ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 960

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                Πολιτική Έφεση Αρ. 45/2008

 

15 Ioυλίου, 2009

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ζ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                   Εφεσείων-Ενάγων,

και

1.    ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ,

2.    ΜΙΧΑΛΗΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ,

3.    ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ,

Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι.

― ― ― ―

Γ. Λοϊζου για Α. Ευαγγέλου,  για  εφεσείοντα

Μ. Πικής, για εφεσίβλητους

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Π.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 συνέγραψαν και ο εφεσίβλητος 3, Εκδοτικός Οργανισμός, εξέδωσε και κυκλοφόρησε βιβλίο με τίτλο «Τα Μυστικά Αρχεία του Κίσιντζερ: Η Απόφαση για τη Διχοτόμηση».  Την εισαγωγή στο βιβλίο συνέγραψε ο Μάριος Ευριβιάδης, Διδάκτωρ, Ερευνητής, Ακαδημαϊκός και Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. 

 

Ο εφεσείων-ενάγων ήγειρε αγωγή εναντίον των εφεσίβλητων για αποζημιώσεις για δυσφήμηση και επιζήμια ψευδολογία, που κατά τον ισχυρισμό του, περιεχόταν σε παράγραφο στην εισαγωγή του βιβλίου, το κείμενο της οποίας είναι το ακόλουθο:

 

«Η πολιτική της ένωσης ενταφιάστηκε μεν επίσημα με τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου το 1958, αλλά ως πολιτική είχε εγκαταλειφθεί από την Αθήνα, αν όχι από το 1956, σίγουρα το 1957.  Από το 1964 και μετά, η όποια αναφορά στην ένωση αφορούσε ουσιαστικά διαμελισμό της Κύπρου  και την κατάλυση της κυπριακής ανεξαρτησίας.  Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι από το 1964 και μετά οι Αμερικανοί, έχοντας πλήρη επίγνωση της αδυναμίας των Ελλήνων να δίνουν σημασία στην επίφαση παρά στην ουσία των πραγμάτων, ευφυέστατα ονόμασαν τα διχοτομικά τους σχέδια τύπου Άτσεσον ως «διπλή ένωση» και όχι διχοτόμηση.  Είναι επίσης επί της ουσίας συμβολικά αλλά και σημειολογικά εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι ο κατεξοχήν εκφραστής της ένωσης Γεώργιος Γρίβας, η ενωτική εφημερίδα Εστία της Αθήνας και ο ενωτικός Τύπος της Λευκωσίας καταπολέμησαν αρχικά το σχέδιο Άτσεσον ακριβώς διότι ήταν διχοτομικό.  Σιγά σιγά όμως όταν ο Γρίβας μέσω του αρχισυμβούλου του Σωκράτη Ηλιάδη άρχισε να συνωμοτεί με τον Τζορτζ Μπολ για την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου το σχέδιο Άτσεσον άρχισε να φαντάζει ενωτικό.  Φτάσαμε έτσι στο 1970 (και ενώ ετοίμαζε την κάθοδο του στην Κύπρο για να οργανώσει την εγκληματική ΕΟΚΑ Β΄).  Ο Γρίβας εκφώνησε δημόσιο λόγο στην Αθήνα όπου υιοθέτησε το σχέδιο Άτσεσον.  Ταυτόχρονα άρχισαν να υπερθεματίζουν υπέρ του Σχεδίου και η Εστία στην Αθήνα και ο Ενωτικός τύπος στη Λευκωσία . . .»

 

Η υπογράμμιση μας δείχνει ποια είναι η επίδικη αναφορά, με βάση την οποία εγέρθηκε η αγωγή.

 

Η υπεράσπιση των εναγομένων ήταν ότι το δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό και ότι, ανεξαρτήτως τούτου, ήταν αληθές (justification) αλλά και καλόπιστο σχόλιο επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος που είχε δημοσιευθεί στα πλαίσια καλόπιστης ιστορικής έρευνας και καθήκοντός τους για πληροφόρηση του κοινού, ούτως ώστε να καθίσταται υπό επιφύλαξη προνομιούχο.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσε ο εφεσείων-ενάγων προς υποστήριξη της εκδοχής του και ο εφεσίβλητος-εναγόμενος  1 (Μ.Υ.1), καθώς και ο Μάριος Ευριβιάδης (Μ.Υ.2).  Ο Μ.Υ.1 αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο εντόπισε τα ντοκουμέντα που χρησιμοποιήθηκαν και στα οποία βασίστηκε η συγγραφή του βιβλίου, ενώ ο Μ.Υ.2, Μάριος Ευριβιάδης, έκαμε εκτενή αναφορά στην έρευνα, στην οποία είχε προβεί πριν να εγγράψει το εισαγωγικό σημείωμα, ισχυριζόμενος ότι το δημοσίευμα αποτελούσε το απαύγασμα της ενδελεχούς και επιστημονικής του έρευνας. 

 

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία του ενάγοντα, κρίνοντας τον αναξιόπιστο και υποστηρίζοντας το συμπέρασμα του αυτό με αναφορά σε συγκεκριμένα μέρη της προφορικής του μαρτυρίας.  Αντίθετα, ο πρωτόδικος Δικαστής επεσήμανε την εξαιρετική εντύπωση που του δημιούργησαν οι μάρτυρες υπεράσπισης, που κατά την κρίση του, ήταν «ευθείς και ακριβολόγοι» και στο γεγονός ότι η μαρτυρία τους δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση.  Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο Μιχάλης Ιγνατίου, Μ.Υ.1, περιορίστηκε κυρίως στην κατάθεση εγγράφων από το εθνικό αρχείο των Η.Π.Α. (ΝARA), ενώ ο Μάριος Ευριβιάδης (Μ.Υ.2) εξήγησε κάθε αναφορά του με παραπομπή στις πηγές έρευνας που χρησιμοποίησε.  Τελικά, απορρίφθηκε η μαρτυρία του εφεσείοντα-ενάγοντα και έγινε αποδεκτή εκείνη των μαρτύρων της υπεράσπισης.

 

Προχωρώντας ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα, αφού αναφέρθηκε στις σχετικές αρχές, ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για το πρόσωπο του ενάγοντα «αφού αποδίδει σε αυτόν διάπραξη αδικημάτων εναντίον της δημόσιας τάξης, κατά παράβαση άρθρων του Δεύτερου Μέρους του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, χωρίς ποτέ να έχει κατηγορηθεί γι΄αυτά».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε ακολούθως στο θέμα απόδειξης ιστορικών γεγονότων σε δικαστικές διαδικασίες, με ειδική αναφορά στις υποθέσεις R v. Zandel (1992) 75 C.C.C. (3d) 449 και Irving v. Penguin Books Ltd & Another (2001) EWCA Civ 1197.  Κατέληξε δε ως ακολούθως:

 

«Έτσι και εδώ, το Δικαστήριο δε θα προβεί σε ευρήματα για το κατά πόσον ο ενάγων διέπραξε αυτά που του καταλογίζονται στο δημοσίευμα παρά μόνον για το αν με βάση την ιστορική (και άλλη) μαρτυρία που δόθηκε η ουσία του δημοσιεύματος (σχολίων και γεγονότων), θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη ή ακόμη και ουσιωδώς αληθής (substantially true), ενταγμένου βεβαίως του ανάλογου σκεπτικού στα πλαίσια των αρχών που διέπουν την απόδειξη υπερασπίσεων που προβάλλουν οι εναγόμενοι.»

 

Αναφορικά με ιστορικά γεγονότα, διαπίστωσε ότι «η επιδίωξη της ιστορικής αλήθειας αποτελεί μέρος της ελευθερίας της έκφρασης, χωρίς να είναι ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να αποφασίζει (arbitrate) επί των ιστορικών αυτών ζητημάτων».  Το πιο πάνω απόσπασμα ήταν, σύμφωνα με τον πρωτόδικο Δικαστή το συμπέρασμα του ΕΔΑΔ, στην υπόθεση Lehideux and Isorni v. France, Απόφαση ημερ. 23.9.98, Reports of Judgments and Decisions 1998 - VII, παρ. 54).

 

O πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι οι πηγές που λεπτομερώς τέθηκαν ενώπιόν του και στις οποίες βασίστηκε η εισαγωγή και το επίδικο δημοσίευμα, που βασικά ήταν το NARA, αποτελούσαν αξιόπιστη πηγή ιστορικής έρευνας σε σχέση με τις πράξεις και τις ενέργειες της Αμερικανικής κυβέρνησης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.  Δέχθηκε το Δικαστήριο τη γνησιότητα των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον του και έκρινε ότι ο Μ.Υ.2 για τη συγγραφή της εισαγωγής του χρησιμοποίησε τόσο πρωτογενείς πηγές έρευνας, που συνιστούσαν επίσημα κρατικά αρχεία, όσο και δευτερογενείς, δηλαδή μαρτυρίες πρωταγωνιστών σε ιστορικά γεγονότα, με βάση συνεντεύξεις και έγκυρες ιστορικές μελέτες και συγγράμματα.

 

Σε μία λεπτομερή και εμπεριστατωμένη απόφαση, ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε στις κυριότερες απ΄αυτές τις πηγές με παράθεση σχετικών αποσπασμάτων, τα οποία δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε. 

 

Η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστή αναφορικά με τις ιστορικές πηγές και τη βάση της εισαγωγής του Μ.Υ.2, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και την επικυρώνουμε. 

 

Με βάση τη μαρτυρία και όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ο πρωτόδικος Δικαστής, απέρριψε την υπεράσπιση του αληθούς του δημοσιεύματος, αλλά έκρινε ότι το δημοσίευμα καλυπτόταν από την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη (qualified privilege).

 

Με την έφεσή του, ο εφεσείων εισηγείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι εγειρόταν θέμα προνομίου υπό επιφύλαξη, καθόσον πριν τη δημοσίευση δεν λήφθηκε η άποψη του εφεσείοντα επί του θέματος, με βάση την απόφαση στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και Άλλος ν. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863.  Υπέβαλε, επίσης, ότι, στην αγόρευση του, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν πρόβαλε επιχειρηματολογία για την υπεράσπιση αυτή και ως εκ τούτου έπρεπε να θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο ουσιαστικά θεώρησε τον εφεσείοντα ως ένοχο σοβαρών αδικημάτων, κάτι για το οποίο ούτε είχε κατηγορηθεί, ούτε και καταδικάστηκε.  Στο στάδιο, όμως, της ακρόασης ο ισχυρισμός αυτός εγκαταλείφθηκε αναφορικά με την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη. 

 

Όσον αφορά το λόγο έφεσης για αντικανονική αποδοχή  των διαφόρων εγγράφων, έχουμε ήδη αποφανθεί πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο τα είχε αποδεχθεί, αφού συνιστούν έγκυρες ιστορικές πηγές των σχετιζομένων με την υπόθεση γεγονότων. 

 

Προσβάλλει, επίσης ο εφεσείων την αιτιολογία της απόφασης, με τον ισχυρισμό ότι αυτή είναι αντιφατική και ακατανόητη και πως κακώς το Δικαστήριο θεώρησε τον ενάγοντα αναξιόπιστο. 

 

Τέλος, με την έφεση προσβάλλεται και η απόφαση καταδίκης του εφεσείοντα στα έξοδα πρωτοδίκως. 

 

Όσον αφορά το εύρημα αξιοπιστίας μαρτύρων, χωρίς κανένα ενδοιασμό, το απορρίπτουμε.  Είναι καλώς γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας και στην παρούσα υπόθεση καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν ισχύει. Ο πρωτόδικος Δικαστής βασίστηκε, όχι μόνο στην εντύπωση που του έδωσαν στο εδώλιο οι μάρτυρες, αλλά αιτιολόγησε πλήρως την κατάληξή του, με αναφορά στο περιεχόμενο της μαρτυρίας, που ανάλυσε λεπτομερώς.

 

Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προβλήθηκε στην έφεση, ότι η μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης Ευριβιάδη, δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή γιατί αυτός δεν είχε αποχωρήσει από το Δικαστήριο ενώ εδίδετο η μαρτυρία του εφεσίβλητου-εναγόμενου 1, απορρίπτεται, με την επισήμανση ότι ο μάρτυρας αυτός θεωρήθηκε, εν πάση περιπτώσει, ως εμπειρογνώμονας και το περιεχόμενο της μαρτυρίας του δεν είχε καμία σχέση με τα όσα ελέχθησαν από το μάρτυρα που προηγήθηκε.  Εν πάση δε περιπτώσει, η παραμονή μάρτυρα στο Δικαστήριο, ενώ δίδουν μαρτυρία άλλοι μάρτυρες, δεν συνιστά αφ΄εαυτής λόγο απόρριψης της μαρτυρίας του ως αναξιόπιστης.

