ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 1092
6 Νοεμβρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
EVA KARINA ANDERSSON,
Εφεσείουσα,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 349/2008)
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ― Διαταγή από Κυπριακό Δικαστήριο εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και παράδοση προσώπου στο κράτος που εξέδωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ως υπόπτου για τη διάπραξη ισχυριζόμενων ποινικών αδικημάτων με σκοπό την ποινική του δίωξη ― Επικύρωση διαταγής κατ' έφεση.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας διέταξε την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί από τις Σουηδικές Αρχές για τη σύλληψη και παράδοση της εφεσείουσας σε σχέση με πιθανή συμμετοχή της σε ποινικά αδικήματα που είχαν διαπραχθεί στη Σουηδία. Ταυτόχρονα εξέδωσε διάταγμα κράτησής της μέχρι την παράδοσή της.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τρεις συγκεκριμένους λόγους:
1. Ο Σουηδός Δημόσιος Κατήγορος που υπάγεται στο Γραφείο Οικονομικού Εγκλήματος (Economic Crimes Bureau) δεν ήταν το αρμόδιο πρόσωπο και/ή η αρμόδια αρχή για να προβεί στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία που κατατέθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε ή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του γιατρού Γεώργιου Γεωργίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εισήγηση υπό το 1) ανωτέρω έχει εξεταστεί και έχει απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
2. Το θέμα υπό το 2) ανωτέρω δεν ηγέρθηκε πρωτοδίκως και δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο έφεσης.
3. Το θέμα υπό το 3) ανωτέρω δεν αφορά τη διαδικασία της εκτέλεσης του εντάλματος αλλά τη διαδικασία αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Τσιβιτανίδου - Κίζη, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 6/08), ημερομ. 31.10.08.
Η. Ιορδάνους για Κ. Ταμπούρλα, για την Εφεσείουσα.
Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Ex tempore
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Οι Σουηδικές Αρχές διαβίβασαν στην Κυπριακή Αστυνομία ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης της εφεσείουσας που εκδόθηκε στις 1.9.08 για τη σύλληψη και παράδοση της σε σχέση με πιθανή συμμετοχή της σε ποινικά αδικήματα που είχαν διαπραχθεί στη Σουηδία. Η εφεσείουσα συνελήφθη στις 8.10.2008 στη Λάρνακα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16 του Ν. 133(Ι)/2004 και παρουσιάστηκε από την Αστυνομία στο Δικαστήριο στις 9.10.2008 μέσα σε 24 ώρες από τη σύλληψη της. Η εφεσείουσα, αφού παραδέχθηκε ότι είναι το πρόσωπο για το οποίο είχε εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και αφού ενημερώθηκε για τη δυνατότητα που της παρεχόταν να συγκατατεθεί στην παράδοση της, δεν συγκατατέθηκε και το Δικαστήριο όρισε ημερομηνία για ακρόαση της αίτησης για εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Με σχετική απόφαση του ημερ. 31.10.2008 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας διέταξε την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και την παράδοση της εφεσείουσας στις Σουηδικές Αρχές. Ταυτόχρονα εξέδωσε διάταγμα κράτησής της μέχρι την παράδοσή της.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τρεις συγκεκριμένους λόγους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ο Σουηδός Δημόσιος Κατήγορος που υπάγεται στο Γραφείο Οικονομικού Εγκλήματος (Economic Crimes Bureau) δεν ήταν το αρμόδιο πρόσωπο και/ή η αρμόδια αρχή για να προβεί στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η εισήγηση έχει εξεταστεί και έχει απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, από τη μετάφραση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στην αγγλική γλώσσα (Παράρτημα 2) φαίνεται καθαρά ότι δεν είχε εκδοθεί εναντίον της εφεσείουσας προηγούμενη καταδικαστική απόφαση και ότι δεν εζητείτο η παράδοση της εφεσείουσας στις Σουηδικές Αρχές για να εκτίσει οποιαδήποτε ποινή, αλλά η παράδοση της εζητείτο ως ύποπτης για τη διάπραξη των ισχυριζόμενων ποινικών αδικημάτων με σκοπό την ποινική της δίωξη. Για τον πιο πάνω λόγο υιοθετούμε την πρωτόδικη απόφαση. Στην ίδια απόφαση περιέχεται αναφορά ότι, από το περιεχόμενο της επιστολής της Κεντρικής Αρχής της Σουηδίας προς την Κεντρική Αρχή της Κύπρου (Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως), προκύπτει ότι ο κάθε Δημόσιος Κατήγορος στη Σουηδία, περιλαμβανομένων και των Δημόσιων Κατηγόρων του Γραφείου Οικονομικού Εγκλήματος, όπως είναι και στην παρούσα περίπτωση ο Δημόσιος Κατήγορος ο οποίος είχε προβεί στην έκδοση του εντάλματος, είναι αρμόδια Δικαστική Αρχή για έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. (Παράρτημα 5). Ήταν λοιπόν ο εν λόγω Δημόσιος Κατήγορος αρμόδιος να εκδώσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία που κατατέθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Το θέμα δεν ηγέρθηκε πρωτοδίκως και δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο έφεσης. Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω προσέγγιση, σημειώνουμε ότι, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας, με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας εδηλώθη ότι είχαν ήδη παρουσιαστεί όλα τα σχετικά έγγραφα τα οποία αναφέρονταν στην αίτηση και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας δεν έφερε ένσταση ούτε έθεσε θέμα αντικανοτικότητας παρά μόνο δήλωσε τη δική του πρόθεση να προσκομίσει ιατρική μαρτυρία. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί είχε γίνει αποδεκτή από τον συνήγορο της εφεσείουσας.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και ή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του γιατρού Γεώργιου Γεωργίου, σημειώνουμε ότι ο λόγος αυτός της έφεσης δεν αφορά τη διαδικασία της εκτέλεσης του εντάλματος, αλλά αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης. Η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης καθορίζεται με τις πρόνοιες του Άρθρου 29(3) του σχετικού Νόμου 133(Ι) του 2004, σύμφωνα με τις οποίες η διαταχθείσα εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να ανασταλεί για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους ή όταν εκτιμάται ότι η εκτέλεση δυνατόν να θέσει σε κίνδυνο την ζωή ή την υγεία του εκζητούμενου. Προς τούτο θα πρέπει να υποβληθεί γραπτώς αίτημα από την Κεντρική Αρχή, η οποία ενημερώνει τις δικαστικές αρχές ώστε να καθορισθεί νέα ημερομηνία παράδοσης. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνουμε ότι ο λόγος της έφεσης δεν σχετίζεται με την ουσία της εγκυρότητας της πρωτόδικης απόφασης αφού αφορά τη διαδικασία αναστολής της εκτέλεσης του διατάγματος.
Κάτω από τις περιστάσεις η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.