ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 941
14 Ιουλίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ALPHA BANK LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 2/2007)
Συμβάσεις ― Ερμηνεία όρων έγγραφης σύμβασης ― Σκοπός είναι η ανεύρεση της πραγματικής πρόθεσης των συμβαλλομένων μερών την οποία μεταδίδει το κείμενο της σύμβασης στο μέσο λογικό άνθρωπο ως προς τα συμφωνηθέντα.
Aπόδειξη ― Εξωγενής μαρτυρία ― Δεν είναι κατά γενικό κανόνα αποδεκτή για να μεταβάλει με οποιοδήποτε τρόπο τους όρους που διατυπώθηκαν με σαφήνεια εγγράφως σε συμφωνία.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενάγων είχε εγγυηθεί όλες τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις του ενοικιαγοραστή προς την εναγόμενη τράπεζα και ότι η τελευταία είχε δικαίωμα να αποσύρει από τον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το δεσμευθέν με την εγγύηση ποσό και να το πιστώσει έναντι των υποχρεώσεων του ενοικιαγοραστή προς την τράπεζα ― Το Εφετείο δεν επενέβη.
Ο εφεσείων καταχώρησε εναντίον των εφεσιβλήτων την αγωγή υπ'αρ.7626/2002 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού διεκδικώντας το ποσό των £15.000, ισχυριζόμενος παράβαση συμφωνίας και/ή άδικο πλουτισμό εκ μέρους της εφεσίβλητης τράπεζας.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι εν συντομία τα ακόλουθα:
Ο εφεσείων προμήθευσε ένα φορτηγό αυτοκίνητο σε κάποιο Θ. Ματσεντίδη από τη Λεμεσό. Ο τελευταίος συνήψε σύμβαση ενοικιαγοράς ημερομηνίας 10.3.1999 με τη χρηματοδοτική εταιρεία Alpha Asset Finance Ltd (θυγατρική εταιρεία της εφεσίβλητης τράπεζας), και ενοικίασε με δικαίωμα αγοράς το φορτηγό αντί του ποσού των £47.160,48 πληρωτέου σε 48 δόσεις.
Ήταν η θέση του εφεσείοντος ότι επειδή το φορτηγό προοριζόταν να ταξιδεύει στο εξωτερικό και τανάπαλιν, οι εφεσίβλητοι του ζήτησαν όπως εγγυηθεί την εξασφάλιση της επιστροφής και επανεισόδου του υπό ενοικιαγορά φορτηγού από τον Ματσεντίδη. Για το σκοπό αυτό ο εφεσείων αποδέχθηκε να παράσχει μια τέτοια εγγύηση υπογράφοντας έγγραφο μέσω του οποίου θα εδεσμεύετο τραπεζικός λογαριασμός που διατηρούσε με την εφεσίβλητη τράπεζα για ποσό £30.000 το οποίο αργότερα μειώθηκε εκ συμφώνου σε £15.000. Κατά την 14.3.2002, οι εφεσίβλητοι μονομερώς και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, απέσυραν από το λογαριασμό του το ποσό των £15.000 και πίστωσαν με ισόποσο το λογαριασμό ενοικιαγοράς του Ματσεντίδη.
Η εφεσίβλητη τράπεζα ισχυριζόταν ότι η δοθείσα από τον εφεσείοντα εγγύηση, κάλυπτε και όλες τις υποχρεώσεις του Ματσεντίδη με βάση τη συμφωνία ενοικιαγοράς. Τη θέση αυτή η εφεσίβλητη τράπεζα τη στήριξε σε έγγραφο (Τεκμήριο 3) το οποίο υπέγραψε ο εφεσείων στις 26.4.1999. Επρόκειτο για ένα Γενικό Δικαίωμα Επίσχεσης στη βάση του οποίου οι εφεσίβλητοι θα συνέχιζαν την παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων προς τον Ματσεντίδη με αντάλλαγμα να έχουν το δικαίωμα καθ' οιανδήποτε στιγμή και χωρίς εντολή από τον εφεσείοντα ή παροχή ειδοποίησης προς αυτόν, να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε ποσό βρισκόταν σε πίστη του εφεσείοντος προς κάλυψη οποιωνδήποτε υποχρεώσεων του Ματσεντίδη. Λόγω δε της μη πληρωμής οφειλομένων δόσεων από τον τελευταίο δυνάμει της συμφωνίας ενοικιαγοράς, οι εφεσίβλητοι απέσυραν το δεσμευμένο ποσό των £15.000 από το λογαριασμό του εφεσείοντος και πίστωσαν το χρεωστικό λογαριασμό ενοικιαγοράς του Ματσεντίδη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία και τους ισχυρισμούς που είχαν προσαχθεί από πλευράς εφεσείοντος και απέρριψε την αγωγή με έξοδα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν σε ισχυρισμούς σύμφωνα με τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή δεν αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας και δεν εξέτασε με τη δέουσα προσοχή το καίριο θέμα του σκοπού της εγγύησης που είχε δώσει ο εφεσείων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απάντηση στο ερώτημα εάν και κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα να αποσύρουν από το λογαριασμό του εφεσείοντος το ποσό των £15.000 και να το χρησιμοποιήσουν προς κάλυψη μέρους των συσσωρευθεισών υποχρεώσεων του ενοικιαγοραστή Ματσεντίδη, είχε ουσιώδη και αποφασιστική σημασία στην όλη διαδικασία. Το Τεκμήριο 3 - "Γενικό Δικαίωμα Επισχέσεως", ήταν καίριας σημασίας έγγραφο σχετικό με το θέμα, και έδιδε στους εφεσίβλητους το δικαίωμα να ενεργήσουν όπως ενήργησαν. Δηλαδή να αποσύρουν από το λογαριασμό του εφεσείοντος το τελευταίο δεσμευθέν ποσό και να το πιστώσουν έναντι των υποχρεώσεων του Ματσεντίδη.
2. Δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος για παρέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στην κατάληξή του να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντος. Όσα δε λέχθηκαν περί προηγηθείσας συμφωνίας η οποία εξέφραζε το σκοπό και τον πυρήνα του ακολουθήσαντος εγγράφου - Τεκμηρίου 3, συνιστούσαν ανεπίτρεπτη εξωγενή μαρτυρία. Οι όροι του Τεκμηρίου 3 ήσαν σαφείς και ξεκάθαροι, έτσι ώστε να μη δικαιολογείτο εν πάση περιπτώσει η λήψη εξωγενούς μαρτυρίας.
3. Είναι φανερό από τη δοθείσα μαρτυρία, τις καταστάσεις λογαριασμού της ενοικιαγοράς, τα έγγραφα που αποδείκνυαν τον τερματισμό της κλπ, ότι ο οφειλέτης είχε παρασπονδήσει και επομένως, παρέμεινε χρεώστης προς τους εφεσίβλητους οι οποίοι μπορούσαν να καλύψουν μέρος έστω του χρέους του από το λογαριασμό του εφεσείοντος με βάση τη δική του εξουσιοδότηση - Τεκμήριο 3.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Polycarpou v. Polycarpou (1982) 1 C.L.R. 182,
Θεολόγου v. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σατολιάς, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7626/02), ημερομ. 9.11.2006.
Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Καουτζάνη για κ.κ. Χρυσαφίνη & Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με σύμβαση ενοικιαγοράς ημερομηνίας 10.3.1999, την οποία είχε συνάψει κάποιος Θ. Ματσεντίδης από τη Λεμεσό με τη χρηματοδοτική εταιρεία Alpha Asset Finance Ltd (θυγατρική της Alpha Bank Ltd), ο πρώτος ενοικίασε με δικαίωμα αγοράς ένα φορτηγό αυτοκίνητο με καρότσες αντί του ποσού των £47.160,48 πληρωτέου σε 48 δόσεις. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ο ενάγων στην Αγωγή Αρ. 7626/2002 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και προμηθευτής του φορτηγού, επειδή το φορτηγό προοριζόταν να ταξιδεύει από την Κύπρο στο εξωτερικό και τανάπαλιν, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από τον ίδιο όπως εγγυηθεί την εξασφάλιση της επιστροφής και επανεισόδου του υπό ενοικιαγορά φορτηγού από τον Ματσεντίδη. Γι' αυτό το σκοπό ο εφεσείων αποδέχθηκε να παράσχει μια τέτοια εγγύηση η οποία πήρε τη μορφή υπογραφής εγγράφου μέσω του οποίου θα εδεσμεύετο τραπεζικός λογαριασμός που διατηρούσε ο εφεσείων με την εφεσίβλητη τράπεζα για ποσό £30.000 το οποίο αργότερα, εκ συμφώνου, μειώθηκε σε £15.000. Όμως, κατά την 14.3.2002, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι μονομερώς και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, απέσυραν από το λογαριασμό του το ποσό των £15.000 και πίστωσαν με ισόποσο το λογαριασμό ενοικιαγοράς του ενοικιαγοραστή Ματσεντίδη. Εκείνο το ποσό των £15.000 διεκδίκησε ο εφεσείων ως ενάγων στην προαναφερθείσα αγωγή την οποία καταχώρησε εναντίον των εφεσιβλήτων, ισχυριζόμενος παράβαση συμφωνίας και/ή άδικο ή αδικαιολόγητο πλουτισμό εκ μέρους της εφεσίβλητης Τράπεζας. Η Τράπεζα ως εναγομένη στην αγωγή, ισχυριζόταν ότι η δοθείσα από τον εφεσίβλητο εγγύηση δεν αφορούσε μόνο στη διασφάλιση της επανόδου και επανεισόδου του φορτηγού στην Κύπρο, αλλά κάλυπτε και όλες τις υποχρεώσεις του ενοικιαγοραστή Ματσεντίδη με βάση τη συμφωνία ενοικιαγοράς. Με την υπογραφή δε ενός Γενικού Δικαιώματος Επίσχεσης, ημερομηνίας 26.4.1999 από τον εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι θα συνέχιζαν να παρείχαν προς τον Ματσεντίδη τραπεζικές διευκολύνσεις και εις αντάλλαγμα θα είχαν το δικαίωμα καθ' οιανδήποτε στιγμή και χωρίς εντολή από τον εφεσείοντα ή παροχή ειδοποίησης προς αυτόν, να χρησιμοποιούσαν οποιοδήποτε ποσό βρισκόταν σε πίστη του εφεσείοντα προς κάλυψη οποιωνδήποτε υποχρεώσεων του Ματσεντίδη. Λόγω δε της μη πληρωμής οφειλομένων δόσεων από τον τελευταίο δυνάμει της συμφωνίας ενοικιαγοράς, οι εφεσίβλητοι απέσυραν το δεσμευμένο ποσό των £15.000 από το λογαριασμό του εφεσείοντα και πίστωσαν το χρεωστικό λογαριασμό ενοικιαγοράς του Ματσεντίδη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο εξεδίκασε την αγωγή δεν αποδέχτηκε τους ισχυρισμούς και τη μαρτυρία η οποία είχε προσαχθεί από την πλευρά του εφεσείοντα και απέρριψε την αγωγή του με έξοδα.
Την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης επιδιώκει με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων και εγείρει προς τούτο πέντε συνολικά λόγους έφεσης. Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης, ως εκ της φύσης τους, μπορούν να συνεξετασθούν, όπως άλλωστε μαζί αναλύθηκαν και στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα.
Λόγοι έφεσης αρ. 1 και 2.
Με τον πρώτο λόγο έφεσής του ο εφεσείων εγείρει τον γενικότερο ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή δεν αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας με αποτέλεσμα να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχτηκε η απαίτηση του εφεσείοντα περί του αδικαιολόγητου της απόσυρσης των χρημάτων από το λογαριασμό του.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, συναφή προς τον πρώτο, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει εγκύψει στο καίριο θέμα του σκοπού της εγγύησης που είχε δώσει ο εφεσείων και παρέλειψε να αναλύσει και εξετάσει το υπογραφέν προς τούτο έγγραφο.
Προτού προχωρήσουμε θα πρέπει να επισημάνουμε τα ακόλουθα κύρια και καίρια θέματα τα οποία προέκυψαν από τη δοθείσα μαρτυρία, τις αγορεύσεις των μερών και τις δοθείσες διευκρινίσεις:
α. Ο εφεσείων δεν ήταν εγγυητής στη σύμβαση ενοικιαγοράς, αλλά ήταν ο έμπορος ο οποίος προμήθευσε το αντικείμενο της ενοικιαγοράς.
β. Το φορτηγό, το οποίο ήταν αντικείμενο της χρηματοδότησης με τη σύμβαση ενοικιαγοράς, ανήκε στον εφεσείοντα και θα το αγόραζε ο Ματσεντίδης.
γ. Σε σχέση με τη σύμβαση ενοικιαγοράς, η χρηματοδοτική εταιρεία τερμάτισε τη σύμβαση λόγω μη πληρωμής των συμφωνηθεισών δόσεων από τον Ματσεντίδη και εξασφάλισε δικαστική απόφαση για όλα τα οφειλόμενα ποσά και διάταγμα επιστροφής του οχήματος με την καταχώρηση και εκδίκαση της αγωγής αρ. 4753/2002 Λεμεσού.
δ. Από το συνολικό ποσό της διεκδικηθείσας οφειλής στην πιο πάνω αγωγή, αφαιρέθηκε το ποσό των £15.000 που εισπράχθηκε από τον εφεσείοντα και ανάλογα μειωμένο ήταν και το ποσό της εκδοθείσας απόφασης.
Η όλη διαφορά μεταξύ των διαδίκων εκπηγάζει κατά κύριο λόγο από την υπογραφή και τη σωστή εφαρμογή εγγράφων. Από τη μια ήταν ο καταρτισμός σειράς εγγράφων που αφορούσαν στη δέσμευση ποσού χρημάτων κατατεθειμένων στο λογαριασμό του εφεσείοντα και από την άλλη, ήταν η υπογραφή από τον ίδιο τον εφεσείοντα του εγγράφου που απευθυνόταν προς τους εφεσίβλητους με τον τίτλο "Γενικόν Δικαίωμα Επισχέσεως". Ένα είναι ουσιαστικά το επιχείρημα και μια η βασική θέση την οποία προβάλλει ο εφεσείων: Ότι δηλαδή, όπως αναφερόταν και στην παράγραφο 5 της Έκθεσης Απαίτησής του, η δέσμευση του λογαριασμού του εφεσείοντα για το ποσό των £30.000 αρχικά, έγινε καθαρά και μόνο για να επιτρέπουν οι εφεσίβλητοι την έξοδο του φορτηγού από την Κύπρο και να διασφαλίζεται η επάνοδός του εφόσον αυτό ήταν το αντικείμενο της ενοικιαγοράς.
Όπως δε πρόσθετε στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησής του ο ενάγων-εφεσείων:
"Το γεγονός ότι η πιο πάνω εγγύηση αφορούσε αποκλειστικά και μόνο την εγγύηση ή και εξασφάλιση της επιστροφής ή και επανόδου του πιο πάνω οχήματος και/ή τρέιλερς και/ή καρρότσαν και όχι για άλλο σκοπό, επιβεβαιώθηκε και/ή αναγνωρίσθηκε και/ή γίνεται παραδεκτό από τους Εναγόμενους και/ή τον αντιπρόσωπο και/ή υπάλληλο και/ή διευθυντή τους με έγγραφο τους με τίτλο "Instructions for the Release of a Deposit Account" ημερομηνίας 11.1.2000 καθώς και με δηλώσεις τους σε τρίτα πρόσωπα και/ή την αστυνομία."
Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε κατ' αρχήν ότι το οποιοδήποτε έγγραφο ή συμφωνία έγινε για τη δέσμευση του λογαριασμού που διατηρούσε ο εφεσείων μέχρι κάποιου ποσού, δεν ενέχει από μόνο του αποφασιστική σημασία στο επίδικο θέμα. Εδώ, το ζητούμενο είναι εάν οι εφεσίβλητοι είχαν ή όχι δικαίωμα να αποσύρουν χρήματα από το λογαριασμό του εφεσείοντα και να τα χρησιμοποιήσουν για το σκοπό για τον οποίο τα χρησιμοποίησαν. Η δέσμευση του λογαριασμού του εφεσείοντα έγινε απλά για να εξασφαλιστεί η ανά πάσα στιγμή ύπαρξη αρκετών χρημάτων που θα μπορούσαν να αναληφθούν για τον ίδιο σκοπό. Αυτή δε η διαπίστωση, δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά στο γεγονός της υπογραφής από τον εφεσείοντα του εγγράφου με τίτλο "Γενικό Δικαίωμα Επισχέσεως", το οποίο οι εφεσίσβλητοι επικαλούνται ότι προσέδωσε σ' αυτούς το δικαίωμα της απόσυρσης και χρησιμοποίησης χρημάτων από το λογαριασμό του εφεσείοντα. Παρόλο τούτο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κατέστη φανερό από τη δοθείσα έγγραφη και προφορική μαρτυρία ότι ο σκοπός της δέσμευσης των χρημάτων στο λογαριασμό του εφεσείοντα δεν ήταν απλά και μόνο η εξασφάλιση της επανόδου στην Κύπρο του φορτηγού όταν αυτό θα ταξίδευε στο εξωτερικό. Όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ του ενοικιαγοραστή Ματσεντίδη και του χρηματοδοτικού οργανισμού των εφεσιβλήτων, η αποδέσμευση των χρημάτων θα διαγραφόταν ενόσω το φορτηγό βρισκόταν στην Κύπρο και επιπρόσθετα δεν υπήρχαν καθυστερήσεις στις υποχρεώσεις του ενοικιαγοραστή για πληρωμή των δόσεών του. Αυτό κατέστη φανερό και από το κείμενο της αίτησης την οποία είχε υποβάλει ο Ματσεντίδης για έγκριση ενοικιαγοράς (Τεκμήριο 1), η οποία και εγκρίθηκε στις 10.3.1999, αφού καταγράφηκαν σ' αυτήν τα ακόλουθα σχόλια από το λειτουργό των εφεσιβλήτων Μ.Υ.1, Α. Κυριακίδη:
"It was agreed with the hirer and seller of the car and above account holder to block the amount of £36.000 as security in order to allow hirer to take cars out of Cyprus. Blocking of funds will be deleted only when cars are not taken out of Cyprus and account is up to date. Blocked funds will be reduced accordingly."
Αυτό δε ήταν που κατέθεσε ενόρκως και ο Μ.Ε.1 Βάσος Μιχαηλίδης, πρώην υπάλληλος των εφεσιβλήτων, τον οποίο κάλεσε η πλευρά του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας είχε καταθέσει στην αντεξέταση ότι "Τα λεφτά, οι £36.000 δεσμεύτηκαν για να επιτρέπεται η μεταφορά των αντικειμένων εκτός Κύπρου και ως επίσης η δέσμευση των λεφτών θα διαγράφεται όταν τα αυτοκίνητα δεν εξάγονται και οι πληρωμές είναι κανονικές."
Ακριβώς δε αυτό ήταν που έγινε στην πράξη, εφόσον ο λογαριασμός του εφεσείοντα δεσμευόταν και αποδεσμευόταν κάθε φορά που το φορτηγό έφευγε από την Κύπρο ή επανερχόταν αντίστοιχα, αλλ' η δέσμευση ήταν για διαφορετικά ποσά, τα οποία διακυμάνθηκαν ανάλογα με τα χρεωστικά υπόλοιπα της ενοικιαγοράς, την καλή πληρωμή των οποίων εγγυόταν ο εφεσείων. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία εξάγονται από τα Τεκμήρια 12-18, τα οποία είναι οι γραπτές οδηγίες των εφεσιβλήτων για τη δέσμευση και αποδέσμευση του λογαριασμού του εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο ζωής της συμφωνίας ενοικιαγοράς. (Instructions for the Blocking / Release of a Deposit Account):
Τεκμήριο 12 Ημερομηνία 10.3.1999 Δέσμευση για £36.000
Τεκμήριο 13 Ημερομηνία 26.4.1999 Δέσμευση για £30.000
Τεκμήριο 14 Ημερομηνία 11.1.2000 Αποδέσμευση των £30.000
Τεκμήριο 15 Ημερομηνία 26.1.2000 Δέσμευση για £16.000
Τεκμήριο 17 Ημερομηνία 18.4.2000 Δέσμευση για £10.000
Τεκμήριο 18 Ημερομηνία 12.7.2000 Αποδέσμευση των £26.000
Τεκμήριο 16 Ημερομηνία 12.3.2002 Αποδέσμευση των £15.000
Στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης και στην αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων έγινε ειδική μνεία στις οδηγίες των εφεσιβλήτων που δόθηκαν με το Τεκμήριο 14, με τις οποίες αποδεσμευόταν ο λογαριασμός του εφεσείοντα στις 11.1.2000 και στο οποίο έγγραφο αναφερόταν ότι είχε αποδεσμευτεί το ποσό των £30.000 και πρόσθετε: "... after Track IVECO ....... re-imported on 5/1/2000 8 inspected and found in a good condition."
Είναι βέβαια γεγονός ότι πράγματι οι εφεσίβλητοι, μέσω του πιο πάνω εγγράφου, συνέδεσαν την αποδέσμευση του λογαριασμού με την επιστροφή στην Κύπρο του φορτηγού σε καλή κατάσταση. Όμως, αυτό έγινε σε χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν υπήρξαν καθυστερήσεις σε οφειλόμενα ποσά της ενοικιαγοράς και τίποτα δεν δείχνει πως δεν λήφθηκε και αυτός ο παράγοντας υπόψη, όπως είχε προσυμφωνηθεί.
Τελικά όμως, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το εάν και κατά πόσο οι εφεσίβλητοι ορθά είχαν δεσμεύσει ή αποδεσμεύσει το λογαριασμό του εφεσείοντα σε μια δεδομένη στιγμή. Ουσιώδη και αποφασιστική σημασία είχε στην όλη δικαστική διαδικασία η απάντηση στο ερώτημα εάν και κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα να αποσύρουν από το λογαριασμό του εφεσείοντα το ποσό των £15.000 και να το χρησιμοποιήσουν προς κάλυψη μέρους των συσσωρευθεισών υποχρεώσεων του ενοικιαγοραστή Ματσεντίδη. Καίριας σημασίας έγγραφο σχετικό με αυτό το θέμα ήταν το Τεκμήριο 3 - "Γενικό Δικαίωμα Επισχέσεως", το οποίο υπέγραψε ο εφεσείων στις 26.4.1999. Με εκείνο το έγγραφο, όπως το κείμενο του αποκαλύπτει, ο εφεσείων παρακαλούσε τους εφεσίβλητους (τότε Lombard Natwest Bank Ltd) όπως συνεχίσουν να παρέχουν τραπεζικές διευκολύνσεις προς τον κ. Θ. Ματσεντίδη και έδιδε το δικαίωμα προς την Τράπεζα να κατακρατεί οποιοδήποτε ποσό χρημάτων ήθελε ευρεθεί προς πίστιν του σε οποιονδήποτε λογαριασμό του ως εξασφάλιση και αποδεχόταν να επιβαρύνει τέτοια ποσά για την αποπληρωμή οποιουδήποτε χρέους ή υποχρέωσης του Ματσεντίδη. Περαιτέρω, ο εφεσείων έδιδε το δικαίωμα στην Τράπεζα όπως "καθ' οιανδήποτε στιγμήν και άνευ νεωτέρας εντολής υπ' εμού/υφ' ημών ή ειδοποιήσεως προς εμέ/ημάς να χρησιμοποιήσητε τοιούτον ποσόν ... προς ή δια την αποπληρωμήν τοιαύτης χρεώσεως τοιούτων υποχρεώσεων .."
Με εκείνο το έγγραφο, χωρίς αμφιβολία ο εφεσείων έδιδε στους εφεσίβλητους το δικαίωμα να πράξουν όπως έπραξαν. Δηλαδή να αποσύρουν από το λογαριασμό του το τελευταίο δεσμευθέν ποσό των £15.000 και να το πιστώσουν έναντι των υποχρεώσεων του ενοικιαγοραστή Ματσεντίδη. Το μόνο το οποίο ο εφεσείων-ενάγων προέτασσε στην Έκθεση Απαίτησής του σχετικά με το έγγραφο εκείνο ήταν η αναφορά του στην παράγραφο 6 ότι στις 26.4.1999 "υπέγραψε τυπικά και/ή εκ του προχείρου έντυπο και/ή άλλως πως έγγραφο .. Το έγγραφο αυτό δεν ήταν πλήρως συμπληρωμένο." Πρόσθετε δε ο εφεσείων-ενάγων αμέσως προηγουμένως στην ίδια παράγραφο ότι η υπογραφή του εγγράφου εκείνου έγινε προς το σκοπό της προηγηθείσας προφορικής συμφωνίας των μερών, δηλαδή της αποδοχής παροχής εγγύησης μόνο για την επάνοδο του φορτηγού στην Κύπρο. Αυτή η θέση περί προχειρότητας κατά την υπογραφή του εγγράφου το οποίο είχε και κάποια ασυμπλήρωτα κενά και περί υπογραφής του απλά για επιβεβαίωση προηγηθείσας προφορικής συμφωνίας, είχαν προβληθεί από τον εφεσείοντα και κατά τη δίκη και η μαρτυρία του δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξήγησε. Τα ευρήματα αξιοπιστίας του Δικαστηρίου ουσιαστικά δεν αμφισβητούνται με την έφεση ως τέτοια, ενώ το κύριο παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διερεύνησε επαρκώς τα θέματα που εγείρονται από τα κατατεθέντα Τεκμήρια και ειδικότερα από το Τεκμήριο 3 και τον πραγματικό σκοπό για τον οποίο αυτό είχε υπογραφεί. (Βλ. λόγο έφεσης αρ. 1). Πέραν του ότι δεν βλέπουμε κανένα λόγο να παρέμβουμε στα ευρήματα αξιοπιστίας και στην απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, θα προσθέταμε ότι τα όσα έχουν λεχθεί περί προηγηθείσας συμφωνίας η οποία εξέφραζε το σκοπό και τον πυρήνα του ακολουθήσαντος εγγράφου - Τεκμηρίου 3, συνιστούσαν ανεπίτρεπτη εξωγενή μαρτυρία. Όπως είχε εξηγηθεί, μεταξύ άλλων και στην απόφαση στην υπόθεση Polycarpou v. Polycarpou (1982) 1 C.L.R. 182, δεν είναι αποδεκτή εξωγενής μαρτυρία, δηλαδή μαρτυρία ως προς θέματα που δεν περιλαμβάνονται σε έγγραφο, παρά μόνο αν αυτή είναι αναγκαία για τη διασάφηση αμφιβολιών. Στην υπόθεση Θεολόγου v. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Δ.Δ. 407, τονίστηκε ότι το κριτήριο ερμηνείας έγγραφης συμφωνίας είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο ως προς τα συμφωνηθέντα. Στην παρούσα δε περίπτωση, οι όροι του Τεκμηρίου 3 ήσαν ξεκάθαροι, καμιά ασάφεια δεν υπήρχε σ' αυτούς και κανένα πρόβλημα ερμηνείας τους εγείρεται, έτσι ώστε να εδικαιολογείτο εν πάση περιπτώσει η λήψη εξωγενούς μαρτυρίας.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε σε αριθμό αυθεντιών Κυπριακών και Αγγλικών ως προς το τραπεζικό δικαίωμα επίσχεσης και τις νομικές του προεκτάσεις για να εισηγηθεί ότι αυτό αναφέρεται στις περιπτώσεις κατακράτησης αντικειμένων από την τράπεζα ή για συμψηφισμό μεταξύ λογαριασμών του ίδιου πελάτη και όχι τρίτου προσώπου και, επομένως, δεν τυγχάνει εδώ ισχύος και εφαρμογής δικαίωμα επίσχεσης. Σε σχέση με αυτή την εισήγηση θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ακαδημαϊκή πτυχή του θέματος δεν πρέπει καθόλου εδώ να απασχολήσει ούτε και ο τίτλος ή χαρακτηρισμός του εγγράφου - Τεκμηρίου 3 ενέχει ιδιαίτερη σημασία. Εκείνο που έχει καταλυτική σημασία είναι οι όροι του εγγράφου το οποίο υπέγραψε ο εφεσείων, όροι οι οποίοι ομιλούν από μόνοι τους με σαφήνεια και κάθε άλλη συζήτηση δεν θα ήταν χρήσιμη. Εξάλλου, τα υπονοούμενα περί υπογραφής "προχείρου" ή "τυπικού" εγγράφου με ασυμπλήρωτα κενά που είχαν παρατεθεί στην Έκθεση Απαίτησης και στη μαρτυρία του ενάγοντα, δεν προωθήθηκαν ως νομικός λόγος που στόχευε στην εξουδετέρωση του Τεκμηρίου 3. Αντίθετα, στην Έκθεση Απαίτησης όχι μόνο δεν διεκδικείτο θεραπεία αμφισβήτησης του περιεχομένου εκείνου του εγγράφου, αλλά εζητείτο θεραπεία στη βάση παράβασης των συμφωνηθέντων από πλευράς των εφεσιβλήτων.
Όλες οι πιο πάνω παρατηρήσεις μας συνδέονται με τα θέματα που έχουν εγερθεί από τον εφεσείοντα σε σχέση με τους λόγους έφεσης αρ. 1 και 2. Το γενικότερο παράπονο του εφεσείοντα κάτω απ' αυτούς τους λόγους είναι ότι αντί το πρωτόδικο Δικαστήριο να ασχολείτο με τα θέματα εκείνα, ασχολήθηκε μόνο με την προφορική μαρτυρία της πλευράς του εφεσείοντα την οποία και απέρριψε, χωρίς ν' ασχοληθεί με τα ουσιώδη έγγραφα και τη σημασία τους. Δε συμφωνούμε με αυτή την εισήγηση. Κατ' αρχήν, όπως ορθά παρατήρησε ο πρωτόδικος Δικαστής στη σελίδα 14 της απόφασής του, τα μόνα θέματα τα οποία αμφισβητούντο στην αγωγή ήταν πράγματι πρώτον, ο σκοπός για τον οποίο υπογράφηκε το Τεκμήριο 3 και δεύτερον, κατά πόσο ορθά και δικαιωματικά οι εφεσίβλητοι απέσυραν και μετέφεραν το ποσό των £15.000. Το Τεκμήριο 3 είχε κατατεθεί στην αρχή της δίκης, εκ συμφώνου, και η υπογραφή του ήταν παραδεκτό γεγονός, το δε κείμενό του μιλούσε από μόνο του. Αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενδιέτριψε στους λεπτομερείς όρους και το κείμενο του εγγράφου-Τεκμηρίου 3 και άλλων εγγράφων, απορρίπτοντας τη μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς του εφεσείοντα-ενάγοντα, η οποία έτεινε να διαφοροποιήσει την ερμηνεία και το σκοπό υπογραφής του εγγράφου, το θέμα παρέμεινε να κριθεί και κρίθηκε με βάση τα έγγραφα. Αποδέχθηκε δε τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 το πρωτόδικο Δικαστήριο, μαρτυρία, όπως εξήγησε, η οποία συνάδει και με τα κατατεθέντα Τεκμήρια.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν ευσταθούν οι λόγοι έφεσης αρ. 1 και 2.
Λόγος έφεσης αρ. 3.
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ουσιαστικά επανάληψη με διαφορετικό τρόπο των λόγων έφεσης αρ. 1 και 2, αφού με αυτόν προβάλλεται το παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε κάποια παρεμφερή θέματα, ξεφεύγοντας από την ουσία της διαφοράς.
Λόγος έφεσης αρ. 4.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης και πάλι φαίνεται να καλύπτεται από τους προηγούμενους, αφού με αυτόν προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε ικανοποιητική βαρύτητα στο γεγονός ότι σε κανένα έγγραφο δεν υπάρχει ανάληψη υποχρέωσης να καλύψει καθυστερημένες δόσεις του Θ. Ματσεντίδη και αμφισβητείται και πάλι η σημασία του Τεκμηρίου 3.
Λόγος έφεσης αρ. 5.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το ότι οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι δεν απέδειξαν τον ισχυρισμό τους ότι νόμιμα και δικαιολογημένα απέσυραν τις £15.000 από το λογαριασμό του εφεσείοντα. Σε σχέση με αυτό το λόγο έφεσης θα πρέπει κατ' αρχήν να υπενθυμιστεί πως δεν ήταν ποτέ η θέση του εφεσείοντα στην έκθεση απαίτησής του ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να αποσύρουν χρήματα από το λογαριασμό του εφεσείοντα για να καλύψουν μη συμμόρφωση του ενοικιαγοραστή προς τις υποχρεώσεις του, πλην όμως εκείνο το δικαίωμά τους το άσκησαν αδικαιολόγητα ή παράνομα. Ήταν εξ' αρχής η θέση του και παρέμεινε μέχρι το τέλος, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να αποσύρουν δικά του χρήματα για οποιονδήποτε λόγο άλλο παρά λόγω της μη επανόδου του φορτηγού στην Κύπρο. Εν πάση όμως περιπτώσει, είναι φανερό από τη δοθείσα μαρτυρία, τις καταστάσεις λογαριασμού της ενοικιαγοράς, τα έγγραφα που αποδείκνυαν τον τερματισμό της κλπ., ότι ο οφειλέτης είχε παρασπονδήσει και επομένως, παρέμεινε χρεώστης προς τους εφεσίβλητους οι οποίοι μπορούσαν να καλύψουν μέρος έστω του χρέους του από το λογαριασμό του εφεσείοντα με βάση τη δική του εξουσιοδότηση - Τεκμήριο 3.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αναπόφευκτα απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα έφεσης υπέρ των εφεσίβλητων, πλέον Φ.Π.Α..
Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.