 

Στο θέμα της αποτυχίας επικοινωνίας των συγγραφέων με τον εφεσείοντα προτού γίνει το δημοσίευμα, ο πρωτόδικος Δικαστής παραπέμπει σε σχετικές αποφάσεις, θεωρώντας ότι η αρχή αυτή δε δημιουργεί ανελαστική υποχρέωση εκ μέρους του συγγραφέα να προβαίνει σε τέτοιο διάβημα, σε κάθε περίπτωση, αφού κάθε υπόθεση πρέπει να κρίνεται αναλόγως των δικών της γεγονότων.  (Reynolds v. Times Newspapers Ltd (1999) 4 All E.R. 609 (HL) και Charman v. Orion Publishing Group Ltd and Others (2007) 1 All E.R. 622).

 

H κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα αυτό, που παραθέτουμε αμέσως τώρα, μας βρίσκει σύμφωνους και κρίνουμε πως η αποτυχία να ερωτηθεί ο εφεσείων για το προτιθέμενο δημοσίευμα δεν απέκλειε την εφαρμογή της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη.  Αυτό το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν το ακόλουθο:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της φύσης του δημοσιεύματος, του χρόνου συγγραφής, του γεγονότος ότι επρόκειτο για μια σύντομη αναφορά σε εισαγωγικό σημείωμα (χωρίς να υπονοείται ότι το ζήτημα αφορά στην έκταση του δημοσιεύματος και όχι στην ουσία του) και των γενικότερων περιστάσεων που επικρατούσαν, οι εναγόμενοι 1 και 2 και ο Μάριος Ευρυβιάδης (ΜΥ2), δεν είχαν καθήκον να αναζητήσουν τις απόψεις του ενάγοντα για το κείμενο που γραφόταν, με τη δυναμική των προβαλλόμενων υπερασπίσεων ουδόλως να επηρεάζεται ως εξ αυτού.

 

Τίποτε από όσα αναφέρθηκαν δεν δεικνύει σε κακοβουλία των εναγομένων και του Μάριου Ευρυβιάδη (ΜΥ2) ή στην έλλειψη καλής πίστης.  Αποφασίζοντας για αυτό είχα κατά νουν, όχι μόνον τις πρόνοιες του άρθρου 21(2) του Κεφ. 148, αλλά και τις σχετικές αρχές που καθορίζει η νομολογία (βλ. Gatley, παρ. 32.30-32.44).»

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι εγκαταλείφθηκε η υπεράσπιση του προνομίου, αυτός δεν έχει βάση, αφού, όπως υποδείχθηκε ενώπιον μας, αναφορά σε αυτό έγινε και εν πάση περιπτώσει ήταν μία από τις υπερασπίσεις που είχαν εγερθεί και καμία από τις ενέργειες των εφεσίβλητων ή του συνηγόρου τους δείχνει ότι υπήρξε ποτέ πρόθεση εγκατάλειψης του.

 

Η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης του τύπου διασφαλίζεται τόσο από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και από το άρθρο 19 του Κυπριακού Συντάγματος.  Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου που περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης και τη λήψη και μετάδοση πληροφοριών και ιδεών χωρίς επέμβαση οποιασδήποτε δημόσιας αρχής.  Η επιστήμη του δικαίου και η νομολογία έχουν αναγνωρίσει τη σπουδαιότητα της ελευθερίας του λόγου και του ρόλου της σε μία δημοκρατική κοινωνία.  Δε νοείται όμως η ελευθερία του τύπου να μη συνδέεται με κάποιες ευθύνες και περιορισμούς στη συλλογή και μετάδοση πληροφοριών.  Με βάση διάφορες αυθεντικές πηγές  μπορεί να διαμορφωθεί ένας αριθμός γενικών αρχών στην ερμηνεία των περιορισμών που μπορεί να επιβάλλονται.  Οι αρχές αυτές είναι, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες:  (α)  Η ελευθερία είναι ο κανόνας και ο περιορισμός της η εξαίρεση.  (β) Νομιμότητα: ο περιορισμός πρέπει να προνοείται από το νόμο. (γ) Το θεμιτό: ο περιορισμός πρέπει να επιδιώκει ένα θεμιτό σκοπό που δικαιολογείται από τους λόγους που επιτρέπονται από το άρθρο 10 της Σύμβασης.  (δ) Αναλογικότητα:  ο περιορισμός πρέπει να αποδεικνύεται ότι είναι «αναγκαίος» για το θεμιτό σκοπό που επιδιώκεται να επιτευχθεί. 

 

Είναι δεδομένο ότι το δίκαιο της δυσφήμησης θέτει τέτοιους περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου.  Το Κοινοδίκαιο και οι πρόνοιες του σχετικά με τη δυσφήμηση έχει εξελιχθεί ανεξάρτητα από τη διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης και έτσι πρέπει τώρα να εφαρμόζεται σε συσχετισμό με το δίκαιο της ελευθερίας που διασφαλίζεται με το άρθρο 10 της Σύμβασης.  Η νομολογία των χωρών του Κοινοδικαίου δείχνει μία συνεχή τάση διεύρυνσης των ορίων της ελευθερίας του λόγου και του περιορισμού του πεδίου του παρεκκλίσεων που προνοούνται για το δικαίωμα.  Παρόμοια είναι η τάση και στην Αγγλία, όπου υπήρξε και διεύρυνση του πεδίου της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη (Reynolds v. Times Newspapers (1998) 3 Αll E.R. 961, (1999) 4 All E.R. 609 και Charman v. Orion Ltd (2008) 1 All E.R. 750).

 

Οι περιορισμοί που επιβάλλονται από το δίκαιο της δυσφήμησης και το καθήκον και το δικαίωμα των μέσων ενημέρωσης για πληροφόρηση του κοινού σε πολιτικά θέματα και σε θέματα που αφορούν δημόσια πρόσωπα, εξισορροπείται από την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη, το οποίο μπορεί να επικαλεστούν άτομα που δημοσιεύουν   δυσφημιστικό υλικό και, ιδιαίτερα, ο τύπος και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.  Η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη προνοείται από το άρθρο 21 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, που προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Η δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος είναι προνομιούχα, υπό την επιφύλαξη ότι έγινε καλή τη πίστει, στις ακόλουθες περιπτώσεις, δηλαδή -

 

(α)  αν η σχέση μεταξύ του προσώπου από το οποίο και του προσώπου προς το οποίο έγινε η δημοσίευση είναι τέτοια ώστε το πρόσωπο που δημοσίευσε να τελεί υπό νομικό, ηθικό ή κοινωνικό καθήκον να δημοσιεύσει αυτό προς το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η δημοσίευση και ο τελευταίος έχει αντίστοιχο συμφέρον στη λήψη του δημοσιεύματος ή το πρόσωπο που δημοσίευσε έχει έννομο προσωπικό συμφέρον που χρειάζεται προστασία, και το πρόσωπο προς το οποίον έγινε η δημοσίευση τελεί υπό αντίστοιχο νομικό, ηθικό ή κοινωνικό καθήκον να προστατεύσει το εν λόγω συμφέρον:

 

Νοείται ότι η δημοσίευση δεν υπερβαίνει είτε κατ΄έκταση είτε κατ΄ουσία το εύλογα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

 

Η υπεράσπιση αυτή αφορά το καθήκον το τύπου να πληροφορεί το κοινό για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και το δικαίωμα του κοινού να τυγχάνει πληροφόρησης για τέτοια θέματα, αφού τέτοιος ελεύθερος διάλογος είναι εκ των ουκ άνευ σε μία δημοκρατική κοινωνία.  Μερικές από τις αρχές που διέπουν το θέμα διαφαίνονται  από το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Reynolds (πιο πάνω), που περιληπτικά έχουν ως ακολούθως:

 

(α)  Πληροφόρηση για πολιτικά θέματα, αν περιέχει δυσφημιστικό υλικό, δεν καλύπτεται αυτόματα από την υπεράσπιση προνομίου υπό επιφύλαξη, αλλά είναι το περιεχόμενο της πληροφόρησης που μπορεί να έχει αυτό το αποτέλεσμα, ανάλογα με τη σπουδαιότητα του για το κοινό και το σχετικό δικαίωμα του κοινού να τυγχάνει πληροφόρησης.

 

(β)  Η υπεράσπιση έχει ελαστικότητα και βασίζεται στις πραγματικότητες των καιρών:  Η σημασία των θεμάτων και το ενδιαφέρον του κοινού είναι παράγοντες που υπόκεινται σε αλλαγή.

 

(γ)  Η ύπαρξη της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη εξαρτάται από αριθμό παραγόντων, που έχουν ως πυρήνα τους το καθήκον του τύπου να ερευνά για να βρει την αλήθεια του δημοσιεύματος και να δημοσιεύει με δίκαιο τρόπο συγκρουόμενες εκδοχές.

 

Η ύπαρξη της υπεράσπισης αυτής σε κάθε περίπτωση και σε κάθε χώρα αποφασίζεται από ένα συνδυασμό των ειδικών νομοθετικών προνοιών και της αντίληψης των κριτηρίων που τη διέπουν, όπως προκύπτουν από τη νομολογία.  Το θέμα εξισορρόπησης του δικαιώματος ελευθερίας έκφρασης και του δικαιώματος του ατόμου για τη φήμη του, είναι ένα δύσκολο έργο.  Έχει επίσης λεχθεί επί του προκειμένου ότι ανακριβείς δηλώσεις είναι αναπόφευκτες στον ελεύθερο διάλογο και πρέπει να προστατεύονται, αν η ελευθερία της έκφρασης θα έχει τις αναγκαίες προϋποθέσεις που χρειάζεται για να επιβιώσει.  Το κύριο επιχείρημα για την προστασία του δικαιώματος της ελευθερίας του τύπου είναι η ενθάρρυνση για ένα ελεύθερο διάλογο σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος.  Η υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ  (πιο πάνω) είναι σχετική.  (Βλ. και απόφαση ΕΔΑΔ Alithia Publishing Co Ltd & Constantinides v. Cyprus, decision 22.5.08, appl. no. 1755, 2003).

 

Στην παρούσα περίπτωση, μέσα από τις ιστορικές πηγές, στις οποίες το επίδικο δημοσίευμα έχει βασισθεί, αδιαμφισβήτητα διαφαίνονται συνωμοσίες και ενέργειες σε μία προσπάθεια παράνομου παραμερισμού του Προέδρου Μακαρίου και της νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μίας προσπάθειας που γινόταν σε συνεργασία με το στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, του οποίου προφανώς (κάτι που δεν αρνείτο και ο ίδιος) στενός συνεργάτης και σύμβουλος ήταν ο εφεσείων.  Εφαρμόζοντας όλες τις αρχές που έχουμε παραθέσει πιο πάνω και καταλήγοντας ότι το δημοσίευμα δημοσιεύτηκε με καλή πίστη και πεποίθηση περί του αληθούς του, επικροτούμε το συμπέρασμα του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, που εκφράστηκε ως ακολούθως:

 

«. . . υπήρξε άπλετο ιστορικό υλικό για την εξαγωγή συμπεράσματος ή για τη διατύπωση προσεγμένης ιστορικής κρίσης, ότι ο ενάγων διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο ως άμεσα προσκείμενος και συνεργαζόμενος με τον Γρίβα σε προσπάθειες που γίνονταν για περιθωριοποίηση του Μακαρίου και ανάληψη της εξουσίας από τον Γρίβα, για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν και που δεν είναι άσχετοι, μεταξύ άλλων, με την επιβολή του σχεδίου Άτσεσον στην Κύπρο.

 

Οι εναγόμενοι, αλλά και ο Μάριος Ευρυβιάδης (ΜΥ2), είχαν ηθικό και κοινωνικό καθήκον ως δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί συγγραφείς, ιστορικοί ερευνητές και εκδότες, να προβούν στη δημοσίευση, με το κοινό να έχει ανάλογο συμφέρον για σχετική πληροφόρηση.»

 

Συμφωνούμε επίσης με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστή ότι «η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκαν οι εναγόμενοι είναι και δυνατή και σαφής και πολύ απέχει σε εκτόπισμα από τα χαμηλότερα όρια ανοχής που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επί του ζητήματος», που αφορά την ύπαρξη πραγματικής βάσης πάνω στην οποία να στηρίζονται τα σχόλια και οι απόψεις του δημοσιογράφου, έστω και αν αυτή είναι αδύναμη (slim).

 

Όσον αφορά το παράπονο του εφεσείοντα για τα έξοδα, αυτό είναι αβάσιμο, αφού δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην ακολουθηθεί η αρχή ότι τα έξοδα  επιδικάζονται υπέρ του διαδίκου που έχει επιτύχει.

 

Κάτω από τις συνθήκες, δεν παρίσταται ανάγκη να εξετασθεί η αντέφεση που αφορά την υπεράσπιση της αλήθειας, αφού αυτή έχει χάσει το αντικείμενο της.

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται και επιδικάζονται έξοδα συν ΦΠΑ εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσίβλητων, τα οποία να ψηφιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

Π.                                             Δ.                                            Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο