ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
DEMETRIOU AND OTHERS ν. PRODROMOU (1983) 1 CLR 301
Αθανασιάδη ν. Αλεξάνδρου (1991) 1 ΑΑΔ 945
Σοφοκλέους ν. Λαϊκή Σπορτ. Κλαπ κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ 69
Λοΐζου ν. Χαραλάμπους άλλως Καρούσος κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 167
Wunderlich Karl Heinz και Άλλοι ν. Eυθύβουλου Παναγιώτου (1999) 1 ΑΑΔ 366
Μιχαήλ Χαράλαμπος ν. Νίκου Α. Ττουνιά (2004) 1 ΑΑΔ 113
Γιάννη Σπύρος ν. Aναπληρωτή Eφόρου Mηχανοκινήτων Oχημάτων και άλλων (1995) 3 ΑΑΔ 334
Kαλιά Aντώνης και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Eπάρχου Λευκωσίας και Άλλου (1996) 3 ΑΑΔ 149
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Alpha Bank Cyprus Ltd ν. Si Senh Dau και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 1935
Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Νίκου Κ. Σιακόλα (2015) 1 ΑΑΔ 2336, ECLI:CY:AD:2015:A744
ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΕΣΤΗ ν. ΜΑΡΙΑ ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ (ΚΟΚΟΝΑ, Πολιτική Έφεση Αρ. 41/2008, 25 Νοεμβρίου 2010
Aρέστη Άριστος ν. Μαρίας Ερμογένους (Κοκόνα) (2010) 1 ΑΑΔ 1844
(2009) 1 ΑΑΔ 356
10 Απριλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
DASAKI ENTERTAINMENT CO LTD.,
Εφεσείoντες-Εναγόμενοι,
v.
ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΕΛΕΟΥΣΗΣ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ (AP. 2),
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 157/2007)
Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Κατάργηση διάκρισης μεταξύ άκυρου και αντικανονικού δικονομικού μέτρου ― Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995 ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διορθώσει την παρατυπία.
Στο κλητήριο ένταλμα της αγωγής των εφεσιβλήτων - εναγόντων εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων, η κλίμακα της αγωγής καθορίστηκε σε Λ.Κ.5.000 - Λ.Κ.25.000, άλλα στην έκθεση απαιτήσεως δεν καθορίστηκε η αξία του ακινήτου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 8.6.07 επέτρεψε τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως ούτως ώστε να αναφέρεται ότι η αξία του επίδικου ακινήτου είναι Λ.Κ.901.000,00. Οι εφεσείοντες - εναγόμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση. Ο συνήγορός τους υποστήριξε ότι «η παραβίαση της επιτακτικής φύσης του περιεχομένου της Δ.2, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν θα έπρεπε να θεραπευθεί με τον τρόπο που αποφάσισε η επίδικη απόφαση», δηλαδή με τροποποίηση. Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων - εναγόντων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αφού η αίτηση για τροποποίηση έγινε καλόπιστα, σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας και η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.2, θ.10 αποτελεί απλή παρατυπία, που δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο σκοπός της νέας διάταξης Δ.64 είναι η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ άκυρου και αντικανονικού μέτρου, εξισώνοντας έτσι κάθε μορφή παρέκκλισης από τους θεσμούς με αντικανονικότητα δυνάμενη να θεραπευθεί. Το θέμα παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
2. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το Δικαστήριο, πριν την τροποποίηση της Δ.64, ήταν υπόχρεο με βάση την νομολογία που ίσχυε τότε, να καταλήξει ότι κάποια παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς οδηγούσε σε ακυρότητα, με τη νέα Δ.64 έχει διακριτική εξουσία να θεωρήσει την μη συμμόρφωση ως απλή παρατυπία, που δεν οδηγεί κατ' ανάγκη σε ακυρότητα.
3. Η αίτηση υποβλήθηκε σε πολύ αρχικό στάδιο της διαδικασίας και σύμφωνα με τη νομολογία η τροποποίηση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο, αρκεί να μη γίνεται κακόπιστα και να μην προκαλείται ζημιά στον αντίδικο που να μην μπορεί να αποζημιωθεί χρηματικά. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν κατάλληλη η παρούσα περίπτωση για τροποποίηση είναι ορθή και γι' αυτό δεν υπάρχει λόγος επέμβασης του Εφετείου.
4. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι η αίτηση των εφεσιβλήτων - εναγόντων ήταν καταχρηστική της διαδικασίας.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Evagorou v. Christodoulou a.o. (1982) 1 C.L.R. 733,
Demetriou a.o. v. Prodromou (1983) 1 C.L.R. 301,
Σακκούλα κ.ά. v. Αρέστη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ 355,
Αθανασιάδη v. Αλεξάνδρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 945,
Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 255,
Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,
Λοΐζου v. Χαραλάμπους άλλως Καρούσος κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 167,
Καλιά κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 149,
Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366,
Μιχαήλ v. Ττουνιά (2004) 1 Α.Α.Δ. 113,
Σοφοκλέους v. Λαϊκή Σπόρτιγκ Κλάμπ κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 69,
Dasaki Entertainment Co Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Aρ. 1) (2009) 1 Α.Α.Δ. 162.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πασχαλίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4068/05), ημερομ. 8.6.2007.
Αχ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες-Εναγομένους.
Α. Γεωργίου για Π. Σαρρή, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 8/6/07 που δόθηκε στην Αγωγή Αρ. 4068/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία επιτράπηκε η τροποποίηση της παραγράφου 6 της Έκθεσης Απαίτησης με την προσθήκη του εξής ισχυρισμού: «η δε αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της λήξης της ενοικίασης ήταν σύμφωνα με εκτίμηση του κυρίου Πανταζή Λ.Κ.901.000,00 (Λίρες Κύπρου 901 χιλιάδες)»
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην αίτηση για τροποποίηση περιληπτικά έχουν ως ακολούθως:
Με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρήθηκε στις 20/5/05, οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες, ιδιοκτήτες του ακινήτου στην οδό Αγίου Αιμιλιανού αρ. 15 στο Στρόβολο, αξίωναν εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων διάφορα διατάγματα, όπως διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στους εφεσείοντες να επεμβαίνουν στο ακίνητο, διάταγμα ανάκτησης κατοχής του ακινήτου και αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και/ή για παραβίαση συμφωνίας μισθώσεως του ακινήτου. Στο κλητήριο ένταλμα η κλίμακα της αγωγής καθορίστηκε σε Λ.Κ.5.000 - Λ.Κ.25.000, αλλά στην Έκθεση Απαιτήσεως δεν καθορίστηκε η αξία του ακινήτου. Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι αφού καταχώρησαν σημείωμα εμφανίσεως υπό διαμαρτυρία, καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζήτησαν τον παραμερισμό και/ή την ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος και της επίδοσης του ισχυριζόμενοι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αγωγή, αφού δικαιοδοσία είχε, σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεως, με βάση τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο Αρ. 23/83. Εναντίον αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε έφεση (Πολ. Έφεση Αρ. 54/06), η οποία κατά την έκδοση της υπό έφεση ενδιάμεσης απόφασης, εκκρεμούσε. Αίτηση των εφεσειόντων για αναστολή της πρωτόδικης διαδικασίας μέχρι την διεκπεραίωση της έφεσης στο θέμα της δικαιοδοσίας, επίσης απορρίφθηκε στις 10/4/07.
Στις 9/5/07 οι εφεσείοντες/εναγόμενοι καταχώρησαν την υπεράσπιση τους, στην οποία, μεταξύ άλλων, εγείρουν και προδικαστική ένσταση ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί γιατί αντιβαίνει στις πρόνοιες της Δ.2, Κ.10 αφού στην έκθεση απαίτησης δεν αναφέρεται η αξία της επίδικης ακίνητης περιουσίας.
Στο μεταξύ από τις 26/4/07 οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζήτησαν να τροποποιήσουν την έκθεση απαίτησης ούτως ώστε να αναφέρεται ότι η αξία του επιδίκου ακινήτου είναι Λ.Κ.901.000,00, αίτημα που συνάντησε την ένσταση των εφεσειόντων/εναγομένων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 8/6/07 επέτρεψε την τροποποίηση με αποτέλεσμα την παρούσα έφεση, η οποία βασίζεται σε τρεις λόγους έφεσης, τους εξής:
(α) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το νομικό και πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης τροποποίησης ήταν καθόλα βάσιμο.
(β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η αιτούμενη τροποποίηση είναι θέμα απλής παρατυπίας και γι' αυτό δεν διαφοροποιεί ριζικά την ουσία της αγωγής.
(γ) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εβάσισε την απόφαση του κρίνοντας ως λόγο ένστασης και ουσίας ότι το εν λόγω λάθος περιήλθε σε γνώση των εφεσιβλήτων/εναγόντων κατά την καταχώρηση της Υπεράσπισης.
Τους πιο πάνω λόγους έφεσης ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων με το περίγραμμα αγόρευσης του και κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία. Σύμφωνα με τον συνήγορο «η παραβίαση της επιτακτικής φύσης του περιεχομένου της Δ.2, θ.10 δεν θα έπρεπε να θεραπευθεί με τον τρόπο που αποφάσισε η επίδικη απόφαση», δηλαδή με τροποποίηση.
Αντίθετα με τα πιο πάνω, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων/εναγόντων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αφού η αίτηση για τροποποίηση έγινε καλόπιστα, σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας και ότι η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.2, θ.10 αποτελεί απλή παρατυπία, που δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης.
Κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης είναι συναφείς και γι' αυτό θα τους εξετάσουμε μαζί. Το ερώτημα είναι αν η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.2, θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών είναι μοιραία για μια αγωγή ή κατά πόσο μπορεί, με καταλληλο διάβημα, να θεραπευθεί η κατάσταση. Η εν λόγω πρόνοια έχει ως ακολούθως:
«10. Σε αγωγές για ανάκτηση κατοχής ακίνητης περιουσίας η οπισθογράφηση στο κλητήριο πρέπει να εκθέτει την αξία της επίδικης περιουσίας που ζητείται η ανάκτησή της, και στις αγωγές για παράνομη επέμβαση η αξία του μέρους εκείνου που γίνεται η επέμβαση.»
Το αγγλικό κείμενο έχει ως ακολούθως:
«10. In actions for recovery of possession of immovable property the endorsement on the writ shall set out the value of the property sought to be recovered, and in those for trespass the value of the part actually, trespassed upon."
Αν το θέμα αυτό εξεταζόταν πριν την 24/2/95, που τροποποιήθηκε η Δ.64, τότε, σύμφωνα με την μέχρι τότε νομολογία που ερμήνευσε παρόμοιες πρόνοιες των θεσμών που ήταν επιτακτικής μορφής, θα ήταν ορθή η θέση του ευπαδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων, ότι δηλαδή η παράλειψη συμμόρφωσης με τη Δ.2, θ.10 θα ήταν μοιραία για την υπόθεση (αγωγή) των εφεσιβλήτων. Η υπόθεση Evagorou v. Christodoulou & Another (1982) 1 C.L.R. 733 είναι καθοδηγητική για την προ της 24/2/95 κατάσταση σχετικά με τη μη συμμόρφωση με τους θεσμούς και δίδονται εκεί παραδείγματα όπου η μη συμμόρφωση θεωρήθηκε ουσιώδης με αποτέλεσμα να καθιστά άκυρη τη διαδικασία. Στην υπόθεση Demetriou & Another v. Prodromou (1983) 1 C.L.R. 301, αποφασίστηκε ότι η παράλειψη του ενάγοντα σε αγωγή διαχείρισης (probate action) να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της Δ.2, θ.13, να συνοδεύεται δηλαδή η αγωγή με ένορκη δήλωση του ενάγοντα που να επαληθεύει την οπισθογράφηση του κλητηρίου, ήταν μοιραία για την αγωγή. Παρομοίως στην υπόθεση Σακκούλα κ.ά. v. Αρέστη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ 355, αποφασίστηκε ότι η παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της Δ.25, θ.2 που διαλαμβάνει ότι σε περίπτωση τροποποίησης δικογράφων θα πρέπει (shall) το τροποποιημένο δικόγραφο να καταχωρείται είτε σε 15 μέρες, είτε στο χρόνο που καθορίζει το δικαστήριο, διαφορετικά το διάταγμα τροποποίησης καθίσταται από μόνο του άκυρο (ipso facto void), είναι τέτοια που δεν μπορεί να θεραπευθεί με παράταση του χρόνου. Δόθηκε έμφαση στην φράση «shall become ipso facto void". Στην υπόθεση Αθανασιάδη v. Αλεξάνδρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 945 αποφασίστηκε ότι η παράλειψη καταχώρησης αίτησης για οδηγίες σε 10 μέρες από την ημερομηνία που οι έγγραφες προτάσεις θεωρούνται ότι έκλεισαν (η αίτηση είχε καταχωρηθεί την 11η μέρα) ήταν επίσης μοιραία.
Ο σκοπός της νέας Δ.64 είναι η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ άκυρου και αντικανονικού μέτρου, εξισώνοντας έτσι κάθε μορφή παρέκκλισης από τους θεσμούς με αντικανονικότητα δυνάμενη να θεραπευθεί. Το θέμα παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 255, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ.323 (απόφαση 11 από 13 Δικαστές), Λοΐζου v. Χαραλάμπους άλλως Καρούσος κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 167, Καλιά κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 149, Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και Μιχαήλ v. Ττουνιά (2004) 1 Α.Α.Δ. 113).
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Καλιά κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά., σελ. 151-152 διαβάζουμε τα εξής:
«Με την κατάργηση της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και την αντικατάστασή της με τη Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 24.2.95, η διάκριση μεταξύ άκυρης και παράτυπης διαδικασίας καταργήθηκε και η μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή την φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία. Πέραν αυτού, με τη νέα Δ.64, παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο διάσωσης της παράτυπης διαδικασίας στην κατάλληλη περίπτωση. Κατά συνέπεια θέση ότι μια έφεση είναι θνησιγενής όταν κανένας από τους λόγους της δεν είναι αιτιολογημένος και επομένως δεν είναι έγκυρη, καταργήθηκε με την τροποποίηση της Δ.64, αλλά η οποιαδήποτε παρατυπία θα πρέπει να θεραπεύεται.
Η θεραπεία αυτή επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από τους Θεσμούς θα πρέπει να αντιμετωπίζεται έγκαιρα. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση στη λήψη διορθωτικών μέτρων, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος που αναλαμβάνει ο αιτητής να πείσει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελός του. (Βλ., μεταξύ άλλων, Λοΐζου v. Χαραλάμπους άλλως Καρούσος και Άλλοι (1996) 1 Α.Α.Δ. 167, Κυπριακή Δημοκρατία v. Lion Insurance Agency Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 338, Γιαννή v. Αναπληρωτή Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 334 και Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 255).»
Είναι λοιπόν φανερό ότι σε περιπτώσεις που πριν την τροποποίηση της Δ.64 το δικαστήριο, με βάση τη νομολογία που ίσχυε τότε, ήταν υπόχρεο να καταλήξει ότι κάποια παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς οδηγούσε σε ακυρότητα, με τη νέα Δ.64 έχει διακριτική εξουσία να θεωρήσει την μη συμμόρφωση ως απλή παρατυπία, που δεν οδηγεί κατ' ανάγκη σε ακυρότητα.
Στη δική μας περίπτωση καταλήγουμε ότι η μη συμμόρφωση με τη Δ.2, θ.10 αφορούσε απλώς παρατυπία που μπορούσε να θεραπευθεί, νοουμένου ότι αποτεινόταν για το σκοπό αυτό η πλευρά που ήταν υπεύθυνη για την παρατυπία, δηλαδή η πλευρά των εφεσιβλήτων.
Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν για το σκοπό αυτό αίτηση για να τροποποιήσουν την έκθεση απαίτησης (ειδικά οπισθογραφημένη στο κλητήριο ένταλμα) και το πρωτόδικο δικαστήριο παραθέτοντας ορθά τη νομολογία και κριτήρια που διέπουν τη διακριτική του ευχέρεια να επιτρέπει την τροποποίηση δικογράφων, επέτρεψε την τροποποίηση. Μπορεί η αίτηση να έγινε κάπως καθυστερημένα σε σύγκριση με την καταχώρηση της αγωγής. Ακόμα και με βάση τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι έλαβαν γνώση οι εφεσίβλητοι της παρατυπίας από τις 27/3/07 που παρέδωσαν τη γραπτή τους αγόρευση για το θέμα αναστολής και όχι με την καταχώρηση υπεράσπισης, όπως θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, η καταχώρηση της αίτησης για τροποποίηση που έγινε στις 26/4/07, δεν κρίνεται αδικαιολόγητα καθυστερημένη. Επομένως ο τρίτος λόγος έφεσης που αναφέρεται βασικά στην καθυστέρηση υποβολής της αίτησης για τροποποίηση, δε βοηθά τους εφεσείοντες. Σημειώνουμε ότι η αίτηση υποβλήθηκε σε πολύ αρχικό στάδιο της διαδικασίας και σύμφωνα με τη νομολογία η τροποποίηση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο, αρκεί να μη γίνεται κακόπιστα και να μην προκαλείται ζημιά στον αντίδικο που να μην μπορεί να αποζημιωθεί χρηματικά. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ήταν κατάλληλη περίπτωση για τροποποίηση και δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει λόγος επέμβασής μας. Στην εξέταση του όλου θέματος λάβαμε υπόψη και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Σοφοκλέους v. Λαϊκή Σπόρτιγκ Κλάμπ κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 69, στην οποία η πλευρά του ενάγοντα, κατά διαστήματα αυξομείωνε την κλίμακα αγωγής και μάλιστα με τρόπο που επηρεαζόταν το θέμα δικαιοδοσίας, τόσο αναφορικά με το αν θα εκδικαζόταν από Επαρχιακό Δικαστή ή πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο, όσο ακόμα και από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Πρωτόδικα απορρίφθηκε νέο αίτημα (προφορικό) για αύξηση της κλίμακας έτσι που να έχει δικαιοδοσία το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, διότι κρίθηκε ότι η ενέργεια του ενάγοντα αποσκοπούσε σε αναβολή της ακρόασης. Στη σελ. 69 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Έτσι ο εφεσείων ήταν ελεύθερος να προσδιορίσει το ύψος της απαίτησης του και μετά τον αυτοπεριορισμό στον οποίο προέβη ο δικηγόρος του. Διατηρούμε τις αμφιβολίες μας για τη βασιμότητα του ευρήματος ότι ο εφεσείων επεδίωκε αναβολή της ακρόασης, που ήταν και η αιτία της πρωτόδικης απόφασης. Δεν ήταν όμως αντικείμενο της έφεσης. Το εκλαμβάνουμε λοιπόν σαν δεδομένο πως είχε σαν στόχο την αναβολή. Ωστόσο η κωλυσιεργία του θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί διαφορετικά π.χ. με την καταδίκη του στα έξοδα παρά με το έσχατο μέτρο της απόρριψης της υπόθεσής του. Θα ήταν δύσκολο να σκεφθεί κανείς περιπτώσεις που ο ενάγων πρέπει να στερηθεί του δικαιώματος να καθορίσει ο ίδιος το μέγεθος της απαίτησης του. Εκτός φυσικά αν με τη συμπεριφορά του καταχράται τις διαδικασίες.»
Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι η αίτηση των εφεσιβλήτων ήταν καταχρηστική της διαδικασίας.
Ο ισχυρισμός της πλευράς των εφεσειόντων ότι όταν εξεταζόταν η αίτηση για τροποποίηση αυτή εξετάστηκε από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενώ όπως ήταν η κλίμακα προηγουμένως (£15.000-£25.000) το θέμα δικαιοδοσίας είχε εξετασθεί από Επαρχιακό Δικαστή, δεν βρίσκουμε να επηρεάζει την υπό έφεση απόφαση, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστή στο θέμα δικαιοδοσίας, έχει επικυρωθεί και από το παρόν Εφετείο (βλ. Dasaki Entertainment Co Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Aρ. 1) (2009) 1 Α.Α.Δ. 162).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων και υπέρ εφεσιβλήτων-εναγόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων.