ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 1225
16 Δεκεμβρίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
MUAZZEZ SOYER, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ OZGUN MUMTAZ SOYER,
AΛΛΩΣ OZGUN MUMTAZ SOYER,
Εφεσείουσα,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 204/2007)
Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Καταχώρηση αγωγής από Τουρκοκύπρια στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας για αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση σε εγκαταληφθείσα τουρκοκυπριακή περιουσία ― Κατά πόσο η αγωγή έπρεπε να είχε εγερθεί εναντίον του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών αντί εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας ― Εξουσίες και αρμοδιότητες του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Συντάγματος και της νομοθεσίας, σε σχέση με την έγερση και υπεράσπιση αγωγών, συμπεριλαμβανομένων και αγωγών που αφορούν τουρκοκυπριακές περιουσίες.
Η εφεσείουσα - ενάγουσα, με αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, διεκδικεί αποζημιώσεις για το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης της Δημοκρατίας ή των οργάνων ή των υπηρετών της στην περιουσία της, στις περισσότερες περιπτώσεις που αναφέρονται στην αγωγή, για την περίοδο από 1.1.75 μέχρι 31.12.04 ή και μέχρι σήμερα, αν και σε μια περίπτωση ζητείται αποζημίωση από 24.3.95 και σε άλλη περίπτωση, από το 1988 μέχρι 31.12.04.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε την προδικαστική ένσταση του εφεσίβλητου-εναγομένου ότι η αγωγή θα έπρεπε να είχε εγερθεί εναντίον του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και όχι εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με το σκεπτικό ότι το Άρθρο 6(β) και (γ) του Ν.139/91 προβλέπει ειδικά ότι οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία η οποία αφορά σε τουρκοκυπριακή περιουσία θα πρέπει να εγείρεται εναντίον του Κηδεμόνα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης, αφού πήρε ως δεδομένο, μόνο για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ότι η επίδικη περιουσία της εφεσείουσας είναι εγκαταληφθείσα τουρκοκυπριακή περιουσία και ότι η εφεσείουσα είναι «τουρκοκύπριος» σύμφωνα με την έννοια του Ν.139/91, αν και αυτά είναι αμφισβητούμενα από την εφεσείουσα, αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Ο Ν.139/91 τέθηκε σε ισχύ την 1.7.91, όπως ρητά προνοείται στο Άρθρο 17 του Νόμου και επομένως δεν τίθεται θέμα Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών πριν την προαναφερόμενη ημερομηνία.
2. Εν πάση όμως περιπτώσει, εν όψει του Άρθρου 113 του Συντάγματος, του Άρθρου 57 του Ν.14/60 και των Άρθρων 6(β) και (γ) του Ν. 139/91, δεν τίθεται θέμα αναρμοδιότητας του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και για τις περιόδους μετά την 1.7.91 να υπερασπιστεί αγωγή κατά της Δημοκρατίας, των αξιωματούχων, οργάνων και υπηρετών της. Το γεγονός ότι με το Ν.139/91 και ειδικά με το Άρθρο 6(β) παρέχονται και στον Κηδεμόνα αρμοδιότητες έγερσης και υπεράσπισης αγωγών που αφορούν σε τουρκοκυπριακές περιουσίες δεν συνεπάγεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, που είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου, του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υπουργών στερείται αρμοδιότητος υπεράσπισης αγωγών εναντίον της Δημοκρατίας, δηλαδή, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αγωγής εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα η οποία όμως ουσιαστικά στοχεύει τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, που είναι ο ίδιος ο Υπουργός των Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
3. Οι αποφάσεις στις υποθέσεις Κίτσης v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077 και Simillides v. Neophytou (1986) 1 C.L.R. 363, συνηγορούν υπέρ της θέσης ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, έχει δικαίωμα και νομιμοποιείται από το Νόμο και το Σύνταγμα να εγείρει αγωγή και να υπερασπιστεί αγωγή, εκ μέρους και εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, αντίστοιχα, για λογαριασμό και εναντίον του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δηλαδή του Υπουργού Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως στην προκείμενη περίπτωση.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Διατάχθηκε εκδίκαση της υπόθεσης από αρμόδιο δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κίτσης v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077,
Simillides v. Neophytou (1986) 1 C.L.R. 363.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Πούγιουρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5825/05), ημερομ. 22.6.07.
Γ. Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Κατόπιν αιτήσεως για εκδίκαση προκαταρκτικού νομικού σημείου το πρωτόδικο δικαστήριο εκδίκασε προκαταρκτικά το εξής νομικό σημείο το οποίον εγειρόταν στην πρώτη παράγραφο της έκθεσης υπεράσπισης: «Εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί με βάση το Άρθρο 6(β), (γ) του Ν.139/91 όλες οι αγωγές που εγείρονται εν σχέση με περιουσία Τουρκοκύπριου που τέθηκε υπό την διαχείριση του κηδεμόνα εγείρονται κατ' αυτού και δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960».
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό της διαφοράς, στις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, σε σχετική νομολογία, στο κατά πόσο ο Ν.139/91 είναι αντισυνταγματικός και σε άλλα θέματα που ηγέρθησαν ενώπιον του, κατέληξε στην εξέταση του κατά πόσον η αγωγή θα έπρεπε να στρέφεται εναντίον του Κηδεμόνα. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Κίτσης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077 και είπε τα εξής:
«Όμως στην υπόθεση Κίτσης δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε που να αλλοιώνει την υποχρέωση του συγκεκριμένου διαδίκου δυνάμει του Άρθρου 6 του Ν. 139/91 να εναγάγει τον Κηδεμόνα. Το Άρθρο 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 προβλέπει ότι αγωγές υπό και εναντίον της Δημοκρατίας εγείρονται στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας 'εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από οποιονδήποτε νόμο .'. Στην προκειμένη περίπτωση το Άρθρο 6(β) και (γ) του Ν. 139/91 προβλέπει ειδικά ότι οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία η οποία αφορά σε τουρκοκυπριακή περιουσία θα πρέπει να εγείρεται εναντίον του Κηδεμόνα.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανένα από τα επιχειρήματα της ενάγουσας-εφεσείουσας δεν ευσταθούσε και αποδέχτηκε την προδικαστική ένσταση. Έκρινε ότι η ενάγουσα-εφεσείουσα είχε υποχρέωση, δυνάμει του Άρθρου 6(β) και (γ) του προαναφερόμενου νόμου, να εναγάγει τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και όχι το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Κατά συνέπεια η αγωγή της απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τέσσερις διαφορετικούς λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, θεωρώντας ότι υπήρχε εγκατάλειψη της περιουσίας της εφεσείουσας, εν τη εννοία του νόμου. Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι ο Ν. 139/91 δεν είναι αντισυνταγματικός. Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται το συμπέρασμα, ότι το γεγονός πως η ενάγουσα-εφεσείουσα είναι πολίτις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν διαφοροποιούσε την κατάσταση υπέρ της. Με τον τέταρτο λόγο προσβάλλεται το συμπέρασμα ότι η αγωγή θα έπρεπε να είχε εγερθεί εναντίον του Κηδεμόνα και όχι εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα.
Θα επικεντρωθούμε μόνο στον τέταρτο λόγο έφεσης ο οποίος, ενδεχομένως, μπορεί να κρίνει και το αποτέλεσμα της έφεσης.
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο όντως λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγωγή θα έπρεπε να είχε εγερθεί εναντίον του Κηδεμόνα και όχι εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, όπως εγέρθηκε. Καταλήξαμε σ' αυτό το συμπέρασμα αφού λάβαμε υπόψη το Άρθρο 6(β) και (γ) του Ν. 139/91, το Άρθρο 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, αλλά και τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και συγκεκριμένα το Άρθρο 113.
Το Άρθρο 113 του Συντάγματος προνοεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υπουργών και ασκεί κάθε άλλη εξουσία και εκτελεί κάθε άλλη υπηρεσία ή καθήκον που ανατίθεται σ' αυτόν από το Σύνταγμα ή από τους Νόμους. Το Άρθρο 57 του Ν. 14/60 προνοεί ότι αγωγές από τη Δημοκρατία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, εκτός αν άλλως προβλέπεται από οποιοδήποτε νόμο, θα εγείρονται εν ονόματι του Γενικού Εισαγγελέα και αγωγές εκ μέρους οποιουδήποτε προσώπου κατά της Δημοκρατίας, εκτός αν άλλως προβλέπεται από οποιοδήποτε νόμο, θα εγείρονται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως εναγομένου. Το Άρθρο 6(β) του Ν. 139/91 προνοεί ότι ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών έχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αρμοδιότητες, τις οποίες ασκεί με τη βοήθεια δημόσιων υπαλλήλων: εγείρει ή υπερασπίζεται οποιαδήποτε αγωγή ή παραπομπή ή λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε διαδικασία που αφορά τουρκοκυπριακή περιουσία ή προβαίνει σε συμβιβασμό σε αγωγή ή παραπομπή ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία η οποία θα ήταν επωφελής για την περιουσία αυτή ή τον ιδιοκτήτη. Το Άρθρο 6(γ) του ιδίου Νόμου προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι ο Κηδεμόνας δέχεται επίδοση αγωγών, παραπομπών ή άλλων δικαστικών εγγράφων που αφορούν σε τουρκοκυπριακή περιουσία.
Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, δεν θα εξετάσουμε τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης. Θα πάρουμε ως δεδομένο, μόνο για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ότι η επίδικη περιουσία της εφεσείουσας είναι εγκαταληφθείσα τουρκοκυπριακή περιουσία και ότι η εφεσείουσα είναι «τουρκοκύπριος» σύμφωνα με την έννοια του Ν. 139/91, αν και αυτά είναι αμφισβητούμενα, βέβαια, από την εφεσείουσα.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης της η ενάγουσα διεκδικεί αποζημιώσεις για το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης της Δημοκρατίας ή των οργάνων ή των υπηρετών της στην περιουσία της, στις περισσότερες περιπτώσεις που αναφέρονται στην αγωγή, για την περίοδο από 1.1.75 μέχρι 31.12.04 ή και μέχρι σήμερα, αν και σε μια περίπτωση ζητείται αποζημίωση από 24.3.95 και σε άλλη περίπτωση, από το 1988 μέχρι 31.12.04. Ο προαναφερόμενος Ν. 139/91 τέθηκε σε ισχύ την 1.7.91, όπως ρητά προνοείται στο Άρθρο 17 του Νόμου και επομένως δεν τίθεται θέμα Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών πριν την προαναφερόμενη ημερομηνία.
Εν πάση όμως περιπτώσει (αφού λάβαμε υπόψη το Άρθρο 113 του Συντάγματος, το Άρθρο 57 του Ν. 14/60 και τα Άρθρα 6(β) και (γ) του Ν. 139/91), καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι και για τις περιόδους μετά την 1.7.91 δεν τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να υπερασπιστεί αγωγή κατά της Δημοκρατίας, των αξιωματούχων, οργάνων και υπηρετών της. Κατά την κρίση μας το γεγονός ότι με το Ν. 139/91 και ειδικά το Άρθρο 6(β) παρέχονται και στον Κηδεμόνα αρμοδιότητες έγερσης και υπεράσπισης αγωγών που αφορούν σε τουρκοκυπριακές περιουσίες δεν συνεπάγεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, που είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου, του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υπουργών στερείται αρμοδιότητος υπεράσπισης αγωγών εναντίον της Δημοκρατίας, δηλαδή, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αγωγής εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα η οποία όμως ουσιαστικά στοχεύει τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, που είναι ο ίδιος ο Υπουργός των Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στο Άρθρο 6(β) του Ν. 139/91 δεν προνοείται ρητά ότι ο Κηδεμόνας έχει αποκλειστικήν αρμοδιότητα έγερσης ή υπεράσπισης αγωγών που αφορούν σε τουρκοκυπριακές περιουσίες. Με όλη την εκτίμηση προς τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, θεωρούμε ότι είναι λανθασμένο το συμπέρασμα του ότι: «Στην προκείμενη περίπτωση το Άρθρο 6(β) και (γ) του Ν. 139/91 προβλέπει, ειδικά, ότι οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία η οποία αφορά σε τουρκοκυπριακή περιουσία θα πρέπει να εγείρεται εναντίον του Κηδεμόνα». (Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Καταλήξαμε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα αφού λάβαμε υπόψη, μεταξύ άλλων, την απόφαση Κίτσης (ανωτέρω) καθώς και την απόφαση Simillides v. Neophytou (1986) 1 C.L.R. 363. Στην υπόθεση Simillides (ανωτέρω) (απόφαση πλειοψηφίας) λέχθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είχε θεμιτό συμφέρον, δικαίωμα και καθήκον να υπερασπιστεί ένα από τους αξιωματούχους της Δημοκρατίας για το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης. Στην υπόθεση Κίτσης (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, που είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας και ενός εκάστου των οργάνων της, είχε δικαίωμα και νομιμοποιείτο από το Νόμο και το Σύνταγμα να εγείρει αγωγή εκ μέρους και για λογαριασμό του Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δηλαδή του Υπουργού Εσωτερικών. Κατ' αναλογία προς τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Κίτσης, θεωρούμε πως ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έχει και το δικαίωμα και το καθήκον και νομιμοποιείται, από το Νόμο και το Σύνταγμα, να υπερασπιστεί και αγωγή εναντίον του ιδίου, η οποία όμως ουσιαστικά στρέφεται εναντίον του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δηλαδή του Υπουργού Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως στην προκείμενη περίπτωση.
Ενόψει των προαναφερομένων ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η εκδίκαση της Αγωγής 5825/05, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, από αρμόδιο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου. Έξοδα της έφεσης υπέρ της εφεσείουσας, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Διατάσσεται η εκδίκαση της υπόθεσης από αρμόδιο δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης.