ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 194
27 Φεβρουαρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΜΠΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 1,
v.
UNIVERSAL BANK LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 340/2006)
Απόδειξη ― Αγωγή για υπόλοιπο τραπεζικού δανείου και υπόλοιπο τραπεζικού τρεχούμενου λογαριασμού ― Κατά πόσο η ενάγουσα τράπεζα είχε αποδείξει σε ικανοποιητικό βαθμό το υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού το οποίο της όφειλε ο εναγόμενος.
Τόκος ― Ύψος επιτοκίων ― Καθορισμός του ύψους του επιτοκίου ― Επαφίεται πλέον στα συμβαλλόμενα μέρη ― Ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999 (Ν.160(Ι)/99) ― Κατά πόσο η παραβίαση του Άρθρου 3 του Νόμου 160(Ι)/99, καθιστά τη σύμβαση άκυρη.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αποδέχθηκε την αγωγή των εφεσιβλήτων (ενάγουσα τράπεζα) εναντίον του εφεσείοντος (πρωτοφειλέτη και πρώτου εναγόμενου) και εξέδωσε απόφαση εναντίον του για (α) £383,589.53 δυνάμει εγγράφων συμφωνιών και/ή δανείων, (β) £25,703.12 δυνάμει εγγράφων συμφωνιών και/ή δανείων και/ή πιστώσεων και/ή αναγνωρισμένου λογαριασμού, (γ) τόκο 12,50% επί των πιο πάνω ποσών, και (δ) διατάγματα για πώληση ενεχυριασμένων μετοχών και ενυποθήκου κτήματος. Το Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν τη μαρτυρία του περιφερειακού διευθυντή των εφεσιβλήτων, ο οποίος ήταν και ο μόνος τους μάρτυρας καθώς και αριθμό εγγράφων που κατατέθηκαν από κοινού. Ο εφεσείων και οι εγγυητές (εναγόμενοι 2 και 3) δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε μαρτυρία.
Ο εφεσείων, με τους πιο κάτω λόγους έφεσης, αμφισβήτησε την ορθότητα της εναντίον του εκδοθείσας απόφασης:
1. Από τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων προέκυψε ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός ανοίχθηκε στις 7.1.99. Παρά ταύτα οι εφεσίβλητοι, σχετικά με την κίνηση του λογαριασμού έφεραν μαρτυρία για την περίοδο 9/1/02 και μετά, όταν είχε ήδη υπόλοιπο Λ.Κ.19,921.68. Έτσι με βάση την υπόθεση Μαρσέλ v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, η επιδίκαση στους εφεσίβλητους του ποσού των Λ.Κ.25,703.12 πλέον τόκο προς 12,50% από 1/3/03 είναι εσφαλμένη.
2. Οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν 12,50% τόκο είτε για το δάνειο, είτε για τον τρεχούμενο λογαριασμό, και επομένως η επιδίκαση τέτοιου τόκου είναι εσφαλμένη. Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι «με βάση τον όρο 3.1 του τεκμηρίου 4 (Συμφωνία Δανείου) οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν να χρεώνουν τόκο υπολογιζόμενο με βάση το ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο καθορίζεται από το εκάστοτε βασικό επιτόκιο προσαυξημένο σε κάθε περίπτωση κατά 2,95 εκατοστιαίες μονάδες. Περαιτέρω προβλέπεται ότι με «βάση τα πιο πάνω το επιτόκιο θα ανέρχεται σήμερα σε βασικό επιτόκιο 5.50% πλέον περιθώριο 2,95, ήτοι σύνολο 8,45%». Προβλήθηκε περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι, εν πάση περιπτώσει, οι εφεσίβλητοι έχουν παραβεί τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (Ν.160(Ι)/99),εφόσον εδώ από τη Συμφωνία Δανείου (τεκμήριο 3) προκύπτει ότι οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι) «δεν ενημέρωναν ειδικά τους εναγόμενους για το ύψος του επιτοκίου που θα χρεώνεται εκάστοτε αναφορικά με το δάνειο, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο τούτο θα υπολογίζεται, ούτε για τον χρόνο κατά τον οποίο θα εισπράττεται ή θα χρεώνεται στον λογαριασμό του οφειλέτη».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ. v. Coral Foods Ltd. κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 956, την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος για να υποστηρίξει τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το τελικό ποσό που όφειλε ο εφεσείων, διακρίνεται από την παρούσα υπόθεση ως προς τα γεγονότα για τους εξής λόγους: (α) διότι σ' εκείνη την υπόθεση οι ενάγοντες δεν επεξήγησαν συγκεκριμένες χρεώσεις στις καταστάσεις λογαριασμού που παρουσίασαν με βάση το Άρθρο 5Α (1) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 ούτως ώστε η βαρύτητά τους δεν κρίθηκε αρκετή να υποστηρίξει την απαίτηση, (β) διότι στην υπόθεση εκείνη είχε εφαρμογή ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν. 2/77 ως είχε τροποποιηθεί) που περιόριζε το μέγιστο ποσοστό επιτοκίου στο 9% και (γ) διότι υπήρχε περί του αντιθέτου μαρτυρία ως προς τις καταστάσεις λογαριασμού. Στην παρούσα υπόθεση ενώ ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων αντεξετάστηκε για άλλα θέματα, δεν του ζητήθηκε να εξηγήσει τις καταχωρήσεις στις καταστάσεις λογαριασμού που παρουσίασε.
2. Η αύξηση του επιτοκίου σε 12,5% άρχιζε από τις 6.10.02 όπως πληροφορήθηκαν οι εφεσείοντες με την επιστολή τερματισμού ημερ. 27.9.02. Σύμφωνα με τους όρους των σχετικών συμφωνιών οι τόκοι υπολογίζονταν καθημερινά και κεφαλοποιούνταν κάθε εξάμηνο εκάστου έτους και οδήγησαν στο τελικό οφειλόμενο υπόλοιπο όπως φαίνεται στις καταστάσεις λογαριασμού. Ο εφεσείων δεν παρουσίασε αντίθετη μαρτυρία. Στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 (Ν.160(Ι)/99) δεν υπάρχει απαγόρευση (όπως υπήρχε στην προηγούμενη περί τόκου νομοθεσία) σχετικά με το μέγιστο ποσοστό επιτοκίου, φτάνει να συμφωνήσει με αυτό το πρόσωπο που λαμβάνει το δάνειο. Όπως ορθά επισημαίνει και το πρωτόδικο δικαστήριο, αυτό το δέχθηκαν οι εφεσείοντες κατά τη σύναψη των δύο συμφωνιών. Δεν παρατέθηκε οποιαδήποτε αυθεντία από πλευράς του εφεσείοντος που να υποστηρίζει τη θέση του ότι ο καθορισμός του επιτοκίου στο 12,50% από τις 6/10/02 και μετά, είναι παράνομος, επειδή έγινε με την ίδια επιστολή που τερματίζονταν οι σχετικές συμφωνίες.
3. Το Άρθρο 3 του Νόμου 160(Ι)/99 δεν διαλαμβάνει ότι η σύμβαση είναι άκυρη σε περίπτωση παραβίασης του άρθρου. Η θεραπεία του εφεσείοντος, σε τέτοια περίπτωση, θα ήταν η δυνατότητα καταγγελίας της υπόθεσης για λήψη ποινικών μέτρων.
Η έφεση απορρίφθηκε με €3.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μαρσέλ v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858,
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. v. Coral Foods Ltd. κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 956.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Κληρίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 239/03), ημερομ. 25.9.2006.
Α. Θ. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Σπανός, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι (ενάγουσα τράπεζα) ήγειραν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την Αγωγή 239/03 εναντίον του εφεσείοντα (που ήταν ο πρωτοφειλέτης και ο 1ος εναγόμενος) και ακόμα δυο προσώπων του Κοσμά Κόμπου και Δαμιανού Κόμπου, ως εγγυητών, με την οποία αξίωσαν (α) £383,589.53 δυνάμει εγγράφων συμφωνιών και/ή δανείων, (β) £25,703.12 δυνάμει εγγράφων συμφωνιών και/ή δανείων και/ή πιστώσεων και/ή αναγνωρισμένου λογαριασμού, (γ) τόκο 12,50% επί των πιο πάνω ποσών, και (δ) διατάγματα για πώληση ενεχυριασμένων μετοχών και ενυποθήκου κτήματος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του μόνου μάρτυρα των εφεσιβλήτων, Ν. Μουαΐμη, περιφερειακού Διευθυντή (του οποίου η μαρτυρία δόθηκε μερικώς υπό μορφή γραπτής δήλωσης και μερικώς προφορικώς) καθώς επίσης και αριθμό εγγράφων που κατατέθηκαν από κοινού ως τεκμήρια, και στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας από πλευράς των εναγομένων, εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα (εναγομένου 1) ως η έκθεση απαίτησης παραγραφοι Α μέχρι ΣΤ. Αναφορικά με τους εναγομένους 2 και 3 (εγγυητές) απέρριψε την αγωγή με το εξής σκεπτικό:
«Επομένως, θα συμφωνήσω με τη θέση της υπεράσπισης ότι εφ' όσον δεν έχει αποδειχθεί η απόδοση απαίτησης πληρωμών προς τους εναγομένους 2 και 3, αυτό σημαίνει ότι δεν αποδείχθηκε η ενεργοποίηση του δικαιώματος της ενάγουσας να ανακτήσει οποιαδήποτε ποσά που κάλυπτε η εγγύηση από τους εγγυητές. Συνακόλουθα η αγωγή εναντίον τους θα πρέπει να απορριφθεί.»
Η πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου όσον αφορά τους εναγομένους 2 και 3 (εγγυητές), δεν έχει εφεσιβληθεί και έτσι δεν θα μας απασχολήσει.
Η παρούσα έφεση καταχωρήθηκε από τον πρωτοφειλέτη (εναγόμενο 1) ο οποίος με 4 λόγους έφεσης προσβάλλει την ορθότητα, της εναντίον του εκδοθείσας απόφασης. Κατά την έναρξη της ακρόασης της έφεσης, ο συνήγορος του εφεσείοντος απέσυρε τους πρώτο και τέταρτο λόγους και περιορίστηκε στους δεύτερο και τρίτο. Εξετάζουμε τους λόγους αυτούς με τη σειρά που τους ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν τα ακριβή υπόλοιπα των δυο λογαριασμών του διότι δεν απέδειξαν ολόκληρη την κίνηση τους από το άνοιγμα των λογαριασμών. Με το περίγραμμα αγόρευσης του ο εφεσείων επικεντρώνεται στο υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού μόνο και δεν αναφέρει οτιδήποτε για το υπόλοιπο του δανείου. Επομένως κρίνουμε ότι το παράπονο όσον αφορά το λογαριασμό δανείου, έχει εγκαταλειφθεί.
Αναφορικά με τον τρεχούμενο λογαριασμό, στη σύντομη για τον παρόντα λόγο έφεσης αγόρευσή του, ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι από τη μαρτυρία του μάρτυρα των εναγομένων Μουαΐμη προέκυψε ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός ανοίχθηκε πριν την 21/8/01, δηλαδή στις 7/1/99. Παρά ταύτα οι εφεσίβλητοι, σχετικά με την κίνηση του λογαριασμού, έφεραν μαρτυρία για την περίοδο 9/1/02 και μετά, όταν είχε ήδη υπόλοιπο Λ.Κ. 19,921.68. Έτσι με βάση την υπόθεση Μαρσέλ v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, η επιδίκαση στους εφεσίβλητους του ποσού των Λ.Κ. 25,703.12 πλέον τόκο προς 12,50% από 1/3/03 είναι εσφαλμένη. Το πρωτόδικο δικαστήριο, εξέτασε κι αυτό τον ισχυρισμό των εναγομένων (περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα) και ανάφερε σχετικά τα ακόλουθα:
«Ως προς τη θέση της υπεράσπισης περί μη ικανοποιητικής απόδειξης των διεκδικούμενων υπολοίπων και της λεπτομερούς διακίνησης των λογαριασμών, παρατηρώ τα εξής:
Τα ακριβή υπόλοιπα των δύο λογαριασμών επεξηγήθηκαν από τον Μ.Ε.1, ο οποίος κατέθεσε σαν τεκμήρια και τις καταστάσεις λογαριασμού - τεκμήρια 18 και 19. Ας σημειωθεί ότι ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε ως προς την ορθότητα των παρασχεθένταν αριθμών ή την ακρίβεια της τελικής κατάληξης τους, εκτός βέβαια από ένα σημείο: Ότι δηλαδή οι χρεωνόμενοι τόκοι γίνονταν κατά παράβαση της κειμένης νομοθεσίας ή των μεταξύ των διαδίκων συμφωνιών. Τέτοια είναι άλλωστε και η περιοριστική θέση με την οποία οι εναγόμενοι στην Υπεράσπιση τους αμφισβητούν το ύψος της οφειλής τους. Αυτές, όμως οι θέσεις έχουν απορριφθεί νωρίτερα στην παρούσα απόφαση. Ο συνήγορος των εναγομένων επικαλέσθηκε και την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Μπούλος Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, ως προς το γεγονός της μη επάρκειας παράθεσης κατάστασης λογαριασμού σαν απόδειξης οφειλομένων υπολοίπων. Εκείνο όμως που είχε επακριβώς τονισθεί στην προαναφερθείσα έφεση ήταν ότι ναι, στοιχεία που περιέχονται σε καταστάσεις λογαριασμών που παράχθηκαν από ηλεκτρονικό υπολογιστή δεν συνιστούν απόδειξη και μάλιστα αδιαμφισβήτητη των γεγονότων που εκτίθενται σ' αυτήν. Αποτελούν όμως, όπως προστέθηκε, ένα αποδεικτικό στοιχείο που υπόκειται σε αξιολόγηση και στο οποίο αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις από τις οποίες δύναται να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς την ακρίβεια ή άλλως της δήλωσης.
Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θα πρέπει να παρατηρήσω ότι ο υπό εξέταση λογαριασμός δανείου, συνιστά μια πιο απλή από τις συνήθεις, περίπτωση διακίνησης λογαριασμού. Οι λόγοι είναι ότι, όπως προβλεπόταν στην ίδια τη συμφωνία - τεκμήριο 4, ουσιαστικά η αποπληρωμή του δανείου των £337.000 θα γινόταν με μια εφάπαξ δόση κατά την 30.11.02. Χωρίς επομένως άλλες ενδιάμεσες περιπλοκές ή υπολογισμούς, όπως εξήγησε και ο Μ.Ε.1 Μουαΐμης και δεν αμφισβητήθηκε, το διεκδικούμενο υπόλοιπο των £383.589.53 αποτελείται καθαρά από το ποσό του κεφαλαίου εκ £337.000 που ουδέποτε πληρώθηκε εν όλω ή εν μέρει, πλέον τους τόκους. Οι δε τόκοι, όπως έχει προαναφερθεί, γίνονταν στη βάση επιτοκίου 8.45% ετήσια μέχρι την 5.10.02 και 12.5% από 6.10.02. Υπολογίζονταν δε καθημερινά, αλλά εκεφαλαιοποιούντο κάθε εξάμηνο, ήτοι κατά την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Αυτοί ήσαν οι ακριβείς υπολογισμοί, που σύμφωνα με την ενάγουσα οδηγούν στο τελικό αποτέλεσμα όπως αυτό εμφανίζεται και στα τεκμήρια 19 και 18 και οι συγκεκριμένοι υπολογισμοί δεν αμφισβητήθηκαν ή αντικρούσθηκαν με οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. (Βλ. Μοσχάτου v. Μοσχάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 785 και Ζαχαρίου v. Ζαχαρίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 159).
Επομένως κρίνω ότι η ενάγουσα έχει αποδείξει σε ικανοποιητικό βαθμό, τα υπόλοιπα λογαριασμών τα οποία διεκδικεί.»
Μελετήσαμε το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου και κρίνουμε ότι η κατάληξή του είναι, με βάση τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης ορθή. Η υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. v. Coral Foods Ltd. κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 956, που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα για να υποστηρίξει τη θέση του ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το τελικό ποσό που όφειλε ο εφεσείων, κρίνουμε ότι διακρίνεται από την παρούσα ως προς τα γεγονότα της, για τους εξής βασικά λόγους: (α) διότι σ' εκείνη την υπόθεση δεν ήσαν σε θέση οι ενάγοντες να επεξηγήσουν συγκεκριμένες χρεώσεις που εμφανίζονταν στις καταστάσεις λογαριασμού που παρουσίασαν με βάση το Άρθρο 5Α (1) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 ούτως ώστε η βαρύτητά τους δεν κρίθηκε αρκετή να υποστηρίξει την απαίτηση, (β) διότι στην υπόθεση εκείνη είχε εφαρμογή ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν. 2/77 ως είχε τροποποιηθεί) που περιόριζε το μέγιστο ποσοστό επιτοκίου στο 9% και (γ) διότι υπήρχε περί του αντιθέτου μαρτυρία ως προς τις καταστάσεις λογαριασμού. Στην παρούσα περίπτωση ενώ ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων Μουαΐμης, που παρουσίασε τα τεκμήρια 18 και 19 (καταστάσεις λογαριασμού), αντεξετάστηκε για άλλα θέματα, δεν του ζητήθηκε, όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο δικαστήριο, να εξηγήσει τις καταχωρήσεις στα εν λόγω τεκμήρια. Επομένως, όσον αφορά το παράπονο ότι δεν αποδείχθηκαν τα υπόλοιπα των λογαριασμών, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται. Βέβαια όσον αφορά το θέμα των τόκων, υπάρχει ξεχωριστός λόγος έφεσης, ο τρίτος, με τον οποίο θα ασχοληθούμε αμέσως πιο κάτω.
Είναι ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα (τρίτος λόγος έφεσης) ότι οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν 12,50% τόκο είτε για το δάνειο, είτε για τον τρεχούμενο λογαριασμό, και επομένως η επιδίκαση τέτοιου τόκου είναι εσφαλμένη. Αναφέρει ότι «με βάση τον όρο 3.1 του τεκμηρίου 4 (Συμφωνία Δανείου) οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν να χρεώνουν τόκο υπολογιζόμενο με βάση το ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο καθορίζεται από το εκάστοτε βασικό επιτόκιο προσαυξημένο σε κάθε περίπτωση κατά 2,95 εκατοστιαίες μονάδες. Περαιτέρω προβλέπεται ότι με «βάση τα πιο πάνω το επιτόκιο θα ανέρχεται σήμερα σε βασικό επιτόκιο 5.50% πλέον περιθώριο 2,95, ήτοι σύνολο 8,45%» Διατείνεται περαιτέρω ο εφεσείων ότι εν πάση περιπτώσει, οι εφεσίβλητοι έχουν παραβεί τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (Ν. 160(Ι)/99), εφόσον εδώ από τη Συμφωνία Δανείου (τεκμήριο 3) προκύπτει ότι οι ενάγοντες (εφεσίβλητοι) «δεν ενημέρωναν ειδικά τους εναγόμενους για το ύψος του επιτοκίου που θα χρεώνεται εκάστοτε αναφορικά με το δάνειο, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο τούτο θα υπολογίζεται, ούτε για τον χρόνο κατά τον οποίο θα εισπράττεται ή θα χρεώνονται στον λογαριασμό του οφειλέτη».
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων είναι ότι (α) με τον προαναφερθέντα Νόμο 160(Ι)/99 οι περιορισμοί στο ύψος των επιτοκίων ήρθησαν οπότε ο καθορισμός του ύψους του επιτοκίου επαφίεται πλέον στα συμβαλλόμενα μέρη και επομένως η επιβολή τόκου 12,50% δεν είναι παράνομη και (β) η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι «αψεγάδιαστη, λεπτομερέστατη και αναφέρεται σε όλες τις σχετικές πρόνοιες των μεταξύ των διαδίκων συμφωνιών». Επομένως υιοθετεί ως ορθά τα όσα αναφέρονται επί του θέματος στην πρωτόδικη απόφαση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα αυτό των τόκων με αρκετή λεπτομέρεια. Σχετικές είναι ιδιαίτερα οι σελ. 11-14 της απόφασης, στην οποία, αφού πρώτα παραθέτει τους σχετικούς όρους των συμβάσεων, καταλήγει ως ακολούθως:
«Με τα πιο πάνω δεδομένα, δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν το ακριβές ύψος του επιτοκίου που είχε συμφωνηθεί για τις δύο επίδικες συναλλαγές. Όπως προκύπτει με σαφήνεια, το επιτόκιο ανερχόταν σε 8% στην περίπτωση των διευκολύνσεων τρεχουμένου λογαριασμού και σε 8,45% στην περίπτωση του λογαριασμού δανείου. Αυτά ήσαν τα συμφωνηθέντα και ισχύοντα επιτόκια μέχρι την τροποποίηση τους η οποία έγινε από την ενάγουσα τράπεζα με ισχύ από τις 6/10/02 και κοινοποιήθηκε στους εναγομένους με τις επιστολές τεκμήρια 9 και 10, ημερομηνίας 27.9.02 και 20.11.02. Από την προαναφερθείσα ημερομηνία, το επιτόκιο αυξήθηκε σε 12,5%. Σημειώνεται ότι η ενάγουσα τράπεζα με βάση τις επίδικες συμφωνίες, είχε το δικαίωμα όπως μεταβάλλει το επιτόκιο. Συγκεκριμένα στην παρα. 3.4 της συμφωνίας τεκμήριο 4 προνοούνταν τα εξής:
..........................
Πρόνοια για μεταβολή του επιτοκίου με λεκτικό ταυτόσημο προς το πιο πάνω, υπήρχε και στην παρα. 2.4 της επίδικης συμφωνίας - τεκμηρίου 2. Ας σημειωθεί δε, ότι η ενάγουσα προέβηκε στην αύξηση του επιτοκίου από 8% και 8.45% σε 12.5% μετά που τα χρεωστικά υπόλοιπα των δύο λογαριασμών είχαν καταστεί απαιτητά και πληρωτέα λόγω της μη συμμόρφωσης του εναγομένου 1 προς τις υποχρεώσεις του και σαν αποτέλεσμα, οι επίδικες συμφωνίες τερματίστηκαν.»
Εξετάσαμε τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Έχουμε προσέξει ότι η αύξηση του επιτοκίου σε 12,5% άρχιζε από τις 6/10/02 όπως πληροφορήθηκαν οι εφεσείοντες με την επιστολή τερματισμού ημερ. 27/9/02 (τεκμ. 9) και όπως επαναλήφθηκε με τις επιστολές ημερ. 20/11/02 προς τους εγγυητές του εφεσείοντα, Κοσμά Κόμπο και Δαμιανό Κόμπο, τεκμ. 10 και 11 αντίστοιχα. Σύμφωνα με τους όρους των σχετικών συμφωνιών οι τόκοι υπολογίζονταν καθημερινά και κεφαλοποιούνταν κάθε εξάμηνο ήτοι κατά την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους και με τα όσα αναφέρθηκαν από την πλευρά των εφεσιβλήτων, οδήγησαν στο τελικό οφειλόμενο υπόλοιπο όπως φαίνεται στις καταστάσεις λογαριασμού τεκμ. 18 και 19. Αντίθετη μαρτυρία από πλευράς του εφεσείοντα δεν υπήρχε. Στον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 (Ν. 160(Ι)/99) δεν υπάρχει απαγόρευση (όπως υπήρχε στην προηγούμενη περί τόκου νομοθεσία) σχετικά με το μέγιστο ποσοστό επιτοκίου, φτάνει να συμφωνήσει με αυτό το πρόσωπο που λαμβάνει το δάνειο. Όπως ορθά επισημαίνει και το πρωτόδικο δικαστήριο, αυτό το δέχθηκαν οι εφεσείοντες κατά τη σύναψη των δυο συμφωνιών. Δεν παρατέθηκε οποιαδήποτε αυθεντία από πλευράς του εφεσείοντος που να υποστηρίζει τη θέση του ότι ο καθορισμός του επιτοκίου στο 12,50% από τις 6/10/02 και μετά, είναι παράνομος, επειδή έγινε με την ίδια επιστολή που τερματίζονταν οι σχετικές συμφωνίες.
Αναφορικά με το παράπονο ότι υπήρξε παραβίαση του Αρθρου 3 του προαναφερθέντος Νόμου 160(Ι)/99, και αν ακόμα αυτό ευσταθούσε, το εν λόγω άρθρο δε διαλαμβάνει ότι σε περίπτωση παραβίασης του η σύμβαση είναι άκυρη. Απλώς επιβάλλει ποινικές κυρώσεις και αν ο εφεσείων πίστευε ότι υπήρξε παράβαση του εν λόγω άρθρου μπορούσε να καταγγείλει την υπόθεση για λήψη ποινικών μέτρων. Δεν παρατέθηκε οποιαδήποτε αυθεντία που να υποστηρίζει την άποψη ότι η παράβαση του άρθρου αυτού καθιστά παράνομη και κατ' επέκταση άκυρη, ολόκληρη τη σύμβαση. Έτσι απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.
Με βάση όλα τα πιο πάνω δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει λόγος παρέμβασής μας στην πρωτόδικη απόφαση.
Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα/εναγόμενου 1 και υπέρ των εφεσιβλήτων/εναγόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.