ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 734
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 181/2007)
19 Ιουνίου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΣΙΕΡΚΕΖΟΥ,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη,
ν.
DRAGON TOURIST ENTERPRISES LTD.,
Εφεσίβλητων/Εναγόντων.
Γ. Πιττάτζιης, για την Εφεσείουσα.
Θ. Ιωαννίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Στις 7/11/2006 η DRAGON TOURIST ENTERPRISES LTD. (ενάγουσα εταιρεία) καταχώρισε την υπ' αρ. 671/2006 αγωγή εναντίον της Κατερίνας Τσιερκέζου και του πατέρα της (α΄ και β΄ εναγόμενοι), με την οποία ζητούσε,
(i) Διάταγμα Δικαστηρίου όπως οι εναγόμενοι παραδώσουν ελεύθερη κατοχή μιας οικίας στην περιοχή Αγίας Τριάδας στο Παραλίμνι που ανήκε στην ενάγουσα,
(ii) Διάταγμα το οποίο θα απαγόρευε στους εναγόμενους όπως εισέρχονται στην πιο πάνω οικία, και
(iii) Αποζημιώσεις για την παράνομη κατοχή της πιο πάνω οικίας από τον Αύγουστο του 2006.
Με ενδιάμεση μονομερή αίτηση που καταχωρήθηκε ένα μήνα μετά την καταχώριση της αγωγής, η ενάγουσα εταιρεία ζήτησε την έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως οι εναγόμενοι παραδώσουν ελεύθερη κατοχή της οικίας και όπως μη επεμβαίνουν στην πιο πάνω οικία μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής. Η αίτηση επιδόθηκε στους εναγόμενους και η α΄ εναγόμενη καταχώρισε ένσταση.
Στην ένορκη δήλωση που έχει καταχωρηθεί εκ μέρους της ενάγουσας εταιρείας από το Διευθυντή της Κύπρο Νικολαϊδη, αναφέρεται απλά ότι η εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια της επίδικης κατοικίας και ότι οι εναγόμενοι μέσα στον Αύγουστο του 2006 αφού διέρρηξαν την πιο πάνω οικία, εισήλθαν και έκτοτε διαμένουν μέσα σε αυτή. Στην ένορκη δήλωση του Διευθυντή της εταιρείας αναφέρεται επίσης ότι η ενοικιαστική αξία της οικίας ανέρχεται σε £1.000 μηνιαίως, ότι οι εναγόμενοι προκαλούν συνεχείς ζημιές σε αυτή και ότι η εταιρεία επιβαρύνεται με τα τέλη κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και νερού από τους εναγόμενους.
Η εικόνα που προβλήθηκε από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της α΄ εναγόμενης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τους πιο πάνω ισχυρισμούς. Πιο συγκεκριμένα η α΄ εναγόμενη, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αγγλία από Κύπριους γονείς, γνώρισε τον Κύπρο Νικολαϊδη τον Απρίλιο του 1994 και έκτοτε ζούσε μαζί του ως ερωμένη του και/ή αρραβωνιαστικιά του μέχρι το 2006. Κατά τη διάρκεια της συμβίωσης τους είχε την ευθύνη της καθαριότητας και ετοιμασίας φαγητών με τη βοήθεια οικιακών βοηθών που απασχολούσε ο Κύπρος Νικολαϊδης. Επιπρόσθετα η α΄ εναγόμενη βοηθούσε τον Κύπρο Νικολαίδη στη λειτουργία των διαφόρων εστιατορίων που διατηρούσε, όπως π.χ. στη διεύθυνση των εστιατορίων, στην εξυπηρέτηση πελατών και στην εκπαίδευση προσωπικού. Ο Κύπρος Νικολαίδης δεν της κατέβαλλε μισθό ούτε οποιαδήποτε ποσά στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Γύρω στο 2002 της ανέφερε ότι της είχε αγοράσει ένα σπίτι στην Αγία Τριάδα στο Παραλίμνι (η επίδικη οικία). Στο πιο πάνω σπίτι η α΄ εναγόμενη φιλοξενούσε κατά διαστήματα και τη θυγατέρα του Κύπρου Νικολαίδη, Μιχαέλλα και με τη βοήθεια του πατέρα της είχε προβεί με προσωπικά της έξοδα στην ανέγερση ενός γκαράζ, μιας πέργολας και της περίφραξης της οικίας. Μετά από μια δωδεκαετή συμβίωση ο Κύπρος Νικολαίδης της είπε ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει το σπίτι. Η ίδια δεν προβληματίστηκε να ερωτήσει τον Κύπρο Νικολαίδη αν είχε προβεί σε οποιαδήποτε μέτρα για να εγγράψει το σπίτι στο όνομά της.
Το Δικαστήριο μετά από την αξιολόγηση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων εξέδωσε διάταγμα εναντίον της α΄ εναγομένης, όπως παραδώσει την οικία και να μην εισέρχεται σε αυτή.
Η α΄ εναγόμενη με την παρούσα έφεση αμφισβητεί τη νομιμότητα της έκδοσης του διατάγματος και ζητά την ακύρωση του προβάλλοντας διάφορους συγκεκριμένους λόγους.
(β) Η έφεση.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης το Εφετείο έχοντας υπόψη το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων, ζήτησε τις απόψεις των δικηγόρων των διαδίκων κατά πόσο υπήρξε πλήρης αποκάλυψη των γεγονότων εκ μέρους της ενάγουσας εταιρείας, προτού εκδοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο το προσωρινό διάταγμα παράδοσης κατοχής και μη επέμβασης στην οικία.
΄Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι όταν ένας διάδικος επιζητεί την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, έχει την υποχρέωση να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα. Η υποχρέωση αυτή καθίσταται πιο επιτακτική σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) αφού το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασιστεί στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του αιτητή. ΄Ετσι προκύπτει η ανάγκη της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων. (Attorney-General and another (No.2) v. Savvides [1979] 1 C.L.R. 349). ΄Οπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Καλλή στην υπόθεση Cobelfret Ro-Ro Services κ.ά. v. The Cyprus Potato Marketing Board (1996) 1 Α.Α.Δ. 733,
"Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543, Sekavin S.A. v. Ship "Platon Ch" (1987) 1 C.L.R. 297, Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and others, Αγωγή Ναυτοδικείου 27/93, 22.12.93 και Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.α., Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου 157/90, 30.5.96)."
Στην υπόθεση The King v. The General Commissioners for the Purposes of the Income Tax Acts for the District of Kensington, Ex parte Princess Edmond De Polignac ([1917] 1 K.Β. 486) η Πριγκίπισσα Edmond De Polignac, μια Αμερικανίδα που είχε παντρευτεί ένα Γάλλο υπήκοο, κλήθηκε να καταβάλει, ως κάτοικος Αγγλίας, φόρους για κέρδη που προέκυψαν από την εκμετάλλευση περιουσίας της που βρισκόταν στο εξωτερικό. Η Πριγκίπισσα ισχυρίστηκε στην ένορκη δήλωση της ότι δεν ήταν Αγγλίδα υπήκοος, ότι δεν ήταν κάτοικος Αγγλίας εκτός μόνο για προσωρινούς λόγους, ότι δεν είχε συμπληρώσει ποτέ συνολική διαμονή έξι μηνών στην Αγγλία σε ένα οποιοδήποτε χρόνο και ότι ήταν Γαλλίδα υπήκοος και μόνιμη κάτοικος Γαλλίας. Το Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Διευθυντής του Φόρου Εισοδήματος κλήθηκε να απαντήσει γιατί να μην εκδοθεί ένταλμα Prohibition το οποίο θα απαγόρευε τον καθορισμό καταβολής φόρου εισοδήματος που θα έπρεπε να καταβληθεί από την αιτήτρια Πριγκίπισσα Edmond De Polignac. Από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρήθηκαν εκ μέρους του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος διεφάνη ότι η αιτήτρια είχε πληρώσει για την ενοικίαση και επίπλωση ενός διαμερίσματος στην περιοχή Chelsea του Λονδίνου και ότι τα έξοδα συντήρησης του διαμερίσματος τα κατέβαλλε από κοινού μαζί με τον αδελφό της. Το Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, αφού η αιτήτρια απέκρυψε ή παρουσίασε ψευδώς γεγονότα, τα οποία ήταν ουσιώδη σχετικά με την αίτηση που καταχώρισε. ΄Οπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Scrutton L.J.,
"It has been for many years the rule of the Court, and one which it is of the greatest importance to maintain, that when an applicant comes to the Court to obtain relief on an ex parte statement he should make a full and fair disclosure of all the material facts - facts, not law. He must not misstate the law if he can help it - the Court is supposed to know the law. But it knows nothing about the facts, and the applicant must state fully and fairly the facts, and the penalty by which the Court enforces that obligation is that if it finds out that the facts have not been fully and fairly stated to it, the Court will set aside any action which it has taken on the faith of the imperfect statement."
Η υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο εκείνα τα γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή, αλλά επεκτείνεται και σε εκείνα τα γεγονότα τα οποία ο αιτητής θα μπορούσε να αποκαλύψει με μια εύλογη έρευνα. (Βλ. Χριστοφόρου ν. Γρηγορίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Αν ο αιτητής παραλείψει να συμμορφωθεί με την πιο πάνω υποχρέωση τότε το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να προβεί στην έκδοση του διατάγματος, ανεξάρτητα αν η παράλειψη ήταν αθώα ή σκόπιμη. (Βλ. Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow Holdings plc (Lavens, third party) (1988) 3 All E.R. 178).
Οι προεκτάσεις της υποχρέωσης αποκάλυψης των γεγονότων εξετάστηκαν στην αγγλική υπόθεση Brink's - MAT Ltd v. Elcombe and others ([1988] 3 All E.R. 188) στην οποία τονίστηκαν τα ακόλουθα:
(1) Ο αιτητής έχει υποχρέωση να προβαίνει σε πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων.
(2) Τα ουσιώδη στοιχεία είναι εκείνα τα οποία θα πρέπει να γνωρίζει ο Δικαστής όπως αυτά καθορίζονται από το Δικαστή και όχι από τους δικηγόρους των διαδίκων.
(3) Η υποχρέωση της αποκάλυψης δεν περιορίζεται στα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή, αλλά και σε εκείνα που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με μια εύλογη έρευνα.
(4) Η έκταση της έρευνας που πρέπει να γίνει εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης που περιλαμβάνει τη (i) φύση της υπόθεσης και (ii) το επιζητούμενο διάταγμα και τα επακόλουθα της έκδοσης του για τον εναγόμενο.
(5) Το Δικαστήριο που διαπιστώνει τη μη αποκάλυψη θα πρέπει να αποστερήσει από τον αιτητή οποιοδήποτε πλεονέκτημα που έχει αποκομίσει.
(6) Η μη αποκάλυψη που οφείλεται σε αθώα συμπεριφορά ή σε μη ορθή εκτίμηση της σχετικότητας της είναι μια σημαντική πτυχή, αλλά όχι αποφασιστική στην εξέταση της μη αποκάλυψης και
(7) Κάθε παράλειψη δεν εξυπακούει την άμεση ακύρωση του διατάγματος.
Το θέμα της μη αποκάλυψης απασχόλησε την κυπριακή δικαιοσύνη στην υπόθεση Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 597, στην οποία οι ενάγοντες, στην ένορκη δήλωση που καταχώρισαν προς υποστήριξη του αιτήματος τους για την παροχή άδειας για επίδοση της αγωγής στο εξωτερικό, παρέλειψαν να αναφέρουν ότι στη σχετική φορτωτική που είχε επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση, υπήρχε όρος για παραπομπή της διαφοράς σε αλλοδαπή δικαιοδοσία. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η πιο πάνω παράλειψη συνιστούσε εκτροπή από την υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και προέβη στην ακύρωση του σχετικού διατάγματος. (Βλέπε επίσης Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001)1 Α.Α.Δ. 1168).
Η ίδια γραμμή με τα ίδια ακριβώς γεγονότα ακολουθήθηκε στην υπόθεση Caspi Shipping Ltd. κ.ά. v. Πλοίου Saphire Seas (Αρ.2) (1997) 1 Α.Α.Δ. 833, στην οποία τονίστηκε ότι,
"΄Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένας διάδικος που ζητά τη χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (ex parte), πρέπει να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία μπορεί να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία. (Altobeiqui v. M/V Nada G. and Another (1985) 1 C.L.R. 543. Ειδικότερα στην υπόθεση Zachariades Ltd. v. Economides (1989) 1 C.L.R. 437, τονίστηκε ότι η μη αποκάλυψη όρου με τον οποίο διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων παραπέμπονται σε διαιτησία στην αλλοδαπή συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος."
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της FEDOSSOVA LARISSA (Αρ.2) για διάταγμα Certiorari (1997) 1 Α.Α.Δ. 1333, η αιτήτρια ζητούσε την έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση διατάγματος κατάσχεσης περιουσίας που βρισκόταν στην κατοχή τρίτου επειδή υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος εκπροσώπησης της, κατά παράβαση του άρθρου 30.3 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού η αιτήτρια παρέλειψε να αποκαλύψει πρακτικό του Δικαστηρίου στο οποίο φαινόταν ότι το Δικαστήριο της είχε δώσει την ευκαιρία να εκπροσωπηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Από την παράθεση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων καθίσταται πρόδηλο ότι ο Διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία, τα οποία έπρεπε να είχαν περιληφθεί στην ένορκη του δήλωση. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονταν σε γνώση του και αναφέρονται στις σχέσεις με την εφεσείουσα, που θα μπορούσαν ίσως να διαφοροποιούσαν την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν εξέταζε την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης ότι το θέμα της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως και κατ' επέκταση το Εφετείο δεν μπορεί να εξετάσει το θέμα σε αυτό το στάδιο. Προς τούτο έγινε επίκληση της απόφασης Latomia Estate Ltd. κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, στην οποία τονίστηκε ότι η απλή αναφορά για παραβίαση ενός συνταγματικού άρθρου χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση σε υπόθεση που αφορούσε απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας δεν είναι αρκετή, όπως επίσης και στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης ως Παραλήπτης της περιουσίας Άννας Σπανού και Σάββα Σπανού ν. Nicantony Trading Co. Ltd. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1653, στην οποία τονίστηκε η αρχή της χωριστής προσωπικότητας της εταιρείας η οποία δεσμεύεται μόνο από τις δικές της πράξεις ή των αξιωματούχων της με αυτή την ιδιότητα τους. Οι πιο πάνω αποφάσεις δεν ενισχύουν τη θέση της εφεσίβλητης εταιρείας. Η εισήγηση ότι το Δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να εξετάσει αυτοβούλως αν έχει σημειωθεί απόκρυψη γεγονότων, είναι ανεδαφική. Δεν μας έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε απόφαση που υποστηρίζει τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί αυτεπάγγελτα να θέσει θέμα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων. Το θέμα της απόκρυψης γεγονότων συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο στην έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος και το Δικαστήριο διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει αυτόβουλα αν ένας διάδικος έχει προβεί σε απόκρυψη γεγονότων, όταν από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί μια τέτοια ενέργεια κρίνεται επιβεβλημένη. Αυτό επιβάλλουν άλλωστε και οι αρχές του δικαίου της επιείκειας, ότι αυτός που επιζητεί την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια και ότι αυτός που επιδιώκει τη θεραπεία της επιείκειας, πρέπει να αποδίδει και ο ίδιος επιείκεια. Εδώ, ακριβώς, η εφεσίβλητη δεν ήταν ορθό να κρυφτεί πίσω από την εταιρική της ιδιότητα προς αποφυγή αποκάλυψης στοιχείων και δεδομένων που αναμφίβολα έδιναν μια άλλη διάσταση στην όλη διαφορά και ανέδυαν προς συζήτηση πλειάδα νομικών θεμάτων. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω μπορεί να λεχθεί ότι αν και δεν υπήρξε ρητή αναφορά στην ένσταση που έχει καταχωρηθεί από την α΄ εναγόμενη, ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, αυτό μπορεί να εξαχθεί από τον ισχυρισμό της ότι τα γεγονότα όπως έχουν παρουσιαστεί από την ενάγουσα εταιρεία είναι αναληθή.
Τη διάσταση αυτή παρέλειψε να εντοπίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε στην ουσία ένα προστακτικό διάταγμα το οποίο με βάση διαχρονική νομολογία σπάνια εκδίδεται και αυτό μόνο όταν από την απαίτηση φανερώνεται μια ασυνήθιστα δυνατή και καθαρή περίπτωση. (Shepherd Homes v. Sandham (1971) Ch. 340 και David Bean: Injunctions, 8η Έκδοση, σελ. 35-37, παρ. 3.33-3.37). Περαιτέρω είναι φανερό ότι με την έκδοση του επίδικου διατάγματος το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πράξη εκδίκασε και την ουσία της αγωγής, κάτι το οποίο είναι άκρως ανεπιθύμητο και αντίθετο με την ανάγκη έκδοσης προσωρινού και μόνο μέτρου.
Η έφεση επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και σε βάρος της εφεσίβλητης. Το επίδικο διάταγμα της 11/7/2007 ακυρώνεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