ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 519

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                             Πολιτική ´Eφεση αρ.120/2009

 

12 Mαϊου, 2009

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στες.

 

 Αναφορικά με τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και Διαδικασιών Παράδοσης  Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης Νόμο 133(Ι)/2004

 

Αναφορικά με τον εκζητούμενο ΚΥΡΙΑΚΟ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΗΓΑΣΙΟΥ

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΗΓΑΣΙΟΥ

Εφεσείοντα

-         Και -

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητου

 

--------------------

 

Ε.Ευσταθίου με κ.Α.Αλεξάνδρου και Γ.Προδρόμου, για τον Εφεσείοντα.

Μ.Σπηλιωτοπούλου  (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

-----------------------

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα αναγνώσει ο Δικαστής Παμπαλλής.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:   Στις 16.3.2009, εκδόθηκε εναντίον του κ.Κυριάκου Χαραλάμπους Πηγασίου ένταλμα σύλληψης, με στόχο την υλοποίηση εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε από το Magistrade Court της πόλης του Westminster του Ηνωμένου Βασιλείου. 

 

Το πιο πάνω εκζητούμενο πρόσωπο εμφανίστηκε ενώπιον Δικαστή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 17.3.2009 και αφού του γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη του σχετικού εντάλματος και του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του δήλωσε ότι δεν συγκατατίθεται στην εκτέλεση του πιο πάνω εντάλματος. 

 

Η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση.  Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αφού άκουσε δύο μάρτυρες και τις αγορεύσεις των συνηγόρων του εκζητουμένου όπως και της εκπροσώπου της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, προχώρησε, με απόφαση ημερ. 29.4.2009 στην έκδοση Διαταγής εκτέλεσης του πιο πάνω Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. 

 

Στις 4.5.2009 καταχωρήθηκε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

 

Ως πρώτος λόγος έφεσης προβάλλεται η παραβίαση συγκεκριμένων προνοιών του άρθρου 13(στ) του Νόμου 133(I)/2004 καθότι οι προβλεπόμενες θεμελιώδεις αρχές του δικαϊκού μας συστήματος για δίκαιη δίκη έχουν παραβιαστεί.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα πρόβαλε ότι η απαιτούμενη διαβεβαίωση ότι ο εκζητούμενος θα εκτίσει την ποινή του στην Κύπρο, μετά την ακρόαση της υπόθεσης του, όπως προνοεί το άρθρο 13(στ) δεν έχει τεθεί στο Δικαστήριο.  Αυτή η ουσιώδης παράλειψη δεν επιτρέπει την εκτέλεση του εντάλματος.  Ο συνήγορος παραπονείται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υλοποιώντας τις πρόνοιες του άρθρου 21(2) του Νόμου 133(Ι)/2004, προχώρησε και ζήτησε την προσκόμιση περαιτέρω στοιχείων και κατά την υλοποίηση αυτής της απαίτησης του Δικαστηρίου, η σχετική διαβεβαίωση από τις βρετανικές αρχές, «βρέθηκε» στο φάκελο του Δικαστηρίου χωρίς να δοθεί στην υπεράσπιση οποιαδήποτε δυνατότητα εξέτασης  «της πηγής» του εγγράφου και ο,τιδήποτε άλλο αφορούσε την αξιοπιστία του.  Αυτή η παρέμβαση του Δικαστηρίου τονίστηκε περαιτέρω δημιουργεί ένα πρωτοφανές, κατά την έκφραση του, περιστατικό παραβίασης της αρχής της αμερόληπτης εξέτασης της υπόθεσης ενός διάδικου, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για ποινική διαδικασία.  Με την ενέργεια αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει παραβιαστεί, όπως προβλήθηκε από τον κ.Ευσταθίου, το δικαίωμα του εκζητούμενου για δίκαιη δίκη.

Ως δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εκτέλεση του εντάλματος για παράδοση του εκζητουμένου στις βρετανικές αρχές χωρίς να έχει ενώπιον του όλα τα έγγραφα και το μαρτυρικό υλικό τα οποία επιβάλλεται να υπάρχουν με βάση το Νόμο 133(Ι)/2004.  Το παράπονο εστιάζεται στο γεγονός ότι από το πρωτότυπο έγγραφο, που ήταν συνταγμένο στην αγγλική γλώσσα, έλειπε η σελίδα αριθμός 4 σε βαθμό που, κατά την άποψη του συνήγορου ούτε το Δικαστήριο ούτε και ο εκζητούμενος ήταν σε θέση να γνωρίζουν το περιεχόμενο της.  Το Δικαστήριο, συνέχισε, αντί να ζητήσει την προσαγωγή του ελλείποντος κειμένου θεώρησε «συμπερασματικά» ότι το κενό καλύπτεται από την υφιστάμενη ελληνική μετάφραση.  Αυτή η παράλειψη, τόνισε καταλήγοντας, επηρεάζει το συνταγματικό δικαίωμα του εκζητούμενου που προστατεύεται με βάση το άρθρο 33.2 του Συντάγματος.

 

Ο επόμενος λόγος έφεσης μπορεί να θεωρηθεί ότι συμπληρώνει τον προηγούμενο λόγο με την αναφορά ότι το αυθεντικό πρωτότυπο κείμενο του εγγράφου είναι ελλιπές και δεν καθορίζει το χρόνο, τον τρόπο και το βαθμό συμμετοχής του εκζητουμένου στο αδίκημα.

 

Στον τέταρτο λόγο έφεσης  προβλήθηκε ως λανθασμένη η ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προχωρήσει στην εκτέλεση του εντάλματος τη στιγμή που, όπως είναι παραδεχτό γεγονός, εκκρεμεί εναντίον του εκζητουμένου η ποινική υπόθεση με αριθμό 2121/09 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.

 

Τέλος οι συνήγοροι προβάλλουν ως πέμπτο λόγο έφεσης τη μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην προσαγωγή του συγκεκριμένου εντάλματος, για εκτέλεση που σε συνδυασμό με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, οδήγησε στην παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εκζητουμένου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσίβλητο, κατά την αγόρευση της ανέλυσε τις αρχές και τη φιλοσοφία της Απόφασης - Πλαίσιο και του εναρμονιστικού Νόμου 133(Ι)(2004.

 

Το άρθρο 21(2), συνέχισε η κα.Σπηλιωτοπούλου, επιτρέπει στο Δικαστήριο να ζητήσει στοιχεία και πληροφορίες που έχουν σχέση με την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του άρθρου 13.  Ο εφεσίβλητος παρέλαβε αντίγραφο του νέου στοιχείου που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και είχε την ευκαιρία αντεξέτασης των μαρτύρων.  Η διαδικασία αυτή δεν είναι κανονική ποινική δίκη, όπως χαρακτηριστικά είπε, αλλά θα πρέπει να θεωρηθεί σαν πολιτική διαδικασία.

 

Ως προς την απουσία της τέταρτης σελίδας του αγγλικού κειμένου, η συνήγορος υποστήριξε ότι πρόκειται περί τυπικού λάθους που δεν επηρεάζει την ορθότητα της διαδικασίας. 

 

Το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν αρκετό, όπως είπε η συνήγορος, για να στοιχειοθετηθεί η συμμετοχή του εκζητουμένου στα υπό εξέταση αδικήματα.

 

Τέλος, πρόβαλε ότι η πολύμηνη απόσταση που υπάρχει μεταξύ της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και της ημερομηνίας  ακρόασης της εκκρεμούσας ποινικής υπόθεσης εναντίον του εκζητουμένου, δικαιολογούσαν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία, υλοποιώντας την υποχρέωση που επιβάλλει η Απόφαση-Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ημερ.13 Ιουνίου, 2002, σε σχέση με το «ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών μελών» προχώρησε στη θέσπιση του Περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης Νόμου του 2004 (Ν.133(Ι)/2004 (ο Νόμος).

 

Η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, είχε θέσει ως στόχο, τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας ασφάλειας και δικαιοσύνης, που συνεπάγεται την κατάργηση του συστήματος της έκδοσης προσώπων, τα οποία προσπαθούν να διαφύγουν τη δικαιοσύνη μεταξύ χωρών μελών, και την αντικατάσταση του από ένα σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών (αρ.5 του προϊμίου της Απόφασης-Πλαίσιο).  Ταυτοχρόνως επιδιώκετο η εισαγωγή ενός απλουστευμένου συστήματος παράδοσης υπόπτων ή καταδικασθέντων προσώπων, με στόχο την άρση της πολυπλοκότητας και του ενδεχομένου καθυστερήσεων που ενυπάρχουν στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης.

 

Ως προς την πρόθεση του Συμβουλίου που εκδηλώθηκε με το Νόμο- Πλαίσιο σχετική αναφορά γίνεται στο σύγγραμμα Blackstone´s Criminal Practice 2009, para.D31.2 και στην υπόθεση Hadjametovic Πολιτική ΄Εφεση αρ.117/09, ημερ. 4.5.2009Το δε Ευρωπαϊκό ΄Ενταλμα Σύλληψης που προβλέπει η Απόφαση-Πλαίσιο, χαρακτηρίζεται ως ο «ακρογωνιαίος λίθος» της δικαστικής συνεργασίας στον τομέα του ποινικού δικαίου, που βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ των κρατών μελών.  (άρθρο 6 προϊμίου).  Συνακόλουθα οι πρόνοιες του Ν.133(Ι)/2004, θα πρέπει να διαβάζονται σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του νόμου Πλαισίου, (άρθρο 1 του Νόμου 133(Ι)/2004).

 

Το κύριο παράπονο του εφεσίβλητου είναι η «παρέμβαση» του πρωτόδικου δικαστηρίου, που «συμπλήρωσε», όπως είπε ο κ.Ευσταθίου, «την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής».

 

Θα πρέπει από την αρχή να επισημάνουμε ότι δεν πρόκειται περί ποινικής δίκης και η συνήγορος της νομικής υπηρεσίας δεν εμφανίζεται ως εκπρόσωπος κατηγορούσας αρχής.  Πρόκειται για διαδικασία sui generis.  Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις υποχρεωτικής παράδοσης τότε το εκζητούμενο πρόσωπο πρέπει να παραδοθεί και το ένταλμα να εκτελεστεί.  (άρθρ.12 του Νόμου).  Αν δεν υφίστανται τα αναγκαία προαπαιτούμενα του άρθρ.4, το Δικαστήριο αρνείται την εκτέλεση (άρθρ.13).  Επειδή πρόκειται περί διαδικασίας διερευνητικού χαρακτήρα, ο ίδιος ο νόμος προσφέρει επιπρόσθετες εξουσίες στη δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος.

 

Αν «κρίνει», τονίζεται στο άρθρο 21(2) του Νόμου, ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν «δεν αρκούν» ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση ζητεί ...».  Είναι συνεπώς προστακτική ανάγκη για τη δικαστική αρχή να ζητήσει την προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων, «ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 4 και 13 έως 15.»

 

Επίκληση αυτής της διάταξης έκαμε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να ζητήσει από τη βρετανική δικαστική αρχή την παροχή διαβεβαίωσης ως προς την επιστροφή του εφεσείοντα που είναι, όπως είναι αποδεχτό, Κύπριος πολίτης, για να εκτίσει την ποινή, που τυχόν θα του επιβληθεί, στην Κύπρο.

 

Οι πιο πάνω ενέργειες του Δικαστηρίου, με κανένα τρόπο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επέμβαση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψη ότι η εκπρόσωπος της νομικής υπηρεσίας δεν είναι διάδικος αλλά εμφανίζεται  με στόχο την υποβοήθηση της «κεντρικής αρχής», που με βάση το άρθρο 3 του Νόμου είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, (άρθρ.5 του Νόμου).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτέλεσε την υποχρέωση που πηγάζει από την πιο πάνω σαφή πρόνοια.

 

Σε σχέση με το χρόνο που έγινε η «παρέμβαση», βρίσκουμε το παράπονο που πρόβαλε ο εφεσείων, ανεδαφικό.  Το άρθρο 20 του Νόμου επιτάσσει τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση αν ο συλληφθείς δεν συγκατατίθεται στην παράδοση του.  Όπως έγινε στην προκείμενη υπόθεση.  Η ακρόαση άρχισε στις 23 Μαρτίου, 2009  με την προσαγωγή της μαρτυρίας του αστυφ.1698 Κ.Κυριάκου και της υπεύθυνης στη Μονάδα για τη Διεθνή Νομική Συνεργασία στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως Ε.Μορφάκη.  Στις 3 Απριλίου 2009, αγόρευσαν οι δυο πλευρές και το Δικαστήριο προτού επιφυλάξει την απόφαση του έθεσε ζήτημα προσκόμισης της διαβεβαίωσης από τις βρετανικές δικαστικές αρχές που επιβάλλει το άρθρο 13(στ) του Νόμου.  Το άρθρο 20 του Νόμου, προηγείται του άρθρου 21 που τάσσει προθεσμία για την έκδοση της απόφασης και στην παρ.(2) του ιδίου άρθρου 21, προνοείται η δυνατότητα προσκόμισης «των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων».  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η πρόνοια αυτή δεν δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να ζητήσει την προσκόμιση των απαραίτητων συστατικών στοιχείων του «οιονεί αδικήματος» αλλά παρέχει μόνο τη δυνατότητα να ζητήσει συμπληρωματικά στοιχεία αναφορικά με έγγραφα που «η κατηγορούσα αρχή» ήδη έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά όχι συμπληρωμένα. 

 

Δεν υιοθετούμε αυτή την προσέγγιση και κρίνουμε ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία διερευνητική εξουσία να ζητήσει την προσκόμιση οποιουδήποτε απαραίτητου κατά την άποψη του συμπληρωματικού στοιχείου σε σχέση με τα άρθρα 4, 13 έως 15 του Νόμου. 

 

Είναι ταυτοχρόνως σαφές ότι η διαδικασία ήταν σε εξέλιξη και θα συμπληρωνόταν μόνο με την έκδοση της απόφασης.

 

Το άλλο σκέλος του επιχειρήματος για την «παρέμβαση» του πρωτόδικου Δικαστηρίου εδράζεται στη θεμελίωση παραπόνου για μη δίκαιη δίκη.

 

Ο εκζητούμενος είχε την ευκαιρία, όπως άλλωστε επιτάσσει όχι μόνο το άρθρο 20(2) του Νόμου, αλλά ειδικότερα το άρθρο 2(2), που επιβάλλει την υποχρέωση σεβασμού «των θεμελιακών δικαιωμάτων και αρχών».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο γνωστοποίησε, κατά την ημέρα συνέχισης της ακρόασης, (10 Απριλίου, 2009) την ύπαρξη της βεβαίωσης στο φάκελο του Δικαστηρίου και αντίγραφο της δόθηκε στο συνήγορο του εκζητούμενου.  Κατά την επόμενη δικάσιμο που ήταν η 22α Απριλίου 2009, το Δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία στο συνήγορο του εφεσείοντα και αγόρευσε και επί του νέου αυτού στοιχείου.  Μετά από αυτό επιφυλάχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση που εκδόθηκε στις 29 Απριλίου, 2009.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω δεδομένα δεν βρίσκομε ότι υπήρξε οποιαδήποτε «ελάττωση» στη δίκαιη αντιμετώπιση που έτυχε ο εκζητούμενος ούτε μπορεί να στοιχειοθετηθεί ισχυρισμός για μη δίκαιη δίκη.

 

Ως προς την προβληθείσα εισήγηση ότι το έγγραφο διαβεβαίωσης είναι φωτοαντίγραφο, και άγνωστο από πού προήλθε, και ότι επομένως δεν έπρεπε να γίνει αποδεχτό, η εισήγηση δεν έχει έρεισμα γιατί το ίδιο το άρθρο 10 (4 και 5) της Απόφασης-Πλαίσιο και το άρθρο 8(4 και 5) του Νόμου 133(Ι)/2004   επιτρέπουν τη χρήση για τη διαβίβαση του εντάλματος με οποιοδήποτε ασφαλές μέσο.  Η δυνατότητα αυτή επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση Ovakimyan ν. Γενικού Εισαγγελέα, (2005) 1 Α.Α.Δ.1119.   Η κα.Μορφάκη είπε στη μαρτυρία της ότι η αποστολή και λήψη ενταλμάτων σύλληψης μέσω τηλεομοιότυπου είναι συνήθης διαδικασία.  Το ίδιο ισχύει mutatis mutandis και για το έγγραφο διαβεβαίωσης, κατά την κρίση μας.  Συνακόλουθα ούτε και αυτή η εισήγηση του εφεσείοντα γίνεται δεκτή.

 

Θεωρούμε ως αβάσιμο και τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι είναι ελλιπή τα στοιχεία που τέθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς τον καθορισμό του χρόνου, του τρόπου και του βαθμού συμμετοχής του εκζητουμένου.  Αυτά τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου με τη δέουσα επάρκεια.

 

Η παράγραφος (3) του άρθρου 4 του Ν.113(Ι)/2004 επιτρέπει όπως το ευρωπαϊκό ένταλμα είναι διατυπωμένο «σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας ή στην αγγλική γλώσσα».  Ταυτοχρόνως το ένταλμα μεταφράζεται, όπως συνέβη και στην προκείμενη περίπτωση, στην ελληνική γλώσσα.  Η απουσία από το αγγλικό κείμενο μιας σελίδας με κανένα τρόπο δεν επηρέασε τη διεξαγωγή της διαδικασίας ούτε κατ΄επέκταση τα δικαιώματα του εφεσείοντα εφόσον δεν τέθηκε θέμα ορθότητας της μετάφρασης.  Θεωρούμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι ορθή.

 

Ως προς το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος άμεσης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος, αλλά να αναστείλει την παράδοση του εκζητούμενου μέχρι τη συμπλήρωση της υφιστάμενης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με αριθμό 2121/09, δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας Δικαστηρίου που έχει έρεισμα στο άρθρο 30 του Νόμου.  Οι λόγοι που δίδει το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι αρκούντως ικανοποιητικοί για την ενέργεια του αυτή.

 

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

                                                                   ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

                                                                   ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο