ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1040
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αρ. αγωγής.1/2009
27 Αυγούστου, 2009
[Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ
Eφεσείων/Ενάγων
- και -
COLOSSOS SIGNS LIMITED
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
------------------------
Αίτηση για συντηρητικό διάταγμα ημερ. 17.7.2009
Για τον Ενάγοντα/Αιτητή: Γ.Λουκαϊδης
Για τους Εναγομένους/Καθ΄ων η αίτηση: Δ.Καλλής
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο Ενάγων, ως κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας υπ΄αριθμό Δ.Ε.CY 2447, διεκδικεί εναντίον των Εναγομένων την έκδοση Δηλωτικής απόφασης ότι οι τελευταίοι δεν δικαιούνται να αντιγράφουν ή μιμούνται και να παρουσιάζουν τα εμπορεύματα τους ως προερχόμενα από τον Ενάγοντα πλέον αποζημιώσεις.
Ταυτοχρόνως, με την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος ο Ενάγων καταχώρισε μονομερή αίτηση διεκδικώντας:
«Διάταγμα του Δικαστηρίου απαγορεύον στους εναγομένους ή/και τους αντιπροσώπους τους ή/και τους υπηρέτες τους την παραγωγή ή/και πώληση ή/(και εκμίσθωση ή και άλλως πως διάθεση και χρήση πινακίδων, όπως αυτές αναφέρονται στην ένορκο δήλωση μέχρις εκδικάσεως της παρούσας αγωγής».
Με γνώμονα τα γεγονότα της ενόρκου δηλώσεως και έχοντας υπόψη τη φύση της διαφοράς δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της αίτησης. Τούτο έγινε και οι Εναγόμενοι καταχώρισαν ένσταση και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του ίδιου του Ενάγοντα, ο οποίος μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι είναι ο δικαιούχος του Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας υπ΄αριθμό Δ.Ε.CY2447 που όπως προσδιορίζεται στο πιστοποιητικό χορήγησης του προστατεύεται η εφεύρεση, ήτοι:
«διαφημιστική οβάλ πινακίδα με δύο όψεις και με χαμηλή αντίσταση στον αέρα και πρωτότυπο τρόπο ανάρτησης και στήριξης του μουσαμά.
Οι Εναγόμενοι, συνεχίζει ο ενόρκως δηλών, παρανόμως, αυθαιρέτως και χωρίς τη δική του συγκατάθεση άρχισαν να κατασκευάζουν πινακίδες τις οποίες πωλούν και διαθέτουν σε ολόκληρη την Κύπρο περιλαμβανομένης και της επαρχίας Λάρνακας, οι οποίες αποτελούν αντιγραφή ή και απομίμηση των πινακίδων που καλύπτονται από την προστασία που του παρέχει η πιο πάνω εφεύρεση.
Ο Ενάγων προσθέτει, ότι είχε καλέσει τους Εναγομένους να παύσουν να μιμούνται τις δικές του πινακίδες και με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 2.8.2006. Παρόλη την προειδοποίηση, οι Εναγόμενοι συνέχισαν, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί, όπως ανέφερε, να καταχωρίσει την αγωγή υπ΄αριθμό 1/2007 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με το ίδιο περιεχόμενο όπως και η παρούσα. Σε κάποιο στάδιο και συγκεκριμένα στις 6.3.2009 κατέληξαν, συνεχίζει ο ενόρκως δηλών, σε συμβιβασμό και εκδόθηκε απόφαση υπέρ του και εναντίον των Εναγομένων, μεταξύ άλλων για χρηματικό ποσό €51,000.00. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι θα καταβαλλόταν προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας εταιρείας, στην οποία θα συμμετείχαν οι δύο πλευρές με ποσοστό 50% και 50% έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται τις πινακίδες τύπου οβάλ. Παρόλες τις προσπάθειες του ίδιου και του δικηγόρου του, οι Εναγόμενοι προβάλλοντας διάφορα προσχήματα, όπως αναφέρει, έχουν οδηγήσει το συμβιβασμό σε ναυάγιο και με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 3.7.2009 πληροφόρησαν το δικηγόρο του, ότι δεν προτίθενται να υπογράφουν οποιοδήποτε έντυπο προς τον ΄Εφορο Εταιρειών για τη δημιουργία της συμφωνηθείσας να συσταθεί νέας εταιρείας.
΄Εχοντας υπόψη το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι συνεχίζουν να κατασκευάζουν, πωλούν ή και εκμισθώνουν ή ακόμη θέτουν σε κυκλοφορία πινακίδες, οι οποίες παραβιάζουν το πιο πάνω δικαίωμα του, προκαλώντας σ΄αυτόν ζημιές, θεωρεί ότι θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα γιατί όπως αναφέρει θα είναι πάρα πολύ δύσκολο σε μεταγενέστερο στάδιο να υπολογίσει το εύρος της ζημιάς αυτής.
Με την ένσταση τους οι Εναγόμενοι προβάλλουν διάφορους νομικούς και άλλους λόγους γιατί δεν πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Θα σχολιάσω το περιεχόμενο των λόγων ένστασης σε μεταγενέστερο στάδιο.
Για σκοπούς υποστήριξης της ένσταση καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση από τον κ.Χάρη Τούμπα, ενός εκ των διευθυντών των Εναγομένων. Ο ενόρκως δηλών ουσιαστικά αρνείται το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του Ενάγοντα και ιδιαιτέρως αρνείται την αναφορά του τελευταίου, σε σχέση με μέθοδο κατασκευής των πινακίδων που οι Εναγόμενοι παράγουν. Υπάρχουν αναφέρει, ουσιαστικές διαφορές, οι οποίες δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την κατασκευή πινακίδων του Ενάγοντα. Δίδει σε έκταση τις διαφορές, που θεωρεί ο συγκεκριμένος ενόρκως δηλών, ότι καταδεικνύουν τη διαφοροποίηση που υπάρχει μεταξύ των δύο κατασκευών. Καταλήγοντας αναφέρει ότι οι συγκεκριμένες πινακίδες δικής τους κατασκευής, δεν αποτελούν αντιγραφή ή απομίμηση των πινακίδων του Ενάγοντα.
Ο ενόρκως δηλών περαιτέρω αναφέρει ότι οι Εναγόμενοι δεν χρησιμοποιούν ή εκμεταλλεύονται πινακίδες για δική τους χρήση αλλά αφού τις κατασκευάσουν τοποθετούνται για λογαριασμό τρίτων προσώπων οι οποίοι είναι πελάτες τους, χωρίς καμία άλλη σχέση των ιδίων. Το περιεχόμενο της ισχυριζόμενης ζημιάς, προσθέτει επί του προκειμένου, χαρακτηρίζεται από γενικότητα και αοριστία σε βαθμό που δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη της.
Στη συνέχεια ο ενόρκως δηλών αναφέρεται στις διαδικασίες που προηγήθηκαν της παρούσας αγωγής, περιλαμβανομένου του συμβιβασμού που είχε επιτευχθεί στις 6.3.2009 για να καταδείξει, όπως ισχυρίζεται, ότι ο ενάγων καταχώρισε την παρούσα διαδικασία με αλλότριο σκοπό, ήτοι να υποχρεώσει τους Εναγόμενους να προχωρήσουν σε υλοποίηση του πιο πάνω συμβιβασμού. Παραθέτει αντίγραφα επιστολών που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών την περίοδο 6.3.2009 και Ιουλίου 2009, τις οποίες, όπως ισχυρίζεται, δεν είχε αποκαλύψει ο Ενάγων στην ένορκη του δήλωση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα στη γραπτή του αγόρευση επικεντρώθηκε στις τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να συνυπάρχουν για να τεκμηριωθεί η αίτηση για έκδοση συντηρητικού διατάγματος όπως προνοείται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.
Το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση είναι έκδηλα διαφαινόμενο, αφού, όπως είπε ο συνήγορος, οι Εναγόμενοι καταπάτησαν και εξακολουθούν να καταπατούν τα δικαιώματα του Ενάγοντα τα οποία απορρέουν από το πιστοποιητικό εγγραφής της συγκεκριμένης ευρεσιτεχνίας. Τα ίδια τα γεγονότα που περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση, συνέχισε ο συνήγορος, καταμαρτυρούν και την πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής του Ενάγοντα. Αυτό ικανοποιεί και τα απαιτούμενα της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32. Η ύπαρξη συμφωνίας που έγινε με βάση τις πρόνοιες του συμβιβασμού στην αγωγή 1/2007, είναι θέμα, όπως είπε, άσχετο, και δεν ενδιαφέρει στο παρόν στάδιο. Κάθε παραβίαση, πρόσθεσε, δημιουργεί νέο αυτοτελές αγώγιμο δικαίωμα.
Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 συνέχισε ο συνήγορος, έχει στοιχειοθετηθεί, έχοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη συμπεριφορά των Εναγομένων, οι οποίοι σαφώς δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν να κατασκευάζουν πινακίδες και ταυτοχρόνως ο ίδιος ο Ενάγων στερείται της δυνατότητας προσδιορισμού του ύψους της ζημιάς που υφίσταται σε βαθμό που καθίσταται το θέμα αυτό εντελώς απροσδιόριστο αριθμητικά.
Ο συνήγορος του Ενάγοντα απαντώντας επί των νομικών ενστάσεων που προβάλλονται από τους Εναγόμενους ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχει ανάγκη να επιδιώξει ο Ενάγων την εφαρμογή της συμφωνίας που έχει επιτευχθεί στην αγωγή αρ.1/2007, αφού δημιουργείται καινούριο και αυτοτελές αγώγιμο δικαίωμα με κάθε παραβίαση από πλευράς Εναγομένων, των δικαιωμάτων του Ενάγοντα που καλύπτονται από το Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας. Η νομική βάση είναι προσδιορισμένη και ασφαλώς ο μόνος δικαιούχος είναι ο ίδιος ο ενάγων. Δεν υπάρχει θέμα, πρόσθεσε ο συνήγορος, ύπαρξης δεδικασμένου γιατί ο συμβιβασμός ο οποίος έχει επιτευχθεί με την εκ συμφώνου εκδοθείσα απόφαση στις 6.3.2009, στα πλαίσια της αγωγής αρ.1/2007, αφορούσε το παρελθόν.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων ισχυρίστηκε ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, γιατί στα πλαίσια καταχώρισης του ένδικου μέσου της αγωγής ο ενάγων χρησιμοποίησε έντυπο που αντιστοιχεί με τη Δ.2 θ.6, που χρησιμοποιείται για την καταχώριση αγωγών στο Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι στο Ανώτατο Δικαστήριο. Πέραν από αυτό, ο συνήγορος υποστήριξε ότι υπάρχει σωρεία αμφισβητουμένων γεγονότων τα οποία, με βάση την Δ.48 θ.4, ο ενάγων είχε υποχρέωση να αποδείξει. Κάτι το οποίο στην προκείμενη, όπως είπε, περίπτωση δεν έγινε.
Οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 δεν είναι αρκετό να στοιχειοθετηθούν αλλά ταυτοχρόνως θα πρέπει το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει το ζητούμενο διάταγμα. Υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στο θέμα της κατασκευής. Συνεπώς θα πρέπει, όπως είπε, το Δικαστήριο να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι δεν στοιχειοθετήθηκε ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32. ΄Οσον αφορά δε το θέμα της τρίτης προϋπόθεσης οι προβληθέντες ισχυρισμοί του Ενάγοντα είναι γενικοί και αόριστοι σε βαθμό που θα πρέπει να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε απόρριψη τους.
Η ύπαρξη της αγωγής αρ.1/2007 και η σύγκριση των αιτουμένων θεραπειών σήμερα, παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, ως αντιγραφή. Αυτό θα πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος, ότι υπάρχει κατάχρηση της διαδικασίας. Περαιτέρω, η διατύπωση του ίδιου του αιτούμενου διατάγματος είναι τόσο γενική και αόριστη που δεν μπορεί να οδηγήσει το θέμα σε θετική κατάληξη. Όπως αναφέρεται και στην ένορκη δήλωση, είπε, που συνοδεύει την ένσταση, «οι εκμεταλλευτές» των πινακίδων είναι τρίτα πρόσωπα τα οποία δεν είναι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η αδράνεια που παρουσιάστηκε από τον Ενάγοντα στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων στις 6.3.2009, σε συνδυασμό με την προκληθείσα καθυστέρηση στην διεκδίκηση έκδοσης του παρόντος διατάγματος θα πρέπει, κατέληξε ο συνήγορος, να οδηγήσει το Δικαστήριο σε απόρριψη της αίτησης.
Αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των συνηγόρων και ορθώς, ότι αποτελεί αναγκαιότητα η συνύπαρξη και των τριών προϋποθέσεων που τίθενται με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Δηλαδή: (α) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, (β) η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο Ενάγων σε θεραπεία και (γ) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Βλ.: Marketrends (Capítal Market) Ltd ν. Γεωργίου (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1759, Lawford Ltd κ.α. ν. Χ΄Γαβριήλ, κ.α. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 818 και Σιδεράς ν. Tryfonos Constructions Πολιτική ΄Εφεση αρ.360/2006, ημερ. 17.4.2008.
Και αν ακόμη διαπιστωθεί ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις πληρούνται το Δικαστήριο, ως Δικαστήριο επιείκειας, έχει την ευχέρεια να αποφύγει να εκδώσει ένα συντηρητικό διάταγμα αν κρίνει ότι δεν είναι λογικό ή εύλογο να προχωρήσει στην έκδοση του. (βλ. Παλαιομυλίτου ν. Παναγιώτου κ.α. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 407 και Κ.Christ.Land and Build.Dev.Ltd ν. Ματθαίου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 310.
Μια άλλη όμως παράμετρος η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη και προηγείται πιο πάνω του νομικού συλλογισμού, είναι η διαπίστωση των γεγονότων τα οποία συνθέτουν την παρούσα υπόθεση. Αυτό βέβαια γίνεται πάντοτε με τη σοβαρή επιφύλαξη γιατί το Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο, λαμβάνει υπόψη του το μαρτυρικό υλικό που τίθεται με την μορφή των ενόρκων δηλώσεων, όπως προβλέπεται με τη Δ.39. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να αποφύγει να προχωρήσει σε αξιολόγηση της προσαχθείσας, με τον πιο πάνω τρόπο, μαρτυρίας, γιατί το δικαστικό αυτό έργο θα διεξαχθεί όταν εξετάζεται η ουσία της αγωγής. Το πιο πάνω εγχείρημα γίνεται μόνο για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει το αναγκαίο υλικό για τη διαπίστωση ύπαρξης των τριών πιο πάνω προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60. Βλ. (C.T.Tobacco Ltd v. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 853.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση ότι ο ενάγων είναι ο δικαιούχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας Δ.Ε.CY2447. Πέραν από αυτό το σημείο αρχίζει η παράθεση διαφόρων γεγονότων τα οποία οι Εναγόμενοι αρνούνται. Δεν αναφέρομαι στα γεγονότα που προηγήθηκαν του συμβιβασμού που έχει επιτευχθεί στις 6.3.2009 αλλά στα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα αίτηση. Συμφωνώ με την εισήγηση του συνηγόρου του Ενάγοντα ότι η κάθε παραβίαση των δικαιωμάτων του Ενάγοντα που πηγάζουν από το Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας μπορεί να αποτελέσει ξεχωριστό αγώγιμο δικαίωμα. Συνεπώς για σκοπούς αυτής της παραμέτρου δεν θα ασχοληθώ με τα θέματα της αγωγής αρ.1/2007.
Ο Ενάγων προσδιορίζει ότι έχει αυτό το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας το οποίο παραβιάζεται από τις ενέργειες των Εναγομένων. Η ύπαρξη και μόνο του δικαιώματος αυτού για σκοπούς της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Ν.14/60, είναι αρκετό για να υποστηριχθεί ότι ο Ενάγων έχει καλή υπόθεση. Το δεύτερο θέμα που με απασχολεί, σ΄αυτό το στάδιο, είναι η πιθανότητα επιτυχίας. Και εδώ το επίπεδο απόδειξης είναι χαμηλό γιατί η ίδια η φύση του αγωγίμου δικαιώματος, δεδομένης της παραγωγής πινακίδων από τους Εναγόμενους, καταδεικνύει ότι υπάρχει βάσιμη πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή.
Το τρίτο σκέλος του ίδιου συλλογισμού οδηγεί αναπόφευκτα στην αναζήτηση λεπτομερειών οι οποίες να μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι ο Ενάγων θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί του αιτούμενο διάταγμα. Υπάρχει μια γενικότητα στην ένορκη δήλωση και συγκεκριμένα αναφέρομαι στις παραγράφους 15 και 16 της ενόρκου δηλώσεως ή και ακόμη στην παράγραφο 18 στις οποίες ουσιαστικά ο Ενάγων θέτει κάποιους γενικούς ισχυρισμούς χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε χειροπιαστό θέμα που να μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ύπαρξης ανεπανόρθωτης ζημιάς. Αφήνω που οι Εναγόμενοι πέραν από τον ισχυρισμό ότι το προϊόν, (δηλαδή την πινακίδα) το οποίο οι ίδιοι κατασκευάζουν δεν συνάδει και δεν προσομοιάζει με το καλυπτόμενο δικαίωμα ευρεσιτεχνίας του Ενάγοντα, γεγονός που έμεινε αναπάντητο. Προσθέτουν περαιτέρω ότι «οι εκμεταλλευτές» των συγκεκριμένων πινακίδων, δηλαδή οι κάτοχοι των πινακίδων που οι ίδιοι κατασκευάζουν, δεν είναι οι ίδιοι αλλά τρίτα πρόσωπα. Ούτε αυτό το σκέλος έχει με οποιοδήποτε τρόπο στοιχειοθετηθεί και αποδειχθεί έστω στο χαμηλό επίπεδο που απαιτείται για σκοπούς έκδοσης συντηρητικού διατάγματος. Η υποχρέωση απόδειξης των αμφισβητουμένων γεγονότων, υφίσταται και διατηρείται σ΄όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εκδίκασης ενός συντηρητικού διατάγματος, στους ώμους του Ενάγοντα/Αιτητή (βλ. Iacovou Brothers v. Fashionwise Ltd (2000) 1(Β) A.A.Δ.1377
'Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω βρίσκω ότι ο Ενάγων απέτυχε να στοιχειοθετήσει τα περιβάλλοντα γεγονότα που θα βοηθούσε το Δικαστήριο να καταλήξει σε εύρημα ως προς την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Νόμου 14/60. Και αν ακόμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει αντικειμενική αδυναμία στον Ενάγοντα να συνυπολογίσει τη ζημιά την οποία υφίσταται ή θα υποστεί αν δεν εκδοθεί το διάταγμα, έχοντας υπόψη την φύση του αιτούμενου διατάγματος και την αβεβαιότητα που τεκμηρίωσαν οι Εναγόμενοι, με βάση τη μη αμφισβητηθείσα ένορκη τους δήλωση, ως προς την απουσία ομοιότητας στην κατασκευή των αμφισβητουμένων πινακίδων, δεν θα ήμουν διατεθειμένος να προχωρήσω στην έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος. Η γενικότητα και η ασάφεια που ενυπάρχει στο ίδιο το λεκτικό του αιτούμενου διατάγματος ενισχύει την πιο πάνω θέση μου και με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν θα το θεωρούσα λογικό ούτε και δίκαιο να προχωρήσω στην έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγομένων και εναντίον του Ενάγοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν στο τέλος της υπόθεσης.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.
/ΜΑ