ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1106
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 256/2008
15 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
G & Z ENGINEERS LIMITED
Εφεσείοντες/ενάγοντες
- και -
AMERON B.V.
Eφεσιβλήτων/εναγομένων
..........
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους εφεσείοντες/ενάγοντες
Αλ. Γαβριηλίδης, για τους εφεσίβλητους/εναγομένους
..........
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου,
.........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Αφού οι εφεσείοντες, στις 12/2/07, πρώτα εξασφάλισαν άδεια (βλ. Γενική Αίτηση αρ.93/07) για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, στη συνέχεια (22/2/07) ήγειραν εναντίον των εφεσιβλήτων την αγωγή 1214/07 στο Ε.Δ. Λευκωσίας και με την ειδικά οπισθογραφημένη έκθεση απαίτησής τους αξίωσαν «απώλειες και/ή αποζημιώσεις» τις οποίες υπέστησαν λόγω παράβασης σύμβασης και/ή αμέλειας των εφεσιβλήτων και/ή των υπηρετών τους, κατά την κατασκευή και/ή την πώληση του προϊόντος Enfield Routemaster 9610, το οποίο, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, αποδείχθηκε ελαττωματικό και/ή μη κατάλληλο για το σκοπό που αγοράστηκε.
Οι εφεσίβλητοι στις 15/6/07 καταχώρησαν αίτηση δια κλήσεως με την οποία ουσιαστικά ζητούσαν τον παραμερισμό της σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και/ή την απόρριψη της αγωγής, για διάφορους λόγους που φαίνονται στην αίτηση, περιλαμβανομένου και ισχυρισμού για έλλειψη δικαιοδοσίας και/ή ότι με βάση τη συμφωνία των διαδίκων δικαιοδοσία είχαν τα αγγλικά δικαστήρια.
Παρά την ένσταση των εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του (που περιγράφει ως ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ) ημερ. 30/5/08 έκανε αποδεκτή την αίτηση των εφεσιβλήτων και εξέδωσε το ακόλουθο διάταγμα:
«Εκδιδεται διάταγμα ακύρωσης και/ή παραμερισμού της επίδοσης της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στους Εναγόμενους καθώς επίσης και διάταγμα ακύρωσης και/ή παραμερισμού του διατάγματος ημερ. 12.2.07 που εκδόθηκε στα πλαίσια και στη βάση της Γενικής Αίτησης αρ. 93/07, με το οποίο δόθηκε άδεια στους Ενάγοντες για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και για επίδοση ειδοποίησης αυτού στους Εναγόμενους εκτός δικαιοδοσίας. Περαιτέρω εκδίδεται διάταγμα αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας της αγωγής.»
Οι εφεσείοντες στις 8/7/08 (δηλαδή σε 39 μέρες από την έκδοση της απόφασης) καταχώρησαν την παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Κατά την προδικασία της έφεσης τέθηκε θέμα από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων εκπροθέσμου της έφεσης και ζήτησε όπως εκδικαστεί προδικαστικά το κατά πόσο η έφεση είναι εκπρόθεσμη ή όχι. Σύμφωνα με τη δική του εισήγηση, εφόσον η έφεση στρέφεται κατά ενδιάμεσης απόφασης, έπρεπε να καταχωρισθεί μέσα σε 14 μέρες (κάτι που δεν έχει γίνει), ενώ σύμφωνα με τους εφεσείοντες αυτή είναι τελική, οπότε είναι εμπρόθεσμη αφού η έφεση καταχωρήθηκε πριν την εκπνοή των 42 ημερών από της έκδοσης της απόφασης. Με το αίτημα αυτό συμφώνησε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων και έτσι δώσαμε οδηγίες όπως εκδικαστεί πρώτα το εμπρόθεσμο ή μη της έφεσης.
Με τα αντίστοιχα περιγράμματα αγόρευσης τους αλλά και τις ενώπιον μας προφορικές αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι υποστήριξαν τις αντίστοιχες θέσεις τους, αναφερόμενοι και σε σχετική νομολογία.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε τη θέση του ότι η απόφαση είναι τελική (παρά το χαρακτηρισμό της ως ενδιάμεσης από το δικαστήριο που την εξέδωσε) βασιζόμενος στις υποθέσεις Χριστοφόρου κ.α ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 714, 719, και Wortham κ.α ν. Τσίμον κ.α (2001) 1 Α.Α.Δ. 1442, 1449,1451.
Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων βασίστηκε επίσης στην υπόθεση Wortham κ.α ν. Τσίμον, και ειδικότερα στις σελ. 1448-1450 από την οποία παρέθεσε και σχετικό απόσπασμα, στην υπόθεση Σπηταλιώτης κ.α ν. Liberty Life Insurance Ltd. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1140,1142 καθώς επίσης και στην υπόθεση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Κοτσωνία ν. Αντωνίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 975, 981 από την οποία και παρέθεσε επίσης σχετικό απόσπασμα. Εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με τις αυθεντίες αυτές έχει τελικά καθιερωθεί το κριτήριο της φύσης της αίτησης (application approach) και όχι του εκδοθέντος διατάγματος που εφεσιβάλλεται (order approach).
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις και για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, έχουμε καταλήξει να δεχθούμε ως ορθή τη θέση της πλευράς των εφεσιβλήτων ότι δηλαδή πρόκειται περί ενδιάμεσης απόφασης η οποία έπρεπε να εφεσιβληθεί σε 14 μέρες. Καταλήξαμε σ' αυτή την απόφαση αφού λάβαμε υπόψη το κριτήριο της φύσης της αίτησης (application approach) που σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία είναι αυτό που επικράτησε τόσο στην Αγγλία, όσο και στην Κύπρο. Ότι η αίτηση είναι ενδιάμεσης φύσης προκύπτει σαφώς και από τη νομική της βάση, που δικονομικά είναι η Δ.48 που διέπει ενδιάμεσες αιτήσεις (interlocutory applications). Στην ίδια διάταξη βασίζεται και η Ένσταση.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Wortham κ.α ν. Τσίμον κ.α, αφού ο Κωνσταντινίδης Δ. προέβη πρώτα σε αναδρομή του τι ίσχυε στην Αγγλία και ότι με το Supreme Court Practice του 1999, Τεύχος 1 σελ. 1009 και επέκεινα έγινε νέα ρύθμιση του θέματος που ουσιαστικά θεσμοθέτησε την προηγούμενη νομολογία, τονίζοντας το ότι εμείς δεν έχουμε τέτοια δικονομική ρύθμιση, ανάφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Αναφέρθηκε με αποδοχή σ' αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο πρώτα στην υπόθεση Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos and Another (1970) 1 C.L.R. 241 και μετά στην Αναφορικά με την εταιρεία The Cyprus Asbestos Mines Co Ltd v. Συκοπετρίτης Λτδ (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 832. Ειδικά, στις υποθέσεις in Re Page, Hill v. Fladgate (1010) 1 Ch. 489 και Hunt v. Allied Bakeries Ltd (1956) 3 All E.R. 513 στις οποίες η έγκριση αίτησης για παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος ως επιπόλαιου και ενοχλητικού ή ως μη αποκαλύπτοντος εύλογη αιτία αγωγής, κρίθηκε ως ενδιάμεση. Είχε υιοθετηθεί σ' αυτές η προσέγγιση που τοποθετούσε το βάρος στη φύση της αίτησης που οδήγησε στην απόφαση (application approach). Σε αντιδιαστολή προς εκείνη κατά την οποία το σημαντικό είναι η φύση του ίδιου του διατάγματος που εφεσιβάλλεται (order approach). Βρίσκουμε μια περιεκτική απόδοση της κατάστασης στην White v. Brunton (1984) 2 All ER 606. Με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ' εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:.....»
Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Σπηταλιώτης κ.α ν. Liberty Life Insurance Ltd κ.α σελ. 1142, όπου ο Νικολάου Δ. ανάφερε τα ακόλουθα:
«Το πώς προσεγγίζονται τέτοια ζητήματα εξετάστηκε πρόσφατα στην Wilfrid Wortham ka v. Ντίνας Κώστα Τσίμον κα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1442. Κατόπιν επισταμένης αναφοράς στη νομολογία, Κυπριακή και Αγγλική, το Εφετείο με απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. υπέδειξε την προτίμηση για την άποψη ότι η κατάταξη πρέπει να γίνεται με αναφορά στη φύση της αίτησης, δηλαδή με κριτήριο το κατά πόσο με διαφορετικό αποτέλεσμα θα συνεχιζόταν η αγωγή, και όχι με αναφορά στις συνέπειες της εκδοθείσας απόφασης ή διατάγματος. Παρατέθηκε εκτενές απόσπασμα από την ιδιαίτερα χρήσιμη White v. Brunton (1984) 2 All ER 606 σε σχέση με την οποία εξηγήθηκε ότι:
«Με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ' εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε.»
Αυτή η προσέγγιση σημαίνει εν προκειμένω πως η απόφαση σε αίτηση για συνοπτική απόφαση δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ενδιάμεση, αφού η διαδικασία μπορεί το ίδιο να έχει ως αποτέλεσμα είτε τη διεκπεραίωση της αγωγής είτε τη συνέχισή της.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η έφεση των εναγομένων 1-4 ήταν εκπρόθεσμη και δεδομένου ότι δεν υπήρξε μέχρι τώρα παράταση χρόνου, θα πρέπει να απορριφθεί.»
Πολύ βοηθητικά για το θέμα που εξετάζουμε είναι και τα όσα ανάφερε το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση Κοτσωνά ν. Αντωνίου σελ. 980-981, όπου με αναφορά στην υπόθεση Wortham κ.α v. Τσίμον κ.α, ο Ηλιάδης, Δ ανάφερε:
«..Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα Δικαστήρια ακολουθούν πλέον τη φύση της αίτησης. Όπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Sir John Donaldson MR,
"The Court is now clearly committed to the application approach as a general rule and Bozson´s case can no longer be regarded as any authority for applying the order approach."
Το ότι εφαρμόζεται το κριτήριο της φύσης της αίτησης, επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Ιωακείμ κ.α (αρ. 1) ν. Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου Λτδ.(2003) 1 Α.Α.Δ. 198, σελ. 202, αφού με το εν λόγω διάταγμα έστω και αν είχε ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, δεν είχε ως συνέπεια επίλυση της επίγνωσης της διαφοράς των διαδίκων που ήταν το επίδικο θέμα της αγωγής. Θα μπορούσαν οι εφεσείοντες θέσουν ξανά τον μηχανισμό (διαδικασία) για έγερση νέας αγωγής.
Στο Αγγλικό Σύγγραμμα THE ANNUAL PRACTICE του 1958, Τόμος 1 σελ. 1667-1668 υπάρχει κατάλογος αποφάσεων που έχει αποφασιστεί από τα Δικαστήρια ότι είναι ενδιάμεσης φύσης. Σ' αυτά περιλαμβάνεται και η απόρριψη μιας αγωγής ως επιπόλαιας και/ή ενοχλητικής και/ή ότι δεν αποκαλύπτει αιτία αγωγής. Παρόλο, δηλαδή που η απόφαση αφορά την απόρριψη ολόκληρης της αγωγής, εντούτοις, για σκοπούς έφεσης, θεωρήθηκε ότι είναι ενδιάμεσης φύσης.
Στην υπόθεση Χριστοφόρου κ.α ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ., που επικαλέστηκε ο κ. Παπαθεοδώρου, δεν έχει εξετασθεί το θέμα κατά πόσο η απόφαση ήταν τελική ή ενδιάμεση. Αφορούσε έφεση κατά της αυτεπάγγελτης αναστολής αγωγής με βάση τη Δ.33, θ. 10 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την οποία έκρινε ότι έπρεπε να είχε καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και έδωσε οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως μεταφέρει στο εν λόγω Δικαστήριο. Ακολούθησε αίτηση από πλευράς εναγόντων για διακοπή (discontinuance) της διαδικασίας με βάση τη Δ.15 η οποία και απορρίφθηκε. Οι ενάγοντες καταχώρησαν έφεση η οποία όμως απορρίφθηκε με το εξής σκεπτικό (σελ. 719):
«Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές ότι στην ουσία πρόκειται για μόνιμη αναστολή, αφού για κανένα λόγο δεν μπορεί να αναβιώσει η διαδικασία.
Ως εκ τούτου κρίνουμε πως οι εφεσείοντες-ενάγοντες-αιτητές θα μπορούν να καταχωρήσουν νέα αγωγή στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση της διαδικασίας, αφού στην ουσία η διακοπή της διαδικασίας της αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ισοδυναμεί με διακοπή/απόρριψη της αγωγής.»
Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην πιο πάνω απόφαση που να βοηθά τους εφεσείοντες.
Παρά το ότι τα πιο πάνω είναι αρκετά για απόρριψη της έφεσης, αφού δεν καταχωρήθηκε μέσα σε 14 ημέρες από της έκδοσής της, προχωρούμε να πούμε ότι και αν ακόμα θα έπρεπε να εφαρμόσουμε το κριτήριο της φύσης του υπό έφεση διατάγματος (order approach), όπως είχε εξηγηθεί στην προαναφερθείσα αγγλική υπόθεση Bozson´s case, και πάλιν θα καταλήγαμε στο ίδιο αποτέλεσμα, ότι δηλαδή η φύση της απόφασης είναι ενδιάμεση (όπως άλλωστε χαρακτηρίστηκε και από το Δικαστή που την εξέδωσε), παρόλο που ο χαρακτηρισμός της αυτός, δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη με €1.800 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Φρ. Νικολαϊδης, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΚΑς