τα γεγονότα όμως, εν πάση περιπτώσει, δεν υποστηρίζουν αυτή τη θέση των εφεσειόντων εφόσον οι εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν τα αληθινά γεγονότα, ότι δηλαδή κανένα μέρος των εγκαταστάσεων των εφεσειόντων βρισκόταν στο Τεμάχιο 63, μόνο μετά από την έκθεση του Μ.Ε.1, τοπογράφου-μηχανικού κ. Παπασάββα, η οποία ετοιμάστηκε στις αρχές Οκτωβρίου του 2003 και οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία στις 21.10.2003, δηλαδή λίγες μόνο μέρες μετά την έκθεση του εμπειρογνώμονα. Είναι ορθόν ότι οι εφεσίβλητοι, ευρισκόμενοι υπό το βάρος της αίτησης διάλυσης της εταιρείας τους, πλήρωσαν ποσόν Λ.Κ.100.000 (δύο μεταχρονολογημένες επιταγές) μετά την ημερομηνία τερματισμού (στις 22.11.2004). Αυτό όμως έγινε με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους για διεκδίκηση αυτού του ποσού και δεν μπορεί να θεωρηθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, ως επιβεβαίωση της συμφωνίας. Επομένως δεν τίθεται θέμα επιβεβαίωσης της επίδικης συμφωνίας από τους εφεσίβλητους, μετά που αυτοί πληροφορήθηκαν τα αληθινά γεγονότα και την πραγματική κατάσταση επί του εδάφους. Κατά συνέπεια ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Πριν προχωρήσουμε στην αντέφεση των εφεσιβλήτων παρατηρούμε ότι ένα από τα θέματα που ηγέρθησαν ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου από τους εναγόμενους-εφεσείοντες ήταν και το ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 19(3) του περί Συμβάσεων Νόμου, η σύμβαση δεν ήταν ακυρώσιμη επειδή οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι ήταν σε θέση να ανακαλύψουν την αλήθεια αν κατέβαλλαν τη συνήθη επιμέλεια, αλλά δεν το έπραξαν. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε καταρχήν ότι αυτή η θέση δεν καλυπτόταν και μάλιστα ερχόταν σε αντίθεση με τις έγγραφες προτάσεις των εναγομένων-εφεσειόντων. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων καθώς και η προβληθείσες, κατά τη δίκη, θέσεις τους ήταν ότι δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε ψευδής ή αναληθής παράσταση εκ μέρους τους και ότι εκείνα για τα οποία διαβεβαίωναν τους εφεσίβλητους ήταν αληθινά. Καμία εισήγηση εκ μέρους τους δεν έγινε ότι τα γεγονότα ήταν διαφορετικά απ' εκείνα για τα οποία οι εφεσείοντες διαβεβαίωναν τους εφεσίβλητους, αλλά ότι οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να ανακαλύψουν την αλήθεια αν ασκούσαν συνήθη επιμέλεια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τόσο οι προφορικές όσο και οι συμβατικές παραστάσεις στις οποίες προέβηκε ο εναγόμενος 1 εμπίπτουν στον ορισμό του όρου «ψευδής παράσταση» που δίδεται στο Αρθρο 18 του περί Συμβάσεων Νόμου.
Η νομική αρχή είναι ότι η παράλειψη εκμετάλλευσης της ευκαιρίας να ανακαλύψει ο αθώος συμβαλλόμενος την αλήθεια, με άσκηση εύλογης επιμέλειας, δεν συνιστά εμπόδιο για τη διεκδίκηση θεραπείας (της ακύρωσης της σύμβασης), νοουμένου ότι ο αθώος συμβαλλόμενος (στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι) εύλογα βασίστηκε στη ψευδή παράσταση του αντισυμβαλλόμενου (των εφεσειόντων) (Δέστε: Redgrave v. Hurd [1881] 20 Ch.D. 1 και Laurence v. Lexcourt Holdings Ltd [1978] 1 W.L.R. 1128. Δέστε επίσης Treitel, The Law of Contract, 8th edition, p.p. 303 and 304). Η υπόθεση Laurence (ανωτέρω) αμφισβητήθηκε από το Αγγλικό Εφετείο στην μεταγενέστερη απόφαση William Sindall PLC v. Cambs CC [1994] 3 All E.R. 932, όμως στην μεταγενέστερη απόφαση το ζήτημα που κυρίως απασχόλησε το δικαστήριο ήταν η ερμηνεία σύμβασης στην οποίαν υπήρχε ρητή πρόνοια σύμφωνα με την οποίαν ο αγοραστής αγόραζε ακίνητη περιουσία και αναλάμβανε τον κίνδυνο για οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις είχε η περιουσία, τις οποίες δεν γνώριζε ο πωλητής. Η παρούσα υπόθεση είναι εντελώς διαφορετική από την Sindall (ανωτέρω).
Παραμένει η αντέφεση των εφεσιβλήτων σύμφωνα με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε επιδικάσει νόμιμο τόκο επί του ποσού των Λ.Κ.500.000, το οποίο οι εφεσείοντες, δυνάμει της πρωτόδικης απόφασης, οφείλουν να επιστρέψουν στους εφεσίβλητους. Εφόσον η επίδικη συμφωνία είναι εξ υπαρχής άκυρη και εφόσον το καθήκον του δικαστηρίου ήταν να θέσει τους συμβληθέντες, όσο αυτό ήταν δυνατόν, στη θέση που θα βρίσκονταν αν η συμφωνία δεν γινόταν ποτέ, συμφωνούμε μερικώς με τους εφεσίβλητους ότι το ποσό των Λ.Κ.500.000 που πρέπει να τους καταβάλουν οι εφεσείοντες, είναι ορθό και δίκαιο να φέρει νόμιμο τόκο από κάποιαν ημερομηνία. Αυτό υποστηρίζεται και από τους Hαlsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 26, σελ. 874-877, όπου στην σελ. 875, παραγρ. 1625 αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι μεταξύ των διαταγών και των οδηγιών που το δικαστήριο δίδει, σε περιπτώσεις ακύρωσης συμφωνιών, με σκοπό την αποκατάσταση των μερών στην προ της συμφωνίας κατάστασή τους, δηλαδή στην κατάσταση που θα βρίσκονταν αν δεν γινόταν ποτέ η συμφωνία, είναι και η επιστροφή χρημάτων που πληρώθηκαν δυνάμει της ακυρωθείσας συμφωνίας, με τόκο. Στην προκείμενη περίπτωση οι πρώτες Λ.Κ.400.000 είχαν καταβληθεί από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες σταδιακά και πριν την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος. Η υποχρέωση επιστροφής του ποσού αυτού προέκυψε την 21.10.2003, με την ακύρωση της συμφωνίας και εν πάση περιπτώσει με την καταχώριση του κλητηρίου στις 30.10.2003. Το υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως, που ανερχόταν στις Λ.Κ.100.000, καταβλήθηκε στις 22.11.2004 με πλήρη επιφύλαξη δικαιωμάτων. Θεωρούμε επομένως ορθό και δίκαιο, εγκρίνοντας μερικώς την ανταπαίτηση, να επιδικάσουμε νόμιμο τόκο υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων, επί του ποσού των Λ.Κ.400.000 από 30.10.2003 (ημερομηνία καταχώρισης του κλητηρίου εντάλματος) μέχρις εξοφλήσεως και επί του επιπλέον ποσού των Λ.Κ.100.000 από τις 22.11.2004 (ημερομηνία που καταβλήθηκε) μέχρις εξοφλήσεως.
Ενόψει των όσων αναφέραμε η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος των εφεσειόντων, ενώ η αντέφεση πετυχαίνει μερικώς και εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων για επιδικασμό νόμιμου τόκου επί του ποσού των Λ.Κ.400.000 από 30.10.2003 μέχρις εξοφλήσεως και επί του επιπλέον ποσού των Λ.Κ.100.000 από 22.11.2004 μέχρις εξοφλήσεως.
Ενόψει της αποτυχίας της έφεσης, και του επιδικασμού εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων στην έφεση, στην αντέφεση δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος των εφεσειόντων. Η αντέφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω. Δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων στην αντέφεση.