ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1626
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 53/2008)
18 Δεκεμβρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Ανδρέα Ανδρέου, τέως από τα Κελλιά
Εφεσείων/Εναγόμενος 2
v.
1. ΝΤΑΝΗ ΤΣΟΛΑΚΗ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
2. ΒΑΣΙΛΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Εφεσίβλητου/Εναγομένου αρ. 1
― ― ― ― ―
Ν. Παπαευσταθίου με Α.Χριστοδούλου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Γεωργίου με Φ.Πελίδη, για τον Εφεσίβλητο 1/Ενάγοντα
Α.Αντρέου με Στ.Πολυβίου(κα) και Γ. Μίτλεττον, για τον Εφεσίβλητο 2/ Εναγόμενο
― ― ― ― ―
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:
Η επανεκδίκαση και η μέχρι σήμερον διαδικασία.
Ο Ενάγων - Εφεσίβλητος 1 στον οποίο θα αναφερόμαστε με το επίθετο του, («Τσολάκη»), υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος σοβαρότατα τραύματα τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να παραλύσει από το θώρακα και κάτω και να καθηλωθεί σε αναπηρική καρέκλα. Ο Τσολάκη ήταν επιβάτης σε διπλοκάμπινο αυτοκίνητο το οποίο οδηγείτο από τον Εναγόμενο-Εφεσίβλητο 2, στον οποίο θα αναφερόμαστε ως «οδηγός του διπλοκάμπινου», το οποίο ενεπλάκη σε δυστύχημα με το σαλούν αυτοκίνητο του Εφεσείοντος, στον οποίο θα αναφερόμαστε ως «εφεσείων ή ο οδηγός του σαλούν», ο οποίος έχασε τη ζωή του στο δυστύχημα και η περιουσία του αντιπροσωπεύεται από Διαχειριστή. Ο Τσολάκη ενήγαγε και τους δυο οδηγούς των αυτοκινήτων διεκδικώντας αποζημιώσεις.
Κατά τη δίκη που ακολούθησε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε ενώπιον του δύο εκδοχές. Αυτή του Τσολάκη και των μαρτύρων του, η οποία υποστηριζόταν και από τον οδηγό του διπλοκάμπινου, ότι υπήρξε σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτοκινήτων, και εκείνη εκ μέρους του οδηγού του σαλούν ότι το δυστύχημα οφειλόταν σε ελιγμό του διπλοκάμπινου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί αν έγινε ή όχι σύγκρουση, καθότι δεν βρέθηκαν ίχνη που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ένα τέτοιο ισχυρισμό. Παρά ταύτα εφαρμόζοντας την αρχή του res ipsa loquitur, επειδή όπως ανέφερε το Δικαστήριο, ο Τσολάκη δεν μπορούσε να γνωρίζει τα αιτιώδη περιστατικά του ατυχήματος και επειδή ο οδηγός του διπλοκάμπινου δεν πρόσφερε κάποια ικανοποιητική εξήγηση για το πώς είχε συμβεί το δυστύχημα, βρήκε τον οδηγό του διπλοκάμπινου αποκλειστικά υπεύθυνο. Ως αποτέλεσμα εξέδωσε απόφαση εναντίον του για £696.698,34 πλέον τόκους και έξοδα, ενώ ταυτόχρονα απέρριψε την αγωγή εναντίον του οδηγού του σαλούν.
Ο οδηγός του διπλοκάμπινου εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση ενώ ο οδηγός του σαλούν και ο Τσολάκη καταχώρησαν αντέφεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρώντας τη πρωτόδικη απόφαση ακροσφαλή μόνο ως προς το θέμα της ευθύνης, την παραμέρισε διατάσσοντας ταυτόχρονα επανεκδίκαση του θέματος της ευθύνης.
Η επανεκδίκαση που ακολούθησε, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Τα γεγονότα
Γύρω στις 4 το πρωί της 11.1.98 ο Τσολάκη, ήταν επιβάτης στο διπλοκάμπινο αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής DAQ 283 το οποίο οδηγείτο από τον Εναγόμενο - Εφεσίβλητο 2 στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση τη Λεμεσό. Οι επιβαίνοντες πήγαιναν κυνήγι στην Πάφο. Ο Τσολάκη καθόταν στην θέση πίσω από τον οδηγό, ενώ στη θέση του συνοδηγού καθόταν ο Χριστόφορος Πέτσας (ΜΕ6).
Την ίδια ώρα ο Εφεσείων, οδηγούσε το σαλούν αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής WS680 κατά μήκος της δεξιάς λωρίδας προς την ίδια κατεύθυνση με αυτή του διπλοκάμπινου. Ο καιρός ήταν βροχερός και η επιφάνεια του δρόμου βρεγμένη. Σε κάποιο σημείο του δρόμου παρά το 17ο -18ο μιλιοδείκτη, πριν την έξοδο προς τη Λάρνακα, τα δύο οχήματα παρέκλιναν από τον δρόμο και κατέληξαν μετά από πολλά κτυπήματα στο αριστερό αυλάκι του δρόμου, σε σχέση με την πορεία τους προς Λεμεσό.
Μέχρι αυτό το σημείο, τα γεγονότα δεν είναι υπό αμφισβήτηση. Εκείνο που αμφισβητείται έντονα είναι η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος. Ο Τσολάκη ισχυρίστηκε πρωτόδικα ότι το δυστύχημα συνέβηκε όταν το σαλούν τους πλησίασε με μεγάλη ταχύτητα από τη δεξιά πλευρά, σε σχέση με την πορεία τους και ακολούθως ολίσθησε προς τα αριστερά και χτύπησε με την αριστερή πλευρά του στη δεξιά μπροστινή πλευρά του διπλοκάμπινου. Με την εκδοχή του Τσολάκη ταυτίζεται πλήρως και ο οδηγός του διπλοκάμπινου.
Από την άλλη, η εκδοχή του Εφεσείοντος, διαχειριστή της περιουσίας του οδηγού του σαλούν, όπως προβλήθηκε από άλλους μάρτυρες, ήταν ότι ο οδηγός του διπλοκάμπινου, ενώ οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, κινήθηκε απότομα προς τα δεξιά επιχειρώντας να αλλάξει πορεία με αποτέλεσμα να προκαλέσει δύσκολες συνθήκες για τον ίδιο, που οδηγούσε νόμιμα στη δεξιά λωρίδα. Ο απότομος ελιγμός του διπλοκάμπινου τον ανάγκασε, σύμφωνα με την εκδοχή που προωθήθηκε πρωτοδίκως, να στρίψει πρώτα προς τα δεξιά, για να αποφύγει πιθανή σύγκρουση με το διπλοκάμπινο και ακολούθως προς τα αριστερά για να αποτρέψει πιθανή πρόσκρουση στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα του δρόμου, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο και να πέσει σε χαντάκι αριστερά του δρόμου, μπροστά από το διπλοκάμπινο.
Κατά την επανεκδίκαση η προσοχή των δικηγόρων εστιάστηκε στην αξιοπιστία των αυτόπτων μαρτύρων και των εμπειρογνωμόνων.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε την εκδοχή του Τσολάκη και των μαρτύρων του, βρήκε ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα φέρει ο οδηγός του σαλούν ο οποίος οδηγώντας αμελώς έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του ενώ προσπερνούσε το διπλοκάμπινο αυτοκίνητο, χωρίς ο οδηγός του τελευταίου να έχει συνδράμει με οποιονδήποτε τρόπο στο δυστύχημα. Όπως βρήκε περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο, «η σύγκρουση ήταν όσον βίαιη χρειαζόταν για να φύγει το διπλοκάμπινο από την πορεία του και να ανατραπεί, χωρίς ο εναγόμενος (οδηγός του διπλοκάμπινου) να μπορέσει να αποτρέψει, αν και προσπάθησε, την εκτροπή αυτή. Δεν του δόθηκαν περιθώρια αντίδρασης». Ως αποτέλεσμα, εξέδωσε απόφαση εναντίον του οδηγού του σαλούν για το ποσό των £696.698,34 πλέον τόκους και δικηγορικά έξοδα.
Η Έφεση
Με την παρούσα έφεση ο Εφεσείων, ο οδηγός του σαλούν, με 8 λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Τέσσερεις από αυτούς (λόγοι 1,2,3 και 7) αφορούν στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη σύγκρουση, τρεις λόγοι (4-6) την αξιοπιστία διαφόρων μαρτύρων, ενώ ο όγδοος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά σε κάποιο λάθος στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων το οποίο, όπως αναφέραμε δεν ήταν υπό αμφισβήτηση. Ο λόγος αυτός έγινε δεκτός και από τους δύο εφεσίβλητους, λόγω του πρόδηλου του αριθμητικού λάθους.
Η αξιοπιστία - Λόγοι έφεσης 4-6
Θα αρχίσουμε με την ενότητα λόγων που αφορούν στην αξιοπιστία, εφόσον αυτό λογικά προέχει των λόγων που αφορούν την ευθύνη. Με τους λόγους έφεσης 4-6 τίθενται υπό αμφισβήτηση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν στην αξιοπιστία, (α) του οδηγού του διπλοκάμπινου - Εφεσίβλητου 2 και του συνοδηγού του Χριστόφορου Πέτσα (ΜΕ6) (4ος λόγος έφεσης), (β) του Χρίστου Χατζηχριστοδούλου, (ΜΥ1), εμπειρογνώμονα, εκ μέρους του οδηγού του διπλοκάμπινου (5ος λόγος έφεσης) και (γ) των John Manderson, (ΜΥ1), και Γ. Τζιηρκαλλή, (ΜΥ2), εμπειρογνωμόνων του εφεσείοντος-οδηγού του σαλούν, (6ος λόγος έφεσης).
Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος η μαρτυρία του Εφεσίβλητου 1 και του Χρ. Πέτσα(ΜΕ6), παρουσιάζουν σημαντικές και ουσιώδεις αντιφάσεις και γι' αυτό δεν έπρεπε να είχαν γίνει αποδεκτές.
Από την άλλη οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων 1 και 2 υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης ή ανατροπής των ευρημάτων αξιοπιστίας, εφόσον δεν υπήρξαν ουσιώδεις αντιφάσεις.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Τσιατές ν Kοkis Solomonides (Cartridge Industries) Ltd Π.Ε. 128/06 ημερ. 16.7.09, το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων, αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι στην πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες προτού τους αξιολογήσει. Βέβαια, το Εφετείο πάντοτε διατηρεί την ευχέρεια επέμβασης όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων ή για τα πραγματικά γεγονότα δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής.
Ο λόγος έφεσης 4, δεν ευσταθεί. Όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον οδηγό του διπλοκάμπινου και τον Χρ. Πέτσα (ΜΕ6), ήταν ορθά. Δεν συμφωνούμε ότι διαπιστώνονται ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας. Για παράδειγμα δεν θεωρούμε ουσιαστική αντίφαση την αναφορά του οδηγού του διπλοκάμπινου στην μια περίπτωση σε «μεγάλη ταχύτητα» και την άλλη σε «ιλιγγιώδη ταχύτητα», όταν οι συγκεκριμένες αναφορές έγιναν μετά από υπολογισμό της ταχύτητας. Ο Χρ. Πέτσας (ΜΕ6) μίλησε για χτύπημα στη «περιοχή» του δεξιού μπροστινού τροχού και όχι απαραιτήτως στο δεξιό τροχό όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του Εφεσείοντος. Ούτε ο Πέτσας, ούτε και ο οδηγός του διπλοκάμπινου ήθελαν να είναι απόλυτοι για το ακριβές σημείο επαφής, επειδή, όπως εξήγησαν, όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα. Το ότι ο ΜΕ6 και ο οδηγός του διπλοκάμπινου δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν το ακριβές σημείο επαφής, δεν είναι κατ' ανάγκη αδυναμία ή αντίφαση, όπως εισηγείται ο κ. Παπαευσταθίου. Το δυστύχημα έγινε νύχτα ενώ ο καιρός ήταν βροχερός και όλα διαδραματίστηκαν μέσα σε πάρα πολύ σύντομο χρόνο με αποτέλεσμα οι συνθήκες να καθιστούν την αδυναμία εύλογη. Ούτε η αναφορά του μάρτυρα Χρ. Πέτσα στην πρώτη δίκη ότι «δεν άφηνε τον οδηγό του διπλοκάμπινου, εναγόμενο 1, να οδηγεί στην διαχωριστική γραμμή του δρόμου», μπορεί να ερμηνευθεί με τον τρόπο που εισηγήθηκε ο δικηγόρος του Εφεσείοντος. Κατά την άποψη μας το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά την πιο πάνω αναφορά του μάρτυρα και ορθά κατέληξε ότι δεν δημιουργεί οποιαδήποτε σκιά στο αξιόπιστο της μαρτυρίας του.
Με τον λόγο έφεσης 5 διατυπώνεται παράπονο για τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Χρίστου Χριστοδούλου, ΜΥ4, εμπειρογνώμονος του Εφεσίβλητου 1. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντος, ο μάρτυρας αντί να δώσει την δική του εκδοχή, προσπάθησε να προωθήσει την εκδοχή της πλευράς που τον κάλεσε. Περαιτέρω ανέφερε ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα, ο οποίος στην πορεία της υπόθεσης άλλαξε την έκθεση του 3-4 φορές. Δεν συμφωνούμε. Ο μάρτυρας έδωσε εύλογες εξηγήσεις για τους λόγους που χρειάστηκε να αναπροσαρμόσει την έκθεση του. Εύλογη θεωρούμε και την εξήγηση που έδωσε για τους λόγους που τον ώθησαν να μη λάβει υπόψη την φερόμενη ως εκδοχή του οδηγού του σαλούν, εφόσον, όπως εξήγησε ο μάρτυρας, τέτοια εκδοχή δεν υπήρχε, λόγω του θανάσιμου τραυματισμού του οδηγού. Εν πάση περιπτώσει εξήγησε ότι αν υπήρχε εκδοχή της υπεράσπισης, ο ίδιος δεν την γνώριζε πριν καταθέσει στο Δικαστήριο.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Με τα όσα έθεσε ενώπιον μας ο συνήγορος του Εφεσείοντος δεν έχουμε πεισθεί ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με την μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που είχε τον πρώτο λόγο, θεώρησε «πραγματικά εντυπωσιακό» τον μάρτυρα ο οποίος, όπως ανέφερε, πρόσφερε μέγιστη βοήθεια στο Δικαστήριο και ήταν αποστασιοποιημένος από τα συμφέροντα των διαδίκων. Δεν ακούσαμε οτιδήποτε που να θέτει υπό αμφισβήτηση αυτή την κατάληξη. Επομένως παραμένει ατεκμηρίωτος ο ισχυρισμός περί τυφλής υιοθέτησης των θέσεων της πλευράς που τον κάλεσε.
Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στην λανθασμένη, κατά τον κ. Παπαευσταθίου, απόρριψη της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων του Εφεσείοντος, Γ. Τζιηρκαλλή (ΜΥ2) και J. Manderson (MY1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση των πιο πάνω μαρτύρων ανέφερε τα εξής:
«Ο John Μanderson (ΜΕ2 - Εναγόμενου 2), δε μου δημιούργησε θετική εντύπωση και πολύ απείχε από του να θεωρηθεί ότι έδωσε στο Δικαστήριο με ειλικρίνεια και επαγγελματισμό όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονταν για να το βοηθήσουν να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Είναι με λύπη που παρατήρησα ότι ο μάρτυς ήταν εμφανώς προκατειλημμένος υπέρ της εκδοχής που προώθησε ο εναγόμενος 2 και εναντίον κάθε σχεδόν αναφοράς που θα μπορούσε να αποβεί θετική στην προώθηση της εκδοχής του ενάγοντα και τους εναγομένου 1. Αντιμετώπιζε την αντικειμενική και αδιαμφισβήτητη δυσκολία του ότι δεν είχε επισκεφθεί τη σκηνή του δυστυχήματος αλλά ούτε και είχε τη δυνατότητα να επιθεωρήσει τα οχήματα από κοντά μετά τη σύγκρουση».
Το πρόβλημα με το μάρτυρα ήταν ότι ήταν κάθετος και απόλυτος σε κάθε τι που αφορούσε στα ευρήματα που εντοπίσθηκαν στην σκηνή από τρίτους (και βεβαίως στην απουσία του), γνωρίζοντας ότι όλα όσα έλεγε δεν αποτελούσαν απόρροια πρωτογενούς γνώσης αλλά επισημάνσεις και διαπιστώσεις τρίτων που έτυχε να επισκεφθούν τη σκηνή λίγο μετά το ατύχημα ή σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο. Το δυστύχημα έλαβε χώρα το 1998, ενώ ο μάρτυς πήρε οδηγίες για να γνωμοδοτήσει περί τούτου το Νοέμβριο του 2002 (βλ. τεκμήριο 27(1), έχοντας λάβει για το σκοπό αυτό το σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος - τεκμήριο 4, καθώς και την έκθεση του Γεώργιου Τζιηρκαλλή (ΜΥ2 - Εναγόμενου 2), η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 27(2). Επέμενε ότι τα ίχνη Α1 στο Τεκμήριο 4, δεν είναι ίχνη πλαγιολίσθησης.»
Κανένα από τα επιχειρήματα του κ. Παπαευσταθίου είναι ικανά να σκιάσουν ή να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα πιο πάνω ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και των άλλων ευρημάτων που περιλαμβάνονται στις υπόλοιπες σελίδες της πρωτόδικης απόφασης. Βασικά ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε γενικά και αόριστα ότι η μαρτυρία του J. Manderson θα έπρεπε να είχε προτιμηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όμως, το Εφετείο αποφεύγει να επεμβαίνει εκτός και αν, για τους λόγους που εξηγήσαμε, η περίπτωση θεωρείτε ακραία ή εξαιρετική, κάτι που κατά την άποψη μας δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Η σύγκρουση - Λόγοι έφεσης 1,2,3 και 7.
Σε σχέση με την σύγκρουση το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:
«Βρίσκω ότι το σημείο Α1 επί του σχεδιαγραφήματος - Τεκμήριο 4, απεικονίζει τα ίχνη πλαγιολίσθησης του σαλούν. Το Α1 γράφτηκε από το δεξιό πισινό τροχό του σαλούν, μετά από το υπέρμετρο διορθωτικό στρίψιμο του τιμονιού προς τα αριστερά λόγω, κλίσης του αυτοκινήτου προς το κιγκλίδωμα, ως εκ της απώλειας του ελέγχου του από τον εναγόμενο 2. Το σαλούν χτύπησε με το αριστερό μπροστινό μέρος της περιοχής του (αριστερού) τροχού, στο δεξιό μπροστινό μέρος του διπλοκάμπινου, και δη στην περιοχή του δεξιού μπροστινού τροχού, κάτι που προκάλεσε και τη δεξιόστροφη περιστροφή του σαλούν. Οι υψομετρικές διαφορές μεταξύ των αυτοκινήτων δε διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο συμβάν».
Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα κατέληξε ότι:
«Την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα τη φέρει ο εναγόμενος 2. Αυτός είναι που αμελώς έχασε τον έλεγχο του σαλούν ενώ προσπερνούσε το διπλοκάμπινο, χωρίς ο εναγόμενος 1 (ή ο ενάγων), να έχει συνδράμει με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτό λόγω πράξης ή παράλειψης του. Το περιστατικό έγινε γρήγορα και ενώ το διπλοκάμπινο όδευε νομίμως και κανονικώς μέσα στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου. Η σύγκρουση ήταν όσον βίαιη χρειαζόταν για να φύγει το διπλοκάμπινο από την πορεία του και να ανατραπεί, χωρίς ο εναγόμενος να μπορέσει να αποτρέψει, αν και προσπάθησε, την εκτροπή αυτή. Δεν του δόθηκαν περιθώρια αντίδρασης»
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η πλευρά του Εφεσείοντος αμφισβητεί τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έγινε σύγκρουση του σαλούν με το διπλοκάμπινο. Με το δεύτερο λόγο ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει σε ποιο σημείο του δρόμου έγινε η κατ' ισχυρισμό σύγκρουση των δύο οχημάτων, ενώ με τον τρίτο προσβάλλει την ορθότητα του ευρήματος, ότι επήλθε σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων. Όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος, το εύρημα ότι έγινε σύγκρουση των δύο οχημάτων είναι αντίθετο με την προσκομισθείσα μαρτυρία και αποτελεί αυθαίρετο συμπέρασμα, αφού όχι μόνο δεν υπάρχει πραγματική μαρτυρία που να το υποστηρίζει, αλλά ούτε και ο οδηγός του διπλοκάμπινου ήταν σε θέση να υποδείξει οποιοδήποτε σημείο σύγκρουσης. Ο κ. Παπαευσταθίου με αναφορά σε διάφορες πτυχές της μαρτυρίας, υποστήριξε ότι η πραγματική μαρτυρία αδιαμφισβήτητα και αναντίλεκτα καταδεικνύει ότι δεν υπήρξε σύγκρουση των δύο οχημάτων. Το Δικαστήριο, είπε, βρήκε ότι με την σύγκρουση προκλήθηκε δεξιόστροφη στροφή του σαλούν. Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο, διερωτήθηκε ο κ. Παπαευσταθίου, εννοεί ότι έγινε σύγκρουση πριν την έναρξη της πορείας Α1, δηλαδή της αρχικής πλάγιας ολίσθησης του σαλούν προς τα δεξιά, τότε αυτό έγινε μέσα στη λωρίδα κυκλοφορίας του σαλούν και κατ' επέκταση η εκδοχή του οδηγού του σαλούν έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή. Όμως, εξήγησε, από την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο «η ισχυριζόμενη σύγκρουση έγινε μετά τη λήξη του Α1 και κατ' επέκταση αν αυτό ήταν σωστό, το όχημα του Εφεσείοντα (το σαλούν) θα έπρεπε να ακολουθήσει δεξιά πορεία προς το κιγκλίδωμα - που δεν ακολούθησε. Άρα πρόδηλα λανθασμένο το εύρημα για σύγκρουση». Κατά συνέπεια ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι η πραγματική μαρτυρία διαψεύδει τα της σύγκρουσης. Συναφώς, υπέβαλε ο κ. Παπαευσταθίου, η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προσδιορίσει με εύρημα το ακριβές σημείο της σύγκρουσης, είναι ουσιώδης για το καταλογισμό ευθύνης στον Εφεσείοντα. Σύμφωνα με την εισήγηση του ο καταλογισμός ευθύνης θα ήταν εντελώς διαφορετικός, αν η σύγκρουση είχε βρεθεί ότι έγινε πριν να ξεκινήσουν τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης του σαλούν (Α1) ή μετά από αυτά, εφόσον το ένα σημείο βρίσκεται στη μια λωρίδα κυκλοφορίας και το δεύτερο στην άλλη. Δεν υπήρξε περιστροφή του σαλούν, αλλά αν έγινε, είπε, το σαλούν θα έπρεπε να χτυπούσε στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα, πράγμα που δεν έγινε. Κανένας μάρτυρας δεν αναφέρθηκε σε δεξιόστροφη περιστροφή του σαλούν.
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η δυσκολία που υπήρχε ήταν ότι δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε ίχνη που να βοηθούν στον εντοπισμό του σημείου σύγκρουσης. Ούτε υπήρξε πραγματική μαρτυρία ότι τα δύο αυτοκίνητα ήρθαν σε επαφή. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, απουσία πραγματικής μαρτυρίας, δεν αποτελεί μορφή πραγματικής μαρτυρίας που να αντιστρατεύεται την εκδοχή περί ύπαρξης σύγκρουσης. Η έλλειψη οποιουδήποτε αντικειμενικού στοιχείου μαρτυρίας που να υποδηλεί σύγκρουση, κατά την άποψη μας, αξιολογήθηκε ορθά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβληματίστηκε σοβαρά για το ενδεχόμενο να μην υπήρξε σύγκρουση, αποκλείοντας μάλιστα μαρτυρία που θεώρησε ότι δεν ήταν θετική π.χ την μαρτυρία του Τσολάκη, επειδή αυτός κοιμόταν και είχε περιορισμένη αντίληψη των πραγμάτων. Επίσης απέκλεισε την έκθεση (Τεκμ. 3) του Αναπληρωτή Αστυνόμου και Βοηθού Υπεύθυνου Κλάδου Τροχαίας Λευκωσίας, Κ. Βαρνάβα, για το λόγο ότι αυτός δεν κλήθηκε ως μάρτυρας. Όμως η τελική κατάληξη του, ήταν υπό τις περιστάσεις καθόλα εύλογη και επιτρεπτή σύμφωνα με την μαρτυρία που αποδέχθηκε. Όπως υπέδειξαν οι εξεταστές της υπόθεσης Ε. Καραβόλιας (ΜΕ3) και Μ. Θεμιστοκλέους (ΜΕ5), δεν εντοπίστηκαν σημεία επαφής στα δύο αυτοκίνητα εξαιτίας των πολλών κτυπημάτων και ζημιών που έφεραν. Οι δύο μάρτυρες δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο να υπήρχαν ίχνη επαφής, αλλά αυτά να καταστράφηκαν ως αποτέλεσμα των πολλών ζημιών που υπέστησαν τα δύο αυτοκίνητα. Όμως το Δικαστήριο είχε ενώπιον του άλλη μαρτυρία, την οποία έκρινε αξιόπιστη, ότι υπήρξε σύγκρουση. Αναφερόμαστε στη μαρτυρία του οδηγού του διπλοκάμπινου, του επιβάτη του Χρ. Πέτσα (ΜΕ6) καθώς επίσης και του εμπειρογνώμονα Χρ. Χατζηχριστοδούλου (ΜΥ4/Εφεσίβλητου 1) και ιδιαίτερα του τελευταίου μάρτυρα, ο οποίος κρίθηκε και ως ανεξάρτητος μάρτυρας.
Από την άλλη το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του άλλη αξιόπιστη μαρτυρία που να υποδεικνύει προς άλλη κατεύθυνση. Η μόνη μαρτυρία που υπήρχε ήταν των δύο εμπειρογνωμόνων του Εφεσείοντος, αλλά αυτή δεν έγινε αποδεκτή. Συνεπώς το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «το σαλούν χτύπησε με το αριστερό μπροστινό μέρος στην περιοχή του (αριστερού) τροχού, στο δεξιό μπροστινό μέρος του διπλοκάμπινου και δη στην περιοχή του δεξιού μπροστινού τροχού κάτι που προκάλεσε και την δεξιόστροφη περιστροφή του σαλούν», δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Εκ μέρους του Εφεσείοντος προβλήθηκε η εκδοχή ότι το διπλοκάμπινο προσπάθησε να προσπεράσει. Όμως δεν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο μπροστά το οποίο λογικά να ωθήσει τον οδηγό του διπλοκάμπινου να κινηθεί προς τα δεξιά για να προσπεράσει. Κανένας από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν αναφέρθηκε σε αλλαγή πορείας του διπλοκάμπινου, ενώ οι μόνοι που προώθησαν τη πιο πάνω εκδοχή, ήταν οι δύο εμπειρογνώμονες του Εφεσείοντος. Όμως η μαρτυρία τους όχι μόνο απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη αλλά η προώθηση εκ μέρους τους της εκδοχής του προσπεράσματος, ούτως ή άλλως παρέμεινε μια απλή εικασία, χωρίς κανένα απολύτως υπόβαθρο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε την πιο πάνω εκδοχή του Γ. Τζιηρκαλλή (ΜΥ2), χαρακτηρίζοντας την ως μη στηριζόμενη σε επιστημονικά δεδομένα. Όπως ορθά σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, η αρχική κίνηση του σαλούν προς τα δεξιά θα μπορούσε να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες και όχι κατ' ανάγκη σε απότομη κίνηση του διπλοκάμπινου προς τα δεξιά, όπως φαίνεται να εισηγείται με απόλυτο τρόπο ο μάρτυρας Τζιηρκαλλής.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της σύγκρουσης και το σημείο επαφής των δύο αυτοκινήτων είναι ορθά, όπως ορθή είναι και η τελική κατάληξη του για την αποκλειστική ευθύνη του Εφεσείοντος.
Με τον λόγο έφεσης 7 αμφισβητείται η αποδοχή γενικά της εκδοχής του Τσολάκη και του οδηγού του διπλοκάμπινου. Αυτό οφείλεται, κατά τον κ. Παπαευσταθίου, στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τις δικογραφημένες θέσεις του Τσολάκη, όπως αυτές διατυπώνονται στην Έκθεση Απαίτησης. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος στην γραπτή αγόρευση του θεώρησε δεδομένο, ότι γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η ενέργεια του οδηγού του διπλοκάμπινου να κινηθεί απότομα δεξιά. Αυτή η κίνηση έθεσε τον οδηγό του σαλούν σε δύσκολη κατάσταση και τον ώθησε να ελιχθεί προς τα δεξιά για να αποφύγει την σύγκρουση. Αυτή η ενέργεια, είπε ο κ. Παπαευσταθίου, κάτω από την αγωνία της στιγμής για αποφυγή της σύγκρουσης, δεν αποτελεί κατ' ανάγκη αμέλεια. Εξηγήσαμε γιατί αυτή η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού εδράζεται σε εικασίες και όχι σε μαρτυρία. Η ύπαρξη των ιχνών πλάγιας ολίσθησης, Α1, καθόλου δεν εξυπακούει ένα και μοναδικό συμπέρασμα, όπως φαίνεται να εισηγείται ο δικηγόρος του οδηγού του σαλούν.
Η επιδίκαση του ποσού των £696,698.34[1] - λόγος έφεσης 8.
Ερχόμαστε τώρα στον τελευταίο λόγο έφεσης. Το ποσό που επεδίκασε το Δικαστήριο κατά την πρώτη δίκη ήταν Λ.Κ 594,750.16 πλέον Λίρες Στερλίνες 53,167.68 και Δολάρια Αμερικής 50,679 πλέον τόκο. Παρά την έφεση που ακολούθησε, τα πιο πάνω ποσά δεν αμφισβητήθηκαν.[2] Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επενέβη στο ποσό των αποζημιώσεων, αλλά μόνο στον τόκο, επιδικάζοντας τόκο 8% από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ήτοι 16.9.98. Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επανεκδίκαση της υπόθεσης, προφανώς παραπλανούμενο από την απόφαση του Εφετείου, στην οποία αναφέρθηκε εκ παραδρομής το ποσό των £696,698.34, υιοθέτησε το ποσό χωρίς να διαφοροποιήσει τα τρία ποσά ανάλογα με το νόμισμα.
Έγινε δεκτό από πλευράς του Ενάγοντος - Εφεσίβλητου 1 και του Εφεσίβλητου 2 ότι ο συγκεκριμένος λόγος ευσταθεί.
Επομένως η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται με την επιδίκαση προς όφελος του Εφεσείοντος των πιο κάτω ποσών:
Λίρες Κύπρου 594,750.16, Λίρες Στερλίνες 53,167.68 και Δολάρια Αμερικής 50,679 ή το ισόποσο σε Ευρώ. Επί των πιο πάνω ποσών επιδικάζεται τόκος 8% από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, όπως ήταν και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη πρώτη έφεση. Σε περίπτωση που τα δύο ποσά δεν πληρωθούν σε ξένο νόμισμα, τότε η μετατροπή τους θα είναι με την ισοτιμία που θα ισχύει κατά την ημέρα πληρωμής τους. (Βλ. Williams and Glyn´s Bank Inc v Kouloumbis (1986) 1 C.L.R 627) .
Έχοντας υπόψη ότι η έφεση στην ουσία δεν ευσταθεί και ότι ο μόνος λόγος που ευσταθεί είναι ο όγδοος, ο οποίος εν πάση περιπτώσει ήταν αποδεκτός από την αρχή, κρίνουμε ότι τα έξοδα θα πρέπει να επιδικαστούν προς όφελος τόσο του Εφεσίβλητου 1 όσο και του Εφεσίβλητου 2 και εις βάρος του Εφεσείοντος.
Κατά συνέπεια η έφεση αναφορικά με την ευθύνη αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο λόγος έφεσης 8 αναφορικά με το ποσό των αποζημιώσεων επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω. Επίσης επιδικάζονται έξοδα της έφεσης προς όφελος των Εφεσιβλήτων 1 και 2.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
/ΑΙ
[1] Στο Περίγραμμα Αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσείοντος αναφέρεται εκ παραδρομής το ποσό των £696,968.34
[2] Βλ. Φιλίππου κ.α. ν Τσολάκη κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ 1188, 1194