ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2009) 1 ΑΑΔ 635
29 Μαΐου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος 1,
v.
1. ΧΑΡΙΛΑΟY ΚΥΜΙΣΗ,
2. EKASTICA KYMISIS LTD,
Eφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 388/2006)
Πολιτική Δικονομία ― Τίτλος αγωγής ― Τροποποίηση τίτλου αγωγής με διαταγή του Δικαστηρίου ― Κατά πόσο η μη συμπερίληψη της ένδειξης για τροποποίηση και στην πρωτόδικη απόφαση (εκτός από την εν τέλει συνταχθείσα απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την ειδοποίηση έφεσης στις οποίες υπήρχε η σχετική ένδειξη), επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο το κύρος της, ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα παραμερισμού της για τον λόγο αυτό ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Έλληνας κ.ά. v. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485.
Συμβάσεις ― Καταρτισμός σύμβασης με απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις ― Ακυρότητα σύμβασης ― Θεραπείες συμβαλλόμενου αθώου μέρους ― Κατά πόσο νομίμως το αθώο μέρος προέβη σε ακύρωση της σύμβασης και διεκδίκησε την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος από το αντισυμβαλλόμενο μέρος.
Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Οι μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρος.
Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) κίνησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντος - εναγόμενου 1 (ο εφεσείων) αξιώνοντας από αυτόν επιστροφή ποσού £34.450 το οποίο του κατέβαλαν για την αγορά διαδοχικά 16 πινάκων διασήμων ελλήνων ζωγράφων, που ψευδώς παρέστησε προς αυτούς ότι ήταν γνήσιοι. Οι εφεσίβλητοι τροποποίησαν την έκθεση απαίτησης προσθέτοντας ως διάδικους την εναγόμενη 2, συμβία και συνεργάτιδα του εναγόμενου 1 και την εναγόμενη 3, εταιρεία, στην οποία και οι δύο ήταν μέτοχοι και διευθυντές. Δεν προσκομίστηκε μαρτυρία εναντίον των δύο πρόσθετων εναγομένων και η εναντίον τους αξίωση απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι πώλησε 24 πίνακες στους εφεσίβλητους με τη συναντίληψη πως ο ίδιος ενεργούσε ως μεσάζων και πως οι πίνακες δεν ήταν γνήσιοι αλλά αντίγραφα.
Ο εφεσίβλητος 1 ανέφερε στη μαρτυρία του πως, αν και ο ίδιος ήταν ιδιοκτήτης γκαλερί με υπεύθυνη τη σύζυγό του, πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις του εφεσείοντος ο οποίος του παρέστησε πως οι πίνακες ανήκαν στη συλλογή της γνωστής συλλέκτριας Ζήνας Κάνθερ και πως τους πωλούσε ο γιός της Θεόδωρος για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα.
Με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε πως ο εφεσείων ήταν ένοχος απάτης και, σ' αυτή τη βάση, με αναφορά στα Άρθρα 17, 18 και 19 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, αφού έκρινε πως «οι ενάγοντες προέβησαν σε ακύρωση της συμφωνίας», το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ τους το ποσό που αναφέρθηκε.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αντέφεση σε σχέση με τη διαταγή εξόδων η οποία (αντέφεση) αποσύρθηκε.
Ο εφεσείων υποστήριξε κατ' έφεση ότι:
1. Η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί επειδή δεν αναφέρεται σε αυτή ότι ο τίτλος είχε τροποποιηθεί με διαταγή του Δικαστηρίου.
2. Εσφαλμένα επετράπη στον Κ. Χασοπόπουλο να καταθέσει ως πραγματογνώμονας ειδικός σε εκτιμήσεις πινάκων και κακώς το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του αναφορικά με την γνησιότητά τους.
3. Η πρωτόδικη απόφαση είναι εν πάση περιπτώσει ελλιπής, ακροσφαλής, τρωτή και λανθασμένη επειδή δεν περιλαμβάνει αναφορά στο «ιδιοκτησιακό καθεστώς των επίδικων πινάκων».
4. Υπήρχαν σοβαρές αντιφάσεις και αδυναμίες στη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, ώστε να επιβάλλεται η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ένδειξη ως προς την επιτευχθείσα τροποποίηση υπάρχει και στην εν τέλει συνταχθείσα απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και στην ειδοποίηση έφεσης. Η μη συμπερίληψη της ίδιας ένδειξης και στην πρωτόδικη απόφαση στην οποία, βεβαίως, ορθώς αναγράφονται οι διάδικοι ενόψει της τροποποίησης, δεν επηρεάζει με κανένα τρόπο το κύρος της ώστε για τέτοιο λόγο να μπορεί να τίθεται ζήτημα παραμερισμού της. Η υπόθεση Έλληνας κ.ά. v. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485 που επικαλέστηκε ο εφεσείων, αφορά σε διαφορετικό ζήτημα.
2. Ενόψει του παραδεκτού γεγονότος πως δεν ήταν γνήσιοι οι επίδικοι πίνακες, εξουδετερώνεται η οποιαδήποτε επίδραση που θα μπορούσε να έχει η μαρτυρία του ειδικού επί αυτού του θέματος.
3. Το παρόν ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιδίκων πινάκων δεν έχει οποιαδήποτε σχέση, αφού η συμφωνία ακυρώθηκε. Επίδικο θέμα ήταν το κατά πόσο νομίμως ή όχι οι εφεσίβλητοι ακύρωσαν τη συμφωνία για την αγορά τους.
4. Όσα επικαλείται ο εφεσείων, ως ουσιώδεις αντιφάσεις, αφορούσαν σε επουσιώδεις λεπτομέρειες που υπήρχαν και κατά την πρωτόδικη απόφαση, που όμως δεν επηρέαζαν την αξιοπιστία του εφεσίβλητου 1.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Έλληνας κ.ά. v. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Πούγιουρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 6286/04), ημερομ. 15.9.2006.
Α. Φυλακτού για Ν.Ε. Νεοκλέους, για τον Εφεσείοντα.
Ξ. Ξενόπουλος με Χλ. Ξενοπούλου, Ασκούμενη Δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Κατά την υπόθεση των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων-εναγόμενος 1, μέσα στο 2004, τους πώλησε διαδοχικά 16 πίνακες διασήμων ελλήνων ζωγράφων που ψευδώς τους παρέστησε πως ήταν γνήσιοι. Το συνολικό τίμημα που κατέβαλαν ανερχόταν στις £34.450 και αξίωσαν αυτό το ποσό. Ο εναγόμενος 1 παραδέχτηκε την πώληση στους εφεσίβλητους, έναντι του πιο πάνω συνολικού ποσού, αριθμού τέτοιων πινάκων, κατά τη δική του εκδοχή 24, με τη συναντίληψη πως ο ίδιος ενεργούσε ως μεσάζων και πως οι πίνακες δεν ήταν γνήσιοι αλλά αντίγραφα. Με τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης προστέθηκαν ως διάδικοι η εναγόμενη 2 που συζούσε και συνεργαζόταν με τον εναγομένο 1 και οι εναγόμενοι 3, εταιρεία, στην οποία οι δυο ήταν οι μέτοχοι και διευθυντές. Δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για συμμετοχή των δυο πρόσθετων εναγομένων και η εναντίον τους αξίωση απορρίφθηκε. Εκδόθηκε, όμως, απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου 1 ως η αξίωση και η έφεση αφορά σ' αυτή την πτυχή της απόφασης. Αντέφεση των εφεσιβλήτων σε σχέση με τη διαταγή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα έξοδα, αποσύρθηκε.
Από τους μάρτυρες που κατέθεσαν, αναφέρθηκαν στα περιστατικά της συναλλαγής ο εφεσίβλητος 1 (Μ.Ε.1) και ο εφεσείων (Μ.Υ.1). Οι εφεσίβλητοι κάλεσαν ως επιπρόσθετους μάρτυρες το λοχία Παπασπύρου που αναφέρθηκε στις ενέργειες του αφότου ο εφεσίβλητος 1 κατάγγειλε τον εφεσείοντα στην αστυνομία για απάτη. Περαιτέρω, τον Κ. Χασαπόπουλο, ως ειδικό. Ο εφεσείων κάλεσε ως επιπρόσθετο μάρτυρα τη Ν. Παστίδου (Μ.Υ. 2), φίλη και των δυο. Η δεύτερη εναγόμενη κατέθεσε ως Μ.Υ.3.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως αληθή τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 και αιτιολόγησε αυτή την αποτίμησή του με αναφορά στις λεπτομέρειες. Όσο και αν ήταν λάθος του εφεσίβλητου 1, όπως δέχτηκε και ο ίδιος, που δεν μερίμνησε για τον εκ των προτέρων έλεγχο της γνησιότητας των πινάκων, η ενέργειά του να αποστείλει τέσσερις από αυτούς στην Ελλάδα για τέτοιο έλεγχο, ενίσχυε τη δική του εκδοχή πως δεν συμφώνησαν για την αγορά αντιγράφων. Και πως, με τη διαπίστωση ότι ήταν αντίγραφα, αφού του επιστράφηκαν και δυο από τους πίνακες που πώλησε σε τρίτους, κατάγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία. Συναφώς, ορισμένες μικροαντιφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε, μεταξύ της μαρτυρίας του και του λοχία ή προς τη γραπτή του κατάθεση, αφορούσαν σε μικρολεπτομέρειες που δεν επηρέαζαν την καθόλου αξιοπιστία του. Ο εφεσίβλητος 1 ήταν ιδιοκτήτης γκαλερί με υπεύθυνη τη σύζυγό του αλλά πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις του εφεσείοντα ο οποίος του παρέστησε πως οι πίνακες ανήκαν στη συλλογή της γνωστής συλλέκτριας Ζήνας Κάνθερ και πως ο υιός της Θεόδωρος προέβαινε σε πωλήσεις για να αντιμετωπίσει οικονομικά του προβλήματα. Εμπλέκοντας, μάλιστα, σε σχέση με τη μια από τις συναλλαγές και το όνομα της συζύγου του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο εφεσείων εμφάνισε τους εφεσίβλητους να πήραν ό,τι ακριβώς συμφώνησαν, μάλιστα με όρους συμφέροντες γι' αυτούς, για να αλλάξουν όμως στάση στη συνέχεια, εφευρίσκοντας την ιστορία του Θεόδωρου που ήταν εντελώς ψευδής, προχωρώντας σε αδικαιολόγητο έλεγχο γνησιότητας και καταγγέλοντας την υπόθεση στην αστυνομία. Ενώ, παράλληλα, κατά τη δική του εκδοχή, όπως του είχε πει ο εφεσίβλητος 1, τα χρήματα που κατέβαλε ως τίμημα «ήταν μαύρα» και γι' αυτό δεν επιθυμούσε την έκδοση αποδείξεων. Αυτά, μαζί με τον ισχυρισμό πως ο ίδιος απλώς λειτουργούσε ως μεσάζων μεταξύ των εφεσιβλήτων και δυο δημοπρατών που ήλθαν από την Ελλάδα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως ψευδή και υπέδειξε πως, κάτω από τέτοια εκδοχή, δεν θα αναμενόταν από τους εφεσίβλητους να τον πλήρωναν με επιταγές. Παρατηρώντας επιπρόσθετα πως δεν ήταν πιστευτός και ο περαιτέρω ισχυρισμός του εφεσείοντα σε σχέση με τους δυο δημοπράτες. Αυτοί είχαν κεντρικό ρόλο, κατά την εκδοχή του, υποτίθεται ήταν με αυτούς που ο εφεσίβλητος 1 έκαμε τη συμφωνία και πως ο ίδιος, προφανώς αφού έπαιρνε τις επιταγές, τους πλήρωνε με μετρητά, χωρίς απόδειξη, όπως η απαίτηση του εφεσείοντα. Επομένως, έκρινε πως στο πλαίσιο προσωπικής συναλλαγής μεταξύ των εφεσίβλητων και του εφεσείοντα, ο δεύτερος πώλησε στους πρώτους, ως αυθεντικούς, πίνακες που ήταν αντίγραφα, δηλαδή με απάτη. Οπότε, νομίμως οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε ακύρωση της συμφωνίας, τόσο προφορικά όσο και με επιστολή του δικηγόρου τους και δικαιούνταν απόφασης για το ποσό των £34.450 που είχαν καταβάλει, ως το τίμημά τους.
Διατυπώθηκαν πέντε λόγοι έφεσης. Ο τέταρτος αποσύρθηκε και, από τους υπόλοιπους, οι λόγοι 1, 3 και 5 αφορούν σε ζητήματα ασύνδετα προς την κρίση περί την αξιοπιστία που ουσιαστικά καθόρισε και το αποτέλεσμα. Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται πως επειδή στην προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση δεν αναφέρεται ότι ο τίτλος είχε τροποποιηθεί με διαταγή του Δικαστηρίου, αυτή πρέπει να παραμεριστεί. Πρόκειται για ένα εντελώς αβάσιμο ισχυρισμό. Ο τίτλος πράγματι είχε τροποποιηθεί με διαταγή του Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα και έκθεση απαίτησης με την ένδειξη «ως ετροποποιήθη σύμφωνα με διάταγμα του Δικαστηρίου ..». Ένδειξη που υπάρχει και στην εν τέλει συνταχθείσα απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και στην ειδοποίηση έφεσης. Η μη συμπερίληψη της ίδιας ένδειξης και στην πρωτόδικη απόφαση στην οποία, βεβαίως, ορθώς αναγράφονται οι διάδικοι ενόψει της τροποποίησης, δεν επηρεάζει με κανένα τρόπο το κύρος της ώστε για τέτοιο λόγο να μπορεί να τίθεται ζήτημα παραμερισμού της. Η υπόθεση Έλληνας κ.ά. v. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 485 που επικαλέστηκε ο εφεσείων, αφορά σε διαφορετικό ζήτημα. Εκεί, ενώ μετά το θάνατο ενός των εναγομένων ο τίτλος τροποποιήθηκε ώστε στη θέση του να τεθεί ο διαχειριστής της περιουσίας του, η ειδοποίηση έφεσης είχε ως τίτλο τον αρχικό, ως εάν να ήταν διάδικος ο ίδιος ο αποβιώσας. Επομένως, όπως κρίθηκε, η ειδοποίηση έφεσης ήταν άκυρη αφού «καλείται το Ανώτατο Δικαστήριο να (α) ασκήσει τις εξουσίες του έξω από το πλαίσιο της υφιστάμενης αντιδικίας και (β) από ακαθόριστο διάδικο».
Με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται πως εσφαλμένα επετράπη στον Κ. Χασαπόπουλο να καταθέσει ως πραγματογνώμονας, ειδικός σε εκτιμήσεις πινάκων και κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία του αναφορικά με τη γνησιότητα των επιδίκων πινάκων. Ήταν, όμως, παραδεκτό πως οι επίδικοι πίνακες δεν ήταν γνήσιοι και δεν μπορούμε να διακρίνουμε την επίδραση που θα μπορούσε να έχει στην κατάληξη αυτό το θέμα. Σημειώνουμε, εν πάση περιπτώσει, πως ο Κ. Χασαπόπουλος εξέθεσε τα προσόντα του και η μαρτυρία του ως ειδικού εισάχθηκε χωρίς ο εφεσείων να προβάλει οποιεσδήποτε ενστάσεις. Ενώ και η αντεξέτασή του αφορούσε στην ουσία της μαρτυρίας του και όχι στη δυνατότητά του να εκφέρει γνώμη.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης φέρει την πρωτόδικη απόφαση ως εν πάση περιπτώσει, «ελλιπή, ακροσφαλή, τρωτή και λανθασμένη» επειδή δεν περιλαμβάνει αναφορά στο «ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιδίκων πινάκων». Μπορούμε και επ' αυτού να είμαστε σύντομοι. Επίδικο ήταν το κατά πόσο νομίμως ή όχι οι εφεσίβλητοι ακύρωσαν τη συμφωνία για την αγορά των 16 πινάκων και σημειώνουμε πως, κατά τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, 12 από αυτούς βρίσκονταν στην κατοχή της αστυνομίας ενώ οι άλλοι τέσσερις είχαν σταλεί στην Ελλάδα για έλεγχο γνησιότητας. Με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε πως ο εφεσείων ήταν ένοχος απάτης και, σ' αυτή τη βάση, με αναφορά στα Άρθρα 17, 18 και 19 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αφού έκρινε πως «οι ενάγοντες προέβησαν σε ακύρωση της συμφωνίας», το Πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ τους το ποσό που αναφέρθηκε. Δεν προτάθηκε ή επιδιώχθηκε οτιδήποτε άλλο και, πάντως, δεν κατανοούμε την απορία του εφεσείοντα σε σχέση με το ποιο είναι τώρα το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επίδικων πινάκων, αφού η συμφωνία ακυρώθηκε.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην εκτίμηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία. Υποστηρίζεται πως υπήρχαν σοβαρές αντιφάσεις και αδυναμίες ώστε να επιβάλλεται παρέμβασή μας. Ο εφεσίβλητος 1 ήταν «καλός γνώστης ζωγραφικών πινάκων» και, επομένως, ήταν παράλογο απλώς να πείστηκε από τον εφεσείοντα, για να σκεφτεί να ελέγξει όχι εκ των προτέρων αλλά εκ των υστέρων. Ενώ και η τιμή που συμφωνήθηκε ήταν χαμηλότερη από εκείνη που αντιπροσώπευε την αξία γνήσιων πινάκων. Ήταν λάθος η αποδοχή των λεχθέντων αναφορικά με το Θεόδωρο και τη Ζήνα Κάνθερ αφού, όπως φάνηκε, ο Θεόδωρος δεν συνάντησε ποτέ οποιονδήποτε από τους δυο. Περαιτέρω, υπήρχε αντίφαση αφού κατά τη μαρτυρία του λοχία Λ. Παπασπύρου ο εφεσίβλητος 1 του ανέφερε πως οι επίδικοι πίνακες ήλθαν από την Ελλάδα. Όπως και αντιφάσεις αναφορικά με το ποσό που καταβλήθηκε αφού στη γραπτή του κατάθεση ο εφεσίβλητος 1 αναφέρθηκε σε £34.750, την ακριβή χρονική περίοδο της συναλλαγής, το κατά πόσο ολόκληρο το ποσό πληρώθηκε με επιταγές όπως η Έκθεση Απαίτησης ή οποιοδήποτε μέρος του με μετρητά και το κατά πόσο πώλησε σε τρίτους όλους τους πίνακες ως η Έκθεση Απαίτησης ή μόνο τρείς όπως εξήγησε στη μαρτυρία του. Ενώ, από την άλλη, ήταν πιο φυσική η μαρτυρία του εφεσείοντα, ο οποίος μόλις τέθηκε το θέμα, παραδέχτηκε πως οι πίνακες δεν ήταν γνήσιοι με πρόσθετο υποστήριγμα το εν τέλει αδιαμφισβήτητο, όπως αυτό προκύπτει από την επί του σημείου αποδοχή της μαρτυρίας της Ν. Παστίδου και της εναγομένης 2, ότι ο εφεσίβλητος 1, αντίθετα προς την υποβολή κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα, είχε παραστεί σε δημοπρασία, παρόντων του εφεσείοντα και των δυο δημοπρατών. Οπότε, όπως ο εφεσείων κατέθεσε, συμφωνήθηκε η αγορά από τους δημοπράτες με τον ίδιο απλώς να λειτουργεί ως μεσάζων. Ρόλο τον οποίο, εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να του αναγνωρίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο και να τον είχε απαλλάξει αφού και με βάση την εκδοχή του εφεσίβλητου 1, ο εφεσείων πωλούσε τους πίνακες για λογαριασμό του Θεόδωρου. Τελικά, έπρεπε να θεωρηθεί ως σημαντικό πλήγμα στην αξιοπιστία του εφεσίβλητου 1 το γεγονός ότι ενέπλεξε ως συμμετέχοντες στην απάτη τους εναγομένους 2 και 3.
Έχουμε ελέγξει όλα τα δεδομένα και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται παρέμβασή μας σε σχέση με την αποτίμηση της αξιοπιστίας, έργο κατ' εξοχήν του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εμπλοκή των εναγομένων 2 και 3 εξηγήθηκε. Ούτε με τη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία ούτε και με τη μαρτυρία του τους είχε εμπλέξει ο εφεσίβλητος 1. Μια από τις επιταγές είχε εκδοθεί λευκή και σ' αυτή αναγράφηκε ως δικαιούχος η εναγόμενη 2. Στη δε εναγόμενη εταιρεία, που συστάθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο, κατά διαδοχή προηγούμενης, απλώς οι άλλοι εναγόμενοι ήταν «διευθυντής και κατά ισομοιρία μέτοχοι». Επίσης, εξ αρχής, με τη γραπτή του κατάθεση προς την αστυνομία, ο εφεσίβλητος 1 αναφέρθηκε στο ιστορικό για την ανάμιξη του Θεόδωρου και της Ζήνας Κάνθερ και, ακριβώς, με αναφορά σε αυτό το γεγονός, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχτηκε τη σχετική αναφορά του λοχία Παπασπύρου, πράγμα που προφανώς διέλαθε της προσοχής κατά τη διατύπωση της έφεσης. Ασφαλώς η αξία των πινάκων, αν ήταν γνήσιοι, θα ήταν μεγαλύτερη αλλά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε πως ο εφεσίβλητος 1, που κατά επάγγελμα ήταν γιατρός, παρά την ενασχόληση του και με πίνακες ζωγραφικής, πείστηκε από τις παραστάσεις του εφεσείοντα στις οποίες και στηρίχτηκε. Περαιτέρω, το ότι ο Θεόδωρος δεν γνώριζε κανένα από τους δυο δεν είναι δυνατό να σημαίνει οτιδήποτε. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 ασφαλώς δεν τον γνώριζε και, στο πλαίσιο της εκδοχής του, ψευδώς ο εφεσείων εμφάνισε τους πίνακες ως δικούς του. Οπότε και το εναλλακτικό πως και στη βάση της εκδοχής του εφεσίβλητου 1, ο εφεσείων λειτουργούσε ως μεσάζων, παραγνωρίζει τη διαπίστωση πως αυτό ήταν ψέμα του για να προσδώσει αξιοπιστία στις παραστάσεις του. Με την παρατήρηση πως τα άλλα που επικαλείται ο εφεσείων αφορούσαν σε επουσιώδεις λεπτομέρειες και σημειώνουμε πως και κατά την πρωτόδικη απόφαση υπήρχαν ορισμένες μικροαντιφάσεις που όμως δεν επηρέαζαν την αξιοπιστία του εφεσίβλητου 1, θα αναφερθούμε στο ζήτημα της παρουσίας του εφεσίβλητου 1 σε μια δημοπρασία. Θέμα στο οποίο ο εφεσείων αποδίδει μεγάλη σημασία αφού εμφανίζει εκείνη τη δημοπρασία να είχε καίρια σημασία για τη διάγνωση του αληθινού του ρόλου. Ο εφεσίβλητος 1 είχε αναφερθεί στον οίκο δημοπρασιών του εφεσείοντα και στην πώληση, μέσω του, ορισμένων αντικειμένων αλλά είναι γεγονός ότι υποβλήθηκε στον εφεσείοντα, κατά την αντεξέτασή του, πως δεν είχε ποτέ παραστεί σε δημοπρασία. Όμως το κατά πόσο είχε ή όχι παραστεί σε δημοπρασία δεν ήταν αφ' εαυτού σχετικό. Υποτίθεται ότι προσλαμβάνει σημασία στο θέμα ενόψει του ισχυρισμού του εφεσείοντα, όχι της Ν. Παστίδου ή της εναγομένης 2, πως κατά τη διάρκεια της έγινε η συμφωνία μεταξύ του εφεσίβλητου 1 και των δυο δημοπρατών. Εκδοχή όμως που, όπως σημειώνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ουδέποτε τέθηκε στον εφεσίβλητο 1 ώστε να είχε την ευκαιρία να απαντήσει. Αντίθετα του υποβλήθηκε ότι εκείνος προσέγγισε τον εφεσείοντα και του ζήτησε αντίγραφα πινάκων ελλήνων ζωγράφων.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε λόγος για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.