ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1073
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 54/2007)
10 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, NIΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΑ,
2. IACOVOU BROTHERS (CONSTRUCTIONS) LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΝΙΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
― ― ― ― ―
Ε. Ανδρέου, για τους Εφεσείοντες 1 και 2.
Α. Κοζάκου, για τον Εφεσείοντα 2.
Μ. Καραϊσκος, για τους Εφεσίβλητους.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αποθανών Δημήτρης Δημητρίου είναι το θύμα θανατηφόρου δυστυχήματος που συνέβη τον Απρίλη 2003 στην οδό Αισώπου στην Πάφο. Ο αποθανών κτυπήθηκε από εκσκαφέα των εφεσειόντων 2 που οδηγούσε ο εργοδοτούμενος τους εφεσείων 1 κατά την εκτέλεση οδικών έργων. Κατά το χρόνο του δυστυχήματος ο αποθανών ήταν ηλικίας 35 χρόνων. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε πολυτραυματισμό, και, ήταν ακαριαίος. Σύμφωνα με ιατρικές εκθέσεις το θύμα έφερε στο σώμα του σοβαρές κακώσεις οι οποίες υποδήλωναν ότι είχε διαπεραστεί από βαρύ αντικείμενο με λοξή πορεία.
Κατά την ώρα του δυστυχήματος δεν υπήρχαν άλλοι μάρτυρες εκτός από τον εφεσείοντα 1 ο οποίος κατέθεσε για ό,τι περιήλθε στην αντίληψή του αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος. Ο αστυφύλακας Λ. Γεωργιάδης (ΜΕ1) έφθασε στη σκηνή μετά τη μεταφορά του θύματος στο νοσοκομείο και αφού έκανε τις σχετικές μετρήσεις, ετοίμασε πρόχειρο σχέδιο το οποίο προσυπέγραψε ο εφεσείων 1. Αποτέλεσε γεγονός αναντίλεκτο ότι το θύμα κτυπήθηκε από τον εκσκαφέα ενώ το όχημα βρισκόταν σε κίνηση προς τα πίσω. Το τοπίο αναφορικά με τις πραγματικές συνθήκες του δυστυχήματος υπήρξε θολό. Όπως έχει ήδη ειπωθεί, η μόνη άμεση μαρτυρία ήταν εκείνη του οδηγού του εκσκαφέα η οποία ωστόσο δεν ήταν αρκετά αναλυτική ώστε να ρίξει άπλετο φως στις λεπτομέρειες και στα επιμέρους περιστατικά του δυστυχήματος.
Οι εφεσίβλητοι, ως οι διαχειριστές της περιουσίας του αποθανόντα, καταχώρισαν αγωγή εναντίον των εφεσειόντων αξιώνοντας αποζημιώσεις προς όφελος της περιουσίας και των εξαρτωμένων του θύματος. Ως εξαρτώμενοι, καθορίστηκαν η σύζυγός του Νίκη και τα τρία παιδιά τους η Πωλίνα, ο Ανδρέας και η Σκεύη που αντιστοίχως γεννήθηκαν στις 3.8.1990, 5.9.1994 και 15.2.1997. Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν ως αιτία του δυστυχήματος την αμέλεια του εφεσείοντα 1 κατά την οδήγηση του εκσκαφέα και αξίωσαν την απόδοση ευθύνης τόσο στον ίδιο όσο και στους εφεσείοντες 2, ως εκ προστήσεως υπεύθυνους. Οι εφεσίβλητοι, ενόψει της ανεπάρκειας της μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες και τα περιστατικά του δυστυχήματος, επικαλέστηκαν το γνωστό νομικό απόφθεγμα res ipsa loquitur προκειμένου να αποδείξουν την ευθύνη των εφεσειόντων.
Τα βασικά στοιχεία της μαρτυρίας που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιόν του είναι ότι οι εφεσείοντες 2 εκτελούσαν εργασίες επίστρωσης του δρόμου της οδού Αισώπου με πρέμιξ. Η εργασία του εφεσείοντα 1 ως μηχανοδηγού ήταν το σκούπισμα του δρόμου με τον εκσκαφέα - σκούπα πριν από την επίστρωση του πρέμιξ. Η εργασία αυτή γινόταν με οπίσθια κίνηση του εκσκαφέα. Ο εφεσείων 1 και ο αποθανών, αφού γευμάτισαν, ξεκίνησαν περπατώντας προς τον εκσκαφέα, ο μεν εφεσείων 1 για να θέσει το μηχάνημα σε λειτουργία και να αρχίσει το σκούπισμα του δρόμου, ο δε αποβιώσας για να εκφορτώσει το πρέμιξ που επρόκειτο να επιστρωθεί. Ο εφεσείων 1 φθάνοντας στον εκσκαφέα, έθεσε το μηχάνημα σε λειτουργία και άρχισε την οδήγησή του προς τα πίσω ο δε αποθανών, ακολουθώντας την ίδια πορεία, συνέχισε να περπατά δίπλα από το όχημα σχεδόν με την ίδια με αυτό ταχύτητα. Ο εφεσείων 1 για να ελέγχει το δρόμο κατά την οδήγηση, είχε γυρισμένη την κεφαλή του πίσω και αριστερά. Αφού διένυσαν με αυτό τον τρόπο 10-15 μέτρα και ο εκσκαφέας βρισκόταν σε κίνηση, ο εφεσείων είδε σε κλάσματα δευτερολέπτου τον αποθανόντα να γέρνει στο δρόμο. Εφάρμοσε τα φρένα του οχήματος και με άλλη ταχύτητα, οδήγησε τον εκσκαφέα μπροστά περί το ένα-ενάμισυ μέτρο οπότε και ένιωσε τον πίσω αριστερό τροχό να «ανεβαίνει» και σχεδόν ταυτόχρονα είδε τον αποθανόντα στο έδαφος. Πήγε προς το μέρος του και είδε ότι βρισκόταν πεσμένος λοξά με την κεφαλή προς το δρόμο και τα πόδια προς το παγκέτο.
Η θέση του εφεσείοντα 1 ήταν ότι δεν κατάλαβε πως έγινε το δυστύχημα ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να κτύπησε το θύμα με τον εκσκαφέα χωρίς να το είχε αντιληφθεί. Ο αστυφύλακας Γεωργιάδης, ΜΕ1, κατέθεσε ότι ο δρόμος στο μέρος που έγινε το δυστύχημα είχε πλάτος 6 μ. Το πλάτος του εκσκαφέα ήταν 2,20 μ. και το μήκος του 5,60 μ. Ο επιθεωρητής μηχανοκινήτων οχημάτων της Αστυνομίας Μ. Χριστοδούλου κατέθεσε ότι ο εκσκαφέας και τα ελαστικά του καθώς και όλα τα συστήματα του οχήματος, ήταν σε καλή κατάσταση. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν πλαίσια καθρεπτών αλλά χωρίς τους καθρέπτες. Στο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος ο αστυφύλακας Γεωργιάδης σημείωσε το γράμμα Χ ως το σημείο που κτυπήθηκε το θύμα από τον εκσκαφέα. Για τον προσδιορισμό του εν λόγω σημείου, ο μάρτυρας έλαβε υπόψη τη θέση του θύματος στο έδαφος καθώς και τη δήλωση του εφεσείοντα 1 αναφορικά με το σημείο που ένιωσε τον τροχό να «ανεβαίνει» περνώντας πάνω από το σώμα του θύματος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση, ορθά διαπίστωσε ότι το σημείο Χ επί του σχεδίου είναι το σημείο όπου το θύμα κτυπήθηκε από τον εκσκαφέα. Υπήρχε προς τούτο θετική μαρτυρία η οποία δικαιολογούσε το σχετικό εύρημα.
Με βάση την κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι το παγκέτο βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το δρόμο και ότι ενώ ο αποθανών περπατούσε δίπλα και στην ίδια πορεία με τον εκσκαφέα, έγειρε στο έδαφος όπου βρέθηκε πατημένος από τον τροχό του εκσκαφέα. Το δικαστήριο σημείωσε την ύπαρξη κενού στη μαρτυρία που αφορά στο τι ακριβώς προηγήθηκε αμέσως πριν από την πτώση του θύματος στο δρόμο. Από πλευράς διαδίκων δεν υπήρξε αμφισβήτηση ότι η απουσία μαρτυρίας σχετικά με αυτή τη πτυχή άφηνε όντως κενό στη σειρά με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα. Ενόψει τούτου, ήλθε στο προσκήνιο η εξέταση του θέματος κατά πόσο μπορούσε υπό τις περιστάσεις να τύχει εφαρμογής το νομικό απόφθεγμα res ipsa loquitur προκειμένου να κριθεί το θέμα του καταλογισμού της ευθύνης για το δυστύχημα. Υποστηρίχθηκε από πλευράς εφεσειόντων ότι η περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για την εφαρμογή του εν λόγω αποφθέγματος ενώ αντίθετη ήταν η άποψη των εφεσιβλήτων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις νομικές αυθεντίες και στη νομολογία η οποία διέπει το θέμα και αφού έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κενό λόγω της έλλειψης γνώσης ή μέσων γνώσης των πραγματικών γεγονότων μπορούσε να συμπληρωθεί με την εφαρμογή του προαναφερόμενου νομικού αποφθέγματος res ipsa loquitur, Συνακόλουθα το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έλλειψη επαρκούς εποπτείας του εφεσείοντα 1 κατά την οδήγηση, αποτέλεσε την πραγματική αιτία της πρόκλησης του θανατηφόρου δυστυχήματος. Η απουσία των καθρεπτών από τα πλαίσιά τους συνέτεινε, καθώς διαπιστώθηκε, στο να μην είχε ο εφεσείων 1 επαρκή εποπτεία κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Με δεδομένη πλέον τη μετάθεση του βάρους απόδειξης στους εφεσείοντες, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων 1 δεν έδωσε εύλογη εξήγηση ή δικαιολογία που να δείχνει ότι το δυστύχημα επεσυνέβη χωρίς αμέλεια εκ μέρους του. Αντίθετα, όπως αναφέρεται, ο εφεσείων 1 δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο, οδηγώντας με οπίσθια ταχύτητα, και χωρίς επαρκή εποπτεία του δρόμου και του αποβιώσαντα, να ξέφυγε της ευθείας πορείας του και να κτύπησε με κάποιο σημείο του εκσκαφέα τον αποβιώσαντα προκαλώντας τη πτώση και καταπλάκωσή του. Το τελικό συμπέρασμα του δικάσαντος δικαστηρίου είναι ότι ο εφεσείων 1 και οι εφεσείοντες 2, ως εκ προστήσεως υπεύθυνοι, ευθύνονται λόγω αμέλειας για το θάνατο του αποβιώσαντα.
Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ότι η αμέλεια του θύματος υπήρξε αιτία του δυστυχήματος απορρίφθηκαν επειδή, καθώς κρίθηκε, ο εφεσείων 1 δεν μπόρεσε να αναφέρει αν ο αποβιώσας έκαμε οποιαδήποτε κίνηση ή ενέργεια εισόδου του στο δρόμο και έκθεσης του εαυτού του σε κίνδυνο.
Αναφορικά με το θέμα των αποζημιώσεων, το δικαστήριο υπολόγισε τον καθαρό μισθό του αποθανόντα στις ΛΚ5622 μείον 20% για τα προσωπικά του έξοδα και καθόρισε πολλαπλασιαστή 13 χρόνων. Για τον καθορισμό του πολλαπλασιαστή το δικαστήριο έλαβε υπόψη την ηλικία του αποθανόντα, το επάγγελμα που ασκούσε και την προοπτική συνέχισης της εργασίας του. Με βάση τα πιο πάνω, το δικαστήριο καθόρισε το ποσό της αποζημίωσης για την εξάρτηση της συζύγου και των παιδιών του αποθανόντα στις ΛΚ58.500 ενώ οι ειδικές αποζημιώσεις εκ συμφώνου καθορίστηκαν στις ΛΚ1000.- εντόκως προς 8% επί ποσού ΛΚ500 (έξοδα κηδείας) από 10.4.2003 και επί ποσού ΛΚ500 (έξοδα διαχείρισης) από 26.5.2004 μέχρι εξόφλησης.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Η θέση τους είναι ότι από τη στιγμή που το δικαστήριο διαπίστωσε ότι το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος και η μαρτυρία του ΜΕ1 δεν μπορούσαν να ρίξουν περισσότερο φως προς πλήρη διαλεύκανση των συνθηκών του δυστυχήματος και ότι υπήρχε όντως πραγματικό κενό για το τι ακριβώς συνέβηκε και οδήγησε στη πτώση κλπ του αποθανόντα, λανθασμένα και κατ΄ αντίθεση προς τη νομολογία, εφάρμοσε το res ipsa loquitur μεταθέτοντας το βάρος απόδειξης στους εφεσείοντες, όταν μάλιστα οι εφεσίβλητοι παρέθεσαν λεπτομέρειες αμέλειας του εφεσείοντα 1, προωθώντας προς τούτο και μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών τους.
Το νομικό απόφθεγμα res ipsa loquitur αποτελεί αποδεικτικό κανόνα τον οποίο μπορεί να επικαλεστεί ο ενάγων μόνο όπου τα ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά με την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος δεν συμβιβάζονται με την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους του. Στην Morides v. Ioannou (1973) 1 CLR 117 λέχθηκε, με αναφορά στη Lloyde v. West Midlands Gas Board [1971]2 All ER 1240 ότι το άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 καθιερώνει το εν λόγω απόφθεγμα του αγγλικού κοινοδικαίου ως μέρος του κυπριακού δικαίου. Σύμφωνα με τη Loyde (ανωτέρω) το res ipsa loquitur σημαίνει:
«It means that a plaintiff prima facie establishes negligence where: (i) It is not possible for him to prove precisely what was the relevant act or omission which set in train the events leading to the accident, but (ii) on the evidence as it stands at the relevant time it is more likely than not that the effective cause of the accident was some act or omission of the defendant or of someone for whom the defendant is responsible, which act or omission constitutes a failure to take proper care for the plaintiff´s safety.»
Σε μετάφραση:
«ότι ο ενάγων αποδεικνύει εκ πρώτης όψεως αμέλεια όπου: (ι) Δεν είναι δυνατό για τον ίδιο να αποδείξει επακριβώς ποια ήταν η σχετική πράξη ή παράλειψη η οποία έθεσε σε κίνηση τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στο ατύχημα. πλην όμως (ιι) επί της μαρτυρίας ως έχει κατά τον σχετικό χρόνο είναι περισσότερο πιθανό ότι η πραγματική αιτία του ατυχήματος ήταν μια πράξη ή παράλειψη του εναγομένου ή κάποιου για τον οποίο ο εναγόμενος είναι υπεύθυνος, η οποία πράξη ή παράλειψη συνιστά παράλειψη επίδειξης επιμέλειας για την ασφάλεια του ενάγοντα.»
Οι λόγοι έφεσης οι οποίοι έχουν ως κεντρικό άξονα τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι είχαν στη διάθεσή τους μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος και συνεπώς η εφαρμογή του αποφθέγματος res ipsa loquitur δεν ήταν υπό τις περιστάσεις εφικτή δεν ευσταθούν. Κατά την ώρα του δυστυχήματος ήταν παρόντες μόνο ο εφεσείων 1 και το θύμα. Ο εφεσείων 1 φάνηκε πως δεν είχε πλήρη αντίληψη του συμβάντος. Και εφόσον το μηχάνημα που προκάλεσε το ζημιογόνο γεγονός τελούσε υπό τον έλεγχο των εφεσειόντων, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τον αποδεικτικό κανόνα του res ipsa loquitur. Οι λεπτομέρειες αμέλειας οι οποίες εκτίθενται στην έκθεση απαίτησης δεν συνιστούν κώλυμα για την επίκληση του εν λόγω κανόνα. Σ΄ αυτές γίνεται μια εκ πρώτης όψεως πιθανολόγηση της αμέλειας του οδηγού του εκσκαφέα η οποία προέκυψε από στοιχεία μαρτυρίας τα οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσουν τελικά στον καταλογισμό της ευθύνης εις βάρος του. Βλ. Bennett v. Chemical Construction (GB) Ltd [1971] 3 All E.R. 822.
Ο εφεσείων 1 δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να οδήγησε τον εκσκαφέα αριστερότερα και να κτύπησε τον αποθανόντα τον οποίο είδε ξαφνικά να γέρνει. Στην ιατρική έκθεση γίνεται λόγος για ευρήματα τα οποία οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το θύμα καταπλακώθηκε από βαρύ αντικείμενο με λοξή πορεία, γεγονός το οποίο συνάδει με την πιθανότητα που δεν απέκλεισε ο εφεσείων 1 δηλαδή, να κινήθηκε αριστερότερα και να κτύπησε το θύμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ιατρική έκθεση δεν αναφέρεται ότι διαπιστώθηκαν οποιαδήποτε παθολογικά αίτια τα οποία να προκάλεσαν τη πτώση του θύματος.
Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία της υπόθεσης θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τον αποδεικτικό κανόνα res ipsa loquitur και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων 1 υπήρξε υπό τις περιστάσεις αμελής εφόσον ο ίδιος, ο οποίος είχε υπό τον έλεγχό του το μηχάνημα, δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για την αιτία πρόκλησης του ζημιογόνου γεγονότος δηλαδή, της πτώσης και καταπλάκωσης του θύματος από τον εκσκαφέα που ο εφεσείων 1 οδηγούσε.
Το παράπονο των εφεσειόντων ότι λανθασμένα το δικαστήριο καθόρισε ως πολλαπλασιαστή για τον υπολογισμό της εξάρτησης τα 13 χρόνια κρίνουμε ότι είναι αβάσιμο. Το θύμα κατά το χρόνο του δυστυχήματος ήταν 35 χρόνων, ήταν υγιής και έχαιρε εκτίμησης από τους εργοδότες του με προοπτική συνέχισης της εργασίας του για πολλά χρόνια. Ο καθορισμός του πολλαπλασιαστή συνάδει με τις αρχές που έχουν τεθεί από τη νομολογία και επικροτούμε τη σχετική επί του θέματος προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Ολοι σχεδόν οι λόγοι έφεσης έχουν ως κοινή συνισταμένη την εισήγηση περί λανθασμένης εφαρμογής του νομικού αποφθεύγματος res ipsa loquitur. Εξηγήσαμε τους λόγους για τους οποίους η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε σωστά τη μαρτυρία και κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα που καλύπτουν κάθε πτυχή της υπόθεσης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΣΦ.