ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 802
6 Ιουλίου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
1. ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος 1,
2. ALISTAIR LINDSAY,
Εναγόμενος 2,
v.
ANTONIUS H.F.M. VRAETS,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 329/2006)
Συμβάσεις ― Παράνομη σύμβαση ― Σύμβαση μεταξύ ενάγοντος και εναγομένων για αγορά και λαθρεμπόριο ακατέργαστων διαμαντιών στη μαύρη αγορά από την Αγκόλα και μεταφορά τους μέσω της Ευρώπης για επεξεργασία στον τελικό τους προορισμό στην Αμβέρσα του Βελγίου, με απώτερο στόχο την αποκόμιση μεγάλου κέρδους και τον διαμοιρασμό των κερδών, τα οποία υπολόγισαν στο τετραπλάσιο της αξίας της παράνομης επένδυσης, μετά την πώληση των κατεργασμένων πλέον διαμαντιών ― Αγωγή ενάγοντος για επιστροφή του ποσού που κατέβαλε στους εναγόμενους για τη δική του συμμετοχή στην όλη συναλλαγή, στη βάση της παράβασης συμφωνίας ή της συνωμοσίας για απάτη, καταδολίευση και ψευδείς παραστάσεις των εναγομένων με σκοπό την εξαπάτησή του ― Πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τον ενάγοντα στη διαζευκτική βάση του αστικού αδικήματος της συνωμοσίας για καταδολίευση, θεωρώντας ότι υπήρξε εξαπάτηση κατά το κοινοδίκαιο βασιζόμενο στο Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, ενώ έκρινε ακυρώσιμη τη σύμβαση ως εμποτισμένη με παρανομία ― Κατά πόσο η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή επί θεμάτων αρχής.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Έκθεση απαίτησης ― Το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει δίκαιη και εύλογη θεραπεία η οποία στοιχειοθετείται από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντάς τα στην ορθή νομική τους βάση ασχέτως της δικογραφικής τους ανεπάρκειας.
Συμβάσεις ― Παράνομη σύμβαση ― Άρνηση παροχής θεραπείας για αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από άκυρες, λόγω παρανομίας, συμφωνίες ― Αξίωμα ex turpi causa non oritur actio.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντος και του εναγομένου 2 αξιώνοντας ειδικές αποζημιώσεις ύψους $2 εκ., $856.000 με τόκο από 1.4.89 μέχρι εξόφλησης, γενικές αποζημιώσεις για απάτη, δόλο ψευδείς παραστάσεις και συνωμοσία καθώς και παραδειγματικές αποζημιώσεις. Οι βάσεις της αγωγής ήταν διαζευκτικά για παράβαση συμφωνίας ή αποζημιώσεις για απάτη, καταδολίευση, ψευδείς παραστάσεις και συνωμοσία του εφεσείοντος μετά του εναγομένου 2, με σκοπό να εξαπατήσουν τον εφεσίβλητο.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως περιγράφονται στην έκθεση απαίτησης και όπως προκύπτουν από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, είναι, εν συντομία, τα ακόλουθα:
Ο εφεσίβλητος, ο εφεσείων και ο εναγόμενος 2 συμφώνησαν, μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ τους, όπως αγοράσουν δύο πακέτα ακατέργαστων διαμαντιών από την Αγκόλα της Αφρικής, έναντι του συνολικού ποσού των $3.106.200. Ο εφεσείων θα διευθετούσε την αγορά αυτή, τη μετέπειτα μεταφορά τους στην Ευρώπη για επεξεργασία και το διαμοιρασμό των κερδών τα οποία ο εφεσείων και ο εναγόμενος 2 υπολόγιζαν στο τετραπλάσιο της αξίας της επένδυσης, μετά την πώληση των κατεργασμένων πλέον διαμαντιών. Ο εφεσίβλητος πλήρωσε το Μάρτιο του 1989 σε λογαριασμό του εφεσείοντος το μεγαλύτερο μέρος της δικής του συμμετοχής η οποία ανερχόταν στο ποσό των $856.000, ενώ τα υπόλοιπα θα καταβάλλονταν από τα άλλα δύο πρόσωπα. Το υπόλοιπο βρισκόταν ήδη στην κατοχή του εφεσείοντος από άλλη μεταξύ τους δραστηριότητα. Το ποσό που πλήρωσε δεν του επεστράφη, ούτε του δόθηκε ποσό από το συμφωνηθέν μερίδιο που θα του αναλογούσε από την πώληση των διαμαντιών.
Ο εφεσείων υποστήριξε πως η όλη επιχείρηση ήταν παράνομη διότι τα ακατέργαστα διαμάντια θα εξάγονταν από την Αγκόλα κατά παράνομο τρόπο αφού αγοράζονταν στη μαύρη αγορά και ότι ήταν στη γνώση του εφεσίβλητου ότι τόσο η αγορά όσο και η μεταφορά από την Αγκόλα μέσω της Ευρώπης στον τελικό τους προορισμό στην Αμβέρσα του Βελγίου, ήταν παράνομη. Λόγω της συμμετοχής του στην παρανομία, ο εφεσίβλητος δεν δικαιούτο σε κανένα ποσό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τόσο ο εφεσείων όσο και ο εφεσίβλητος δεν είχαν πει όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο. Ο εφεσίβλητος γνώριζε εξ αρχής ότι η όλη συναλλαγή δεν ήταν μια συνηθισμένη εμπορική πράξη, αλλά αυτή ήταν παράνομη. Δέχθηκε όμως να λάβει μέρος σ' αυτή λόγω του μεγάλου κέρδους που θα απεκόμιζε. Ο δε εφεσείων είχε ως μόνο του ενδιαφέρον την αποκόμιση κέρδους και η μαρτυρία του όπως και η εκδοχή του ήταν κατασκευασμένη για να παραπλανήσει. Τόσο ο εφεσείων όσο και ο εναγόμενος 2, δεν είχαν ποτέ πρόθεση να υλοποιήσουν όσα είχαν παραστήσει στον εφεσίβλητο, ουδέποτε αγοράστηκαν τα διαμάντια και ουδέποτε πλήρωσαν γι' αυτά οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, μοναδικός δε σκοπός τους ήταν να εξαπατήσουν τον εφεσίβλητο για να λάβουν τα χρήματά του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος και του εναγομένου 2 για το ποσό των $856.000, με έξοδα σε βάρος τους, δικαιώνοντας τον εφεσίβλητο στη διαζευκτική βάση της συνωμοσίας για καταδολίευση. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρξε εξαπάτηση κατά το κοινοδίκαιο, βασιζόμενο στο Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Έκρινε ότι ικανοποιούνταν όλα τα στοιχεία του αστικού αυτού αδικήματος, ότι υπήρξαν εκ μέρους των αντιδίκων του παραστάσεις οι οποίες ήταν ψευδείς, δεδομένου ότι πρόθεση τόσο του εφεσείοντος, όσο και του εναγομένου 2 ήταν όπως εξαπατήσουν τον εφεσίβλητο ώστε να λάβουν εξ αυτού το δικό του μερίδιο στην επιχείρηση που δήθεν θα πραγματοποιούσαν.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση,
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε θεραπεία με βάση τη θεμελίωσή της στο αστικό αδίκημα της εξαπάτησης, ενώ ταυτόχρονα παραγνώρισε την αποστέρηση της ταυτόσημης θεραπείας που εδραζόταν σε παράβαση συμφωνίας λόγω ακριβώς της διαπιστωθείσας παρανομίας. Η προσέγγιση αυτή περιείχε σφάλμα αρχής, εφόσον όταν μια δραστηριότητα κρίνεται παράνομη, τότε δεν μπορεί να θεμελιωθεί θεραπεία διαχωρίζοντας πλασματικά βάσεις αγωγής που προέρχονται όμως από τα ίδια γεγονότα που μιαίνονται από παρανομία.
2. Η πρωτόδικη προσέγγιση, συνιστά παραβίαση της καθιερωμένης αρχής ότι το ενιαίο του δικαίου επιβάλλει και ενιαία αντιμετώπιση, επιτάσσει δε ισότιμη και κοινή μεταχείριση. Και ενώ το Δικαστήριο αποδίδει δίκαιη και εύλογη θεραπεία η οποία αναδύεται από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντάς τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους ανεπάρκειας, οφείλει ταυτόχρονα να αποστερήσει το διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιαδήποτε θεραπεία, έστω και αν επιχειρεί τεχνηέντως να θεμελιώσει τέτοια θεραπεία διατρέχοντας μέσα από διάφορες πιθανές νομικές βάσεις.
3. Είτε υπό τη θεώρηση της ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, είτε υπό τη θεώρηση της ύπαρξης πρόθεσης εξαπάτησης του εφεσίβλητου, το γεγονός παρέμενε με βάση τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε το παράνομο της όλης επιχείρησης, συμμετείχε σ' αυτή θεληματικά και ήταν συνεπώς in pari delicto με τον εφεσείοντα και τον εναγόμενο 2. Δεν είναι ορθά τα όσα εισηγείται ο εφεσίβλητος ως προς τη θεώρηση της συνομωσίας και της πρόθεσης εξαπάτησης, δόλου και απάτης ως θεραπείες δυνάμενες να αποτελέσουν ανεξάρτητη βάση αγωγής, θεμελιώνοντας έτσι αγώγιμο δικαίωμα.
4. Στην παρούσα περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής το Λατινικό αξίωμα ex turpi causa non oritur actio.
5. Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα Δικαστήρια δεν επιτρέπουν την επανάκτηση μεταβιβασθέντων οφελημάτων που προέρχονται από παράνομα συμβόλαια. Αυτή η αρχή υπερίσχυσε στην προσπάθεια να εξισορροπηθούν δύο αντικρουόμενες τάσεις, δηλαδή, να εμποδίζεται από τη μια ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και από την άλλη να απαγορεύεται η συνομολόγηση παρανόμων συμβάσεων.
6. Παρόλο που η αρχική εφαρμογή του δόγματος του ex turpi causa σχετιζόταν με το δίκαιο των συμβάσεων και όχι το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, κανένα Δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει μια συμφωνία που προέρχεται από παράνομη συναλλαγή, αυτό δε επεκτείνεται σ' όλο το φάσμα του δικαίου.
Η έφεση επιτράπηκε. Η αντέφεση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή εξόδων της έφεσης. Η διαταγή ως προς τα έξοδα που επιδικάστηκαν πρωτοδίκως, ακυρώθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542,
Vandervell's Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205,
Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437,
Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320,
Holman v. Johnson [1775] 1 Cowp 341,
Euro-Diam Ltd v. Bathurst [1990] 1 Q.B. 1,
Howard v. Shirlstar Container Transport Ltd [1990] 1 W.L.R. 1292,
Tinsley v. Milligan [1994] 1 A.C. 340,
Pitts v. Hunt [1991] 1 Q.B. 24,
Clunis v. Camden and Islington Health Authority [1998] 3 All E.R. 180.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 15874/97), ημερομ. 22.9.2006.
Χ. Σταυράκης, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Καρή για Γεωργιάδης & Πελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων, εναγόμενος 1 πρωτοδίκως, παραπονείται ως προς την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε εναντίον του, αλλά και του εναγομένου 2 πρωτοδίκως (ο οποίος δεν είχε δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία, αλλά ούτε και εφεσίβαλε την απόφαση), απόφαση για το πόσο των $856.000, με έξοδα σε βάρος τους. Η πρωτόδικη αυτή κρίση, στη βάση των όσων ακολουθούν κατωτέρω, πλήττεται με 21 λόγους έφεσης που εν πολλοίς αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένα συμπεράσματα που είχαν εξαχθεί εξ αυτής. Κύριος όμως άξονας της έφεσης είναι η θεωρούμενη ως λανθασμένη απόδοση θεραπείας σε συνθήκες που μιαίνονταν από ολοκληρωτική παρανομία.
Ο εφεσίβλητος, ενάγων πρωτοδίκως, είχε εγείρει αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιδιώκοντας εναντίον του εφεσείοντος και του εναγομένου 2, ειδικές αποζημιώσεις ύψους $2 εκ., $856.000 με τόκο από 1.4.89 μέχρι εξόφλησης, γενικές αποζημιώσεις, αποζημιώσεις για απάτη, δόλο, ψευδείς παραστάσεις και συνωμοσία καθώς και παραδειγματικές αποζημιώσεις. Τα εξιστοριθέντα από τον εφεσίβλητο με την έκθεση απαίτησης, αλλά και τη μαρτυρία του γεγονότα, ήταν ότι γύρω στο Φεβρουάριο του 1989, ο εφεσείων στην παρουσία και του εναγόμενου 2, του ανέφερε ότι υπήρχαν μεγάλα περιθώρια κέρδους από την αγορά ενός πακέτου ακατέργαστων διαμαντιών, στη συνέχεια δε τον πληροφόρησαν ότι θα μπορούσαν να βρουν και δεύτερο πακέτο τέτοιων διαμαντιών. Τα τρία αυτά άτομα συμφώνησαν μετά από μεταξύ τους διαβουλεύσεις, όπως προχωρήσουν στην αγορά των δύο πακέτων διαμαντιών έναντι του συνολικού ποσού των $3.106.200 με την εκ μέρους του εφεσίβλητου συνολική συμμετοχή ποσού ύψους $856.000, ενώ τα υπόλοιπα θα καταβάλλονταν από τα άλλα δύο πρόσωπα. Η συμφωνία προνοούσε ότι ο εφεσείων θα διευθετούσε την αγορά των διαμαντιών από την Αγκόλα της Αφρικής, τη μετέπειτα μεταφορά τους στην Ευρώπη για επεξεργασία, διαμοιράζοντας στη συνέχεια τα κέρδη, τα οποία ο εφεσείων και ο εναγόμενος 2 υπολόγιζαν στο τετραπλάσιο της αξίας της επένδυσης, μετά την πώληση των κατεργασμένων πλέον διαμαντιών. Ο εφεσίβλητος αφού πλήρωσε το Μάρτιο του 1989 σε λογαριασμό του εφεσείοντος το μεγαλύτερο μέρος της δικής του συμμετοχής, (το υπόλοιπο βρισκόταν ήδη στην κατοχή του εφεσείοντος από άλλη μεταξύ τους δραστηριότητα), κινήθηκε δικαστικώς όταν αντιλήφθηκε ότι παρά την είσπραξη του ποσού, ούτε αυτό του επεστράφη, ούτε ποσό του δόθηκε από το μερίδιο που είχε συμφωνηθεί και που θα του αναλογούσε από την πώληση των διαμαντιών.
Οι βάσεις της αγωγής ήταν διαζευκτικά για παράβαση συμφωνίας ή αποζημιώσεις για απάτη, καταδολίευση, ψευδείς παραστάσεις και συνωμοσία του εφεσείοντος μετά του εναγομένου 2, με σκοπό να εξαπατήσουν τον εφεσίβλητο.
Η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν ότι η όλη επιχείρηση ήταν παράνομη διότι τα ακατέργαστα διαμάντια θα εξάγονταν από την Αγκόλα κατά παράνομο τρόπο αφού αγοράζονταν στη μαύρη αγορά και ότι ήταν στη γνώση του εφεσίβλητου ότι τόσο η αγορά όσο και η μεταφορά από την Αγκόλα μέσω της Ευρώπης στον τελικό τους προορισμό στην Αμβέρσα του Βελγίου, ήταν παράνομη διότι αυτή η μεταφορά θα γινόταν μέσω διπλωμάτη που θα διευθετείτο από τον εναγόμενο 2, ο οποίος θα παραλάμβανε το σφραγισμένο δέμα με τα διαμάντια στη Λισσαβώνα της Πορτογαλίας και μετά θα γινόταν η πληρωμή με χρήματα που υπήρχαν στη Ζυρίχη. Τα διαμάντια πράγματι παραλήφθηκαν από τον εναγόμενο 2, τα ποσά πληρώθηκαν από τον αντιπρόσωπο των πωλητών των διαμαντιών στη Ζυρίχη, αλλά όταν ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος μετέβηκαν οδικώς στο Άμστερνταμ για να συναντήσουν τον εναγόμενο 2, ο οποίος ήταν ήδη εκεί με το δέμα των διαμαντιών, αυτός τους ειδοποίησε ότι ενώ διέσχιζε το δρόμο κτυπήθηκε από αυτοκίνητο, διαμετακομίστηκε σε κλινική, ενώ κατά τη διάρκεια του ατυχήματος, ο χαρτοφύλακας που περιείχε τα διαμάντια εξαφανίστηκε. Η απώλεια του εν λόγω χαρτοφύλακα δηλώθηκε στην τοπική αστυνομία, κατ' απαίτηση του εφεσίβλητου, χωρίς όμως να βρεθεί. Ήταν η εισήγηση του εφεσείοντος πρωτοδίκως ότι ενόψει της όλης παράνομης επιχείρησης που αφορούσε την αγορά, κατοχή και εξαγωγή ακατέργαστων διαμαντιών από την Αγκόλα, που με βάση τον εκεί Νόμο αρ. 7/85, ήταν παράνομες πράξεις επιφέρουσες πολυετείς ποινές φυλάκισης, σε κανένα ποσό δεν δικαιούτο ο εφεσίβλητος λόγω της συμμετοχής του στην παρανομία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη δοθείσα μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου, καθώς και ενός δικηγόρου κληθέντος υπό του εφεσείοντος, ασκούντος το επάγγελμα του για 20ετία στην Αγκόλα, ως προς τον ισχύοντα στην Αγκόλα νόμο, σε σχέση με την όλη βιομηχανία διαμαντιών, περιλαμβανομένης και της εξόρυξης και εμπορίας τους, έκρινε ότι ούτε ο εφεσείων, ούτε ο εφεσίβλητος είχαν πει όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο. Δεχόμενος τη μαρτυρία του δικηγόρου ως προς το νόμο που ίσχυε στην Αγκόλα, αποφάσισε ότι η όλη συναλλαγή εμποτιζόταν από παρανομία. Κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος γνώριζε εξ αρχής ότι η όλη συναλλαγή δεν ήταν μια συνηθισμένη εμπορική πράξη, αλλά και περαιτέρω ότι αυτή ήταν παράνομη, εξαγόμενο το συμπέρασμα αυτό από διάφορα στοιχεία τα οποία παρέθεσε στο σκεπτικό του. Έκρινε περαιτέρω ότι παρά τη γνώση που είχε ο εφεσίβλητος για το παράνομο της όλης συναλλαγής, δέχθηκε να λάβει μέρος σ' αυτή λόγω του μεγάλου κέρδους που θα απεκόμιζε. Όσον αφορά τον εφεσείοντα το Δικαστήριο τον χαρακτήρισε ως άτομο που δεν δίσταζε «.. προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, να καταφύγει στο ψεύδος και άνομες ενέργειες». Το μόνο που ενδιέφερε τον εφεσείοντα ήταν η αποκόμιση κέρδους, η όλη δε μαρτυρία και εκδοχή του, ήταν κατασκευασμένη να παραπλανήσει. Εν τέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ουδέποτε ο εφεσείων και ο εναγόμενος 2, είχαν πράγματι πρόθεση να υλοποιήσουν όσα είχαν παραστήσει στον εφεσίβλητο, ουδέποτε αγοράστηκαν τα διαμάντια και ουδέποτε τα δύο αυτά άτομα πλήρωσαν οποιοδήποτε ποσό χρημάτων γι' αυτά στην Αγκόλα ή οπουδήποτε αλλού, μοναδικός δε σκοπός τους ήταν να εξαπατήσουν τον εφεσίβλητο για να λάβουν τα χρήματα του. Κρίθηκαν επίσης ότι τα όσα σχετίζονταν με τη δήθεν μεταφορά των διαμαντιών, την ύπαρξη διπλωμάτη που θα τα μετέφερε, την πληρωμή τους από αντιπρόσωπο των πωλητών στη Ζυρίχη, το δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη ο εναγόμενος 2 και τη συνακόλουθη απώλεια του χαρτοφύλακα με τα διαμάντια, ήταν όλα σκηνοθετημένα και ψευδή.
Ακριβώς λόγω των πιο πάνω ευρημάτων του είναι που ο κ. Σταυράκης αντιτείνει στους πλείστους λόγους έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «κατασκεύασε» στην ουσία τη δική του εκδοχή επί των αντικρουομένων γεγονότων, ερμηνεύοντας μάλιστα τα όσα το ίδιο έκρινε ως αληθή, κατά τρόπο που να υποστηρίζουν τη δική του κατάληξη επί των θεωρούμενων υπ' αυτού ευρημάτων. Ο συνήγορος στους διαφόρους λόγους έφεσης παραθέτει, πρόσθετα, σωρεία περιπτώσεων που κατά την άποψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στα ευρήματα του, μη δεχόμενο μαρτυρία του εφεσείοντος, η οποία όμως υποστηριζόταν και από μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου ή ότι το εύρημα ότι ο εφεσίβλητος κρατήθηκε μακριά από τα αληθινά γεγονότα επί σκοπώ από τους άλλους δύο, δεν συνάδει με την απόρριψη της αθώας εκδοχής που παρουσίασε ο ίδιος ο εφεσίβλητος ότι απλώς είχε συμμετάσχει σε μια επιχείρηση χρηματοδοτώντας μέρος της. Πολλές δε κρίσεις του Δικαστηρίου δεν τεκμηριώνονταν από τα γεγονότα ενώπιόν του, αλλά αποτελούσαν τη δική του γνώμη και το δικό του πιστεύω, ως προς τα διαδραματισθέντα. Από την άλλη και ο εφεσίβλητος με σχετική αντέφεση του παραπονείται ότι λανθασμένα δεν επιδικάστηκε προς όφελος του νόμιμος τόκος από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ή τη δημιουργία του αγώγιμου δικαιώματος.
Εξετάζοντας την όλη υπόθεση πρωτίστως πρέπει να λεχθεί ότι δεν διαλανθάνει της προσοχής ότι οι διαζευκτικές βάσεις αγωγής είναι αντιφατικές μεταξύ τους ενόψει του ότι η μεν παράβαση συμφωνίας θεμελιώνεται σε γεγονότα που όντως έλαβαν χώραν (αυτή ήταν η μαρτυρία και του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου) και που έδειχναν τα διάφορα στάδια της συναλλαγής να είχαν υλοποιηθεί μέχρι του σημείου της απώλειας του χαρτοφύλακα με τα διαμάντια σε οδικό ατύχημα του εναγόμενου 2, ενώ η καταδολίευση και οι ψευδείς παραστάσεις, εδράζονται στη δικογραφική προώθηση της θέσης ότι ουδέν έλαβε χώραν και ότι όσα δήθεν έγιναν, αποτελούσαν σκηνοθετημένη και πλασματική εξιστόρηση γεγονότων, με μοναδικό σκοπό να εξαπατηθεί ο εφεσίβλητος ώστε να αποχωριστεί προς όφελος των αντιδίκων του, το ποσό των $856.000. Παρεμβάλλεται ότι η σχετική δικογράφηση δεν είναι η καλύτερη δυνατή εφόσον τίθενται διαζευκτικά οι πράξεις δολιότητας, ενώ περιλαμβάνουν και ετεροχρονισμένα γεγονότα που εκ των υστέρων προωθούνται ως αποτελούντα στοιχεία θεμελιώνοντα εξ αρχής την απάτη.
Η εφετειακή κρίση επί των επακριβών γεγονότων και τον τρόπο αντιμετώπισης τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα είχε συνεπώς τεράστια σημασία ως προς ποια από τις δύο θεραπείες, θα ήταν ενδεχομένως δυνατό να θεμελιωθεί. Καθίσταται όμως η άσκηση αυτή αχρείαστη ενόψει των όσων ακολουθούν. Η οποιαδήποτε ενασχόληση με το πλημμελές ή μη της αξιολόγησης της μαρτυρίας, θα ήταν αλυσιτελής εφόσον εντοπίζεται θεμελιακότερο πρόβλημα στο σκεπτικό της απόφασης που οδηγεί αναπόφευκτα στην ανατροπή της, ακόμη και στη βάση των ιδίων των ευρημάτων που το Δικαστήριο θεώρησε ορθό να εξαγάγει από την ενώπιον του μαρτυρία.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο εφεσίβλητος θεμελίωσε την αξίωση του διαζευκτικά σε διάρρηξη συμφωνίας ή σε συνομωσία για καταδολίευση, απάτη και ψευδείς παραστάσεις, δηλαδή, σε θεραπείες του δικαίου των συμβάσεων και του δικαίου των αστικών δικαιωμάτων. Ως προς την παράβαση συμφωνίας, θεωρήθηκε, και ορθά, ότι εφόσον «... ο σκοπός της συμφωνίας των διαδίκων ήταν η αγορά και λαθρεμπόριο ακατέργαστων διαμαντιών από την Αγκόλα ...» πράξεις που ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο παράνομες σύμφωνα με το Δίκαιο της Αγκόλας, «... το Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει τέτοια συμφωνία και συνεπώς η απαίτηση του ενάγοντα με βάση τη συμφωνία Φεβρουαρίου 1989 δεν μπορεί να πετύχει». Αυτά, με αναφορά στο Άρθρο 17 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, που προσδιορίζει την έννοια της «απάτης», της συναίνεσης του εφεσίβλητου στη συμφωνία, εξασφαλισθείσας συνέπεια αυτής της απάτης, με αποτέλεσμα να ήταν ακυρώσιμη στην επιλογή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όμως, δικαίωσε τον εφεσίβλητο στη διαζευκτική βάση της συνωμοσίας για καταδολίευση θεωρώντας ότι υπήρξε εξαπάτηση κατά το κοινοδίκαιο βασιζόμενο στο Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Έκρινε ότι ικανοποιούνταν όλα τα στοιχεία του αστικού αυτού αδικήματος, ότι υπήρξαν εκ μέρους των αντιδίκων του παραστάσεις οι οποίες ήταν ψευδείς, δεδομένου ότι πρόθεση τόσο του εφεσείοντος, όσο και του εναγομένου 2 ήταν όπως εξαπατήσουν τον εφεσίβλητο ώστε να λάβουν εξ αυτού το δικό του μερίδιο στην επιχείρηση που δήθεν θα πραγματοποιούσαν. Με τη διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος όντως ενήργησε στη βάση αυτών των ψευδών παραστάσεων και υπέστη τη συγκεκριμένη ζημιά του ποσού των $856.000, απέδωσε σ' αυτόν το εν λόγω ποσό, απορρίπτοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε άλλη απαίτηση του για γενικότερες αποζημιώσεις ελλείψει ικανής μαρτυρίας.
Η πιο πάνω απόδοση θεραπείας με βάση τη θεμελίωση της στο αστικό αδίκημα της εξαπάτησης, έγινε, όμως, χωρίς καμία απολύτως αναφορά στη συμμετοχή του ιδίου του εφεσιβλήτου στην όλη συναλλαγή, συμμετοχή που το ίδιο το Δικαστήριο έκρινε ότι έλαβε χώραν αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς αποκόμισης τεράστιου κέρδους και παρά τη γνώση του ότι πρόκειτο για μια παράνομη δραστηριότητα. Σε ταυτόχρονη παραγνώριση όμως της αποστέρησης της ταυτόσημης θεραπείας που εδραζόταν σε παράβαση συμφωνίας λόγω ακριβώς της διαπιστωθείσας παρανομίας. Αυτή η προσέγγιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο περιείχε σφάλμα αρχής, εφόσον όταν μια δραστηριότητα κρίνεται παράνομη, τότε δεν μπορεί να θεμελιωθεί θεραπεία διαχωρίζοντας πλασματικά βάσεις αγωγής που προέρχονται όμως από τα ίδια γεγονότα που μιαίνονται από παρανομία.
Το ενιαίο του δικαίου επιβάλλει και ενιαία αντιμετώπιση, επιτάσσει δε ισότιμη και κοινή μεταχείριση. Και ενώ αποδίδει δίκαιη και εύλογη θεραπεία αναδυόμενη από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντας τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους ανεπάρκειας, (Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, Vandervell's Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205, Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437 και Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320), οφείλει ταυτόχρονα να αποστερήσει το διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιαδήποτε θεραπεία, έστω και αν επιχειρεί τεχνηέντως να θεμελιώσει τέτοια θεραπεία διατρέχοντας μέσα από διάφορες πιθανές νομικές βάσεις.
Εδώ, υπό οποιαδήποτε θεώρηση είτε δηλαδή υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, είτε υπήρξε πρόθεση εξαπάτησης του εφεσίβλητου, το γεγονός παρέμενε με βάση τη διαπίστωση του πρωτοδίκου Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε το παράνομο της όλης επιχείρησης, συμμετείχε σ' αυτή θεληματικά και ήταν συνεπώς in pari delicto με τον εφεσείοντα και τον εναγόμενο 2. Δεν είναι ορθά τα όσα εισηγείται ο εφεσίβλητος ως προς τη θεώρηση της συνομωσίας και της πρόθεσης εξαπάτησης, δόλου και απάτης ως θεραπείες δυνάμενες να αποτελέσουν ανεξάρτητη βάση αγωγής, θεμελιώνοντας έτσι αγώγιμο δικαίωμα. Το επιχείρημα προσκρούει τόσο στο ενιαίο των στοιχείων και γεγονότων που συνέθεταν την όλη επιχείρηση, όσο και στη θέση ότι ακόμη και η εσωτερική πρόθεση εξαπάτησης του εφεσίβλητου από τους άλλους δύο διαδίκους, εξωτερικεύτηκε με τη συνομολόγηση προφορικής παράνομης συμφωνίας, στην οποία θεληματικά και εν γνώσει του έλαβε μέρος ο εφεσίβλητος. Δεν υπάρχει επομένως πεδίο διαχωρισμού.
Πρόκειται για περίπτωση εφαρμογής του Λατινικού αξιώματος ex turpi causa non oritur actio, δηλαδή, όπως το έθεσε από πολύ παλιά, ο Lord Mansfield CJ στην Holman v. Johnson [1775] 1 Cowp 341:
«no court will lend its aid to a man who founds his cause of action upon an immoral or illegal act.»
Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα Δικαστήρια δεν επιτρέπουν την επανάκτηση μεταβιβασθέντων οφελημάτων που προέρχονται από παράνομα συμβόλαια. Αυτή η αρχή υπερίσχυσε στην προσπάθεια να εξισορροπηθούν δύο αντικρουόμενες τάσεις, δηλαδή, να εμποδίζεται από τη μια ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και από την άλλη να απαγορεύεται η συνομολόγηση παρανόμων συμβάσεων.
Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Street on Torts 11η έκδ. σελ. 106-109, παρόλο που η αρχική εφαρμογή του δόγματος του ex turpi causa σχετιζόταν με το δίκαιο των συμβάσεων και όχι το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, κανένα Δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει μια συμφωνία που προέρχεται από παράνομη συναλλαγή, αυτό δε επεκτείνεται σ' όλο το φάσμα του δικαίου. Όπως, επί λέξει, αναφέρεται:
«.. if the claimant must rely on an illegal contract to succeed in tort, his action in tort must also fail. So, in Taylor v. Chester the claimant deposited a £50 note with the defendant as security for his agreement to pay her for the 'rent' of her brothel for an orgy. His claim in detinue for return of the pledge failed because he could only deny the validity of the pledge by showing its illegal and immoral purpose.»
Σε μεταγενέστερες αποφάσεις όπως τις Euro-Diam Ltd v. Bathurst [1990] 1 Q.B. 1 και Howard v. Shirlstar Container Transport Ltd [1990] 1 W.L.R. 1292, θεωρήθηκε ότι το δόγμα θα μπορούσε να τυγχάνει μιας πιο ελαστικής αντιμετώπισης κατά την οποία μικρές παρανομίες θα μπορούσαν να μην αποτελούν εμπόδιο στην επιδίωξη θεραπείας, άν κατά τα άλλα δεν θα ήταν αντίθετες με το περί δικαίου κοινό αίσθημα («public conscience»). Η προσπάθεια αυτή όμως αποδοκιμάστηκε στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στη Tinsley v. Milligan [1994] 1 A.C. 340, με αναφορά στη διαχρονική νομολογία, αρχής γενομένης από την Holman v. Johnson (πιο πάνω). Η απόφαση αυτή αφορούσε το δίκαιο των συμβάσεων, αλλά τυγχάνει εφαρμογής κατ' αναλογίαν και στις θεραπείες που στηρίζονται στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων ή τουλάχιστον έχει θέσει υπό σοβαρή αμφισβήτηση ανάλογη θεραπεία ή ανάλογη προσέγγιση και στον τομέα των αστικών αδικημάτων. Έτσι, τόσο στην προγενέστερη απόφαση Pitts v. Hunt [1991] 1 Q.B. 24, όσο και στη μεταγενέστερη Clunis v. Camden and Islington Health Authority [1998] 3 All E.R. 180, η νομική αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων στα αστικά αδικήματα εδράστηκε περισσότερο στην απαγόρευση απόδοσης θεραπείας λόγω της άμεσης συμμετοχής του ενάγοντος σε εγκληματική ενέργεια, παρά λόγω θεμάτων που άπτονται της δημόσιας πολιτικής ή του δημοσίου κοινού αισθήματος, έννοιες ακαθόριστες και μη επιδεχόμενες ακριβούς ερμηνείας. Όπως αναφέρεται στη σελ. 107 του πιο πάνω συγγράμματος, εξηγώντας τις πιο πάνω αποφάσεις:
«For their Lordships, ex turpi was not a 'wholly discretionary' defence. If a claim in tort arises from participation in criminal conduct, no cause of action will lie against the claimant's fellow miscreants. And, similarly, when the harm complained of derives entirely from his own conviction for a criminal offence, any claim must also fail.»
Στις συνθήκες της επίδικης υπόθεσης, η αξίωση για θεραπεία εδραζομένη επί αστικού αδικήματος είχε ως βάση την ανάμειξη του εφεσίβλητου σε ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά, ως φανερώνεται από τα παρατεθέντα άρθρα του Νόμου αρ. 7/85 της Αγκόλας, στην παρ. 4(α) της τροποποιημένης υπεράσπισης του εφεσείοντα, όπου όλα τα ακατέργαστα διαμάντια ανήκουν στο κράτος της Αγκόλας, η δε εξαγωγή τους χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση τιμωρείται με 12-16 χρόνια φυλάκισης, τιμωρείται δε ως κλοπή και η κατοχή και η απλή κατακράτησή τους. Όπως αναφέρθηκε και πριν, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε ως γεγονός το αλλοδαπό δίκαιο και την επί αυτού μαρτυρία του δικηγόρου-μάρτυρα του εφεσείοντος. Δεν το ενέταξε όμως σφαιρικά στην κρίση του ώστε να αχθεί σε ορθή κατάληξη.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση γίνεται δεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητά της. Η αντέφεση απορρίπτεται.
Ενόψει της παρανομίας της όλης συναλλαγής, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα, ενώ βεβαίως η διαταγή ως προς τα έξοδα που επιδικάστηκαν πρωτοδίκως, ακυρώνεται.
Η έφεση επιτρέπεται. Η αντέφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων της έφεσης. Η διαταγή ως προς τα έξοδα που επιδικάστηκαν πρωτοδίκως, ακυρώνεται.