ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 304
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 181/2006)
24 Μαρτίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
L.P. TRANSBETON LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 2,
ΚΑΙ
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ
Εφεσίβλητος-Ενάγοντας,
ΚΑΙ
FYSANCO DEVELOPMENT LTD,
Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι 1.
_________________________
Μ. Παναγίδης για Μ. Βορκά, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους 2.
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.
Στ. Οικονόμου, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους 1.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-ενάγοντας καταχώρησε αγωγή, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1 και των εφεσειόντων-εναγομένων 2, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές τις οποίες υπέστη σε εργατικό ατύχημα που προκλήθηκε ενώ ο ενάγοντας βρισκόταν στην υπηρεσία των εναγομένων 1, σε χώρο εργασίας των τελευταίων.
Οι εναγόμενοι 1-εφεσίβλητοι ασχολούνταν με εργοληπτικές εργασίες και ο ενάγοντας-εφεσίβλητος, μαζί με δύο άλλους οικοδόμους, εργάζονταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στις 25.8.2000, στο εργοτάξιο των εναγομένων 1 στη Λεωφ. Αθαλάσσας. Ο ενάγοντας εκτελούσε εργασία, γεμίζοντας με σκυρόδεμα (μπετόν) τα καλούπια στην πλάκα του ισογείου οικοδομής, κατόπιν εντολών των εργοδοτών του-εναγομένων 1. Το σκυρόδεμα το εφοδίαζαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 2 οι οποίοι ασχολούνταν με την κατασκευή και πώληση έτοιμου σκυροδέματος και γι΄ αυτό το σκοπό έστελλαν «μπετονιέρες» και αντλία σκυροδέματος με χειριστή της τον εργοδοτούμενο των εναγομένων 2, κ. Γ. Μοδέστου. Ενώ ο ενάγων ασχολείτο με την επίστρωση του σκυροδέματος, κρατώντας το λάστιχο της αντλίας, η ροή του σκυροδέματος διακόπηκε και με την επαναφορά της ροής (του σκυροδέματος) το λάστιχο της αντλίας τραντάχθηκε, ταλαντώθηκε, και κτύπησε τον ενάγοντα στο κεφάλι. Σαν αποτέλεσμα του κτυπήματος ο ενάγοντας έπεσε πάνω στην πλάκα και τραυματίστηκε.
Με το δικόγραφó του, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αμέλεια των εναγομένων ενώ οι εναγόμενοι αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς του ενάγοντα και επέρριψαν την ευθύνη του ατυχήματος στον ίδιο τον ενάγοντα και/ή ο ένας στον άλλο. Οι εναγόμενοι 1, στις 26.5.2005 έδωσαν ειδοποίηση συνεναγομένου δυνάμει της Δ.10 θ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι δε εναγόμενοι 2 επεφύλαξαν τα δικαιώματα τους εναντίον των εναγομένων 1 επίσης δυνάμει των προνοιών της Δ.10.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία όλων των πλευρών, δέχθηκε τη μαρτυρία του ενάγοντα και των μαρτύρων του, εκτός από εκείνη του Μ.Ε. 2 και απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης.
Με βάση την αξιολόγηση που έκανε το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
Στις 25.8.2000 ο ενάγοντας γέμιζε με σκυρόδεμα καλούπια στην πλάκα στο ισόγειο οικοδομής στη Λεωφ. Αθαλάσσας. Το σκυρόδεμα το προμήθευσαν οι εναγόμενοι 2 με «μπετονιέρα» και το διοχέτευαν στο σημείο εργασίας του ενάγοντα μέσω του αγωγού (λαστίχου), με αντλία. Χειριστής της αντλίας με τηλεχειριστήριο ήταν ο Μ.Υ.3, ο οποίος ήταν εργοδοτούμενος των εναγομένων 2. Προς το τέλος της εργασίας η διοχέτευση σκυροδέματος διακόπηκε για σύντομη χρονική περίοδο λόγω απόφραξης του αγωγού της αντλίας. Εξαιτίας της απόφραξης, ο Μ.Υ.3 προσπάθησε να επαναρχίσει τη ροή του σκυροδέματος χωρίς να προβεί σε επαναρρόφηση για καθαρισμό του αγωγού και με αυτό τον τρόπο δημιούργησε μεγάλη πίεση στον αγωγό της αντλίας του σκυροδέματος με αποτέλεσμα, όταν επανάρχισε η ροή, ο αγωγός να μετακινηθεί απότομα, να ταλαντευθεί και να ρίξει τον ενάγοντα, ο οποίος κρατούσε τον αγωγό με τα δύο του χέρια, πάνω στα καλούπια της πλάκας. Ως αποτέλεσμα, ο ενάγοντας τραυματίστηκε. Ο Μ.Υ.3 δεν είχε προειδοποιήσει τον ενάγοντα ότι θα έθετε, εκ νέου, σε λειτουργία την αντλία, ούτε και απομάκρυνε το σωλήνα με τον αγωγό της αντλίας από το μέρος των εργαζομένων, πριν θέσει την αντλία, εκ νέου, σε λειτουργία. Από το κτύπημα του λαστίχου της αντλίας σκυροδέματος ο ενάγοντας τραυματίστηκε και υπέστη αιμάτωμα περιοφθαλμικά του αριστερού ματιού και βλεφάρου καθώς και εγκεφαλική διάσειση. Υπέστη επίσης διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, δηλαδή θλάση των συνδέσμων των αρθρικών θυλάκων των μικροαυχενικών αρθρώσεων. Μετά τον τραυματισμό του ο ενάγοντας επανάρχισε την εργασία του στις 23.10.2000. Οι εβδομαδιαίες απολαβές του ενάγοντα κατά το χρόνο του ατυχήματος ανέρχονταν σε £250.- Κατά το χρόνο του ατυχήματος ο ενάγοντας δεν είχε και δεν φορούσε κράνος.
Έχοντας υπόψη τα ευρήματα της η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι λόγω της πίεσης που είχε δημιουργήσει ο Μ.Υ.3, εργοδοτούμενος των εναγομένων 2, στον αγωγό (λάστιχο) της αντλίας του σκυροδέματος, ήταν εύλογα προβλεπτό ότι ο αγωγός θα μετακινείτο απότομα. Εξίσου εύλογα προβλεπτό ήταν και το ότι η απόσταση ταλάντωσης του λαστίχου θα είχε σαν συνέπεια τον τραυματισμό προσώπων που βρίσκονταν κοντά στον αγωγό. Επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο χειριστής του λαστίχου είχε υποχρέωση να λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να αποφύγει να εκθέσει σε κίνδυνο τον ενάγοντα. Τέτοια μέτρα θα περιλάμβαναν προειδοποίηση προς τον ενάγοντα να απομακρυνθεί ή να απομακρύνει το σωλήνα με τον αγωγό της αντλίας από το μέρος των εργαζομένων. Δεν έλαβε όμως τέτοια μέτρα ο Μ.Υ.3 και γι΄ αυτό ήταν αμελής και κατ΄ επέκταση εκ προστήσεως υπεύθυνοι για την αμέλεια του ήταν οι εναγόμενοι 2.
Αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης των εναγομένων 1, σε ότι αφορά κατ΄ ισχυρισμό παράβαση νομικής υποχρέωσής τους, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως δεν είχε προσφερθεί σχετική μαρτυρία και με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία της Μ.Ε.5, είχαν διορθωθεί κάποια πράγματα στο εργοστάσιο ώστε αυτά να συνάδουν με τους κανονισμούς ασφάλειας και υγείας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τόσο ο ενάγοντας όσο και οι εναγόμενοι 1-εργοδότες του δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα και τις ζημιές ενώ πλήρη ευθύνη για την παραγωγή, μεταφορά και παράδοση του σκυροδέματος είχαν οι εναγόμενοι 2 χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη των εναγομένων 1. Παρατήρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι στα μηχανήματα και το προσωπικό των εναγομένων 2 ο εναγόμενος 1 δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη. Αυτά βρίσκονταν υπό τον απόλυτο έλεγχο και ευθύνη των εναγομένων 2. Ο ρόλος των εναγομένων 1 αναφορικά με την προμήθεια του σκυροδέματος περιοριζόταν απλά στη ζήτηση και την αποστολή του στο εργοτάξιο των εναγομένων 1. Από τη στιγμή που το σκυρόδεμα αποστελλόταν με τις «μπετονιέρες» και την αντλία, εξαντλούνταν οι υποχρεώσεις των εναγομένων 1. Αντίθετα, η ευθύνη των εναγομένων 2 συνέχιζε να υφίσταται καθόλο το διάστημα, κατά το οποίο τα μηχανήματα και η αντλία βρίσκονταν σε λειτουργία με χειριστήν εργοδοτούμενο των εναγομένων 2 (τον Μ.Υ. 3), και διοχέτευαν σκυρόδεμα στο εργοτάξιο των εναγομένων 1, στα σημεία που τους υποδείκνυε ο εργοδοτούμενος των εναγομένων 1, δηλαδή ο ενάγοντας, ο οποίος προέβαινε στην επίστρωση του σκυροδέματος.
Η παράλειψη του ενάγοντα να φορεί κράνος δεν συνδεόταν με το εργατικό ατύχημα, για να επιρριφθεί ευθύνη στους εργοδότες του ενάγοντα, εναγόμενους 1, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε αιτιώδης συνάφεια, της παράλειψης του ενάγοντα να φορεί κράνος, με τον τραυματισμό του. Καθοδηγούμενο από κυπριακή νομολογία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι γενεσιουργός και μόνη αιτία των σωματικών και υλικών ζημιών του ενάγοντα, ήταν η αμέλεια των εναγομένων 2. Η προσπάθεια επίρριψης ευθύνης στον ίδιο τον ενάγοντα και στους εναγόμενους 1, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα έφεραν οι εναγόμενοι 2.
Ως προς τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, το πρωτόδικο δικαστήριο και πάλι καθοδηγήθηκε από σχετική κυπριακή νομολογία. Έλαβε υπόψη του τα ιατρικά πιστοποιητικά, τεκμήρια 1 και 3, σύμφωνα με τα οποία ο ενάγοντας υπέστη ενοχλήσεις και ταλαιπωρία από ζάλη, κεφαλαλγία, πονοκεφάλους, δυσκαμψία και αιμωδία του δεξιού άνω άκρου και του δεξιού χεριού, του οποίου οι κινήσεις ήταν επώδυνες και περιορισμένες. Ως συνέπεια του τραυματισμού του ο 37χρονος ενάγοντας έμεινε εκτός εργασίας μέχρι 23.10.2000. Δεν υπέστη οποιαδήποτε μόνιμη ή άλλη ανικανότητα. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ποσό £2.500.- συνιστούσε λογική και δίκαιη αποζημίωση για τις κακώσεις που υπέστη, και ότι ποσό £2.250.- ήταν λογικό και δίκαιο σαν ειδικές ζημιές. Για το ποσό των ειδικών ζημιών το δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι οι εβδομαδιαίες απολαβές του ενάγοντα ανέρχονταν σε £250.-. Ενόψει των προαναφερομένων το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων 2 για το ποσό των £2.500.- πλέον τόκο 8% ετησίως επί του ιδίου ποσού από 25.8.2000 και για ποσό £2.250.- με νόμιμο τόκο επί του ιδίου ποσού. Υπέρ του ενάγοντα και εις βάρος των εναγομένων 2 επεδίκασε επίσης δικηγορικά έξοδα, ενώ απέρριψε την αγωγή του ενάγοντα εναντίον των εναγομένων 1, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έξι λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Συγκεκριμένα γίνεται ισχυρισμός ότι λανθασμένα έγινε πιστευτή σχεδόν εξ ολοκλήρου η μαρτυρία των μαρτύρων του ενάγοντα-εφεσίβλητου και δεν έγινε πιστευτή η μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων. Κατά τους εφεσείοντες, ιδιαίτερα η Μ.Ε. 5 περιέπεσε σε αντιφάσεις και βασίστηκε σε εξ ακοής μαρτυρία και δεν θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η μαρτυρία της, ενώ οι μάρτυρες υπεράσπισης 1 και 2 ήταν απόλυτα σταθεροί μάρτυρες και η μαρτυρία τους δεν ήταν εκτός δικογράφων, όπως λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλονται ως λανθασμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα. Συγκεκριμένα γίνεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο διακόπηκε η διοχέτευση σκυροδέματος, δηλαδή αν ήταν για μερικά δευτερόλεπτα ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, στοιχείο που ήταν απαραίτητο για να κρίνει το δικαστήριο ποια ήταν η ορθή διαδικασία επίλυσης του προβλήματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα επίσης συμπέρανε ότι ο ενάγοντας υπέστη διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης ενώ δεν υπήρχε ενώπιον του επαρκής μαρτυρία για να προβεί σε τέτοιο εύρημα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα του πρωτόδικου συμπεράσματος ότι ο ίδιος ο ενάγοντας δεν ήταν αμελής ως προς τη δική του προστασία και ασφάλεια.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εναγόμενοι 1-εφεσίβλητοι δεν έφεραν οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα. Συγκεκριμένα προβάλλεται η θέση ότι οι εναγόμενοι 1, εργοδότες του ενάγοντα, είχαν την ευθύνη της εκπαίδευσης του και δεν έπραξαν το καθήκον τους γι΄ αυτό το θέμα. Είχαν επίσης την ευθύνη να του χορηγήσουν κράνος, δεν το έπραξαν και αυτό συνέβαλε στον τραυματισμό του ενάγοντα, δεδομένου μάλιστα ότι το κτύπημα που υπέστη ήταν στο κεφάλι του. Γενικά οι εναγόμενοι 1 δεν παρείχαν στον ενάγοντα ασφαλές σύστημα εργασίας αλλά ούτε και επέβλεψαν ώστε να ακολουθηθεί η σωστή μέθοδος εργασίας, όπως την καθόρισε η αξιόπιστη, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, Μ.Ε. 5.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς το ότι οι εφεσείοντες πρόβαλαν μη δικογραφημένες θέσεις.
Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλονται ως λανθασμένα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ύψος των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες το ποσό των γενικών αποζημιώσεων των £2.500.- είναι έκδηλα υπερβολικό ενώ το ποσό των £2.250.- ως ειδικές αποζημιώσεις είναι λανθασμένο καθότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπολόγισε ως περίοδο ανάρρωσης του ενάγοντα, χρόνο κατά τον οποίο ο ενάγοντας ήδη εργαζόταν.
Ο εφεσίβλητος-ενάγοντας καταχώρισε αντέφεση με την οποία ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αγωγή του εναντίον των εναγομένων 1 και λανθασμένα του επεδίκασε μόνο ποσό £2.500.- ως γενικές αποζημιώσεις, το οποίο είναι πολύ χαμηλό.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 5 και 6 δεν ευσταθούν, όμως ο λόγος έφεσης 4 ευσταθεί. Συγκεκριμένα θεωρούμε ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, στα οποία προέβηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά και τα συμπεράσματα του ως προς τα ουσιώδη γεγονότα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μεμπτά ή ανατρέψιμα για οποιοδήποτε λόγο. Είναι θεμελιωμένο ότι την πρωταρχική ευθύνη της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων την έχει το πρωτόδικο δικαστήριο και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις όπου η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου διαπιστώνεται ως λανθασμένη. Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι τόσο τα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων όσο και ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, στα οποία προέβηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν ορθά. Συγκεκριμένα η Μ.Ε. 5 ήταν καθόλα σταθερή και αξιόπιστη μάρτυρας και η οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της μαρτυρίας της και εκείνης του ενάγοντα ήταν επουσιώδης. Ως προς τη μαρτυρία των Μ.Υ. 1 και 2 θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του, κρίνοντας τη μαρτυρία τους ως μη αξιόπιστη. Αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα, εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε ευρήματα αναφορικά με όλα τα ουσιώδη γεγονότα που ήταν απαραίτητα για να αποφασιστούν τα επίδικα θέματα. Τα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως προς τα τραύματα που υπέστη ο ενάγοντας δικαιολογούνται από την ενώπιον του μαρτυρία και τεκμήρια. Σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμό αμέλεια του ίδιου του ενάγοντα να πάρει τα απαραίτητα μέτρα για τη δική του προστασία και για αποφυγή του ατυχήματος κρίνουμε ότι, με βάση την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια του ενάγοντα.
Το ζήτημα όμως στο οποίο θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο είναι εκείνο της αμέλειας των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1, ως εργοδοτών του εφεσίβλητου-ενάγοντα, να του παράσχουν ασφαλές σύστημα εργασίας, να τον εκπαιδεύσουν και να τον προειδοποιήσουν για τους κινδύνους που ενείχε η εργασία που του είχαν αναθέσει. Επιπρόσθετα δεν του παρείχαν κράνος και δεν είχαν οποιοδήποτε επαρκές σύστημα επίβλεψης της όλης εργασίας, την οποία διεκπεραίωνε ο ενάγοντας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ώστε να βεβαιωθούν ότι αυτή γινόταν κατά τρόπο που δεν περιέκλειε αχρείαστους κινδύνους για τον εργοδοτούμενό τους, ενάγοντα.
Η υποχρέωση επιμέλειας ενός εργοδότη προς τους εργοδοτουμένους του πηγάζει από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο βασίζεται στις αρχές του κοινού δικαίου. Ο εργοδότης έχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους, να εργοδοτεί ικανό προσωπικό, να παρέχει ασφαλή εξοπλισμό, ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλή χώρο εργασίας (Δέστε: Χριστοφή κ.α. ν. Θεοδούλου κ.α., Πολιτική Έφεση 221/05, ημερ. 4.5.2007). Η φύση του καθήκοντος επιμέλειας του εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του αναλύεται και στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παράγραφοι 965-971, σελ. 578-592.
Το καθήκον του εργοδότη να παρέχει ασφαλές σύστημα εργασίας στους εργοδοτούμενους του εξυπακούει ότι η οργάνωση της εργασίας, η διαδικασία που ακολουθείται κατά την εκτέλεση της εργασίας, τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνονται, ο αριθμός των υπαλλήλων που εργοδοτούνται αλλά και η επίβλεψη που γίνεται, είναι τέτοια που παρέχουν εύλογη προστασία στους εργοδοτούμενους. Η υποχρέωση του εργοδότη επιβάλλει τη λήψη εύλογων μέτρων παροχής συστήματος εργασίας, το οποίο να είναι εύλογα ασφαλές, λαμβανομένων υπόψιν των κινδύνων που είναι κατ΄ ανάγκην εγγενείς στο όλο εγχείρημα (Δέστε: General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas (1953) A.C. 180).
Όταν υπάρχει καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας, εκ μέρους του εργοδότη, αυτός δεν επιτελεί το καθήκον του απλά και μόνον παρέχοντας ασφαλές σύστημα εργασίας, αλλά επιπρόσθετα πρέπει να λάβει και εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το σύστημα επιτηρείται και εφαρμόζεται. Αυτό εξυπακούει την παροχή οδηγιών προς τους εργοδοτούμενους και επίσης κάποιας μορφής εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εργασίας.
Στην παρούσα υπόθεση είναι προφανές ότι η σωστή και ασφαλής μέθοδος εργασίας για υπερπήδηση του προβλήματος της απόφραξης του λαστίχου ήταν αυτή που υπέδειξε η Μ.Ε. 5, δηλαδή θα έπρεπε η αντλία και το λάστιχο να απομακρυνθούν από του εργαζομένους, σε κάποιον ασφαλή χώρο μακριά από άλλα άτομα, όπου θα έπρεπε να γίνει η προσπάθεια επαναλειτουργίας της ροής του σκυροδέματος και μετά να επανέλθει η αντλία και το λάστιχο. Ο άνθρωπος, ο οποίος επέβλεπε εκ μέρους των εργοδοτών, την εργασία, θα έπρεπε να είχε προβλέψει τους εγγενείς κινδύνους, οι οποίοι ήταν εύλογα προβλεπτοί, και θα έπρεπε να είχε διασφαλίσει ότι η διαδικασία που ακολουθείτο ήταν η ορθή. Αυτό θα μπορούσε να γίνει αν υπήρχε συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ του αρμόδιου υπεύθυνου των εργοδοτών και του χειριστή της αντλίας των προμηθευτών του σκυροδέματος. Τίποτε από αυτά δεν φαίνεται να έγινε αλλά ούτε και οποιαδήποτε οδηγία ή εκπαίδευση παρασχέθηκε στον ενάγοντα ώστε αυτός να γνωρίζει τι θα έπρεπε να κάμνει και τι θα έπρεπε να αποφεύγει κατά την εκτέλεση της εργασίας που του ανατέθηκε από τους εργοδότες του. Ούτε και προστατευτικό κράνος του παρασχέθηκε και διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η παροχή κράνους στον ενάγοντα δεν θα μπορούσε να τον προστατεύσει από τα τραύματα που υπέστη, δεδομένου μάλιστα ότι αυτός κτυπήθηκε, βασικά, στο κεφάλι.
Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι 1, αντί να εκτελέσουν το καθήκον τους προς τον εργοδοτούμενο τους, ενάγοντα, παρέχοντας του τα προαναφερόμενα εφόδια, εκπαίδευση, οδηγίες κλπ., θεώρησαν ότι η όλη εργασία την οποίαν ανέθεσαν σ΄ αυτόν, ήταν απλή και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε ειδική εκπαίδευση ή παροχή συμβουλών προς τον ενάγοντα ο οποίος, ως ένας καλός κτίστης, θα έπρεπε να γνωρίζει πώς να κάμει μπετόν, όπως ανέφερε ο Μ.Υ. 1, Γιώργος Φύσας. Κατά τον Μ.Υ. 1 οι αντλίες είναι μοντέρνα μηχανήματα, έχουν σύστημα επαναστροφής του μπετόν στην «αβάτζιη» χωρίς να μετακινηθεί το λάστιχο ή οτιδήποτε από το χώρο. Ο προαναφερόμενος μάρτυρας, παρόλο που αντιλήφθηκε, όπως είπε, ότι κάποια στιγμή σταμάτησε η διέλευση του μπετόν από το λάστιχο, δεν έδωσε οποιεσδήποτε οδηγίες στον ενάγοντα για τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος, με ασφαλή τρόπο. Όπως είπε, δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε οδηγίες τις οποίες θα έπρεπε να είχε δώσει. Αυτά τα πράγματα, κατά το μάρτυρα ήταν προφανή (obvious όπως είπε) και δεν χρειαζόταν να κρατά κάποιος το χέρι του χειριστή για να κάμει τη δουλειά του.
Θεωρούμε ότι οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι 1 δεν έπραξαν το προαναφερόμενο καθήκον τους, ως εργοδότες προς τον εργοδοτούμενό τους, ενάγοντα, και ως εκ τούτου είναι υπόλογοι προς τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως με τους εφεσείοντες-εναγόμενους 2.
Κατά την κρίση μας οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 2 ήταν αμελείς και νομικά υπόλογοι προς τον ενάγοντα, για τους λόγους που ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι 1 ήταν αμελείς και συνυπεύθυνοι προς τον ενάγοντα επειδή δεν έπραξαν το καθήκον τους, προς αυτόν, ως εργοδότες προς εργοδοτούμενο και δεν του παρείχαν ασφαλές σύστημα εργασίας, όπως είχαν υποχρέωση.
Δεν συμφωνούμε και απορρίπτουμε τον πέμπτο λόγο έφεσης και δεν συμφωνούμε και απορρίπτουμε και τον έκτο λόγο έφεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επεδίκασε το ποσό των £2.500.- ως γενικές αποζημιώσεις για τα όσα υπέστη ο ενάγοντας και ορθά επεδίκασε το ποσό των £2.250.- ως ειδικές αποζημιώσεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν του το ποσό των £250.- εβδομαδιαίως το οποίο, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του ενάγοντα, αυτός ελάμβανε κατά τον ουσιώδη χρόνο και υπολόγισε την περίοδο ανάρρωσης, την οποία ο ίδιος ο ενάγοντας ανέφερε, περιορίζοντας το χρόνο ανάρρωσής του, όπως αυτός προνοείτο στα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά. Θεωρούμε ως ένδειξη της εντιμότητας του ενάγοντα ότι ο ίδιος ανέφερε πως επέστρεψε στην εργασία του ενωρίτερα απ΄ ότι θα εδικαιούτο να επιστρέψει με βάση την αναρρωτική άδεια που του χορηγήθηκε.
Ως προς την αντέφεση, πετυχαίνει ο πρώτος λόγος αντέφεσης που αφορά στην απαίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1 και αποτυγχάνει ο δεύτερος λόγος αντέφεσης που αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό χαμηλό ποσό των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν υπέρ του.
Ενόψει των προαναφερομένων η έφεση επιτυγχάνει αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης και η αντέφεση επιτυγχάνει αναφορικά με τον πρώτο λόγο αντέφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως προς την ευθύνη των εφεσειόντων-εναγομένων 2 έναντι του εφεσίβλητου-ενάγοντα και ως προς το ύψος των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν, τον τόκο και τα έξοδα. Επιπρόσθετα, εκδίδεται απόφαση υπέρ του ενάγοντα-εφεσίβλητου και εις βάρος των εφεσίβλητων-εναγόμενων 1, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως με τους εφεσείοντες-εναγόμενους 2, για τα ίδια ποσά γενικών και ειδικών αποζημιώσεων και τόκου που επιδικάστηκαν εις βάρος των εναγομένων 2. Υπέρ του ενάγοντα και εις βάρος των εναγομένων 1 επιδικάζονται έξοδα, τόσο της αγωγής όσο και της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή. Έξοδα της
αντέφεσης επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα-εφεσίβλητου και εις βάρος των εναγομένων 2-εφεσειόντων και επίσης να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή. Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.