ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 1350

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                           

                                                (Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 115/2007)

 

11 Νοεμβρίου, 2009

 

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

EARLSFIELD STEEL LIMITED,

 

                                                          Εφεσείοντες,

v.

 

 

JOINT STOCK COMPANY ELECGROMETALLURGICAL STEEL WORKS DNEPROSPETSSTAL FOR A.N. KYJMIN,

 

                                                          Εφεσιβλήτων.

― ― ― ― ―

 

Κ. Μέσσιος, για τους Εφεσείοντες.

 

Χρ. Φρακάλας, για τους Εφεσίβλητους.

 

― ― ― ― ―

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

 

― ― ― ― ―

 


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία ακυρώθηκε η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της Ειδοποίησης του Κλητηρίου Εντάλματος στους Εφεσίβλητους.

 

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν είναι ότι οι διάδικοι στις 3.7.03 συνήψαν γραπτή συμφωνία με την οποία οι Eφεσίβλητοι θα προμήθευαν τους Εφεσείοντες με μεταλλικά προϊόντα.  Στη βάση αυτής της συμφωνίας οι Εφεσείοντες αγόρασαν, αντί του συνολικού ποσού των $424.019,70, ποσότητα χάλυβα την οποία μεταπώλησαν σε κινέζικη εταιρεία.  Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, η ποιότητα του χάλυβα δεν ήταν η συμφωνηθείσα με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν αξιώσεις από την κινέζικη εταιρεία, ύψους $3 εκ. για ζημιές.

 

Οι Εφεσείοντες με γενική αίτηση ζήτησαν και εξασφάλισαν άδεια για σφράγιση του κλητηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.  Ακολούθησε η καταχώρηση του κλητηρίου εντάλματος μαζί με μονομερή αίτηση ημερ. 14.12.05 με την οποία ζητούσαν «την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας Ειδοποίησης του Κλητηρίου Εντάλματος με αντίγραφο του Διατάγματος και της παρούσης αίτησης».  Προς υποστήριξη της αίτησής τους ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη συμφωνία έγινε στην Κύπρο και ότι ως αποτέλεσμα της παράβασής της και/ή δόλου  και/ή ψευδών παραστάσεων, υπέστησαν ζημιές. Η αίτηση έγινε δεκτή και το σχετικό διάταγμα ημερ. 21.12.05 προέβλεπε όπως οι Εφεσίβλητοι καταχωρίσουν εμφάνιση μέσα σε 30 μέρες από την επίδοση.

 

Οι Εφεσείοντες με επιστολή τους προς το Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ζήτησαν όπως  επιδοθούν στους Εφεσίβλητους τα πιο κάτω έγγραφα τα οποία περιλαμβάνονταν και στο Διάταγμα του Δικαστηρίου:- (α) η Ειδοποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος (β) η μονομερής Αίτηση ημερ. 14.12.05, με την οποία εξασφάλισαν άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και (γ) το σχετικό Διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 21.12.05. Οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η σχετική επίδοση έγινε δυνάμει του μηχανισμού που προβλέπεται από τον περί της Συμφωνίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για Νομική Συνεργασία σε Αστικά Θέματα (Κυρωτικός) Νόμο του 2005 (Ν.8(III)/05). Θα πρέπει να διευκρινίσουμε, επειδή υπήρξε κάποια σύγχυση στο στάδιο των αγορεύσεων ενώπιόν μας, ότι το μόνο έγγραφο που επιδόθηκε σε μετάφραση στην αγγλική γλώσσα ήταν η Ειδοποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος. Τα δύο άλλα έγγραφα δεν μεταφράστηκαν, αλλά επιδόθηκαν στην ελληνική.

 

Στις 23.10.06 οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία και ταυτόχρονα αίτηση με την οποία ζητούσαν παραμερισμό:- (α) της άδειας για σφράγιση του κλητηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας (β) του κλητηρίου που καταχωρήθηκε και (γ) της επίδοσης της Ειδοποίησης του Κλητηρίου και των υπολοίπων εγγράφων που τους επιδόθηκαν. Οι Εφεσείοντες έφεραν ένσταση στην αίτηση.

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που εκδίκασε την αίτηση, έκρινε ότι τόσο η άδεια για σφράγιση του κλητηρίου, όσο και το Διάταγμα ημερ. 21.12.05 για επίδοση της Ειδοποίησης του Κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας ήταν έγκυρα. Όμως ακύρωσε την επίδοση της Ειδοποίησης του Κλητηρίου Εντάλματος που έγινε στους Εφεσίβλητους, καθότι δεν μεταφράστηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα είτε στη γλώσσα της χώρας που θα γινόταν η επίδοση, σύμφωνα με τη Δ.6 θ.7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είτε στην αγγλική με πιστοποιημένα αντίγραφα της μετάφρασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κυρωτικού Νόμου 8(ΙΙΙ)/05.

 

Οι Εφεσείοντες με δύο λόγους έφεσης προσβάλλουν ως λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση. Αρχικά οι Εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση δεν ήταν εφέσιμη, αλλά την απέσυραν ενόψει της πρόσφατης τροποποίησης του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), με τον τροποποιητικό Νόμο 118(Ι)/08.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τη Δ.6 θ.7 αναφορικά με την υποχρέωση μετάφρασης οποιουδήποτε άλλου εγγράφου, εκτός από την Ειδοποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος.  Με το δεύτερο λόγο διατείνονται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ικανοποιήθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 8(ΙΙΙ)/05 σχετικά με τη μετάφραση των εγγράφων.  Θα εξετάσουμε τους δύο λόγους μαζί, εφόσον είναι αλληλένδετοι.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Εφεσείοντες στηριζόμενος στη Φραγκέσκου κ.ά. ν. Γρηγορίου (2000) 1(Γ) ΑΑΔ 1765, ανέφερε ότι μοναδικός σκοπός της επίδοσης είναι η παροχή ειδοποίησης στην άλλη πλευρά για να ενημερωθεί και να είναι σε θέση να αντικρούσει εκείνο που επιδιώκεται εναντίον της.  Εισηγήθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση αυτό επιτεύχθηκε, αφού οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της Ειδοποίησης της εναντίον τους αγωγής.  Περαιτέρω, σύμφωνα με την εισήγησή του, η Ειδοποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος είναι το μόνο έγγραφο που έπρεπε να επιδοθεί και αυτό ήταν μεταφρασμένο στην αγγλική γλώσσα.  Τα υπόλοιπα έγγραφα που επισυνάφθηκαν, είπε, ήταν για «πληρέστερη ενημέρωση» των Εφεσιβλήτων, χωρίς όμως να υπήρχε εκ μέρους των Εφεσειόντων νομική υποχρέωση για επίδοσή τους και κατ΄ επέκταση για μετάφρασή τους.

 

Δύο είναι τα ερωτήματα που τίθενται.  Το πρώτο είναι, ποια ακριβώς έγγραφα είχαν υποχρέωση να επιδώσουν οι Εφεσείοντες και το δεύτερο κατά πόσο η υποχρέωση τους να μεταφράσουν επεκτείνεται σε όλα τα έγγραφα που ζήτησαν να επιδοθούν ή μόνο σε εκείνα στα οποία είχαν υποχρέωση να επιδώσουν.

Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες υποστηρίζει ότι η Δ.6 θ.7 μιλά για «το έγγραφο το οποίο θα επιδοθεί» και αυτό δεν μπορεί να αναφέρεται σε άλλο έγγραφο από την Ειδοποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος. Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους εισηγήθηκε ότι από τη στιγμή που οι Εφεσείοντες ζήτησαν άδεια για να επιδώσουν τα συγκεκριμένα έγγραφα και το Δικαστήριο συμπεριέλαβε τα συγκεκριμένα έγγραφα στο Διάταγμά του, όφειλαν να συμμορφωθούν.

 

Κατά την άποψή μας η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι απλή και δίδεται τόσο από το ίδιο το Διάταγμα όσο και από τη Δ.48 θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Το ίδιο το Διάταγμα διατάσσει όπως επιδοθούν 3 έγγραφα: (α) η Ειδοποίηση, (β) η αίτηση ημερ. 14.12.05 και (γ) το ίδιο το Διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.  Κατά την άποψή μας από αυτό και μόνο το γεγονός προκύπτει νομική υποχρέωση επίδοσης των τριών εγγράφων.

 

Πέραν τούτου η νομική υποχρέωση προκύπτει και από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.  Αναφορικά με την μονομερή αίτηση ημερ. 14.12.05 η Δ.48 θ.13 προβλέπει ότι:-

 

«13. Όποτε επιδίδεται δυνάμει των παρόντων Κανονισμών διάταγμα που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση, επιδίδεται ταυτόχρονα και η μονομερής αίτηση μαζί με την ένορκο δήλωση που τυχόν τη συνόδευσε.»

 

Επομένως, η μονομερής αίτηση και ένορκη δήλωση που τη συνόδευε ορθώς είχαν συμπεριληφθεί στα έγγραφα που είχαν αποσταλεί για επίδοση.

 

Αναφορικά με το Διάταγμα ημερ. 21.12.05, η Δ.48 θ.12 προβλέπει ότι σε περίπτωση διατάγματος που εξασφαλίζεται μετά από μονομερή αίτηση, τέτοιο διάταγμα θα είναι δεσμευτικό για το διάδικο από την ημερομηνία επίδοσης σ΄ αυτόν επίσημου αντιγράφου της μονομερούς αίτησης. Η συγκεκριμένη πρόνοια κατά την κρίση μας επιβεβαιώνει έστω και εμμέσως ότι τόσο το διάταγμα όσο και η μονομερής αίτηση θα πρέπει να επιδίδονται. Εν πάση περιπτώσει το Διάταγμα ούτως ή άλλως θα έπρεπε να επιδοθεί, ώστε να λάβουν γνώση οι Εφεσίβλητοι της πρόνοιας για το χρόνο μέσα στον οποίο θα έπρεπε να καταχωρίσουν εμφάνιση (βλ. Δ.6 θ.5).  Το ότι η Διαταγή 6 δεν προβλέπει ρητά για επίδοση του Διατάγματος, δεν αναιρεί την υποχρέωση για επίδοση, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση το Διάταγμα δεν θα μετατρεπόταν σε δεσμευτικό, τουλάχιστον αναφορικά με το χρόνο εμφάνισης.  Το ότι η Δ.6 θ.7(1)(α) προβλέπει για «το έγγραφο το οποίο θα επιδοθεί» δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, αφού το θέμα διέπεται ειδικότερα από τις γενικές πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και ειδικότερα τις πρόνοιες της Δ.48 θ.12 και 13.

 

Επομένως, όλα τα έγγραφα που επισύναψαν οι Εφεσείοντες ήταν στο πλαίσιο νομικής υποχρέωσης που οι ίδιοι είχαν δυνάμει τόσο του Διατάγματος όσο και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και όχι για μια «πιο ολοκληρωμένη ενημέρωση των εφεσιβλήτων», όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους.

 

Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο ερώτημα που αφορά στα έγγραφα που θα έπρεπε να μεταφραστούν.  Η απάντηση είναι και εδώ απλή.

 

Οι Εφεσείοντες όφειλαν να συμμορφωθούν και με τις πρόνοιες της  Δ.6 θ.7 η οποία προβλέπει ότι:-

«7. ΄Οπου δίδεται άδεια από το Δικαστήριο ή το Δικαστή για επίδοση κλητηρίου εντάλματος ή ειδοποίησης περί τέτοιου κλητηρίου σε οποιαδήποτε ξένη χώρα, με την οποία σύμβαση που σχετίζεται με τέτοια επίδοση έχει συναφθεί ή θα επεκταθεί  στην Κύπρο, η ακόλουθη διαδικασία πρέπει να υιοθετείται, τηρουμένων οποιωνδήποτε ειδικών όρων της σύμβασης:-

 

(1)      Ο διάδικος ο οποίος αιτείται .. τέτοιας επίδοσης πρέπει να

καταχωρήσει στον Πρωτοκολλητή παράκληση (request) σύμφωνα με τον Τύπο 7, η οποία παράκληση (request) πρέπει να αναφέρει κατά πόσο η επίδοση είναι επιθυμητό να πραγματοποιηθεί (i) απευθείας μέσω του Βρετανού Πρόξενου, ή (ii) μέσω της αλλοδαπής δικαστικής αρχής, και πρέπει να συνοδεύεται από -

 

        (α)   το έγγραφο, το οποίο θα επιδοθεί.

 

        (β)   δύο αντίγραφά του - στην περίπτωση της Γαλλίας τρία

               αντίγραφα.

 

        (γ)   μετάφραση (του εγγράφου) στην επίσημη γλώσσα της

   χώρας στην οποία πρόκειται να γίνει η επίδοση, επαληθευμένη ενόρκως από ή εκ μέρους του προσώπου, το οποίο προβαίνει στην παράκληση. και

 

(δ)   δύο αντίγραφα της μετάφρασης.

 

 

Όταν η επίδοση ζητείται να γίνει σε Βρετανό υπήκοο μέσω του Βρετανού Πρόξενου, η μετάφραση και τα αντίγραφά της δεν είναι ανάγκη - εκτός στην περίπτωση της Τουρκίας - να παρασχεθούν.»

 

 

 

 

Ο πιο πάνω θεσμός προβλέπει για την επίδοση εγγράφων δυνάμει Διεθνών Συμφωνιών και δεν αφορά περιπτώσεις που έγγραφα επιδίδονται δυνάμει της Δ.6 θ.6, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι τα έγγραφα επιδόθηκαν δυνάμει του Κυρωτικού Νόμου 8(ΙΙΙ)/05, το άρθρο 3 του οποίου προβλέπει ότι:-

 

«΄Αρθρο 3

 

Γλώσσα

 

1. Αιτήσεις για παροχή νομικής συνδρομής και τα παραρτήματα τους θα συντάσσονται στη γλώσσα του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους και θα συνοδεύονται από πιστοποιημένα αντίγραφα της μετάφρασης στη γλώσσα του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους ή στην αγγλική.

 

 

2.  Έγγραφα που εξασφαλίζονται μέσω εκτέλεσης αιτημάτων για συνδρομή θα ετοιμάζονται στη γλώσσα του αιτούμενου Συμβαλλόμενου Μέρους.»

 

 

Είναι φανερό ότι το πιο πάνω άρθρο συμπληρώνει τη Δ.6 θ.7, προσφέροντας υπαλλακτική μέθοδο μετάφρασης στην αγγλική γλώσσα.  Το άρθρο 3 περιλαμβάνει πρόνοιες που αφορούν στη γλώσσα, όχι μόνο για τις αιτήσεις για παροχή νομικής συνδρομής αλλά και για «τα παραρτήματα» τέτοιων αιτήσεων.  Κατά την κρίση μας «τα παραρτήματα» δεν μπορεί να αναφέρονται σε οτιδήποτε άλλο εκτός  από τα έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση για παροχή νομικής συνδρομής.

 

Από τη στιγμή που υπήρχε νομική υποχρέωση όπως τα τρία έγγραφα επιδοθούν, τότε δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων της Δ.6 θ.7 και εκείνων του άρθρου 3 του Κυρωτικού Νόμου 8(ΙΙΙ)/05, όλα τα έγγραφα θα έπρεπε να είχαν μεταφραστεί είτε στην επίσημη γλώσσα της χώρας στην οποία θα γινόταν η επίδοση είτε στην αγγλική γλώσσα.  Από τη στιγμή που μόνο η Ειδοποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος μεταφράστηκε, είναι φανερό ότι η επίδοση έγινε κατά παράβαση του Νόμου και ορθώς ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω παράλειψη των Εφεσειόντων, το μόνο που απομένει να εξετάσουμε είναι την τελευταία εισήγηση του δικηγόρου τους ότι πρόκειται για απλή παρατυπία η οποία είναι θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64. Από την άλλη ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων, ενώ δεν φαίνεται να αμφισβητεί την εφαρμογή της Δ.64, εντούτοις θεωρεί ότι η εφαρμογή της «προϋποθέτει υποβολή αίτησης για θεραπεία της παρατυπίας», κάτι που δεν έγινε.

 

Με την τροποποίηση της Δ.64 καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ της μη συμμόρφωσης με διαδικαστικούς θεσμούς, η οποία καθιστούσε τη διαδικασία άκυρη και της μη συμμόρφωσης, η οποία απλώς καθιστούσε τη διαδικασία παράτυπη.  Με τη νέα Δ.64 οποιαδήποτε μη συμμόρφωση με τους θεσμούς θεωρείται ως παρατυπία η οποία μπορεί να θεραπευθεί εκτός και αν κριθεί θεμελιώδης. Με αυτό τον τρόπο δόθηκε στο Δικαστήριο η διακριτική ευχέρεια να θεραπεύει παρατυπίες, οι οποίες πριν την τροποποίηση θα οδηγούσαν σε ακύρωση του δικονομικού μέτρου (βλ. Karl Heinz Wunderlich κ.a. ν. Παναγιώτου (1999) 1(Α) ΑΑΔ 366.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η παρατυπία αναφορικά με παράβαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, θα μπορούσε να θεραπευθεί δυνάμει της Δ.64.  Όμως η παράβαση που διαπιστώνεται της διακρατικής Συμφωνίας, η οποία κυρώθηκε με τον πιο πάνω Νόμο, κατά την άποψή μας δεν θα μπορούσε να θεραπευθεί με το μηχανισμό της Δ.64, εφόσον αυτή η διαδικασία αφορά στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει συμμόρφωση με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και όχι σε άλλες παρατυπίες άσχετες με τους Θεσμούς.   Επομένως η εισήγηση για θεραπεία της παρατυπίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

 

 

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσιβλήτων.

 

 

 

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

                                                               Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

                                                               Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο