ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 228
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 107/2005)
5 Μαρτίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,Δ/στες]
SERGEI PUGACHEV,
Εφεσείων,
ν.
1. HSH (TRADING & SHIPPING) LTD
2. HANS BRONIATOWSKI
3. MICHAEL AFANASJEVS,
Εφεσιβλήτων.
_________
Κ. Μελάς, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Αραούζος, για τους Εφεσίβλητους.
_________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου
απαγγέλλεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι Ρώσος επιχειρηματίας ο οποίος διατηρούσε επαγγελματικές σχέσεις με τους εφεσίβλητους 1, οι οποίοι είναι εταιρεία που ασχολείται, μεταξύ άλλων, με τροφοδοσία καυσίμων σε πλοία και στην οποία ο εφεσείων κατείχε αριθμό μετοχών.
Ήταν επίσης διευθυντής της ρωσικής εταιρείας J S C TRUNSBUNKER (στο εξής "TRB"), ιδιοκτήτρια διυλιστηρίου πετρελαιοειδών στην ανατολική Ρωσική Δημοκρατία, η οποία επίσης διατηρούσε επαγγελματικές σχέσεις με τους εφεσίβλητους 1.
Σε κάποιο στάδιο προέκυψαν προβλήματα στις σχέσεις των δύο πλευρών και το 1998 συμφωνήθηκε η αποχώρηση του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους 1. Ως αποτέλεσμα μακρών συζητήσεων κατέληξαν σε συμφωνία.
Στις 7.2.2000, ύστερα από διαβουλεύσεις μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου 2, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν διοικητικός σύμβουλος των εφεσιβλήτων 1, υπογράφηκε πρωτόκολλο-συμφωνία (τεκμήριο 22), μεταξύ του εφεσείοντα και της εταιρείας TRB από τη μια, και των εφεσιβλήτων 1, από την άλλη. Για λογαριασμό των εφεσιβλήτων 1 τη συμφωνία υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι 2 και 3.
Συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείων θα υπέγραφε όλα τα αναγκαία, σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία, έγγραφα, προς μεταβίβαση των μετοχών που διέθετε στην εταιρεία των εφεσιβλήτων 1. Όλες οι διαφορές μεταξύ των μερών διευθετούνταν και οι δύο πλευρές δεν είχαν οποιαδήποτε περαιτέρω αξίωση, η μια εναντίον της άλλης. Όρος της συμφωνίας προνοούσε ότι δεν θα αναλαμβάνονταν οποιεσδήποτε εχθρικές ενέργειες εναντίον οιουδήποτε συμβαλλομένου.
Τα πράγματα δεν πήγαν τόσο καλά όσο περίμεναν οι συμβαλλόμενοι και ο εφεσείων κατέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ισχυριζόμενος ότι υπέγραψε το πρωτόκολο (τεκμήριο 22) και τα επισυνημμένα σε αυτό έγγραφα (τεκμήρια 23, 24Α και 24Β), ύστερα από δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και εξαναγκασμό εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι η πιο πάνω συμφωνία συνήφθη χωρίς αντιπαροχή, παράνομα και συνεπώς ήταν άκυρη. Υποστηρίζει, ακόμα, ότι κατά παράβαση σχετικού όρου της μεταξύ τους συμφωνίας, οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε εχθρικές ενέργειες εναντίον του, δηλαδή τον κατήγγειλαν στις ρωσικές αρχές.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων ούτε εξαπατήθηκε, ούτε καταδολιεύτηκε από οποιονδήποτε, αλλά ότι ήταν πλήρως ενήμερος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του, καθώς και της οικονομικής αξίας των μετοχών και γι΄ αυτό υπέγραψε το επίδικο πρωτόκολλο, με πλήρη γνώση όλων των δεδομένων και με ελεύθερη βούληση.
Το δικαστήριο δέκτηκε επίσης ότι η καταγγελία από τους εφεσίβλητους εναντίον του εφεσείοντα στις αρμόδιες ρωσικές αρχές μετά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, συνιστούσε εχθρική ενέργεια κατά παράβαση της συμφωνίας. Δεν θεώρησε όμως την πράξη των εφεσιβλήτων ως παράβαση ουσιώδους όρου, ούτε ουσιώδη παράβαση όρου της συμφωνίας και συνεπώς δεν ετίθετο θέμα καταγγελίας για ακύρωση της συμφωνίας. Τελικά, απέρριψε την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 2 και λόγω της παράβασης του όρου του επίδικου πρωτοκόλλου από τους εναγομένους 1 και 3 εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα-ενάγοντα και εις βάρος των εφεσιβλήτων 1 και 3 για ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους £100.
Την πιο πάνω απόφαση προσβάλλει ο ενάγων-εφεσείων, ενώ οι εφεσίβλητοι απάντησαν με αντέφεση απαιτώντας την ακύρωση και της απόφασης για τις ονομαστικές αποζημιώσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εκδίκασε μόνο την αγωγή του ενάγοντα εναντίον των εναγομένων και όχι και την ανταπαίτηση των εναγομένων εναντίον του ενάγοντα.
Ένας από τους λόγους έφεσης αναφέρεται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, με τον εφεσείοντα να παραπονείται ότι το δικαστήριο αποδέχτηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων, παραβλέποντας τις ουσιαστικές μεταξύ των μαρτύρων αντιφάσεις, ενώ στηρίχτηκε επανειλημμένα σε εξ ακοής μαρτυρία η οποία δεν ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, επιτρεπτή, αφού η εκδίκαση έγινε πριν την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου. Είναι αλήθεια ότι φαίνεται πως το δικαστήριο, παρά την αντίθετη διακήρυξη στην απόφαση για αποκλεισμό της εξ ακοής μαρτυρίας, στην πραγματικότητα στήριξε την απόφασή του και σ΄ αυτή. Παράδειγμα η αποδοχή της ανυπόγραφης επιστολής στα ρωσικά, ημερομηνίας 19.3.1999 (τεκμήριο 72). Επίσης εξ ακοής μαρτυρία είναι και οι αναφορές στα λεχθέντα από το Ρώσο δικηγόρο που προσλήφθηκε από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους αλλά και όλες οι αναφορές σε νομοθεσίες τελωνειακούς κανονισμούς, φορολογικές ρυθμίσεις κλπ που εφαρμόζονται στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Η πρωτόδικη απόφαση πάσχει όμως και για ένα ακόμα λόγο. Το δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία, όλων σχεδόν των μαρτύρων υπεράσπισης, δηλώνει ότι αποκλείει από τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα τα σημεία της κατάθεσής του που είτε έρχονται σε αντίθεση με άλλα σημεία της μαρτυρίας του ίδιου του μάρτυρα ή με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων υπεράσπισης, είτε αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο ποια ακριβώς είναι αυτή η μη αποδεκτή μαρτυρία.
Όπως έγινε και στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255, στην πρωτόδικη απόφαση δεν προσδιορίζεται ποια είναι η μαρτυρία η οποία παραμερίστηκε, ούτε αποκαλύπτονται οι αρχές βάσει των οποίων έγινε η διαλογή της. Έτσι παραμένει άγνωστο το μέρος της μαρτυρίας στο οποίο το δικαστήριο βάσισε έγκυρα τις διαπιστώσεις του, γεγονός που καθιστά επισφαλή την τελική του απόφαση, όχι μόνο λόγω της έκτασης και του περιεχομένου της ανεπίτρεπτης μαρτυρίας που αφέθηκε να επηρεάσει την τελική απόφαση, αλλά και γιατί δεν είναι φανερό ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, υπό τις περιστάσεις, ήταν ασφαλείς. Η αβεβαιότητα ως προς τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και στην οποία το δικαστήριο βασίστηκε, δεν επιτρέπει την κατάληξη σε ασφαλή συμπεράσματα ως προς την ακριβή κατάσταση των γεγονότων.
Οι αρχές που καθορίστηκαν στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, επιβεβαιώθηκαν και στην υπόθεση Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.α. ν. Α. Ν. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916, όπου επισημάνθηκε ότι η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να καθορίσει τη μαρτυρία που απορρίφθηκε, η αβεβαιότητα ως προς τη βάση των διαπιστώσεων του δικαστηρίου και το ατελέσφορο της απόφασης ως προς τα συμπεράσματα του δικαστηρίου, καθιστούσαν την απόφαση τρωτή. Ανάλογες είναι και οι επιπτώσεις από αντίστοιχες παραλείψεις και κενά στη θεώρηση της μαρτυρίας σε πολιτικές υποθέσεις.
Κάτω από τις περιστάσεις κρίνουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου και τα συμπεράσματά του επί των γεγονότων είναι επισφαλή και γι΄ αυτό το λόγο είμαστε αναγκασμένοι να ακυρώσουμε την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψουμε την υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για επανεκδίκαση.
Εν όψει της κατάληξής μας αυτής και η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Λόγω της επανεκδίκασης της υπόθεσης έχουμε σκόπιμα παραλείψει να ασχοληθούμε επισταμένα με τη μαρτυρία και αποφύγαμε να αναφερθούμε με λεπτομέρεια σε σημεία της μαρτυρίας, αποδεκτής ή μη.
Τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και τα έξοδα κατ΄ έφεση θα θεωρηθούν έξοδα στην πορεία και θα εξαρτηθούν από το τελικό αποτέλεσμα της δίκης.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΜΔ