ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 383

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 127/2007)

 

10 Απριλίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

                                               

MARKETVENTURES LTD.,

                                                          Εφεσειόντων/Εναγομένων,

- και -

 

ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΔΙΚΩΜΙΤΗ,

                                                          Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.

 

 

Κ. Καλλής, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Χριστοδούλου για Π. Αγγελίδη, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Με την αγωγή του ο Ενάγων-Εφεσίβλητος αξιώνει ποσό £500.000 το οποίο κατά τον ισχυρισμό του κατέβαλε στους Εναγομένους-Εφεσείοντες, για αγορά ενός εκατομμυρίου μετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο τους.  Όπως ισχυρίζεται, αποτελούσε όρο της συμφωνίας ότι μετοχές των Εφεσειόντων θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) σε σύντομο χρονικό διάστημα.  Ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η άλλη πλευρά δεν τήρησε τους όρους της συμφωνίας και με την αγωγή του αξιώνει επιστροφή του ποσού που πλήρωσε, πλέον τόκους.

 

Οι Εφεσείοντες με την Έκθεση Υπεράσπισης τους, αρνούνται ότι έγινε οποιαδήποτε ειδική συμφωνία και ισχυρίζονται ότι ο Εφεσίβλητος αγόρασε τις μετοχές δυνάμει της δημόσιας πρόσκλησης που έγινε το Μάιο του 2000.  Κατά τον ισχυρισμό τους, είχε δηλωθεί ρητά ότι οι μετοχές τους δεν θα εισάγονταν στο ΧΑΚ πριν το 2004, όρος ο οποίος περιλαμβανόταν τόσο στο έντυπο αίτησης που υπέβαλε ο Εφεσίβλητος, όσο και στην Πληροφοριακή Έκθεση που είχαν κυκλοφορήσει.  Κατά τον ισχυρισμό τους, ο Εφεσίβλητος όταν αγόραζε τις μετοχές, αποδέχθηκε τον πιο πάνω όρο.  Τέλος, ισχυρίζονται ότι συμμορφώθηκαν πλήρως με τις υποχρεώσεις τους, εκδίδοντας και αποστέλλοντας από τον Οκτώβριο του 2000, τους τίτλους των μετοχών που αγόρασε ο Εφεσίβλητος.

 

Ο Εφεσίβλητος στη μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι γύρω στις 11 Ιουνίου του 2000, μέσω του φίλου του Αλέξη Ασπρή (ΜΕ2), συναντήθηκε στα γραφεία των Εφεσειόντων με κάποιο Άλκη Αλωνεύτη.  Ο τελευταίος του συστήθηκε ως Σύμβουλος Επενδύσεων και γιος του Προέδρου των Εφεσειόντων, η δε αδελφή του Σύνθια Αλωνεύτη, σύμφωνα με τα παραδεχτά γεγονότα, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των Εφεσειόντων.  Σκοπός της συνάντησης ήταν η αγορά από τον Εφεσίβλητο μετοχών στο κεφάλαιο των Εφεσειόντων.  Σύμφωνα με τον ίδιο και τον Αλέξη Ασπρή, που ήταν επίσης παρών στη συνάντηση, ο Αλωνεύτης διαβεβαίωσε τον Εφεσίβλητο ότι οι μετοχές των Εφεσείοντων θα εισάγονταν στο ΧΑΚ τους επόμενους 2-3 μήνες, μέσω άλλης εταιρείας, η οποία θα τους εξαγόραζε.  Αναφέρθηκε το όνομα της Marketrends Financial Services Ltd.  Ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι κατά τη συνάντηση με τον Αλωνεύτη του υποδείχθηκε η Πληροφοριακή Έκθεση-Πρόσκληση προς το κοινό.  Στη βάση της ενημέρωσης που έγινε, ο Εφεσίβλητος αποφάσισε να αγοράσει ένα εκατομμύριο μετοχές έναντι του ποσού των £500.000, το οποίο κατέβαλε στις 17.6.2000 με δύο επιταγές οι οποίες εξαργυρώθηκαν στις 22.8.2000 και 12.9.2000.

Στις 18.10.2000 οι Εφεσείοντες απέστειλαν επιστολή, Τεκμήριο 2, στον Εφεσίβλητο, πληροφορώντας τον ότι εκδόθηκαν οι μετοχές που αιτήθηκε και του επισύναπταν το σχετικό πιστοποιητικό.  Ταυτόχρονα, τον πληροφόρησαν ότι η μητρική εταιρεία του Ομίλου, Marketrends Financial Services Ltd. (MFS), είχε υποβάλει πρόταση για εξαγορά του 100% του μετοχικού κεφαλαίου των Εφεσειόντων και ότι το Διοικητικό Συμβούλιο προτείνει την αποδοχή της.  Ο Εφεσίβλητος, με επιστολή του ημερ. 29.10.2000, Τεκμήριο 3, πληροφόρησε τους Εφεσείοντες ότι όχι μόνο δεν αποδεχόταν την πρόταση για ανταλλαγή των μετοχών του, αλλά επειδή μέχρι τότε δεν παρέλαβε μετοχές εισηγμένης εταιρείας στο ΧΑΚ, όπως είχε συμφωνήσει, ζητούσε την επιστροφή των χρημάτων του.  Παρόμοια επιστολή απέστειλε και στις 13.11.2000, Τεκμήριο 4.

 

Τα πιο πάνω επιβεβαίωσε και ο ΜΥ2 Αλέξης Ασπρής, ο οποίος μάλιστα ανέφερε ότι κατά τη συνάντηση τους με τον Αλωνεύτη, είχε ζητηθεί να τους δοθεί κάποιο ενημερωτικό δελτίο, αλλά τους λέχθηκε ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο.

 

Τη θέση των Εφεσειόντων κατάθεσε στο δικαστήριο ο Διευθυντής τους, Γ. Κωνσταντίνου (ΜΥ2).  Εξήγησε ότι οι Εφεσείοντες ιδρύθηκαν το Μάιο του 2000 και μετατράπηκαν σε δημόσια εταιρεία στις 4.5.2000.  Στις 15.5.2000 εξέδωσαν πρόσκληση για εγγραφή και κυκλοφόρησαν Πληροφοριακή Έκθεση.  Σ' αυτήν αναφερόταν στην παράγραφο 12, ότι οι Εφεσείοντες στόχευαν να υποβάλουν αίτηση για εισδοχή στο ΧΑΚ το 2004.  Όπως εξήγησε, ήταν αδύνατο για τους Εφεσείοντες κατά το 2000 να υποβάλουν αίτηση για εισαγωγή των μετοχών τους στο ΧΑΚ, αφού απαγορευόταν από το Νόμο να υποβληθεί μια τέτοια αίτηση, δεδομένου ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν τουλάχιστον για τρία έτη λογαριασμούς, αφού μόλις είχαν ιδρυθεί.  Έκαμε επίσης αναφορά στο έντυπο-αίτηση που χρησιμοποιήθηκε για την απόκτηση μετοχών.  Σ' αυτό, είπε, αναφερόταν ρητά ότι η αίτηση για εισαγωγή στο ΧΑΚ θα γινόταν εντός του έτους 2004.  Ένα από αυτά τα έντυπα, Τεκμήριο 5, χρησιμοποίησε και ο Εφεσίβλητος για να αιτηθεί την παραχώρηση σ' αυτόν μετοχών.

 

Ο Κωνσταντίνου υποστήριξε επίσης ότι ο Αλωνεύτης ουδέποτε εκπροσωπούσε του Εφεσείοντες και ούτε ποτέ ήταν διευθυντής ή εργοδοτούμενος τους και έτσι, ότι και αν λέχθηκε από τον ίδιο, δεν δεσμεύει τους Εφεσείοντες.  Όμως στην αντεξέταση του, τελικά παραδέχθηκε ότι ο Αλωνεύτης ήταν ένας από τους 13 μετόχους των Εφεσειόντων, κατέχοντας 500.000 μετοχές.  Δεν ήταν όμως διοικητικός σύμβουλοςΉταν τότε Διευθυντής (Manager) του Corporate Department της Marketrends (Capital Market) Ltd. (MCM), η οποία ήταν η χρηματιστηριακή εταιρεία του ομίλου της μητρικής MFS.  Επειδή η συνάντηση του Εφεσίβλητου με τον Αλωνεύτη έγινε Κυριακή βράδυ στο γραφείο των Εφεσειόντων, έγινε επίσης δεχτό από το μάρτυρα, ότι ο Αλωνεύτης είχε κλειδί και μπορούσε να εισέλθει στα γραφεία της εταιρείας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, σε σχέση με τον Άλκη Αλωνεύτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε τουλάχιστον φαινόμενη ή εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση (apparent ή ostensible authority) να ενεργεί εκ μέρους των Εφεσειόντων και να τους δεσμεύει.  Βρήκε ότι ο Εφεσίβλητος, μέσω του Αλωνεύτη, συνήψε συμφωνία με τους Εφεσείοντες, για την αγορά μετοχών οι οποίες θα εισάγονταν στο ΧΑΚ μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

 

Για να καταλήξει στο πιο πάνω συμπέρασμα, το δικαστήριο δέχθηκε εξωγενή μαρτυρία, θεωρώντας ότι ήταν αναγκαία η κατ' εξαίρεση αποδοχή της, για να θεμελιωθεί η ρητή προφορική παράσταση που δόθηκε κατά τη συναλλαγή, η οποία επενέργησε ως ένα είδος παράλληλης συμφωνίας (collateral agreement).  Θεώρησε ότι ο Εφεσίβλητος ενήργησε στη βάση των διαβεβαιώσεων που του δόθηκαν από τον Αλωνεύτη κατά τη συνάντησή τους και όχι στη βάση οποιασδήποτε γραπτής αίτησης που έγινε μεταγενέστερα.

 

Το δικαστήριο κατέληξε επίσης ότι από τη στιγμή που η μαρτυρία του Εφεσίβλητου και του Ασπρή γίνεται δεχτή, ότι έγινε η συνάντηση με τον Αλωνεύτη και ότι είναι επί τη βάση της συνάντησης αυτής που ο Εφεσίβλητος προχώρησε στην υποβολή της αίτησης, σημασία έχει το τι είχε κατά νου ο Εφεσίβλητος «ως συμφωνηθέν και ως λεχθέν από τον Αλωνεύτη, υπό τύπο παραστάσεως ως προς την πορεία των μετοχών της εναγόμενης εταιρείας και την εισαγωγή της στο ΧΑΚ.».[1]

 

Αναφορικά με την Πληροφοριακή Έκθεση που κυκλοφόρησαν οι Εφεσείοντες, την οποία κατά τον ισχυρισμό τους, κατάθεσαν στον Έφορο Εταιρειών, στην οποία επίσης περιέχεται ο όρος για εισαγωγή των μετοχών στο ΧΑΚ το 2004, το δικαστήριο κατέληξε ότι αυτή δεν δόθηκε στον Εφεσίβλητο, παρόλο που ζητήθηκε κατά τη συνάντηση με τον Αλωνεύτη.

 

Αναφορικά με το περιεχόμενο της προφορικής συμφωνίας με τον Αλωνεύτη που οδήγησε τον Εφεσίβλητο στην υποβολή της αίτησης, το δικαστήριο βρήκε ότι όντως ο Αλωνεύτης, ενεργώντας με «φαινόμενη εξουσιοδότηση» των Εφεσειόντων, προέβη σε παραστάσεις προς τον Εφεσίβλητο ότι οι Εφεσείοντες θα εισήγαγαν τους τίτλους τους στο ΧΑΚ, μέσω άλλης εταιρείας, σε σύντομο χρόνο 2-3 μηνών μετά τη συνάντηση τους.  Θεώρησε δε, ότι αυτή η παράσταση ήταν ουσιώδης.  Ήταν στη βάση της πιο πάνω παράστασης, που ο Εφεσίβλητος προχώρησε στη συνέχεια να υποβάλει τη σχετική αίτηση για απόκτηση των μετοχών.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που δεν του δόθηκαν τίτλοι των Εφεσειόντων, οι οποίοι να είναι διαπραγματεύσιμοι στο ΧΑΚ, όπως είχε συμφωνηθεί, ο Εφεσίβλητος είχε δικαίωμα να επιμένει στα δικαιώματα του, απορρίπτοντας την πρόταση για ανταλλαγή των μετόχων του με μετοχές της μητρικής εταιρείας, οι οποίες και αυτές σύμφωνα με τα όσα αναφέρονταν στην επιστολή, Τεκμήριο 2, που στάληκε στον Εφεσίβλητο, ανέμεναν πολύ σύντομα έγκριση για εισαγωγή τους στο ΧΑΚ.

 

Τέλος, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση, αφού εξέτασε τη μαρτυρία, έκρινε ότι, από τη στιγμή που τα πιστοποιητικά μετοχών δεν ήταν πιστοποιητικά μετοχών εισηγμένων στο ΧΑΚ, ο Εφεσίβλητος δεν έλαβε την αντιπαροχή που συμφωνήθηκε και ως εκ τούτου ήταν δικαιολογημένη η εκ μέρους του αποκήρυξη της συμφωνίας και η απαίτηση για επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε.  Ως αποτέλεσμα, εξέδωσε απόφαση υπέρ του Εφεσίβλητου για £500.000 πλέον νόμιμο τόκο από της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής, πλέον έξοδα.

 

Οι Εφεσείοντες με 30 λόγους έφεσης, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Πολλοί από αυτούς είναι όμοιοι και θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν ώστε να απλοποιηθούν τα επίδικα θέματα.    Θα προσπαθήσουμε να τους ομαδοποιήσουμε εμείς, ώστε να εξεταστεί η ουσία της κάθε ομάδας ξεχωριστά.

 

Ενώ ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων καταχωρεί σαραντασέλιδο περίγραμμα αγόρευσης, υποστηρίζοντας με εκτενή και εμπεριστατωμένα επιχειρήματα τους λόγους έφεσης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον Εφεσίβλητο παραδόξως καταχώρησαν περίγραμμα αγόρευσης αποτελούμενο από 6 γραμμές και στο οποίο το μόνο που αναφέρεται είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο σε όλα τα θέματα συμφώνησε με τον Εφεσίβλητο και τους δικηγόρους του και ως και τούτου επαναλαμβάνουν την υποστήριξη τους στα νομικά και πραγματικά ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου τα οποία κατά την άποψη του πρέπει να παραμείνουν ως έχουν.  Το λιγότερο που μπορούμε να σχολιάσουμε, είναι το ανεπίτρεπτα λακωνικό περίγραμμα των δικηγόρων του Εφεσίβλητου, το οποίο στην ουσία στερεί από το δικαστήριο την ευκαιρία να λάβει γνώση των αντεπιχειρημάτων της πλευράς του Εφεσίβλητου.  Ο αντίλογος των επιχειρημάτων, κατά την άποψή μας, είναι απόλυτα αναγκαίος σε όλες τις εφέσεις, ιδιαίτερα όμως σε μια περίπλοκη υπόθεση, όπως είναι η παρούσα, έστω και αν κατά την άποψη της πλευράς του Εφεσιβλήτου η έφεση είναι ανεδαφική.

 

 

Οι λόγοι έφεσης που αφορούν στα δικόγραφα

Θα αρχίσουμε με την πρώτη ενότητα λόγων έφεσης που αφορούν στον τρόπο που ο Εφεσίβλητος δικογράφησε την αξίωση του.

 

Είναι γεγονός ότι ο εξαιρετικά συνοπτικός τρόπος με τον οποίο συντάχθηκε η Έκθεση Απαίτησης, προκάλεσε, όπως θα φανεί στη συνέχεια, πάρα πολλές δυσκολίες στην παρουσίαση της υπόθεσης του Εφεσίβλητου.  Αυτό επισημάνθηκε και από το πρωτόδικο δικαστήριο σε πολλά σημεία της απόφασης του.

 

Απόπειρα εκ μέρους του Εφεσίβλητου να τροποποιήσει την Έκθεση Απαίτησης για να εισάξει νέα θεραπεία με βάση το Νόμο 42(Ι)/2000, απέτυχε, μετά από ένσταση των Εφεσειόντων.

 

Ο τρόπος δικογράφησης της συνομολόγησης της συμφωνίας

Με τον 8ο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων έκαμε αποδεχτή και στηρίχθηκε στη μαρτυρία που σχετίζεται με το ρόλο του Αλωνεύτη στη συνομολόγηση της συμφωνίας.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος τους στο περίγραμμα αγόρευσης του, εξηγεί ότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι με βάση τους κανόνες ορθής δικογράφησης, όπου υπάρχει ισχυρισμός για συνομολόγηση προφορικής συμφωνίας, θα πρέπει να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στο άτομο που έλαβε μέρος, κάτι που δεν έγινε από τον Εφεσίβλητο στο δικόγραφο του.  Παρά ταύτα, είπε, το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία για τον Αλωνεύτη, με το σκεπτικό ότι δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες.  Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, η κατάληξη του δικαστηρίου είναι αντιφατική, αφού δεν μπορεί από τη μια να επιρρίπτει ευθύνη στον Εφεσίβλητο για πλημμελή δικογράφηση και ταυτόχρονα να θυματοποιεί τους Εφεσείοντες για το ότι δεν ζήτησαν λεπτομέρειες.

 

Δεν συμφωνούμε.  Το δικαστήριο δέχθηκε ότι η μη αναφορά στο ότι η προφορική συμφωνία συνομολογήθηκε μετά του Άλκη Αλωνεύτη, αυστηρώς ομιλούντες δεν ήταν σύμφωνη με τους δικονομικούς κανόνες[2].  Όμως, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, μέσα σε ορθά, κατά την άποψή μας, πλαίσια, έκρινε ότι το δικόγραφο του Εφεσίβλητου περιείχε τα ελάχιστα απαιτούμενα, αφού στην παράγραφο 3 της απαίτησης γίνεται σαφής αναφορά σε προφορική συμφωνία.  Με δεδομένο ότι οι Εφεσείοντες ήταν νομικό πρόσωπο, ορθά θεώρησε ότι από τη στιγμή που δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες από τους Εφεσείοντες, κάτι που σύμφωνα με τη νομολογία μπορούσαν να πράξουν[3], ώστε να αποσαφηνιστεί δικογραφικά ποιος εκ μέρους τους συνήψε την προφορική συμφωνία, η μαρτυρία για τον Αλωνεύτη μπορούσε να δοθεί εκ μέρους του Εφεσίβλητου.  Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Εφεσείοντες όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν τη σύναψη της συμφωνίας, αλλά ούτε και έφεραν ουσιαστική ένσταση στην αποδοχή της μαρτυρίας για τον Αλωνεύτη. Κατά την άποψή μας, ο λόγος έφεσης 8, δεν ευσταθεί.

 

Ο τρόπος δικογράφησης των όρων της συμφωνίας

Με τον 1ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι «η απαίτηση του ενάγοντα βασίζεται στο γεγονός ότι η εναγομένη δεν εισήλθε στο ΧΑΚ».  Σύμφωνα με τη θέση των Εφεσειόντων, η πιο πάνω κατάληξη είναι αντίθετη με το δικόγραφο του Εφεσίβλητου, στο οποίο δεν γίνεται καμία αναφορά στο γεγονός, όπως θα έπρεπε.  Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο, με την πιο πάνω κρίση του, χωρίς εύλογη αιτία, αλλοίωσε τα δικόγραφα προσθέτοντας αυθαίρετα ολόκληρη αιτία αγωγής, ότι οι τίτλοι θα έπρεπε να ήταν ενταγμένοι στο ΧΑΚ.

 

Περαιτέρω, με τον 3ο λόγο έφεσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Εφεσίβλητος με τη χρήση του όρου «ήτοι» στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης[4], προσδιορίζει με περισσή σαφήνεια ποια ήταν τα συμφωνηθέντα που δεν τηρήθηκαν.  Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε την παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι σ' αυτήν περιλαμβανόταν, πέραν της απαίτησης για μη έκδοση τίτλων και απαίτηση για τη μη εισαγωγή τους σε σύντομο χρόνο στο ΧΑΚ[5].  Το παράπονο εδώ είναι ότι ο Εφεσίβλητος στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης του, το μόνο που δικογραφεί είναι ότι δεν εκδόθηκαν οι τίτλοι των μετοχών που αγόρασε, ενώ το δικαστήριο επέκτεινε του ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου, συμπεριλαμβάνοντας πρόσθετο όρο ότι οι μετοχές που αγοράστηκαν θα έπρεπε να εισάγονταν σύντομα στο ΧΑΚ.  Με αυτό τον τρόπο, το δικαστήριο στην ουσία αλλοίωσε την αιτία αγωγής όπως ήταν δικογραφημένη από τον Εφεσίβλητο, κάτι που δικονομικά είναι ανεπίτρεπτο.

 

Δεν ευσταθούν οι δύο λόγοι έφεσης.  Οι δύο παράγραφοι της Έκθεσης Απαίτησης που αφορούν στους δύο πιο πάνω λόγους έφεσης, είναι οι 3 και 4, οι οποίες έχουν ως εξής:-

«3.  Κατά πάντα ουσιώδη με την παρούσα αγωγή χρόνο και πιο συγκεκριμένα το έτος 2000 ο ενάγοντας συμφώνησε προφορικά και/ή γραπτά με την εναγομένη όπως τους παραχωρήσει 1,000,000 μετοχές της εναγομένης μέχρι τον Ιούλιο του 2000 έναντι του ποσού των ΛΚ.500,000.  Ήταν δε ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της πιο πάνω συμφωνίας ότι η MARKETVENTURES LTD θα εισήγετο στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου σε σύντομο χρονικό διάστημα και/ή εντός εύλογου χρόνου και/ή πριν τον Ιούλιο του 2000.

 

4.  Η Εναγόμενη δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα ήτοι δεν εξέδωσε τίτλους για τις συμφωνηθείσες μετοχές της MARKETVENTURES LTD.  γι' αυτό και ο ενάγων ζήτησε την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε αμέσως τις δικογραφικές ελλείψεις στην Έκθεση Απαίτησης.  Ομολογουμένως η επάρκεια του δικογράφου ήταν οριακή και ως εκ τούτου οι δυσκολίες που προέκυψαν και προκύπτουν πάρα πολλές.  Όμως, υπό τις περιστάσεις, το δικαστήριο ορθά κατά την άποψή μας έκρινε ότι από την ολότητα του δικογράφου εγειρόταν έστω και χαλαρά, ο ισχυρισμός ότι η συμφωνία προέβλεπε για την αγορά τίτλων εισηγμένων στο ΧΑΚ.  Ορθά το δικαστήριο διασύνδεσε το περιεχόμενο της παραγράφου 4 με το δεύτερο σκέλος της παραγράφου 3, στην οποία γινόταν αναφορά για τον ρητό και εξυπακουόμενο όρο, ότι οι Εφεσείοντες θα εισάγονταν στο ΧΑΚ σε σύντομο χρονικό διάστημα.

 

Ο ευπαίδευτος πρόεδρος εξετάζοντας την παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης, ανέφερε  τα εξής:-

 

«..στην παρ. 4 αυτής, όπου περιέχεται ο ισχυρισμός για τη διάρρηξη της συμφωνίας, γίνεται λόγος όχι απλά για τη μη έκδοση τίτλων στην εναγόμενη, αλλά τίτλων «.. για τις συμφωνηθείσες μετοχές ..» και επίσης λόγος ότι η εναγόμενη δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα που αναφέρονται βεβαίως στην παρ. 3.»[6]

 

Συμφωνούμε απόλυτα με τη διασύνδεση που γίνεται.  Είναι φανερό κατά την άποψή μας, ότι με βάση το δεύτερο σκέλος της παραγράφου 3 της Έκθεσης Απαίτησης, ο ισχυρισμός του Εφεσίβλητου για αγορά μετοχών οι οποίες θα εισάγονταν στο ΧΑΚ μέσα σε εύλογο χρόνο, δεν προέκυψε από το πουθενά, όπως φαίνεται να ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες.  Η αναφορά σε «συμφωνηθείσες μετοχές» στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης, δεν θα μπορούσε να αναφέρεται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τις μετοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και για τις οποίες δόθηκε υπόσχεση ότι θα εισάγονταν στο ΧΑΚ μέσα σε σύντομο χρόνο.

 

Τα ίδια ισχύουν και για τον 4ο λόγο έφεσης, με τον οποίο οι Εφεσείοντες παραπονούνται συναφώς ότι το δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο Αλωνεύτης, εκ μέρους των Εφεσειόντων, παρέστησε στον Εφεσίβλητο ότι οι μετοχές θα εισάγονταν σε σύντομο χρόνο στο ΧΑΚ, χωρίς ένας τέτοιος ισχυρισμός να περιλαμβάνεται στην Έκθεση Απαίτησης.  Οι Εφεσείοντες με αναφορά στο σύγγραμμα Bullen & Leake & Jacob´s Precedent of Pleadings, 13η Έκδοση, στη σελ. 427, παραπονούνται ότι και σ' αυτήν την περίπτωση υπήρξε εμφανής παραβίαση των δικογραφικών κανόνων και ιδιαίτερα αυτών που διέπουν τον τρόπο δικογράφησης ισχυρισμού περί παραστάσεως (representation).  Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε ότι τα όσα αναφέρονται τόσο στο πιο πάνω Σύγγραμμα όσο και στο περίγραμμα των Εφεσειόντων, αφορούν σε αστικά αδικήματα που έχουν ως βάση δόλο και ψευδείς παραστάσεις, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ, αφού η αξίωση του Εφεσίβλητου εδράζεται σαφώς στην παράβαση συμφωνίας.

Με τον 7ο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένο και αντίθετο με τις δικογραφημένες θέσεις του Εφεσίβλητου, το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι ο Αλωνεύτης ενεργώντας με φαινόμενη εξουσιοδότηση, προέβη σε παραστάσεις προς τον Εφεσίβλητο, ότι οι Εφεσείοντες θα εισήγαγαν στο ΧΑΚ τους τίτλους τους, «σε σύντομο χρόνο 2-3 μηνών μετέπειτα»[7].  Σύμφωνα με το δικηγόρο των Εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο διεύρυνε την προθεσμία εισόδου των μετοχών στο ΧΑΚ, κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικογραφημένη θέση του Εφεσίβλητου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι του λέχθηκε ότι θα εισάγονταν «πριν τον Ιούλιο του 2000».

 

Δεν συμφωνούμε με τον τρόπο που ερμηνεύεται η αναφορά του δικαστηρίου «σε σύντομο χρόνο 2-3 μηνών μετέπειτα».  Με δεδομένο τον διαζευκτικό τρόπο που δικογραφήθηκε ο ισχυρισμός του Εφεσίβλητου και τη μαρτυρία που δόθηκε τόσο από τον Εφεσίβλητο όσο και από τον Α. Ασπρή, δεν θεωρούμε λανθασμένη ή αυθαίρετη την κατάληξη.  Το δικαστήριο, δεχόμενο την εκδοχή του Εφεσίβλητου, ορθά επεσήμανε ότι δεν ήταν δυνατό ο Εφεσίβλητος να αποφασίσει να επενδύσει ένα τόσο μεγάλο ποσό στους Εφεσείοντες το 2000 και να ανέμενε τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να ενταχθεί η εταιρεία στο ΧΑΚ.  Το δικαστήριο εύλογα διερωτήθηκε, ποιος ο λόγος για τον Εφεσίβλητο να «δανειοδοτήσει» ουσιαστικά μια νεοσυσταθείσα εταιρεία, χωρίς να έχει οποιοδήποτε άμεσο ή αναμενόμενο αποτέλεσμα.

 

Με τον 23ο και 24ο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε τη θεραπεία της επιστροφής των χρημάτων, με βάση τη νομολογιακή αρχή ότι αυτή χορηγείται έστω και αν δεν ζητείται, εφόσον τα γεγονότα τίθενται στο σώμα της απαίτησης[8].  Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, στην προκειμένη περίπτωση το μόνο που αποδίδεται στους Εφεσείοντες, στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης, είναι ότι δεν εξέδωσαν τους τίτλους.  Πλην, όμως, σύμφωνα με την εκδοχή των Εφεσειόντων, οι τίτλοι εκδόθηκαν και επομένως δεν εδικαιολογείτο η παραχώρηση της θεραπείας της επιστροφής των χρημάτων, στη βάση της παραγράφου 7 της Έκθεσης Απαίτησης[9], αφού δεν είχε σημειωθεί οποιαδήποτε παράβαση της επίδικης συμφωνίας.

 

Το θέμα της επάρκειας των δικογράφων και ποιοι ακριβώς ισχυρισμοί εγείρονται σ' αυτά, έχει απαντηθεί κατά τη συζήτηση των λόγων έφεσης 1 και 3, πιο πάνω.  Όπως κρίθηκε και από πρόσφατη νομολογία, έστω και αν ο τρόπος που διατυπώνονται οι θεραπείες δεν είναι ορθός, εντούτοις μπορεί να χορηγηθούν, αν από το όλο πνεύμα του σώματος της Έκθεσης Απαίτησης τεκμαίρεται η ορθή αξίωση τους. (Βλ. C. Malathouras & Sons Ltd. v. Λαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2004) 1(Β) ΑΑΔ 1233, στη σελ. 1240).  Από τη στιγμή που κρίθηκε ότι στη βάση των παραγράφων 3 και 4 της Έκθεσης Απαίτησης, οι τίτλοι που αποτελούσαν μέρος της συμφωνίας θα έπρεπε να ήταν διαπραγματεύσιμοι, καταρρέουν και αυτοί οι λόγοι έφεσης. Ως αποτέλεσμα, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επιδιωκόμενη θεραπεία δικαιολογεί την απαίτηση, είναι ορθή.

 

Τέλος, με τον 26ο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα παραχώρησε θεραπεία στη βάση της παράβασης παράστασης για σύντομη εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ.  Όπως αναφέρει στο περίγραμμα του ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, πουθενά στην Έκθεση Απαίτησης δεν γίνεται αναφορά σε τέτοια παράσταση και επομένως το δικαστήριο στην ουσία επιλήφθηκε θέματος, το οποίο δεν περιλαμβανόταν στα δικόγραφα, κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων.

 

Και αυτός ο λόγος έφεσης έχει απαντηθεί κατά τη συζήτηση των λόγων έφεσης 1, 3 και 4.  Οι Εφεσείοντες φαίνεται να συγχέουν την παράβαση σύμβασης με το αστικό αδίκημα της ψευδούς παράστασης, ο τρόπος δικογράφησης του οποίου διέπεται από τη Δ.19 θ.5.  Εκεί απαιτείται όπως η ισχυριζόμενη ψευδής παράσταση, διατυπωθεί με σαφήνεια και λεπτομέρεια.  Όμως στην προκειμένη περίπτωση, το επίδικο αγώγιμο δικαίωμα αφορούσε παράβαση σύμβασης.  Όπως έχουμε ήδη υποδείξει, ο ισχυρισμός ότι υπήρξε παράβαση της σύμβασης και ιδιαίτερα του όρου για εισαγωγή των μετοχών στο ΧΑΚ μέσα σε σύντομο χρόνο, δικογραφήθηκε στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης και ορθά θεωρήθηκε ότι εύλογα εγειρόταν θέμα παράβασης του συγκεκριμένου όρου.  Το δικόγραφο αναμφίβολα, θα μπορούσε να ήταν πιο λεπτομερές και πιο ακριβές.  Όμως, και όπως ήταν διατυπωμένο, με όλες τις αδυναμίες του, εγειρόταν σ' αυτό το θέμα του όρου για τον χρόνο εισαγωγής των μετοχών στο ΧΑΚ.  Τα υπόλοιπα ήταν θέμα μαρτυρίας ή λεπτομερειών, αν αυτές ζητούνταν στη βάση της Δ.19 θ.6-8 για σκοπούς καλύτερης ετοιμασίας της Έκθεσης Υπεράσπισης. (Βλ. Κουρσουμά ν. Κοσμά, πιο πάνω)

 

 

 

 

Οι λόγοι έφεσης που αφορούν στην εξουσιοδότηση του Αλωνεύτη

Ερχόμαστε τώρα στη δεύτερη ενότητα λόγων έφεσης, που αφορούν στην ουσία της μαρτυρίας και στα όσα έχουν σχέση με την εξουσιοδότηση του Αλωνεύτη.

 

Με τον 2ο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και ενάντια στην προσαχθείσα μαρτυρία, έκρινε ότι ο Αλωνεύτης είχε τουλάχιστον φαινόμενη ή εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση, να ενεργεί εκ μέρους τους.  Για να υπάρχει φαινόμενη αντιπροσώπευση, εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους, πρέπει να υπάρχει συμπεριφορά από μέρους του αντιπροσωπευόμενου, δια της οποίας να τονίζεται ή να επιτρέπεται να παρίσταται ότι κάποιος άλλος είναι αντιπρόσωπος του.  Όμως εδώ, είπε, δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου για τέτοια συμπεριφορά ή ότι επέτρεψαν στον Αλωνεύτη να εμφανίζεται εκ μέρους τους.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που εκδίκασε την υπόθεση, αναγνωρίζοντας ότι το θέμα της ανάμειξης του Αλωνεύτη ήταν καταλυτικό, ανάλωσε ένα σημαντικό μέρος της πολυσέλιδης  απόφασης του, ενδιατρίβοντας στο θέμα.  Εξέτασε προσεκτικά όλη την ενώπιον του μαρτυρία και ανέλυσε τις διάφορες εκδοχές αναφορικά με το ρόλο του Αλωνεύτη.  Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μαρτυρία και τα επιχειρήματα του Γ. Κωνσταντίνου, ΜΥ2, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Αλωνεύτης δεν αντιπροσώπευε τους Εφεσείοντες.  Τελικά το δικαστήριο, δεχόμενο τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου και του Ασπρή, κατέληξε ότι από τα στοιχεία ενώπιον του, εύλογα προέκυπτε το συμπέρασμα ότι ο Αλωνεύτης είχε τουλάχιστον φαινόμενη ή εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση.  Η κατάληξη του κατά την άποψή μας είναι ορθή.  Υπήρχαν ενώπιον του δικαστηρίου πολλά στοιχεία μαρτυρίας, που αποδείκνυαν ότι οι Εφεσείοντες επέτρεψαν στον Αλωνεύτη να ενεργεί εκ μέρους τους.  Το δικαστήριο τα κατονομάζει ένα προς ένα στην απόφαση του.  Παραθέτουμε από τη σελ. 19 το σχετικό απόσπασμα:-

«Εδώ, όπως έχει ήδη αναφερθεί, όλα τα δεδομένα συγκλίνουν στη φαινόμενη, τουλάχιστον, αντιπροσώπευση της εναγόμενης από τον Άλκη Αλωνεύτη.  Ο τελευταίος ήταν μέτοχος της εναγόμενης, ήταν ο ίδιος διοικητικός σύμβουλος σε συνδεδεμένη εταιρεία, η οποία μαζί με την εναγόμενη ανήκε στον ευρύτερο όμιλο της MFS, είχε πρόσβαση στα γραφεία του ομίλου ή της εναγόμενης εταιρείας, και με αυτό το άτομο ήταν που ο ενάγων ήρθε σε επαφή μέσω του Ασπρή για να συνομιλήσει για επένδυση στη συγκεκριμένη εναγόμενη εταιρεία και όχι σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία.  Η εναγόμενη άφησε τον Αλωνεύτη να χειρίζεται εκ μέρους της τη δυνατότητα επένδυσης από άτομα του κοινού.  Η εταιρεία στην οποία ήταν διοικητικός σύμβουλος, η MCM, δεν ήταν απλά μια συνδεδεμένη εταιρεία με την εναγόμενη.  Εκτός του ότι ανήκαν και οι δύο στον ίδιο όμιλο, η MCM ήταν η εταιρεία που ανέλαβε την προώθηση του Ενημερωτικού Δελτίου της εναγόμενης, ήταν δηλαδή η τελευταία «πελάτης», όπως το έθεσε ο Κωνσταντίνου, της MCM.  Το εγγεγραμμένο γραφείο της εναγόμενης ήταν στο ίδιο κτίριο με τις υπόλοιπες εταιρείες του ομίλου της MFS.  Είχε επομένως ο Αλωνεύτης και τη δυνατότητα, αλλά και κάθε λόγο να θέλει να προσελκύσει επενδυτές στην εναγόμενη και ευρύτερα στην MFS.  Ο Ασπρής, κατά την αντεξέταση του, αναφέρθηκε ακριβώς σ' αυτό λέγοντας ότι η εναγόμενη γύρευε τέτοιους επενδυτές μεγάλων ποσών.  Γι' αυτό και όταν εν τέλει τελεσφόρησε η συνάντηση και ο ενάγων απέστειλε τα χρήματα, η εναγόμενη τα δέχθηκε (προφανώς ενημερωμένη σχετικά με αυτό από τον Αλωνεύτη), και δεν αντίδρασε αρνητικά.  Δεν αποποιήθηκε της δυνατότητας να αποδώσει μετοχές στον ενάγοντα προφασιζόμενη άγνοια ή αναρμοδιότητα του Αλωνεύτη.  Ούτε βέβαια ο ίδιος ο ενάγων υπέβαλε την αίτηση του χωρίς να είχε προηγηθεί η συνάντηση του με τον Αλωνεύτη, όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω.»

 

Οι λόγοι έφεσης που αφορούν στις παραστάσεις της συμφωνίας και στη λήψη εξωγενούς μαρτυρίας

Η επόμενη ενότητα, αφορά στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για τις παραστάσεις της συνομολόγησης της πρώτης συμφωνίας με τον Αλωνεύτη και τη λήψη εξωγενούς μαρτυρίας.  Με τον 10 και άλλους συναφείς λόγους έφεσης, 9ο, 12ο, 13ο, 14ο, 16ο, 17ο και 26ο, οι Εφεσείοντες  ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η συμφωνία καταρτίστηκε στις 11.6.2000, όταν έγινε η συνάντηση με τον Αλωνεύτη και δόθηκε η κατ' ισχυρισμό παράσταση ότι οι Εφεσείοντες θα εισήγαγαν τις μετοχές τους στο ΧΑΚ μέσα σε εύλογο ή σύντομο χρόνο.

 

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 35 της απόφασης του, ανέφερε ότι:-

«.. η σύμβαση καταρτίστηκε προφορικά προγενέστερα, όταν στις 11.6.00 ή πέριξ αυτής της ημερομηνίας, έγινε η συνάντηση με τον Αλωνεύτη και δόθηκε η παράσταση ότι η εναγόμενη θα εισήγαγε τις μετοχές της σε εύλογο ή σύντομο χρόνο στο Χ.Α.Κ.  Είναι με βάση αυτή την προφορική συμφωνία, επαναλαμβάνεται, που υποβλήθηκε η αίτηση στις 17.7.00 με το Τεκμ. «5» και όρος της αίτησης εξυπακούεται ότι ήταν και η εισαγωγή στο Χ.Α.Κ. των μετοχών εντός εύλογου χρόνου.  Υπήρχε παράλληλη συμφωνία και εξυπακουόμενος προφορικός όρος στην αίτηση, Τεκμ. «5», η οποία κατά τα άλλα ίσχυε, με τη δέσμευση όμως αυτή.»

 

Οι Εφεσείοντες θεωρούν την πιο πάνω κατάληξη εσφαλμένη.  Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου τους, η συμφωνία έγινε στις 17.7.00 με την υποβολή και αποδοχή της αίτησης, Τεκμήριο 5, για αγορά των μετοχών.  Ως αποτέλεσμα είπε, τα όσα αναφέρονται στην αίτηση, αποτελούν μέρος της συμφωνίας.

 

Ούτε αυτή η ομάδα λόγων έφεσης ευσταθεί.  Σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου, προηγήθηκε η συμφωνία με τον Αλωνεύτη κατά την οποία δόθηκε και η επίδικη παράσταση για εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ.  Αποτελεί επίσης διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας ο Εφεσίβλητος δεν είχε γνώση της Πληροφοριακής Έκθεσης, Τεκμήριο 9.  Επομένως, η κατάληξη του δικαστηρίου περί ύπαρξης παράλληλης συμφωνίας, είναι ορθή.  Οποιαδήποτε άλλη κατάληξη, θα αγνοούσε τη συμφωνία της 11.6.00, με τον Αλωνεύτη, η οποία ήταν και η κύρια αιτία που ο Εφεσίβλητος προχώρησε στο να καταβάλει £500.000 σε μια εταιρεία που μόλις είχε ιδρυθεί.

 

Δεν συμφωνούμε με τον δικηγόρο των Εφεσειόντων ότι η απόφαση του δικαστηρίου προκαλεί σύγχυση, ως προς τον τρόπο που προσέγγισε τη συμφωνία των μερών.  Το δικαστήριο σε κανένα στάδιο θεώρησε ότι η αίτηση, Τεκμήριο 5, δεν αποτελούσε συμφωνία.  Αντίθετα, σε αρκετά σημεία της απόφασης, επαναλαμβάνεται ότι η συμφωνία των μερών ήταν αυτή που περιλαμβάνεται στην αίτηση, Τεκμήριο 5, με την προϋπόθεση όμως ότι υπόκειται στην ανεξάρτητη συμφωνία που έγινε ως αποτέλεσμα των παραστάσεων του Αλωνεύτη στις 11.6.00.  Αυτή η συμφωνία αποδείχθηκε με τη λήψη μαρτυρίας έξω από το Τεκμήριο 5.

 

Όταν μια συμφωνία διατυπωθεί σε γραπτό κείμενο, όπως έγινε εδώ με την υποβολή και αποδοχή της αίτησης, Τεκμ. 5, ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν επιτρέπεται σε κανένα από τα δύο μέρη να διαφοροποιήσει τη συμφωνία.  Πρόκειται για τον κανόνα αποκλεισμού εξωγενούς μαρτυρίας.  Σκοπός του κανόνα είναι η διασφάλιση της βεβαιότητας των συναλλαγών.

 

Όμως η νομολογία αναγνωρίζει ότι αυστηρή εφαρμογή του κανόνα πολλές φορές οδηγεί σε αδικία, ιδιαίτερα όταν το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η συμφωνία δεν είναι λεπτομερές, με αποτέλεσμα να μη φανερώνει πλήρως και με σαφήνεια την πρόθεση των μερών.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση J. Evans & Son (Portsmouth) Ltd. v. Andrea Merzario Ltd. (1976) 2 All E.R. 930, στη σελίδα 935:-

«The court is entitled to look at and should look at all the evidence from start to finish in order to see what the bargain was that was struck between the parties.»

 

Σε δική μας ελεύθερη μετάφραση:-

«Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να εξετάζει και οφείλει να εξετάζει όλη τη μαρτυρία από την αρχή μέχρι το τέλος ούτως ώστε να διαπιστώσει τι συμφωνία είχε επιτευχθεί μεταξύ των μερών.»

 

Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Polycarpou v. Polycarpou (1982) 1 CLR 182 και Γερμανού ν. Κόκκαλου (1994) 1 ΑΑΔ 788.

Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο προσέγγισε ορθά το θέμα, θεωρώντας ότι η συμφωνία των μερών όπως διατυπώνεται στο Τεκμήριο 5, υπόκειται στην παράλληλη συμφωνία που προηγήθηκε στις 16.6.2000.  Γι' αυτό και με βάση την εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού εξωγενούς μαρτυρίας, ορθά θεώρησε τις παραστάσεις του Αλωνεύτη ως δεσμευτικές.  Το ότι η παράσταση προηγήθηκε, δεν επηρέαζε την ουσία, εφόσον πρόθεση των μερών κατά τη συνάντηση τους στις 16.6.2000, ήταν όπως η παράσταση είναι δεσμευτική για την επένδυση ύψους μισού εκατομμυρίου λιρών που θα ακολουθούσε.  Επομένως, ορθά το δικαστήριο θεώρησε ότι η παράλληλη συμφωνία της 11.6.00 επενεργούσε στην αίτηση - Τεκμήριο 5 - κατά τρόπο που να εξουδετερώνει την κατά τα άλλα αντίθετη πρόνοια του Τεκμηρίου 5 για εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ το 2004. 

 

Στα πλαίσια του λόγου έφεσης 14, οι Εφεσείοντες διερωτούνται γιατί αφού κατά τα άλλα ίσχυε το Τεκμήριο 5, να μην ισχύει και ο όρος για εισαγωγή των μετοχών το 2004.  Δεν πρόκειται για επιλεκτική αποδοχή προνοιών του Τεκμηρίου 5, όπως εισηγείται ο δικηγόρος των Εφεσειόντων.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν μπορούσε να ισχύσει ενόψει του ότι προηγήθηκε η παράσταση του Αλωνεύτη, η οποία δόθηκε στα πλαίσια της συμφωνίας της 16.6.00, με αποτέλεσμα να ενσωματωθεί ως όρος παράλληλης συμφωνίας στη συμφωνία που αντικατοπτρίζεται από το Τεκμήριο 5.

 

Ο μηχανισμός της παράλληλης συμφωνίας, χρησιμοποιείται συχνά από τα δικαστήρια, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη.  Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στις πολλές υποθέσεις που υπάρχουν επί του θέματος στο κοινοδίκαιο, απ' όπου και αντλείται η αρχή.  Περιοριζόμαστε να σημειώσουμε την υπόθεση J. Evans & Son (Portsmouth) Ltd. v. Andrea Merzario Ltd., ανωτέρω, στην οποία οι εναγόμενοι διαβεβαίωσαν τους ενάγοντες ότι τα εμπορευματοκιβώτιά τους τα οποία περιείχαν μηχανήματα, θα μεταφέρονταν μέσα στο αμπάρι του πλοίου.  Με βάση την παράσταση αυτή, οι ενάγοντες υπέγραψαν συμφωνία μεταφοράς των εμπορευμάτων.  Όμως, εκ παραδρομής, τα εμπορεύματα μεταφέρθηκαν πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου, με αποτέλεσμα να πέσουν στη θάλασσα κατά τη διάρκεια θαλασσοταραχής.  Συνήθης όρος που ήταν διατυπωμένος στη σύμβαση μεταφοράς, απάλλασσε τους εναγομένους από οποιαδήποτε ευθύνη.  Οι ενάγοντες αξίωσαν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχτηκε την εισήγηση για ύπαρξη παράλληλης συμφωνίας και απέρριψε την αγωγή τους.  Στην έφεση που καταχώρησαν οι ενάγοντες, το Αγγλικό Εφετείο θεώρησε ότι η προφορική διαβεβαίωση των εναγομένων ότι τα εμπορεύματα θα μεταφέρονταν στο αμπάρι του πλοίου, ισοδυναμούσε με συμβατική υπόσχεση η οποία μπορούσε να εφαρμοστεί ως παράλληλη συμφωνία, εφόσον δόθηκε με πρόθεση να πειστούν οι ενάγοντες να μεταφέρουν τα εμπορεύματα τους με το πλοίο των εναγομένων.  Το δικαστήριο βρήκε επίσης ότι οι εναγόμενοι δεν δικαιούνταν να επικαλεστούν τον όρο της γραπτής συμφωνίας, με βάση τον οποίο απαλλάσσονταν από οποιαδήποτε ευθύνη, εφόσον κρίθηκε ότι ο όρος ήταν αντίθετος με την προφορική διαβεβαίωση που έδωσαν οι εναγόμενοι και εάν εφαρμοζόταν θα καθιστούσε μάταιη τη συμφωνία.  Ως αποτέλεσμα, η προφορική διαβεβαίωση θεωρήθηκε ότι υπερείχε των όρων της γραπτής σύμβασης.  Εξηγώντας το σκεπτικό του δικαστηρίου, ο δικαστής Geoffrey Lane L.J. στη σελίδα 936, αναφέρει τα εξής:-

«The effect of their agreement was to remove from the new term the restrictions or exemptions contained in those trading conditions.  Any other conclusion would be to destroy the business efficacy of the new agreement from the day it started.»

 

Σε δική μας ελεύθερη μετάφραση:-

«Το αποτέλεσμα της συμφωνίας τους ήταν η απάλειψη από τον νέο όρο των περιορισμών ή εξαιρέσεων που περιλαμβάνονταν σε αυτούς τους όρους των συναλλαγών.  Οποιαδήποτε άλλη κατάληξη θα κατέστρεφε την εμπορική αποτελεσματικότητα της νέας συμφωνίας από την ημέρα έναρξης της.»

 

Ούτε ο τρόπος που αξιολογήθηκε το Τεκμήριο 5, παραβιάζει την αρχή της ισότητας των όπλων, όπως διατείνονται οι Εφεσείοντες με το λόγο έφεσης 20.  Το δικαστήριο μπορεί να αναφέρει στην απόφαση του ότι ο Εφεσίβλητος δεν ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε το Τεκμήριο 5, αλλά αυτό δεν ελέχθη για να υπάρξει αποδέσμευση του Εφεσίβλητου από τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Τεκμήριο 5.  Εξάλλου, το δικαστήριο τονίζει ότι το Τεκμήριο 5 αποτελεί συμφωνία, ταυτόχρονα όμως διευκρινίζει ότι δεν ήταν και η μοναδική.

 

Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων παραπονείται επίσης στα πλαίσια του λόγου έφεσης 17, ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ύπαρξης παράλληλης συμφωνίας πάσχει, αφού δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για την εδραίωση τους.

 

Δεν συμφωνούμε.  Στην προκειμένη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα όσα λέχθηκαν από τον Αλωνεύτη στις 16.6.00 υπό μορφή παραστάσεων, ήταν με πρόθεση να είναι δεσμευτικά στις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις.  Ούτε μπορεί να αμφισβητηθεί ότι υπό τις περιστάσεις, όπως έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου, τα συμφωνηθέντα στις 16.6.00 αποτελούσαν ξεχωριστή συμφωνία.

 

Οι λόγοι έφεσης που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας

Με τον 5ο, 6ο και μερικώς με τον 8ο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου και του μάρτυρα Ασπρή, είναι εσφαλμένη ως αντίθετη με αναντίλεκτη έγγραφη μαρτυρία και ότι δεν λαμβάνει υπόψη σοβαρές αντιφάσεις ανάμεσα στη μαρτυρία των πιο πάνω δύο μαρτύρων.

 

Οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε τεθεί αναντίλεκτη μαρτυρία δια του Τεκμηρίου 5, ότι ο Εφεσίβλητος ανέγνωσε την Πληροφοριακή Έκθεση και ότι συμφώνησε για την εισαγωγή των τίτλων το 2004.  Παρά ταύτα, το δικαστήριο κατέληξε σε διαφορετικές διαπιστώσεις.  Το θέμα αφορά τη λήψη εξωγενούς μαρτυρίας, το οποίο συζητήθηκε εξαντλητικά στην προηγούμενη ενότητα και τίποτε άλλο δεν προκύπτει για να συζητηθεί περαιτέρω.

 

Ένα άλλο επιχείρημα των Εφεσειόντων σε σχέση με αξιολόγηση της μαρτυρίας, είναι ότι μεταξύ του Εφεσίβλητου και του Ασπρή υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να μην έπρεπε να αποδεχτεί τη μαρτυρία τους.  Ο Εφεσίβλητος στη μαρτυρία του ανέφερε ότι η υπόσχεση του Αλωνεύτη, ήταν ότι οι μετοχές θα εισάγονταν στο ΧΑΚ τις εβδομάδες που θα ακολουθούσαν και σε άλλο σημείο εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της συνάντησης τους (11.6.00).  Αντίθετα, ο Ασπρής, που και αυτός ήταν παρών στη συνάντηση, είπε ότι ο Αλωνεύτης τους είπε ότι μέσα σε 2-3 μήνες οι Εφεσείοντες θα εξαγοράζονταν από άλλη Εταιρεία, η οποία θα εισαγόταν στο ΧΑΚ.  Το παράπονο των Εφεσειόντων, είναι ότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε τις δύο αντικρουόμενες εκδοχές για να επιλέξει μόνο τη μια.  Πέραν τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε ότι ενώ οι μετοχές δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ μέσα σε 1 μήνα, όπως διατεινόταν ο Εφεσίβλητος, αυτός πλήρωσε £250.000 τον Σεπτέμβριο του 2000.  Πρόκειται για ουσιώδη αντίφαση, είπε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, η οποία δεν αξιολογήθηκε από το δικαστήριο.

 

Δεν συμφωνούμε.  Το δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου και του Ασπρή ως αξιόπιστη.  Η κατάληξη του με βάση το υλικό που είχε ενώπιον του, ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Δεν συμφωνούμε ότι υπήρξαν αντιφάσεις ή εν πάση περιπτώσει τέτοιες αντιφάσεις που να είναι ουσιαστικής φύσης και να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση του Εφεσίβλητου.  Δεν διαπιστώσαμε ουσιαστικές διαφορές στη μαρτυρία του Εφεσίβλητου με αυτή του Ασπρή.  Μπορεί το δικαστήριο να ανέφερε ότι ο Εφεσίβλητος είπε ότι οι μετοχές, όπως του ελέχθη, θα έμπαιναν στο ΧΑΚ τον Ιούλιο, αλλά από τα πρακτικά ο Εφεσίβλητος φαίνεται να υποστηρίζει επίσης ότι ο Αλωνεύτης δεν του ανέφερε μόνο για τον Ιούλιο, αλλά και για τον Αύγουστο, που πλησιάζει πολύ την εκδοχή του Ασπρή.  Ο Ασπρής πράγματι ανέφερε τους 2-3 μήνες, όμως αυτή η δήλωση δεν έρχεται σε σύγκρουση με τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου.  Εν πάση περιπτώσει, ο Ασπρής ήταν πιο γενικός στην τοποθέτηση του για τα όσα του είπε ο Αλωνεύτης.  Τα ακριβή του λόγια ήταν ότι «. η συγκεκριμένη εταιρεία λίαν συντόμως, μετά από την αγορά των συγκεκριμένων μετοχών, περί των 2-3 μηνών, θα εξαγοράζετο από άλλη εταιρεία .. και θα έμπαινε στο Χρηματιστήριο.»  Κατά την άποψη μας, δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές.  Ούτε το γεγονός ότι η μια επιταγή εξαργυρώθηκε τον Σεπτέμβριο, μπορεί να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου. 

 

Ως αποτέλεσμα της ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας, δεν προκύπτουν τα θέματα που εγείρονται στο λόγο έφεσης 30.

 

Η απουσία ανταλλάγματος, η αποκήρυξη της σύμβασης και οι θεραπείες

Με τους 15ο, 22ο, 25ο και 27ο λόγους έφεσης, αμφισβητείται η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι δεν δόθηκε το συμφωνηθέν αντάλλαγμα και ως εκ τούτου εδικαιολογείτο ο Εφεσίβλητος να αποκηρύξει τη συμφωνία και να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων του.

 

Από τη στιγμή που δεν παραδόθηκαν τίτλοι εισηγμένης εταιρείας στο ΧΑΚ, το αντάλλαγμα είναι ανύπαρκτο και ως εκ τούτου ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Σε σχέση με τους 25ο και 27ο λόγο έφεσης, ο δικηγόρος των Εφεσειόντων εισηγείται ότι ακόμη και όταν απουσιάζει το συμφωνηθέν αντάλλαγμα, δεν δικαιολογείται η επιστροφή των χρημάτων, αλλά η καταβολή αποζημιώσεων.  Η υπόθεση Καλησπέρας ν. Δρυάδης (1998) 1 ΑΑΔ 867 δεν υποστηρίζει τις θέσεις των Εφεσειόντων, όπως διατείνονται οι ίδιοι.  Αντίθετα, επιβεβαιώνει τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εδικαιολογείτο η επιστροφή των χρημάτων.

 

Σε σχέση με τον 27ο λόγο έφεσης, προτάθηκε ακόμη ένα επιχείρημα, ότι η θεραπεία της επιστροφής των χρημάτων δεν θα έπρεπε να δοθεί, αφού η εταιρεία δεν μπορούσε να επιστρέψει το τίμημα και να αποκτήσει τις μετοχές ενόψει των προνοιών του άρθρου 57Α του Κεφ. 113.  Δεν έχει γίνει αναφορά σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόνοια του άρθρου και ούτε εξηγήθηκε περαιτέρω το επιχείρημα, γι' αυτό και αδυνατούμε να το αντιληφθούμε.

 

Περαιτέρω, στα πλαίσια του 27ου, 28ου και 29ου λόγου έφεσης, υποβλήθηκε παράπονο ότι το δικαστήριο δεν διέταξε τον Εφεσίβλητο να επιστρέψει τις μετοχές, με αποτέλεσμα να του επιστραφεί το αντάλλαγμα που κατέβαλε και να του επιτραπεί ταυτόχρονα να κρατήσει και τις μετοχές.  Αυτό είπε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, απολήγει σε αδικαιολόγητο πλουτισμό.

 

Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα.  Το δικαστήριο, στη σελίδα 38 της απόφασης αναφέρει ότι «εφόσον η συμφωνία δεν είναι πλέον έγκυρη .. η εναγόμενη δικαιούται να διαγράψει τον ενάγοντα από το μητρώο μετόχων της, ταυτόχρονα με την επιστροφή του ποσού στον ενάγοντα.»  Όμως, συμφωνούμε, ότι τυπικά τουλάχιστον, θα έπρεπε η πρόνοια αυτή να περιληφθεί και στο καταληκτικό μέρος της απόφασης.  Όμως, η παράλειψη είναι τυπική και τίποτε δεν περιστρέφεται γύρω από αυτήν, εφόσον είναι και αυτονόητο ότι με την επιστροφή του ποσού, ο Εφεσίβλητος, είχε υποχρέωση ταυτόχρονα να επιστρέψει τις μετοχές, ενώ η εταιρεία είχε το δικαίωμα ταυτόχρονα με την πληρωμή του ποσού να διαγράψει το όνομα του από το μητρώο μετόχων της εταιρείας.

 

Άλλοι λόγοι έφεσης

Με τον 18ο και 19ο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα ερμηνεύθηκε η πρώτη και δεύτερη επιστολή του Εφεσίβλητου, ημερ. 29.10.00 και 13.11.00, Τεκμήρια 3 και 4 αντίστοιχα, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καταλήξει σε εσφαλμένη κρίση επί της ουσίας της αγωγής.  Με τις πιο πάνω επιστολές, ο Εφεσίβλητος μεταξύ άλλων ζητούσε επιστροφή των χρημάτων, εφόσον μέχρι τότε δεν είχε παραλάβει τους εισαγμένους τίτλους των μετοχών που είχε συμφωνήσει να αγοράσει.  Σύμφωνα με τη συνήγορο των Εφεσειόντων, οι επιστολές είχαν αποσταλεί σε χρόνο που προβλεπόταν η έναρξη δικαστικής διαδικασίας και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, εφόσον κάτι τέτοιο αντίκειται στο άρθρο 4(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, εφόσον οι πρόνοιες του σχετικού άρθρου έχουν καταργηθεί με τον περί Αποδείξεως Τροποποιητικό Νόμο 32(Ι)/2004.

 

Ο λόγος έφεσης 21, αφορά στην λανθασμένη, κατά τους Εφεσείοντες, κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι ο Εφεσίβλητος εδικαιούτο να ακυρώσει τη συμφωνία και ότι πράγματι την ακύρωσε.  Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι οι τίτλοι είχαν εκδοθεί και ως εκ τούτου δεν υπήρξε η ισχυριζόμενη παράβαση.  Όμως, η θέση αυτή δεν έγινε δεχτή.  Το δικαστήριο, ορθά θεώρησε ότι η συμφωνηθείσα αντιπαροχή ήταν η έκδοση τίτλων οι οποίοι να είναι εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο.  Αυτό δεν έγινε, και επομένως ορθά το δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε αποτυχία αντιπαροχής, που έδιδε το δικαίωμα στον Εφεσίβλητο να αποκηρύξει τη σύμβαση.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €3500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Εφεσίβλητου.

 

 

    Δ.                                              Δ.                                            Δ.

 

/ΕΠς



[1] Βλ. πρωτόδικη απόφαση, σελ. 26

[2] Βλ. πρωτόδικη απόφαση σελ. 10 και 11.

[3] Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 ΑΑΔ 973

[4] Βλ. παράγραφο 4, σελ. 14 πιο κάτω

[5] Βλ. σελ. 33 της πρωτόδικης απόφασης

[6] Βλ. πρωτόδικη απόφαση, σελ. 33

[7] Βλ. σελ. 28 της πρωτόδικης απόφασης.

[8] Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται αναφορά στις υποθέσεις Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 CLR 542, 552, Αντωνιάδου ν. Λαϊκής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. (2003) 1 ΑΑΔ 530 και Kennedy Hotels Ltd. ν. Indirjian (1992) 1ΑΑΔ 400.

 

[9] Η σχετική παράγραφος έχει ως εξής:

 «7.  Γι' αυτό ο ενάγων κατεχώρησε την παρούσα αγωγή με την οποία αξιώνει:

   Α. ΛΚ.500,000 ως ανωτέρω αναφέρεται.

   Β. Τόκο 9% ή νόμιμο τόκο.

   Γ. Έξοδα Φ.Π.Α.

   Δ. Έξοδα επίδοσης»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο