ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 258
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 268/2008)
19 Μαρτίου 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές.]
ELECTROMATIC CONSTRUCTIONS LTD,
Εφεσείουσας/Ενάγουσας,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.
_________________
Α. Μαρκίδης με Μ. Γεωργίου και Π. Παναγιώτου, για την Εφεσείουσα.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
_________________
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Η Εφεσείουσα, αφού η προσφορά της στο σχετικό διαγωνισμό ήταν επιτυχής, την 25.4.2005 υπέγραψε ανάλογη σύμβαση με την Εφεσίβλητη Δημοκρατία για την προμήθεια και εγκατάσταση του συστήματος φωτοεπισήμανσης για τροχαίες παραβάσεις έναντι ποσού της τάξης των €6.000.000. Μετέπειτα, στο στάδιο της συμπλήρωσης της πρώτης από τις πέντε φάσεις του έργου, υπεγράφη την 9.11.2006 και άλλη συμφωνία για τη συντήρηση του έργου. Στην πορεία προέκυψαν διαφορές με κατάληξη τον τερματισμό των συμβάσεων από τη Δημοκρατία την 21.9.2007, και την 25.1.2008 η Εφεσείουσα κατεχώρησε αγωγή ζητώντας δηλώσεις ότι οι συμβάσεις συνεχίζουν να ισχύουν, απόφαση για τα ποσά που ισχυρίζεται ότι της οφείλονται μέχρι την αγωγή για ήδη παρασχεθείσες υπηρεσίες, και απόφαση για αποζημιώσεις για παραβάσεις των συμβάσεων ή διαζευκτικά, αν δεν επετύγχανε ως προς τις δηλώσεις, απόφαση για αποζημιώσεις για τερματισμό των συμβάσεων.
Με ex parte αίτηση καταχωρηθείσα την ίδια μέρα η Εφεσείουσα ζήτησε:
1. Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η Δημοκρατία να αφαιρέσει, μετακινήσει ή άλλως πως επέμβη με το ήδη τοποθετηθέν σύστημα.
2. Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η Δημοκρατία να συνάψει σύμβαση με άλλο σε σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων της με την Εφεσείουσα.
Το πρώτο διάταγμα εδόθη ex parte. Ως προς το δεύτερο, διετάχθη να γίνει επίδοση. Η Δημοκρατία ενεφανίσθη τότε και, αφού κατεχώρησε ένσταση, το όλο θέμα οδηγήθηκε σε ακρόαση. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ενώπιον του οποίου ετέθη η υπόθεση, αποδεχόμενος σχετική εισήγηση της Δημοκρατίας, απεφάνθη ότι, ως προς το ex parte εκδοθέν διάταγμα, είχε υπάρξει απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων η οποία αναιρούσε τη βάση έκδοσης του, με αποτέλεσμα να μην μπορούσε να εξετασθεί ούτε ως προς την ουσία του. Η απόκρυψη αφορούσε επιστολή ημερομηνίας 21.9.2007 την οποία η Δημοκρατία απηύθυνε προς την Εφεσείουσα τερματίζοντας τις συμβάσεις και απαντητική επιστολή της Εφεσείουσας ημερομηνίας 22.9.2007.
Η Εφεσείουσα, μη αρνούμενη τη μη αναφορά της στην ένορκη δήλωση της σε αυτές τις επιστολές, τη δικαιολογεί λέγοντας ότι οι εν λόγω επιστολές ήσαν «άνευ βλάβης δικαιωμάτων» ώστε να μην ήταν επιτρεπτό να αποκαλυφθούν ως μαρτυρία.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε τη θέση αυτή. Έκρινε ότι, καθ΄όσον οι επιστολές δεν αφορούσαν διαπραγματεύσεις αλλά τον τερματισμό της συμβατικής σχέσης, δεν ενέπιπταν στο raison d´etre που η νομολογία εκφράζει ως προς τη μη δυνατότητα αναφοράς σε «άνευ βλάβης δικαιωμάτων» αλληλογραφία. Εξ άλλου, θεώρησε, η αναφορά «άνευ βλάβης» στην επιστολή της Δημοκρατίας δεν αφορούσε παρά μόνο την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της ως εκ του τερματισμού και όχι τον ίδιο τον τερματισμό. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έκρινε περαιτέρω ότι η παράλειψη αποκάλυψης της εν λόγω επιστολής ήταν ουσιώδης καθ΄όσον αφορούσε τις όλες περιβάλλουσες συνθήκες του τερματισμού και το λόγο του τερματισμού σε συνάρτηση με το προς τούτο δικαίωμα που παρείχετο από τη σύμβαση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Παρατηρείται λοιπόν ότι η αιτήτρια όχι μόνο δεν απεκάλυψε τις πραγματικές συνθήκες τερματισμού της σύμβασης, την επιστολή τερματισμού ημερ. 21.9.07, το λόγο τερματισμού, όλες τις περιβάλλουσες συνθήκες του τερματισμού ως άνω αλλά προχώρησε και έθεσε το θέμα αυτό μέσα σε άλλες παραμέτρους, ότι δηλ. «την 23.9.07 ο εργοδότης και/ή Υπουργός Συγκοινωνιών ανακοίνωσε ότι έχει τερματίσει και/ή τερματίζει τη σύμβαση».
Η επιστολή τερματισμού 21.9.07, από το υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι ήταν γνωστή στην αιτήτρια και ήταν ουσιαστικό γεγονός τόσο η ίδια η επιστολή τερματισμού όπως και τα όσα αναφέρονται εις αυτή. Η αιτήτρια όμως επέλεξε να αποσιωπήσει αυτά προβάλλοντας δήθεν ότι «ακολούθησαν διαπραγματεύσεις όπου διετυπώθησαν θέσεις προφορικές και γραπτές άνευ βλάβης δικαιωμάτων συνεπώς μη αναφορά τους.» (βλέπε παράγραφο 50 ενόρκου δηλώσεως Μαρκιτανή). Να σημειωθεί ότι η ένορκος δήλωση Μαρκιτανή αποτελείται από 76 παραγράφους, αναφέρεται επί παντός θέματος πλην των πιο πάνω με τη δικαιολογία που έχει αναφερθεί.
Η αιτήτρια με την άνω μη αποκάλυψη, στέρησε το Δικαστήριο από τη δυνατότητα εκτίμησης της κατάστασης που δημιουργήθη με την επιστολή τερματισμού ημερ. 21.9.07, το λόγο τερματισμού που επικαλείται ο «Εργοδότης» και τη βασιμότητα του στο βαθμό που απαιτείται στην παρούσα διαδικασία όπως και σφαιρική εκτίμηση της υπόθεσης της αιτήτριας κάτω από τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 αλλά και άλλων σχετικών άρθρων επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση αλλά και επί των αρχών που θέτει η Νομολογία. Τα πιο πάνω ήταν εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με αποτέλεσμα να αναιρεί τη βάση του εκδοθέντος διατάγματος της παραγρ. Α της αιτήσεως που εξεδόθη μονομερώς. Κατ΄εφαρμογή δε των όσων λέχθησαν στη Γρηγορίου (άνω) σελ. 264-265 το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει την ουσία αναφορικά με το άνω διάταγμα.»
Ως προς το δεύτερο διάταγμα, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απεφάνθη ότι επληρούντο οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 ως προς την ύπαρξη σοβαρού θέματος προς εκδίκαση και ορατής πιθανότητα επιτυχίας, αλλά δεν επληρούτο η τρίτη προϋπόθεση του ως προς την αδυναμία απόδοσης δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Με δεδομένα τη φερεγγυότητα της Δημοκρατίας, ως προς την οποία δεν ετέθη θέμα, ότι όλος ο εξοπλισμός, υλικά και εργασία που παρεσχέθησαν από την Εφεσείουσα ήταν κατεγραμμένα και κοστολογημένα και ότι ο υπολογισμός της αξίας του συμφωνηθέντος υλικού και συντήρησης και της εν γένει ζημιάς της Εφεσείουσας αν ήθελε επιτύχει δεν θα ήταν δύσκολος και μπορούσε να αποτιμηθεί σε χρήμα, δεν δικαιολογείτο η έκδοση του διατάγματος. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απεφάνθη περαιτέρω ότι η ως εκ των ανωτέρω μη ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης θα υφίστατο και ως προς το πρώτο διάταγμα αν αυτό μπορούσε να εξετάζετο επί της ουσίας του.
Μεγάλο μέρος της έφεσης αφορά το θέμα της μη πλήρους αποκάλυψης. Δεν θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα η προκαταρκτική εισήγηση που γίνεται στα πλαίσια αυτά, ότι το δικαστήριο δεν εδικαιούτο, εν όψει της Δ.48 θ.4, να εξέταζε τέτοιο θέμα καθ΄όσον δεν είχε εγερθεί στην ένσταση παρά μόνο στην ακρόαση. Η παράλειψη αναφοράς στο θέμα αυτό στην ένσταση ουδόλως εμπόδιζε το δικαστήριο να το εξέταζε και αυτεπαγγέλτως, όταν δε ηγέρθη κατά την ακρόαση, και οι δύο πλευρές διατύπωσαν τις θέσεις τους επ΄αυτού και το δικαστήριο, αποδεχόμενο να το εξετάσει, ενήργησε καθ΄όλα νομότυπα. Να πούμε επίσης ότι, όπως παρατηρεί και η Δημοκρατία, το θέμα ηγέρθη έστω και με γενική μορφή στους λόγους ένστασης - ότι η Εφεσείουσα δεν προσήρχετο με καθαρά χέρια - και πιο ειδικά στην ένορκη δήλωση, όπως και το ίδιο το δικαστήριο ανέφερε.
Η ουσία των σχετικών προς το θέμα λόγων έφεσης είναι ότι δεν υπήρξε απόκρυψη γεγονότων καθ΄όσον η Εφεσείουσα δεν μπορούσε να απεκάλυπτε τις εν λόγω επιστολές λόγω του ότι ήσαν «άνευ βλάβης», παραπέμποντας σε νομολογία ως προς τον κανόνα που διέπει το θέμα και την εφαρμογή του.
Η θέση της Εφεσείουσας παρερμηνεύει την ορθή διάσταση του κανόνα τον οποίο επικαλείται. Ο κανόνας, και τούτο είναι πρόδηλο και στη νομολογία στην οποία παραπέμπει η Εφεσείουσα, δεν υφίσταται προς όφελος του διαδίκου ο οποίος επιχειρεί να αναφερθεί σε «άνευ βλάβης» επικοινωνία του αντιδίκου του αλλά προς όφελος του αντιδίκου από τον οποίο και προέρχεται η επικοινωνία. Δεν καθιερώνει απόλυτη απαγόρευση παρά μόνο δίδει προνόμιο, το οποίο βεβαίως μπορεί να εγκαταλειφθεί, στο διάδικο από τον οποίο προέρχεται η επικοινωνία να ενστεί στην παρουσίαση της. Μόνο τότε λοιπόν θα εμποδίζετο η Εφεσείουσα να ανεφέρετο στην κρίσιμη επιστολή της Δημοκρατίας της 21.9.07 αν, επιχειρώντας να την παρουσιάσει, η ίδια η Δημοκρατία έφερε ένσταση. Δεν υπήρχε επομένως εκ του νόμου απόλυτο κώλυμα για την Εφεσείουσα να έκανε πλήρη αναφορά στην εν λόγω επιστολή στην ένορκη δήλωσή της. Και βεβαίως, αν η ίδια ήθελε να την αποκαλύψει, ουδέν κώλυμα υφίστατο στην αποκάλυψη της δικής της επιστολής της 22.9.2007.
Ανεξαρτήτως τούτων, θεωρούμε ορθό να προβούμε και σε δύο περαιτέρω παρατηρήσεις. Κατά πρώτον, ότι ορθώς ο ευπαίδευτος Πρόεδρος διέκρινε μεταξύ επικοινωνίας αφορώσας διαπραγματεύσεις, καλυπτόμενης από το προνόμιο, και άλλης, μη καλυπτόμενης. Στην προκειμένη περίπτωση είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της επιστολής της 21.9.2007 ότι αντικείμενο της δεν ήσαν οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις αλλά η ίδια η καταγγελία και τερματισμός της σύμβασης δυνάμει του όρου 4.1.2.4 και για τους λόγους που αναφέρονται. Πέραν τούτου, η ίδια η αναφορά «χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων μας» σαφώς δεν μπορούσε να αναφέρεται στον ίδιο τον τερματισμό παρά στα εν γένει προκύπτοντα δικαιώματα της Δημοκρατίας έναντι της Εφεσείουσας.
Κατά δεύτερον, δεν έχει συζητηθεί ή γίνει παραπομπή σε νομολογία ως προς το κατά πόσο ο κανόνας που αφορά «άνευ βλάβης» επικοινωνίες περιορίζεται στην προσαγωγή μαρτυρίας προς απόδειξη της υπόθεσης του διαδίκου και δεν επεκτείνεται σε ένορκες δηλώσεις που αφορούν ενδιάμεσες διαδικασίες. Εφ΄όσον δεν έχουμε πληροφορηθεί επαρκώς επί του θέματος αυτού, θα περιορισθούμε να παρατηρήσουμε μόνο ότι το raison d´etre του κανόνα, που προστατεύει το διάδικο από τον οποίο προέρχεται η επικοινωνία, ώστε να μην αποθαρρύνονται οι διαπραγματεύσεις, από προηγούμενες τοποθετήσεις του που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του επί της ουσίας κατά την εκδίκαση της διαφοράς, ενδεχομένως να μην έχει την ίδια ισχύ προκειμένου περί ενδιάμεσων διαδικασιών.
Η Εφεσείουσα παραπονείται όμως ακόμα ότι το δικαστήριο παρερμήνευσε την ένορκη δήλωση της. Η αναφορά, λέγει, στην ένορκη δήλωση της σε διαπραγματεύσεις, στις οποίες, όπως εξηγούσε, δεν μπορούσε να αναφερθεί εφ΄όσον ήσαν άνευ βλάβης, αφορούσε το τι επακολούθησε μετά από μια επιστολή της Εφεσείουσας ημερομηνίας 5.9.2007 και όχι, όπως αντελήφθη το δικαστήριο, όλα όσα συνέβησαν πριν από τις 23.9.2007 στα της οποίας ημερομηνίας ήταν η επόμενη αναφορά.
Η επ΄αυτού παρατήρηση μας είναι ότι δεν υπήρξε παρερμηνεία εκ μέρους του δικαστηρίου, η ουσία της αντίληψης του οποίου ήταν ότι η όλη αναφορά της Εφεσείουσας δεν απεκάλυπτε επαρκώς τα γεγονότα και δη την επιστολή της 21.9.2007.
Πιο ουσιαστική είναι άλλη θέση της Εφεσείουσας με την οποία παραπονείται ότι κακώς εθεωρήθη ότι η παράλειψη αναφοράς στην επιστολή της 21.9.2007 επηρέαζε ουσιωδώς την όλη εικόνα που εδόθη στο δικαστήριο. Θέση της Εφεσείουσας είναι ότι από το σύνολο της ένορκης δήλωσης της προέκυπτε καθαρά τόσο ότι η Δημοκρατία είχε καταγγείλει τη σύμβαση όσο και το περιεχόμενο του όρου 4.1.2.4 δυνάμει του οποίου είχε γίνει η καταγγελία αλλά και η θέση της Εφεσείουσας επ΄αυτού. Και ότι πεπλανημένα ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε ότι η μη αποκάλυψη της εν λόγω επιστολής αφαιρούσε από τη δυνατότητα σφαιρικής εκτίμησης της όλης κατάστασης.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Η Εφεσείουσα στην ένορκη δήλωσή της έδωσε μία λεπτομερέστατη εικόνα της πορείας της σύμβασης μέχρι τις 5.9.2007, η οποία ελλείπει παντελώς στη συνέχεια μέσα από τη γενικότητα της παραγράφου 50 ότι ακολούθησαν διαπραγματεύσεις και την αμέσως επόμενη αναφορά στην παράγραφο 51 ότι κατά ή περί την 23.9.2007 ο εργοδότης ανακοίνωσε τον τερματισμό της σύμβασης. Δεν τοποθετήθηκε έτσι ευθέως και πλήρως ο τερματισμός όπως περιέχεται στην επιστολή της 21.9.2009 στο όλο πλέγμα της εξέλιξης των σχέσεων των μερών και σε συνάρτηση με την πλήρη θέση της Δημοκρατίας στην πορεία όπως και τις συμβατικές δυνατότητες που η Δημοκρατία επικαλέσθηκε για τερματισμό της σύμβασης. Αν και, όπως παρατηρεί η Εφεσείουσα, στην παράγραφο 61 της ένορκης δήλωσης παρατίθεται ο όρος 4.1.2.4, τούτο γίνεται όχι στις πιο πάνω διαστάσεις αλλά ως προς την ένσταση της Εφεσείουσας στη μετέπειτα απαίτηση της Δημοκρατίας όπως η Εφεσείουσα προβεί σε αφαίρεση του εγκαταστηθέντος εξοπλισμού. Υπό το φως όλων των δεδομένων, και έχοντας υπ΄όψη τις αρχές που διέπουν το θέμα (ίδε Brink´s Mat Ltd v. Elcombe (C.A.) [1988] 1 WLR 1350 at 1356-1357, Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 248), δεν είμεθα διατεθειμένοι να δεχθούμε ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έσφαλε στο να θεωρήσει ότι επρόκειτο για ουσιώδη παράλειψη.
Αυτό μας οδηγεί στον τελευταίο λόγο έφεσης που αφορά αυτή τη πτυχή της απόφασης και που συνίσταται στο ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄όψη ότι η παράλειψη ήταν καλόπιστη και χωρίς πρόθεση παραπλάνησης του δικαστηρίου. Η ίδια η Εφεσείουσα όμως παραπέμπει στα λεχθέντα στη Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 597, ότι «το στοιχείο της εξαπάτησης (deceit) δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος», βάση για την αναίρεση του οποίου συνιστά η ίδια η μη πλήρης αποκάλυψη και μόνο. Τονίζοντας λοιπόν ότι ουδόλως αποδίδεται κακοπιστία στην Εφεσείουσα, εν τούτοις καταλήγουμε ότι δεν μπορεί αυτός ο λόγος έφεσης να διαφοροποιήσει τα πράγματα.
Μια άλλη πτυχή της έφεσης συναρτάται προς το παράπονο ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αντελήφθη τα δικαιώματα του αναίτιου μέρους σε περίπτωση αδικαιολόγητου τερματισμού. Δεν γίνεται όμως παραπομπή σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη κατάληξη του ευπαίδευτου Προέδρου παρά μόνο διατυπώνεται με γενικότητα η θέση ότι από την απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο ενήργησε υπό την πλάνη ότι σε τέτοια περίπτωση το αναίτιο μέρος μπορεί να επιλέξει μεταξύ αποδοχής του τερματισμού και να αξιώσει αποζημιώσεις ή μη αποδοχής του και να αξιώσει ειδική εκτέλεση.
Το παράπονο συνδέεται προς την άλλη κατάληξη του δικαστηρίου ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση διατάγματος καθ΄όσον δεν συνέτρεχε η τρίτη προϋπόθεση. Και προφανώς το παράπονο διατυπώνεται με αναφορά στα λεχθέντα στην υπόθεση Metaxas, Loizides, Syrimis & Co κ.α. ν. L.K. Globalsoft Com Limited, αγωγή 2988/2002, 15.7.2005, (επικυρωθείσα (2007) 1 ΑΑΔ 54) και παρατεθέντα από τον ευπαίδευτο Πρόεδρο στην απόφασή του, για να καταδειχθεί ότι το δικαστήριο ήταν με την εντύπωση ότι με το δεύτερο διάταγμα επιδιώκετο ειδική εκτέλεση της σύμβασης, η οποία, σημειωτέο, και δεν εζητείτο με την αγωγή.
Δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε στο rationale ή τη σημασία των λεχθέντων στην εν λόγω υπόθεση, τα οποία εν πάση περιπτώσει ελέχθησαν με αναφορά σε σύμβαση υποκείμενη σε ειδική εκτέλεση και δεν είναι συναφή με τα υπό κρίση θέματα. Σημασία έχει ότι το δικαστήριο ουδόλως συνάρτησε την κατάληξη του, που εξ άλλου αφορούσε μόνο την τρίτη προϋπόθεση, προς το θέμα της ειδικής εκτέλεσης. Το δικαστήριο, παραθέτοντας τα λεχθέντα στην ως άνω υπόθεση, αμέσως μετά προχώρησε να διευκρινίσει ότι:
«Ο συνήγορος της αιτήτριας, τόσο εις την γραπτή του αγόρευση αλλά και κατά την προφορική του δήλωσε ότι η ενάγουσα με την αγωγή της δεν επιδιώκει την ειδική εκτέλεση των δύο συμβάσεων αλλά όπως το έθεσε τη διατήρηση εν ζωή της σύμβασης ώστε να εξασφαλίσει το τίμημα. Το ότι δεν επιδιώκεται ειδική εκτέλεση των δύο συμφωνιών φαίνεται και από το κλητήριο ένταλμα της αγωγής.»
Τούτο καθιστά σαφές ότι το δικαστήριο ουδόλως επλανήθη ως προς το τι επεδίωκε το διάταγμα που εζητείτο, δηλαδή τη διατήρηση εν ισχύει της σύμβασης, και κυρίως δεν συνάρτησε την κατάληξή του προς τη φύση του διατάγματος αλλά, όπως ήδη υπεδείχθη, στη μη εκπλήρωση της τρίτης προϋπόθεσης. Να παρατηρήσουμε όμως και κάτι άλλο. Η νομολογία στην οποία παραπέμπει η Εφεσείουσα, και δη η White & Carter (Councils) Ltd v. McGregor (1961) 3 All E.R. 1178 (όπως και η συναφής αναφορά στο Pollock & Mulla) δεν αφορά διάρρηξη σύμβασης κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της αλλά τη λεγόμενη anticipatory breach στην περίπτωση της οποίας και ισχύουν τα λεχθέντα ως προς την επιλογή εμμονής στη σύμβαση παρά το ότι πριν από την ημερομηνία εκτέλεσης της το άλλο μέρος δηλώνει ότι δεν επιθυμεί την εκτέλεση της κατά τη μελλοντική ημερομηνία που είναι εκτελεστή.
Παραμένει βεβαίως γεγονός, και προς τούτο συναρτάται άλλος λόγος έφεσης, ότι το δικαστήριο, εκτιμώντας κατά πόσο συνέτρεχε η τρίτη προϋπόθεση, δεν έκανε ειδική αναφορά στο ότι, πέραν των οφειλόμενων ποσών και αποζημιώσεων ή των διαζευκτικώς αξιούμενων αποζημιώσεων, ζητούσε με την αγωγή τις δηλώσεις ότι οι συμβάσεις συνέχιζαν να ισχύουν, εξετάζοντας μόνο, πέραν της δεδομένης φερεγγυότητας της Δημοκρατίας, το θέμα της δυνατότητας υπολογισμού της ζημιάς. Η Εφεσείουσα παραπέμπει σε νομολογία (Metropolitan Electric Supply Company Ltd v. Ginder [1900-1903] All E.R. 1545, Lumley v. Wagner [1843-1860] All E.R., Reprint, 368) για να καταδείξει ότι είναι δυνατή η παροχή ενδιάμεσου διατάγματος προς διατήρηση της σύμβασης σε ισχύ, χωρίς τούτο να συνιστά ειδική εκτέλεση. Εισηγείται δε ότι, καθ΄όσον η ίδια δεν εδέχθη, ως είχε δικαίωμα, τον τερματισμό, εδικαιούτο του διατάγματος που ζητούσε αφού η μη έκδοση του θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στο δικαίωμα της να διατηρήσει εν ζωή τη σύμβαση, ιδιαιτέρως αν η Δημοκρατία αφήνετο να προχωρήσει στη σύναψη νέας σύμβασης με άλλο. Συναφώς, διατυπώνεται και το παράπονο ότι ήταν εσφαλμένη η αντίληψη του δικαστηρίου ως προς την τρίτη προϋπόθεση καθ΄όσον εξέλαβε ότι το τι επεδίωκε η Εφεσείουσα ήταν η είσπραξη του πλήρους τμήματος της σύμβασης για την οποία η Εφεσείουσα ήταν εξασφαλισμένη αφού Εναγόμενη ήταν η Δημοκρατία ως προς τη φερεγγυότητα της οποίας δεν ετίθετο θέμα.
Πέραν των όσων ακολουθούν, να παρατηρήσουμε ότι η νομολογία στην οποία παραπέμπει η Εφεσείουσα δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητική αφού δεν αφορά ενδιάμεσα διατάγματα. Στη Lumley v. Wagner το θέμα δεν συζητήθηκε με αναφορά σε ενδιάμεσα διατάγματα αλλά στη βάση της διάκρισης μεταξύ θετικών και αρνητικών υποχρεώσεων στα γενικότερα πλαίσια εφαρμογής συμβατικών υποχρεώσεων. Στη Metropolitan etc v. Ginder υπήρξε αίτηση για ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα αλλά δεν ακούσθηκε και, αντί αυτής, επισπεύθηκε η όλη εκδίκαση της υπόθεσης και εκδόθηκε τελικό απαγορευτικό διάταγμα επί της ουσίας και αφού το δικαστήριο τότε είχε το όφελος όλης της μαρτυρίας, συνεδέετο δε και προς τη διάκριση μεταξύ θετικών και αρνητικών υποχρεώσεων και προς περίπλοκες νομοθετικές διατάξεις που ρύθμιζαν τη σύμβαση.
Ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αντελήφθη ότι επιδίωξη του διατάγματος ήταν όχι η ειδική εκτέλεση της σύμβασης αλλά η διατήρηση εν ζωή της σύμβασης το έχουμε ήδη παρατηρήσει. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η εξέταση του στη συνέχεια ως προς τη συνδρομή της τρίτης προϋπόθεσης παρεγνώρισε τη βασική αυτή επιδίωξη της Εφεσείουσας και περιορίσθηκε ως το θέμα να αφορούσε μόνο τη δυσκολία υπολογισμού της ζημιάς και τη φερεγγυότητα της Δημοκρατίας. Να παρατηρήσουμε μάλιστα ότι, κατά την παράθεση της αίτησης της Εφεσείουσας, είχε αναφέρει και τα ακόλουθα σχετικά:
«Είναι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι συνεπεία των άνω υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να πληγούν ανεπανόρθωτα οι αιτούμενες υπ΄αυτή θεραπείες δια δηλωτικά διατάγματα, η ισχύς της σύμβασης που συνήψε με τον εργοδότη ημερ. 25.4.05 δια την προμήθεια και εγκατάσταση του συστήματος φωτοεπισήμανσης όπως και τη σύμβαση συντήρησης του άνω συστήματος ημερ. 9.11.06.»
Αυτό που θέλησε να τονίσει στη συνέχεια ήταν η καθαρά οικονομική φύση των συμφερόντων της Εφεσείουσας, ως προς την οποία δεν ήταν άσχετο το ότι αντίδικος ήταν η Δημοκρατία, και η δυνατότητα αποτίμησης τους σε χρήμα, περιλαμβανομένης και της όποιας ζημιάς της Εφεσείουσας ως προς την αξία όχι μόνο των ήδη προμηθευθέντων εξοπλισμού, υλικών και εργασίας αλλά και της όλης αξίας των συμβάσεων αποτιμούμενης σε χρήμα. Και ασφαλώς, στο τέλος της ημέρας, αυτό ήταν το όφελος που θα απεκόμιζε η Εφεσείουσα από τις συμβάσεις.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση, που συναρτάται προς τους περί επηρεασμού των συμφερόντων της Εφεσείουσας ισχυρισμούς στην ένορκη δήλωση. Οι κύριοι και συγκεκριμένοι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας ως προς τη ζημιά της περιέχονται στην παράγραφο 60 και αφορούν τις πλήρως τεκμηριωμένες στην έκθεση απαίτησης της αξιώσεις της για ζημιές και αποζημιώσεις προς τις οποίες βεβαίως και δεν είχαν σχέση οι δηλώσεις που ζητούσε. Οι ισχυρισμοί της για επηρεασμό των αξιώσεων της για τις δηλώσεις περιέχονται στην παράγραφο 66, όπου αναφέρεται απλώς ότι, συνεπεία της επιδιωκόμενης από τη Δημοκρατία με τις ενέργειες της διακοπής της σύμβασης, ο κίνδυνος να πληγούν ή και να εκμηδενισθούν οι θεραπείες που αφορούν τις δηλώσεις είναι πραγματικός, με περαιτέρω γενική αναφορά στην παράγραφο 70 για κίνδυνο πρόκλησης τεράστιας, ανεπανόρθωτης και μη εύκολα αποτιμούμενης σε χρήμα ζημιάς και τη δημιουργία συμφερόντων αθώων τρίτων που θα περιπλέξουν την κατάσταση (προφανώς αν η Δημοκρατία ήθελε προχωρήσει στη σύναψη σύμβασης με άλλο). Οι αναφορές αυτές (και ο ίδιος ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε αόριστη την αναφορά σε συμφέροντα τρίτων στην παράγραφο 70) δεν στοιχειοθετούν με το δέοντα προσδιορισμό οποιαδήποτε συγκεκριμένη ζημιά της Εφεσείουσας αν δεν εξασφαλίσει το διάταγμα, πέραν του γενικού συμφέροντος της να διατηρήσει τη σύμβαση εν ζωή, που να ικανοποιούν την ανάγκη ύπαρξης τέτοιου υπόβαθρου ώστε η διακριτική ευχέρεια που διέπει την παροχή θεραπείας στα πλαίσια του δικαίου της επιείκειας να ασκείτο υπέρ της. Δεν διαπιστώνουμε λοιπόν λανθασμένη καθοδήγηση του ευπαιδεύτου Προέδρου.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Εφεσείουσα θα καταβάλει €2000 έξοδα στην Εφεσίβλητη.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
/ΚΧ»Π