ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 1514

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2007)

 

2 Δεκεμβρίου, 2009

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Δ/στές]

 

ARGUS STOCKBROKERS LTD,

Εφεσείοντες,

ΚΑΙ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

Εφεσίβλητος.

_________________________

 

Δ. Χατζηνέστωρος, για τους Εφεσείοντες.

Χ. Τιμοθέου για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

                                             ο Δικαστής Νικολάτος.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λεμεσού ημερ. 18.10.07.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις των καθ΄ ων η αίτηση-εφεσειόντων προχώρησε και εξέτασε την υπόθεση που είχε ενώπιον του, αναλύοντας τη μαρτυρία, προβαίνοντας σε ευρήματα ως  προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και σε συμπεράσματα ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και τελικά εφαρμόζοντας το νόμο επί των πραγματικών γεγονότων. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε ευρεία αναφορά και ανάλυση της μαρτυρίας του αιτητή-εφεσίβλητου και των μαρτύρων του καθώς και εκείνης των καθ΄  ων η αίτηση-εφεσειόντων.  Δέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του αιτητή ως αξιόπιστο, καθώς επίσης και τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων του αιτητή ενώ απέρριψε το κυριότερο μέρος της μαρτυρίας των καθ΄ ων η αίτηση.  Τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου μεταξύ των καθ΄ ων η αίτηση-εφεσειόντων και του αιτητή-εφεσίβλητου τερματίστηκε παράνομα και αυθαίρετα από τους εφεσείοντες και ως εκ τούτου εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για ποσόν Λ.Κ.4.200.- που αντιπροσώπευε δεδουλευμένους και μη πληρωθέντες μισθούς του, πλέον ποσό Λ.Κ.276.92.- που αντιστοιχούσε σε απολαβές μιας εβδομάδος, αντί προειδοποιήσεως, καθώς επίσης και για ποσόν Λ.Κ.553.84.- που αντιστοιχούσε με τις απολαβές δύο εβδομάδων ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση για τον προαναφερόμενο αυθαίρετο τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου από τους εφεσείοντες.    

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης ως προς την πρώτη προδικαστική ένσταση που ηγέρθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και αφορά στην κατ΄  ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία, από το πρωτόδικο δικαστήριο, του άρθρου 10(Α) του Ν 169(Ι)/2002 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Εδαφίου (2) του άρθρου 30 του περί Τερματισμού της Απασχόλησης Νόμου, Ν 24/67 και του Ν 110(Ι)/2003 με τον  οποίον διαγράφηκε η επιφύλαξη του Εδαφίου (2) του άρθρου 30. 

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορούσε στην κατ΄ ισχυρισμό υιοθέτηση, από το πρωτόδικο δικαστήριο, μαρτυρίας του αιτητή και των μαρτύρων του, η οποία «δεν ήταν δικογραφημένη».  Μετά από παρατηρήσεις του Εφετείου ότι δεν δικογραφείται η μαρτυρία, ο λόγος αυτός αποσύρθηκε.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν μπορούσε να στηρίξει την κατάληξη του και να εκδώσει την απόφαση που εξέδωσε, πάνω στη μαρτυρία που προσκόμισε ο αιτητής η οποία «ήταν διάτρητη, έβριθε από αντιφάσεις, ασάφειες και αοριστίες και δεν μπορούσε να αποτελέσει το ασφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή συμπερασμάτων και διαπιστώσεων και/ή τα συμπεράσματα δεν συνάδουν με τα τεκμήρια και/ή με την μαρτυρία και/ή είναι εσφαλμένα και/ή δεν εξήχθησαν τα συμπεράσματα που έπρεπε να εξαχθούν».    

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε δώσει λόγους για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας της μάρτυρος των εφεσειόντων Άντρης Τριγγίδου, αλλά απέτυχε να το πράξει. 

 

Η παρούσα έφεση είναι έφεση δι΄  Υπομνήματος εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.  Η γενική αρχή είναι ότι μόνο λόγοι συνεπαγόμενοι νομικά σημεία μπορούν να εξεταστούν από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια του Υπομνήματος (Δέστε:  άρθρο 12(13) (β) (ii) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβων Νόμου του 1967, όπως τροποποιήθηκε και τον Κανονισμό 17 των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του Νόμου).   Το τι συνιστά νομικό σημείο επεξηγήθηκε στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δέστε, μεταξύ άλλων:  Τρύφωνος ν. Takis Vashiotis Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1953, In re Hadjicostas (1984) 1 C.L.R. 513, Alouet Clothing Manufacturers Ltd v. Athanasiou (1988) 1 C.L.R. 626).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων μας παρέπεμψε και στην υπόθεση Εκδοτ. Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν. Παπαχριστοδούλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 625 στην οποίαν υιοθετείται απόσπασμα από την προηγούμενη απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με τον Πέτρο Κυριακίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 26 όπου λέχθηκε ότι δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του «νομικού σημείου» που απαντάται στο άρθρο 11(Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999, Ν 110(Ι)/99.  Περιλαμβάνει όμως εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού το νόμου, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία και άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχτεί.

 

Έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα κρίνουμε ότι με τον πρώτο λόγο έφεσης εγείρεται νομικό σημείο, με τον τρίτο λόγο έφεσης δεν εγείρεται νομικό σημείο εφόσον με εκείνο το λόγο αμφισβητείται η κρίση του  πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας του αιτητή.   Με τον τέταρτο λόγο έφεσης εγείρεται ζήτημα φαινομενικά νομικό, το κατά πόσο δηλαδή θα έπρεπε, το πρωτόδικο δικαστήριο, να δώσει λόγους για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας συγκεκριμένης μάρτυρος.  Από την αιτιολογία όμως αυτού του  λόγου έφεσης, φαίνεται, ότι εκείνο που προσβάλλεται είναι το εύρημα ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας της μάρτυρος, ως εκ τούτου δεν συνιστά θέμα νομικό και δεν θα το εξετάσουμε. 

 

Ο πρώτος λόγος  έφεσης αφορά στο κατά πόσον η απαίτηση του αιτητή είχε παραγραφεί ή καλυπτόταν από δεδικασμένο ή ακόμη ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τις απαιτήσεις του.  Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος-αιτητής, για τις ίδιες θεραπείες που αξίωσε με την αίτηση του ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, είχε καταχωρήσει προηγουμένως, στις 5.4.2001, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αγωγή την οποία σε μεταγενέστερο στάδιο, στις 17.9.2002, απέσυρε.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στον περί Ετησίων Αδειών μετ΄  Απολαβών (Τροποποιητικό) Νόμο 169(Ι)/2002 και στην επιφύλαξη του Εδαφίου (2) του άρθρου 30 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (24/67) η οποία καταργήθηκε με το Ν 110(Ι)/2003.   Με την επιφύλαξη του Εδαφίου (2) του άρθρου 30 του Ν 24/67 προνοείτο περιορισμός σύμφωνα με τον οποίο εργοδοτούμενος ο οποίος προσέφευγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν δικαιούτο, στη συνέχεια, να υποβάλει αίτηση, ζητώντας τις ίδιες θεραπείες, στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.  Το  προαναφερόμενο Εδάφιο (2) καταργήθηκε με το Ν 110(Ι)/2003, πριν την  υποβολή της αίτησης του αιτητή-εφεσίβλητου στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, με την κατάργηση της  προαναφερόμενης επιφύλαξης, είχε αρθεί κάθε εμπόδιο στην προώθηση, εκ νέου, από τον αιτητή της υπόθεσης του ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, δεδομένου ότι το αγώγιμο δικαίωμα του, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 12(10Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου (Ν 8/67), δεν είχε παραγραφεί όταν καταχώρησε την αίτηση του.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, προχώρησε περαιτέρω, και είπε ότι έστω και αν ο αιτητής προχωρούσε στην υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, πριν ακόμα καταργηθεί η προαναφερόμενη επιφύλαξη, με την κατάργηση της θα μπορούσε να του παρασχεθεί, και εκ των υστέρων, θεραπεία εφόσον η επίδικη πρόνοια ήταν δικονομική και όχι ουσιαστική και επομένως είχε αναδρομική ισχύ. 

 

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι εφόσον, όταν ο εφεσίβλητος καταχώρησε την αίτηση του στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, η προαναφερόμενη περιοριστική επιφύλαξη του Εδαφίου (2) του άρθρου 30 του Ν 24/67 είχε ήδη καταργηθεί και εφόσον, όταν καταχωρήθηκε η αίτηση, το αγώγιμο δικαίωμα του αιτητή δεν είχε παραγραφεί, ο εφεσίβλητος-αιτητής δικαιούτο να καταχωρήσει την αίτηση του και να προωθήσει τις απαιτήσεις του στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και δεν υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα γι΄αυτόν, ουσιαστικό ή δικονομικό.  Ως εκ τούτου ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση.   Κατά συνέπεια θεωρούμε τον πρώτο λόγο έφεσης ως αβάσιμο και τον απορρίπτουμε.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

 

 

 

                                                      Π.

     

                                                      Δ.

 

                                                      Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο