ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475
Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ 66
Xρίστου Λούης ν. Eυαγόρα Xριστοφή κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 503
Panayides Α. Contracting Ltd ν. Νίκου Σταύρου Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 416
Θεοφάνους Ανθή και Άλλος ν. Γιάννη Κουρουκλά και Άλλης (2006) 1 ΑΑΔ 528
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2008) 1 ΑΑΔ 690
23 Μαΐου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΣΑΝΤΑΣ, ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ
ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΠΑΣΑΝΤΑ
ΚΑΙ ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΩΣ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ
ΑΣΚΟΥΝ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΠΑΝΙΚΚΟΥ ΜΟΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 37/2007)
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Μαθητής ηλικίας δώδεκα ετών είχε υποστεί βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση με σοβαρά νευρολογικά και σωματικά κατάλοιπα με τη συνακόλουθη έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών και διαταραχών στην προσωπικότητά του ― Τα τραύματα του εφεσείοντος δημιούργησαν, μεταξύ άλλων, δυσκολία στην εκπαίδευσή του στο σχολείο, αδυναμία σωστής επικοινωνίας του με το περιβάλλον, αδυναμία ένταξής του στο κοινωνικό σύνολο και γενικά αλλαγή στη συνειδησιακή του κατάσταση ― Μεγάλη ταλαιπωρία μέχρι την ανάρρωση ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £120.000 ― Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν κατ' έφεση σε €250.000.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ή μείωση της ικανότητας για επικερδή εργασία ― Μαθητής ηλικίας δώδεκα ετών είχε υποστεί βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση με μόνιμα σωματικά και νευρολογικά προβλήματα τα οποία περιόριζαν τις προοπτικές του για άσκηση ουσιαστικού επαγγέλματος στο μέλλον από το οποίο να κερδίζει τα προς το ζην ― Επιδίκαση κατ' αποκοπήν ποσού £50.000 ― Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκές και αυξήθηκε κατ' έφεση σε €170.000.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Απώλεια ή μείωση εισοδηματικής ικανότητας ― Δυσκολία στην αποτίμηση αποζημιώσεων στην περίπτωση ανήλικου ενάγοντος ― Δεν πρέπει να εμποδίζει το Δικαστήριο από του να προβαίνει σε εκτίμηση της πιθανής αυτής απώλειας ― Τρόποι οι οποίοι ακολουθούνται από τα Δικαστήρια για καθορισμό δίκαιης και ταυτόχρονα εύλογης αποζημίωσης.
Στις 17.10.2002, ο εφεσείων ηλικίας τότε δώδεκα ετών, παρεσύρθη από το όχημα του εφεσίβλητου και υπέστη βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, διασωληνώθηκε και τοποθετήθηκε στον αναπνευστήρα υπό γενική αναισθησία. Υπεβλήθη σε κρανιονάκτηση και τραχειοστομία. Αξονική τομογραφία του εγκεφάλου έδειξε εκτεταμένη αιμορραγική θλάση αυτού στα δεξιά βασικά γάγγλια. Παρουσιάστηκαν επιπλοκές στο αναπνευστικό του σύστημα με συνεχείς πνευμονίες, λόγω της παρατεταμένης παραμονής του σε κωματώδη κατάσταση και στον αναπνευστήρα. Αξονική τομογραφία που έγινε στις 6.11.06, έδειξε μετατραυματική κύστη στον εγκέφαλο και πολλαπλές γλοιώδεις εμφανίσεις. Ο εφεσείων πρέπει να είναι κάτω από συνεχή ιατρική παρακολούθηση, μαθησιακή στήριξη και φυσιοθεραπεία. Τα τραύματα τα οποία είχε υποστεί ο εφεσείων, του άφησαν σοβαρά νευρολογικά κατάλοιπα, διαταραχές της προσωπικότητας και έκπτωση στις διανοητικές του λειτουργίες. Για αρκετούς μήνες έπαιρνε προφυλακτική αντιεπιληπτική θεραπεία, λόγω υψηλού κινδύνου παρουσίασης μετατραυματικής επιληψίας.
Ο εφεσείων προ του ατυχήματος ήταν ένα φυσιολογικό παιδί το οποίο φοιτούσε στην πρώτη τάξη του γυμνασίου και ήταν καλός μαθητής ασχολούμενος με αθλήματα και με την ανάλογη για την ηλικία του κοινωνικότητα και ενεργητικότητα. Λόγω του ατυχήματος έχασε ένα χρόνο στο σχολείο και χρειαζόταν τη συνεχή φροντίδα της μητέρας του πάνω σε καθημερινή βάση για να κάμει τις βασικές ανθρώπινες του ανάγκες, ακόμα και για να μπορέσει να ξαναπερπατήσει. Εκτός από τα πιο πάνω κατάλοιπα παρουσιάζει χαμηλή αυτοεκτίμηση και εσωστρέφεια, βυθίζεται στις σκέψεις του και επιδεικνύει ανώριμη και παιδιαρίστικη συμπεριφορά σε σχέση με τη χρονολογική του ηλικία. Είναι παρορμητικός και επιθετικός, δύσκολα εμπλέκεται σε δραστηριότητες ή παιχνίδια με συνομήλικους του και παρουσιάζεται να μιμείται και να υιοθετεί περισσότερο αρνητικά σχήματα συμπεριφοράς. Παρουσιάζει περαιτέρω αργομάθεια, σύγχυση σκέψεων και ιδεών, προβλήματα μνήμης και φευγαλέα και ελλειμματική προσοχή.
Με δεδομένη την ευθύνη του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα ποσό £120.000 ως γενικές αποζημιώσεις και ένα κατ' αποκοπήν ποσό £50.000, το οποίο ενσωματώθηκε στο σύνολο των γενικών αποζημιώσεων για τις σοβαρότατες σωματικές και νευρολογικές βλάβες που είχε υποστεί. Το ποσό των £120.000 επιδικάσθηκε στον εφεσείοντα ως εύλογη αποζημίωση για τις σωματικές και νευρολογικές συνέπειες του ατυχήματος και το ποσό των £50.000 ως μελλοντική απώλεια ή μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση θεωρώντας πως το συνολικό ποσό των £170.000 που του επιδικάσθηκε ως γενικές αποζημιώσεις ήταν ιδιαιτέρως χαμηλό, ενόψει του ότι αυτό περιελάμβανε και το ποσό των £50.000, για απώλεια μελλοντικών απολαβών, το οποίο εν πάση περιπτώσει ήταν από μόνο του πολύ χαμηλό. Ο εφεσείων εισηγείται ότι οι αποζημιώσεις θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον της τάξης των £250.000.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση με την οποία ζητούσε τον παραμερισμό και των δύο ποσών και την επιδίκαση ενός χαμηλότερου ποσού, ώστε να αντανακλάται ορθά η πραγματική κατάσταση του εφεσείοντος τόσο από σωματική όσο και από νευρολογική άποψη, εφόσον η μαρτυρία είχε δείξει ότι σημειώθηκε εμφανής βελτίωση και στους δύο αυτούς τομείς.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Έφεση
Η έφεση για το ανεπαρκές του ποσού των £120.000 είναι ορθή ενόψει των σοβαρών τραυμάτων που είχε υποστεί ο εφεσείων. Τα τραύματά του προσιδιάζουν περισσότερο με αυτά του εφεσίβλητου στην υπόθεση Α. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416, παρά με αυτά στην υπόθεση Χρίστου v. Χριστοφή (1998) 1 Α.Α.Δ. 503, στην οποία στηρίχθηκε ιδιαίτερα ο συνήγορος του εφεσίβλητου στην παρούσα υπόθεση. Στην A. Panayides (ανωτέρω) το επιδικασθέν ποσό των £75.000 είχε αυξηθεί σε £200.000. Λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των τραυμάτων και των νευρολογικών και ψυχολογικών καταλοίπων που αυτά άφησαν στον εφεσείοντα στην προκείμενη περίπτωση, το ποσό των €250.000 θεωρείται δικαιότερο από το επιδικασθέν πρωτοδίκως ποσό.
2. Το επιδικασθέν κατ' αποκοπήν ποσό των £50.000 προς κάλυψη της απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων ή της μείωσης της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντος ορθά δόθηκε ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων. Οι δυσκολίες που κατά κανόνα αντιμετωπίζονται με αναφορά στην ασάφεια ως προς το χρονικό διάστημα που δυνατόν να διαρκέσει η αναπηρία του ενάγοντος ή ακόμη και οι αστάθμητοι παράγοντες που δυνατό να σχετίζονται με τη μελλοντική ζωή του, που δυνατό να προσμετρήσουν στην εισοδηματική του ικανότητα, δεν πρέπει να εμποδίζουν το Δικαστήριο από το να προβαίνει σε μια εκτίμηση της πιθανής αυτής απώλειας.
3. Τα Δικαστήρια αντιμετωπίζουν ιδιαίτερη δυσκολία να καθορίσουν σε κάθε περίπτωση το λογικό και δίκαιο ποσό που θα επιδικάσουν στον τομέα των αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών όταν ο ενάγων τυγχάνει να είναι ανήλικος, πράγμα που απορρέει και από τις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις στο θέμα, όπως αυτές εξηγούνται με σαφήνεια στο σύγγραμμα Ogus: The Law of Damages.
Τα Δικαστήρια έχουν κατά καιρούς ακολουθήσει διάφορους τρόπους ανεύρεσης ενός δικαίου και ταυτόχρονα εύλογου ποσού σε αυτές τις περιπτώσεις. Η χρήση της μεθοδολογίας του κατ' αποκοπήν ποσού στις περιπτώσεις ανηλίκων και/ή νεαρών ατόμων υιοθετήθηκε τόσο στην Αγγλία όσο και στην Κύπρο.
Άλλοτε χρησιμοποιείται ως βάση για τον υπολογισμό το μέσο ετήσιο εθνικό εισόδημα για ανήλικο που προέρχεται από συγκροτημένη οικογένεια όπου το παιδί έχει προοπτική προς μια καλή εκπαίδευση και μόρφωση, και άλλοτε το εισόδημα του πατέρα του ανήλικου ενάγοντος θεωρώντας πως το επάγγελμα του πατέρα δίδει το μέτρο υπολογισμού των πιθανών αποζημιώσεων. Ο κλασσικός τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων με τη χρήση πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου είναι επίσης δυνατός.
4. Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν δόθηκε μαρτυρία για το επάγγελμα ή για τα εισοδήματα του πατέρα του εφεσείοντος, ούτε στοιχεία για τη μελλοντική σταδιοδρομία που ενδεχομένως ο ανήλικος να ακολουθούσε, αλλά ούτε και συγκεκριμένη μαρτυρία από τους εκπαιδευτικούς ή τους καθηγητές υπό την ευθύνη των οποίων ήταν ο ανήλικος, ως προς σαφείς πλέον δυνατότητες ή αδυναμίες του παιδιού με αναφορά στη μελλοντική του πορεία.
5. Παρά ταύτα υπάρχουν, όπως ορθά διαπιστώθηκε και πρωτοδίκως, αντικειμενικές δυσκολίες που εξάγονται από το σύνολο των ιατρικών δεδομένων αλλά και της μαρτυρίας των γονιών που έγινε αποδεκτή.
6. Η περιστασιακή μαρτυρία η οποία παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο από τους γονείς του εφεσείοντος σε συνδυασμό με την ιατρική μαρτυρία, δεν αφήνουν αμφιβολία ως προς τις ιδιαίτερα περιορισμένες δυνατότητές του να ασκήσει ένα οποιοδήποτε επάγγελμα το οποίο θα απαιτούσε γνώσεις τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν ήταν άριστος μαθητής αλλά ήταν, όπως απέδειξε η μαρτυρία, ένας καλός μαθητής, με εγγενείς βεβαίως δυνατότητες για πανεπιστημιακή μόρφωση. Περαιτέρω ήταν και καλός στα αθλήματα και δυνατός στο ποδόσφαιρο.
7. Το δικαιότερο υπό όλες τις περιστάσεις ποσό προς κάλυψη των μελλοντικών απωλειών εισοδήματος του εφεσείοντος θα ήταν περίπου το διπλάσιο ποσό από το επιδικασθέν, το οποίο και καθορίζεται, με το σημερινό ισχύον στην Κύπρο νόμισμα, στις €170.000.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει και το συνολικό ποσό των £170.000 που αντιστοιχεί με €290.462,25 αντικαθίσταται με €420.000, ήτοι, €250.000 για τις γενικές αποζημιώσεις και €170.000 προς κάλυψη των μελλοντικών απωλειών του εισοδήματος του εφεσείοντος. Παρόλον που διαχωρίζονται τα ποσά χάριν ταξινόμησης, εν τούτοις η ουσία είναι ότι ο ανήλικος δικαιούται στο ποσό των €420.000 ως εύλογες γενικές αποζημιώσεις, εντός της εννοίας των οποίων, εμπίπτουν σε τελική ανάλυση και τα δύο πιο πάνω ποσά.
Β. Αντέφεση
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα τραύματα που είχε υποστεί ο εφεσείων και τη τραγική κατάσταση στην οποία αυτός περιήλθε μετά το ατύχημα τόσο σωματικά όσο και νευρολογικά είχαν στην ουσία συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων χωρίς επιφύλαξη. Επομένως, δεν μπορεί να παραπονείται τώρα ο εφεσίβλητος γι' αυτά.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα €3.750 συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Η αντέφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χρίστου v. Χριστοφή (1998) 1 Α.Α.Δ. 503,
A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416,
Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,
Clarke v. Rotax Aircraft [1975] 3 All E.R. 794,
S. v. Distillers Co [1969] 3 All E.R. 1412,
Jones v. Lawrence [1969] 3 All E.R. 267,
Θεοφάνους v. Κουρουκλά (2006) 1 Α.Α.Δ. 528,
Φοινικαρίδης v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,
Taylor v. Glass, Kemp and Kemp The Quantum of Damages, Vol. 2 παρ.1-715,
Taylor v. Bristol Omnibus Co. Ltd [1975] 1 W.L.R. 1054,
Αλέξανδρου v. Λεβέντη (1996) 1 Α.Α.Δ. 420,
Croke v. Wiseman [1982] 1 W.L.R. 71,
Connoly v. Camden and Islington Area Health Authority [1981] 3 All E.R. 250.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα και αντέφεση από τον εφεσίβλητο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Ψαρά-Μιλτιάδους, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7355/03), ημερομ. 5.12.06.
Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Κούτρας με Θ.Μ. Ιωαννίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αντικείμενο της ενώπιον του Εφετείου διαφοράς ήταν η επιδίκαση ποσού £120.000 ως γενικές αποζημιώσεις, καθώς και ενός πρόσθετου κατ' αποκοπήν ποσού £50.000, που ενσωματώθηκε στο σύνολο των γενικών αποζημιώσεων για τις σωματικές και νευρολογικές βλάβες που υπέστη σε δυστύχημα στις 17.10.02, ο τότε δωδεκάχρονος εφεσείων.
Με δεδομένη την ευθύνη από πλευράς του εφεσιβλήτου ως προς τις συνέπειες του δυστυχήματος, παρέμεινε προς επίλυση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το θέμα του καθορισμού των γενικών αποζημιώσεων, με επίσης δεδομένη τη συμφωνία των διαδίκων ως προς το ποσό των £5.000 ως ειδικές αποζημιώσεις. Η σύντομη μαρτυρία που προσήχθηκε πρωτόδικα από πλευράς του εφεσείοντα ανήκε στον πατέρα και μητέρα αυτού, ενώ παρουσιάστηκε από κοινού και ιατρικό πιστοποιητικό της Ρουμιάνας Κουκκουλή, νευρολόγου, με τα συνοδευτικά σε αυτό έγγραφα, ως Τεκμ. «4»(1), (2) και (3), χωρίς αυτή να κληθεί τελικά προς κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου. Από πλευράς του εφεσίβλητου κατέθεσε μόνο ο ειδικός ορθοπεδικός χειρούργος Ηλίας Γεωργίου. Κατατέθηκαν επίσης από κοινού ιατρικό πιστοποιητικό του Νοσοκομείου, ιατρική έκθεση του Δρ. Χριστόδουλου Μέση, νευρολόγου-ψυχιάτρου, καθώς και ιατρικό πιστοποιητικό της Εύας Παπακώστα, ψυχολόγου, που σημειώθηκαν ως Τεκμ. «1»-«3».
Το Δικαστήριο εξέδωσε στις 5.12.06 την απόφαση του στην οποία έγινε πλήρης αναφορά στις σωματικές βλάβες που υπέστη ο εφεσείων ενώ κατέγραψε και τα σοβαρά νευρολογικά κατάλοιπα με τη συνακόλουθη έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών και διαταραχών στην προσωπικότητα του. Προέβηκε σε περαιτέρω ευρήματα ως προς τη δυσκολία που ο εφεσείων είχε και έχει με την εκπαίδευση του στο σχολείο, τη σωστή επικοινωνία του με το περιβάλλον, την αδυναμία ένταξης του στο κοινωνικό σύνολο και ιδιαίτερα τον περιορισμό των δυνατοτήτων του να αναλάβει μελλοντικά ουσιαστικό επάγγελμα από το οποίο να είναι δυνατό να έχει τα αναγκαία εισοδηματικά εφόδια. Όπως προαναφέρθηκε, με αναφορά σε σχετική νομολογία, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των £120.000 ήταν δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, όσον αφορά τις σωματικές και νευρολογικές συνέπειες του δυστυχήματος επί του εφεσείοντα, σε ότι δε αφορά τις μελλοντικές απώλειες ή τη μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας, αναγνωρίζοντας ότι ο εφεσείων δεν έδωσε ιδιαίτερη μαρτυρία ως προς τούτο, απέδωσε το ποσό των £50.000 ως ένα σφαιρικό ποσό που αντανακλούσε, κατά την άποψη του, τη μελλοντική αυτή απώλεια.
Ο εφεσείων αντέδρασε εφεσιβάλλοντας και τα δύο πιο πάνω ποσά, θεωρώντας ότι το συνολικό ποσό των £170.000, που δόθηκε ως γενικές αποζημιώσεις ήταν ιδιαιτέρως χαμηλό, ενόψει του ότι αυτό περιελάμβανε και το ποσό των £50.000, για απώλεια μελλοντικών απολαβών, το οποίο εν πάση περιπτώσει ήταν από μόνο του πολύ χαμηλό. Ο εφεσείων εισηγείται ότι οι αποζημιώσεις θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον της τάξης των £250.000. Αλλά και ο εφεσίβλητος αντέδρασε προς την αντίθετη όμως κατεύθυνση, θεωρώντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα, παρά τα ευρήματα του, στο να επιδικάσει το έκδηλα υψηλό ποσό των £120.000, ενώ αυθαίρετα, κατά την άποψη του, καθόρισε το ποσό των £50.000 ως απώλεια μελλοντικών απολαβών, με δεδομένο ότι δεν είχε προσφερθεί από τον εφεσείοντα οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία σε σχέση με το πιθανό μελλοντικό επάγγελμα που θα ήταν δυνατό αυτός να ακολουθήσει. Με την αντέφεση του επομένως ζητείται ο παραμερισμός και των δύο ποσών και η απόδοση από το Εφετείο ενός χαμηλότερου ποσού, ώστε να αντανακλάται ορθά η πραγματική κατάσταση του εφεσείοντα από σωματική και νευρολογική άποψη, εφόσον η μαρτυρία είχε δείξει ότι υπήρξε εμφανής βελτίωση και στους δύο τομείς.
Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα ο εφεσείων, που γεννήθηκε στις 4.2.1991, υπέστη το δυστύχημα στις 17.10.2002 παρασυρθείς από το όχημα του εφεσιβλήτου ως αποτέλεσμα δε υπέστη βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, δεν άνοιγε τους οφθαλμούς του στον πόνο, ενώ παρήγαγε ήχους και αντιδρούσε σε επώδυνα ερεθίσματα με σπαστική κάμψη. Παρουσίαζε ανισοκορία χωρίς αντίδραση στο φως. Διασωληνώθηκε και τοποθετήθηκε σε αναπνευστήρα υπό γενική αναισθησία. Μετά από τη συρραφή θλαστικού τραύματος οφρύος, (έφερε και εκτεταμένες εκδορές στο τριχωτό της κεφαλής), εισήχθηκε στην εντατική μονάδα του νευροχειρουργικού τμήματος. Έγινε κρανιοανάκτηση, αξονική δε τομογραφία του εγκεφάλου έδειξε εκτεταμένη αιμορραγική θλάση αυτού στα δεξιά βασικά γάγγλια, ενώ στη συνέχεια έγινε και τραχειοστομία. Παρουσιάστηκαν επιπλοκές στο αναπνευστικό σύστημα με συνεχείς πνευμονίες, λόγω της παρατεταμένης παραμονής του σε κωματώδη κατάσταση και στον αναπνευστήρα.
Στις 18.11.02 μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Λεμεσού, εξήλθε δε αυτού με σοβαρά νευρολογικά κατάλοιπα, διαταραχές της προσωπικότητας και έκπτωση στις διανοητικές λειτουργίες. Για αρκετούς μήνες έπαιρνε προφυλακτική αντιεπιληπτική θεραπεία, λόγω υψηλού κινδύνου παρουσιάσης μετατραυματικής επιληψίας. Παρακολουθείτο στη συνέχεια από τα εξωτερικά ιατρεία του νευροχειρουργικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, η τελευταία δε εξέταση που έγινε σε αυτόν στις 3.9.03, κατέδειξε την έκπτωση και πάλι των διανοητικών λειτουργιών και τη διαταραγμένη προσωπικότητα του, με σπαστική τετραπάρεση πιο έντονη αριστερά, με ανισοκορία αριστερά και πάρεση του προσωπικού νεύρου της κεντρικής αιτιολογίας.
Στις 4.3.05 εξέταση από τον Δρ. Μέση, διαπίστωσε τη συνέχιση της ελαφράς σπαστικής διαταραχής στις κινήσεις αριστερά, με πιθανότητα ανάπτυξης μετατραυματικής επιληψίας στο 3%. Στις 2.3.06, η γιατρός Ρουμιάνα Κουκκουλή διαπίστωσε πάρεση του προσωπικού νεύρου στα αριστερά κεντρικής αιτιολογίας, αριστερή σπαστική πάρεση, αυξημένα αντανακλαστικά με κλώνο στην αριστερή πλευρά, δυσκολία στη βάδιση και ελαφριά δυσαθρία και δυσκολία στην έκφραση. Ο εφεσείων παρουσίασε επίσης σοβαρής μορφής δυσκολία στη συγκέντρωση και στη μνήμη. Υπήρχε δυσκολία στην ανάγνωση και αντίληψη κειμένων, ενώ η ικανότητα του για αριθμητικές πράξεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν από τη γιατρό και σε μεταγενέστερη εξέταση στις 9.11.06, όπου καταγράφηκε ότι η αδυναμία στην αριστερή πλευρά και οι μαθησιακές δυσκολίες δεν επιδέχονταν σημαντική βελτίωση στο μέλλον. Αξονική τομογραφία που έγινε στις 6.11.06, έδειξε μετατραυματική κύστη στον εγκέφαλο και πολλαπλές γλοιώδεις εμφανίσεις. Ο εφεσείων πρέπει να είναι κάτω από συνεχή ιατρική παρακολούθηση, μαθησιακή στήριξη και φυσιοθεραπεία.
Με βάση επίσης την κοινά αποδεκτή έκθεση της ψυχολόγου, ο εφεσείων παρουσιάζει χαμηλή αυτοεκτίμηση και εσωστρέφεια, βυθίζεται στις σκέψεις του και επιδεικνύει ανώριμη και παιδιαρίστικη συμπεριφορά σε σχέση με τη χρονολογική του ηλικία. Είναι παρορμητικός και επιθετικός, δύσκολα εμπλέκεται σε δραστηριότητες ή παιχνίδια με συνομήλικους του και παρουσιάζεται να μιμείται και να υιοθετεί περισσότερο αρνητικά σχήματα συμπεριφοράς. Παρουσιάζει περαιτέρω αργομάθεια, σύγχυση σκέψεων και ιδεών, προβλήματα μνήμης και φευγαλέα και ελλειμματική προσοχή.
Όλα τα πιο πάνω προκύπτουν από τα κοινώς κατατεθέντα ιατρικά πιστοποιητικά Τεκμ. «1»-«4», ως αυτά κατηγοριοποιήθηκαν ανωτέρω.
Το Δικαστήριο δέχθηκε απόλυτα και τη μαρτυρία των γονιών του εφεσείοντα ως προς το ότι αυτός, προ του δυστυχήματος, ήταν ένα απόλυτα φυσιολογικό παιδί που φοιτούσε στην πρώτη τάξη του γυμνασίου και ήταν ένας καλός, όχι όμως άριστος, μαθητής ασχολούμενος με αθλήματα και με την ανάλογη για την ηλικία του κοινωνικότητα και ενεργητικότητα. Λόγω του δυστυχήματος έχασε ένα χρόνο στο σχολείο, επανερχόμενος στην πρώτη τάξη του γυμνασίου με ιδιαίτερα προβλήματα. Η μητέρα του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εργασία της για να τον φροντίζει πάνω σε καθημερινή βάση, επισκεπτόμενη ακόμη και το σχολείο του για να τον στηρίζει στις καθημερινές βασικές ανθρώπινες του ανάγκες, αλλά και για να τον βοηθήσει να μπορέσει, όπως και το κατάφερε, να ξαναπερπατήσει. Παρά το ότι ο εφεσείων κατά την ημέρα της ακρόασης και έκδοσης της απόφασης, φοιτούσε στην πρώτη τάξη λυκείου, αντιμετώπιζε ακόμη πολλαπλά προβλήματα κατανόησης των μαθημάτων, ένοιωθε μειονεκτικά έναντι των υπολοίπων παιδιών, δεν μετείχε στα παιχνίδια και στις παρέες, γινόταν, δυστυχώς, αντικείμενο περίγελου από τα περισσότερα παιδιά και ήταν και ένοιωθε απομονωμένος.
Ο εφεσίβλητος παραπονείται ότι το επιδικασθέν ποσό των £120.000 είναι ιδιαιτέρως υψηλό, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο παρεγνώρισε τη βελτίωση στην υγεία του ανήλικου στην πορεία του χρόνου. Ως τέτοια βελτίωση θεώρησε τη μαρτυρία του Δρ. Μέση ότι η πιθανότητα ανάπτυξης μετατραυματικής επιληψίας κατήλθε στο 3% από το αρχικό 5%, ότι η αρχική τετραπάρεση υποχώρησε σε ημιπάρεση, ότι ο ανήλικος από την πρώτη τάξη γυμνασίου πέρασε σταδιακά στην πρώτη λυκείου και ότι η ίδια η μητέρα του ανήλικου παραδέχθηκε στη μαρτυρία της τη βελτίωση στην κατάσταση της υγείας του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν παραγνώρισε τα πιο πάνω δεδομένα, εφόσον αναφέρθηκε στο 3% πιθανότητα για μελλοντική επιληψία, την ύπαρξη πάρεσης του προσωπικού νεύρου αντί της αρχικής σπαστικής τετραπάρεσης (και αυτό φαίνεται από την παραπομπή στη μεταγενέστερη έκθεση της Ρουμιάνας Κουκκουλή, έναντι της τελευταίας εξέτασης στο νοσοκομείο - σελ. 4 και 5 της απόφασης), ενώ είχε υπόψη του λόγω της αποδοχής της μαρτυρίας των γονιών του ανήλικου στις σελ. 7 και 8, και τη βελτίωση στην υγεία του. Ο κ. Κούτρας απομονώνει τη σχετική δήλωση της μητέρας ότι υπήρξε βελτίωση στην υγεία του παιδιού, παραγνωρίζοντας ότι αυτή ανέφερε ταυτόχρονα ότι το παιδί βρισκόταν ακόμη σε ηλικία 6-7 ετών, στη δε επανεξέταση της, ανέφερε ότι στην αριστερή του πλευρά το παιδί παρουσίαζε ακόμη κινησιακά προβλήματα.
Ορθά πρωτοδίκως ανεφέρθη ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα από τον εφεσίβλητο στον τομέα της έκπτωσης της διανοητικής λειτουργίας του ανήλικου, γεγονός που μέτρησε ιδιαίτερα στην απόδοση του ποσού των £120.000. Να λεχθεί, πρόσθετα, ότι η απόφαση Λούη Χρίστου ν. Ευαγόρα Χριστοφή (1998) 1 Α.Α.Δ. 503, στην οποία στηρίχθηκε ιδιαίτερα ο κ. Κούτρας πρωτόδικα ως μέτρο για τον καθορισμό της αποζημίωσης και στην οποία δόθηκαν £32.000, δεν αφορούσε σοβαρότερα τραύματα και κατάλοιπα, όπως εισηγήθηκε, και εν πάση περιπτώσει αποφασίστηκε προ δεκαετίας.
Τα μόνιμα κατάλοιπα που παρέμειναν στον παρόντα εφεσείοντα είναι πολύ σοβαρά και ορθά η πρωτόδικος Δικαστής χαρακτήρισε την αλλαγή στη ζωή του ως «καταλυτική». Και δεν είναι τόσο η σωματική αναπηρία που παρέμεινε, (πέραν του πόνου και της ταλαιπωρίας που υπέστη μέχρι την ανάρρωση του), όσο η αλλαγή στη συνειδησιακή του κατάσταση. Κρίνεται ότι η έφεση για το ανεπαρκές του ποσού είναι ορθή. Τα όσα υπέστη ο ανήλικος έχουν πλησιέστερη συνάφεια με τους τραυματισμούς του εφεσίβλητου στην υπόθεση A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416, όπου το ποσό των £75.000 είχε αυξηθεί σε £200.000. Στην ολότητα των τραυμάτων, των νευρολογικών και ψυχολογικών καταλοίπων του ανήλικου, το ποσό των €250.000 θεωρείται ως δικαιότερο υπό τις περιστάσεις.
Σε σχέση με το επιδικασθέν προσόν των £50.000 που δόθηκε κατ' αποκοπήν προς κάλυψη της απώλειας μελλοντικών μισθών, εν πρώτοις να σημειωθεί ότι ορθά το ποσό αυτό και κάθε παρόμοιο ποσό, δίδεται ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων. (δέστε Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66 και Clarke v. Rotax Aircraft [1975] 3 All E.R. 794). Οι αποζημιώσεις αυτές ορθά ζητούνται με την καταχωρηθείσα Έκθεση Απαίτησης στην παρ. 4Ε(ζ) και υπό το αιτητικό Α των θεραπειών και άρα η θέση του κ. Κούτρα ότι δεν ζητούνται ως γενικές αποζημιώσεις, είναι λανθασμένη. Ένα Δικαστήριο δικαιολογείται να δώσει γενικές αποζημιώσεις για ζημίες που αφορούν την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων ή τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας προσώπου που έχει τραυματιστεί και όπως εξηγείται στο σύγγραμμα McGregor on Damages 15η έκδ. σελ. 220 παρ. 356, οι δυσκολίες που κατά κανόνα αντιμετωπίζονται με αναφορά στην ασάφεια ως προς το χρονικό διάστημα που δυνατόν να διαρκέσει η αναπηρία του ενάγοντα ή ακόμη και οι αστάθμητοι παράγοντες που δυνατό να σχετίζονται με τη μελλοντική ζωή του, που δυνατό να προσμετρήσουν στην εισοδηματική του ικανότητα, δεν πρέπει να εμποδίζουν το Δικαστήριο από το να προβαίνει σε μια εκτίμηση της πιθανής αυτής απώλειας.
Η δυσκολία στην αποτίμηση αυτού του κονδυλίου αναδύεται ως έτι ιδιάζουσα όταν ο ενάγων τυγχάνει να είναι ανήλικος. Ανάλογα με την ηλικία, ο βαθμός δυσκολίας στην αποτίμηση των ζημιών επαυξάνεται. Όπως αναφέρεται στον McGregor - πιο πάνω - σελ. 912, παρ. 1465:
«In the case of a child wholly or partially incapacitated for life, the court must make an estimate of how well the child, if uninjured, would have fared as an earner on attaining adulthood. The court is here faced with the difficulty that it has little or no material upon which to assess future earning potential, where the injury is incurred, and where especially the trial comes on, at a time when the child is still too young for its ability to be measured with any degree of objectivity and certainty.»
Η αδυναμία των Δικαστηρίων να καθορίζουν στην κάθε περίπτωση το δίκαιο και λογικό ποσό, απορρέει και από διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις στο θέμα όπως αυτές εξηγούνται με επάρκεια στο σύγγραμμα Ogus: The Law of Damages, σελ. 184-185, όπου αναφέρεται το «conceptual approach» που ακολουθείτο στην Αμερική και το «personal approach» το οποίο προσπαθεί να καθορίσει το ποσό που θα κέρδιζε κάποιος εάν δεν τραυματιζόταν. Εξηγείται επίσης ότι στην Αυστραλία η προσπάθεια ήταν να εξηγηθούν οι αποφάσεις των αποζημιώσεων στη βάση του «lost earning capacity rather than for lost earnings», όμως η προσέγγιση αυτή συνάδει απόλυτα και με το «personal approach», το οποίο χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για να δίνονται ουσιαστικές αποζημιώσεις σε ενάγοντες που είναι πολύ νεαροί για να μπορούν να αποδείξουν συγκεκριμένες εισοδηματικές απώλειες, (S. v. Distillers Co [1969] 3 All E.R. 1412). Και καταλήγει το σύγγραμμα στο εξής:
«In short, consistently with the personal approach the courts must still ask the question: what would the plaintiff have earned if he had not been injured?»
Τα Δικαστήρια έχουν κατά καιρούς ακολουθήσει διάφορους τρόπους ανεύρεσης ενός δίκαιου και ταυτόχρονα εύλογου ποσού σε αυτές τις περιπτώσεις. Στην υπόθεση Jones v. Lawrence [1969] 3 All E.R. 267, χρησιμοποιήθηκε ακριβώς η μεθοδολογία του κατ' αποκοπήν ποσού στην περίπτωση εφτάχρονου αγοριού που κτυπήθηκε από όχημα, ενώ έβγαινε πίσω από σταθμευμένο van με αποτέλεσμα το παιδί να υποστεί εκτός από τις διάφορες σωματικές βλάβες και μόνιμη απώλεια της δυνατότητας συγκέντρωσης του, γεγονός που θα επηρέαζε την ευχέρεια του για εύκολη επαγγελματική αποκατάσταση. Είχε επίσης απωλέσει χρόνο στο σχολείο και λόγω ανεπαρκούς απόδοσης στα υπόλοιπα σχολικά του χρόνια, δεν κατάφερε να περάσει τις τελικές εξετάσεις και να εισαχθεί σε καλύτερο σχολείο μέσης εκπαίδευσης από ό,τι θα ήταν δυνατό εάν δεν είχε υποστεί τον τραυματισμό. Αυτά τα δεδομένα λήφθηκαν υπόψη από το Αγγλικό Δικαστήριο θεωρώντας ότι εάν είχε αυτή την καλύτερη μέση εκπαίδευση, η δυνατότητα του να επιτύχει και καλύτερο εργασιακό καθεστώς θα ήταν αυξημένη.
Να σημειωθεί ότι κατά παρόμοιο τρόπο και με υπολογισμό ενός κατ' αποκοπήν ποσού, υπολογίσθηκαν και αποζημιώσεις για μελλοντική απώλεια εισοδημάτων και σε πρόσφατες υποθέσεις της Κυπριακής νομολογίας, όπως στη Θεοφάνους ν. Κουρουκλά (2006) 1 Α.Α.Δ. 528 στη σελ. 542, όπου παρά την έλλειψη μαρτυρίας για τα εισοδήματα που θα είχε ο εκεί 16χρονος ενάγων από το νέο επάγγελμα που είχε επιλέξει, η πιστοποιημένη ιατρικά φυσική ανικανότητα του, μπορούσε να οδηγήσει σε ένα καθ' υπολογισμόν ποσό αποζημιώσεων για απώλεια εισοδηματικής ικανότητας, δεδομένου ότι υπήρχε μαρτυρία ότι διακρινόταν στην καλαθόσφαιρα και συμμετείχε σε αναγνωρισμένη ομάδα. Σχετική είναι και η Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 στη σελ. 490.
Άλλωτε, χρησιμοποιείται διαφορετική μεθοδολογία, όπως αυτή στην υπόθεση Taylor v. Glass που μνημονεύεται στο Kemp and Kemp The Quantum of Damages, Vol. 2, παρ. 1-715, όπου λήφθηκε ως βάση για τον υπολογισμό, το μέσο ετήσιο εθνικό εισόδημα για ανήλικο που προερχόταν από συγκροτημένη οικογένεια η οποία θα προωθούσε το παιδί προς μια καλή εκπαίδευση και μόρφωση. Στην Taylor v. Bristol Omnibus Co. Ltd [1975] 1 W.L.R. 1054, χρησιμοποιήθηκε το εισόδημα του πατέρα του ανήλικου ενάγοντα, που ήταν κατά την ημέρα του δυστυχήματος 3½ ετών, θεωρώντας ότι η πιθανότητα το παιδί να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του ήταν μεν πολύ θεωρητική, πλην όμως έδινε ένα μέτρο με το οποίο θα μπορούσαν να υπολογιστούν οι πιθανές αποζημιώσεις. Αυτή η υπόθεση έτυχε αναφοράς στην Αλέξανδρου ν. Λεβέντη (1996) 1 Α.Α.Δ. 420, όπου λέχθηκε ότι δεν καθιέρωσε «... κανόνα δικαίου ως προς τον τρόπο προσδιορισμού μελλοντικής απώλειας απολαβών ..». Από την άλλη, ο κλασσικός τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων με τη χρήση πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου, είναι επίσης δυνατός όπως στην υπόθεση Croke v. Wiseman [1982] 1 W.L.R. 71, όπου χρησιμοποιήθηκε ως πολλαπλασιαστέος, το μέσο εθνικό εισόδημα, ενώ στην Connoly v. Camden and Islington Area Health Authority [1981] 3 All E.R. 250, χρησιμοποιήθηκε μια ανάμικτη μεθοδολογία θεωρώντας ότι πιθανό το παιδί να ακολουθούσε το επάγγελμα του πατέρα χρησιμοποιώντας το γνωστό εβδομαδιαίο εισόδημα του για σειρά ετών, χωρίς όμως να προκύπτει σαφώς από την απόφαση πώς ανευρέθη ο πολλαπλασιαστέος.
Η πρωτόδικος Δικαστής με αναφορά στις Μαυροπετρή και Θεοφάνους - πιο πάνω - θεώρησε ορθό να επιδικάσει τις £50.000 παρόλον που δέχθηκε στη σελ. 10 της απόφασης της, ότι δεν είχε «... κατευθυνθεί ειδικά από την πλευρά του ενάγοντα σε θέμα μελλοντικών απωλειών ή ορθότερα μείωση εισοδηματικής ικανότητας ούτε ad hoc στη βάση μαρτυρίας ..». Πράγματι, αναδρομή στη σχετική, σύντομη όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, μαρτυρία και από τις δύο πλευρές αποκαλύπτει ότι κανένα στοιχείο μαρτυρίας δεν προσήλθε από τον ενάγοντα, που είχε και το βάρος της απόδειξης, ως προς την ύπαρξη κάποιων δεδομένων επί των οποίων θα μπορούσε το Δικαστήριο να υπολογίσει, με αναφορά σε μια από τις μεθόδους που έχουν προηγουμένως καταγραφεί. Έτσι, δεν δόθηκε μαρτυρία για το επάγγελμα του πατέρα, ούτε για τα εισοδήματα του, ούτε για οποιαδήποτε ιδιαίτερη δεξιότητα του ανήλικου ενάγοντα που θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για μελλοντική σταδιοδρομία, ούτε δόθηκαν στοιχεία για το μέσο εθνικό εισόδημα στην Κύπρο, ούτε οτιδήποτε άλλο σχετικό. Πρόσθετα, ορθά ο κ. Κούτρας εντόπισε κατά την έφεση, ότι δεν δόθηκε συγκεκριμένη μαρτυρία από τους εκπαιδευτικούς ή τους καθηγητές υπό την ευθύνη των οποίων ήταν ο ανήλικος, ως προς σαφείς πλέον δυνατότητες ή αδυναμίες του παιδιού με αναφορά στη μελλοντική του πορεία.
Παρά ταύτα υπάρχουν, όπως ορθά διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντικειμενικές δυσκολίες που εξάγονται από την ολότητα των ιατρικών δεδομένων, αλλά και της μαρτυρίας των γονιών που έγινε δεκτή. Αυτές οι δυσκολίες που αντικειμενικά μπορούν να προσμετρήσουν έχουν ως εξής, παρόλον που δεν ταξινομήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς όμως αυτό να έχει κάποια ιδιαίτερη επίπτωση στο δίκαιο και εύλογο της απόδοσης των αποζημιώσεων. Η ιατρική έκθεση της Ρουμιάνας Κουκκουλή φέρει ημερ. 9.11.06 και ήταν συνεπώς η πιο πρόσφατη. Καταγράφει ότι ο ανήλικος έχει μαθησιακές δυσκολίες χωρίς να αναμένεται σημαντική βελτίωση στο μέλλον, με ανύπαρκτη σχεδόν ικανότητα για αριθμητικές πράξεις και με δυσκολία στην ανάγνωση και αντίληψη κειμένων. Πρόσθετα, υπάρχει σοβαρής μορφής δυσκολία στη μάθηση, συγκέντρωση και μνήμη. Τα συνημμένα στην ιατρική έκθεση πιστοποιούν τη δυσκολία στην επίλυση απλών αριθμητικών πράξεων, όπως πολλαπλασιασμό και διαίρεση (εξάγεται από την ημερομηνία εξέτασης που έγινε για πρώτη φορά στις 2.3.06, ότι ο ανήλικος ήταν τότε 15 ετών), καθώς επίσης φανερώνεται και μεγάλη δυσκολία στο γράψιμο.
Σε σύμπνοια με τα ανωτέρω και ο πατέρας του Μάριος Πασάντας, Μ.Ε.1, κατέθεσε ότι ο γιος του μετά το ατύχημα δεν μπορούσε πλέον να συνεργαστεί με τα άλλα παιδιά, δεν μπορεί να καταλάβει οποιοδήποτε μάθημα, αναγκάζεται να παρακολουθεί «ξεχωριστά μαθήματα από τους άλλους συμμαθητές του» (σελ. 6 των πρακτικών), δεν συγκεντρώνεται, απομονώνεται και δεν κοινωνικοποιείται. Ανέφερε επίσης κατά την αντεξέταση του, ότι δεν είχε ο ίδιος αντιληφθεί τον ανήλικο να είχε προοδεύσει στο σχολείο και ενώ ήταν 16 ετών δεν μπορούσε να πολλαπλασιάσει 5 x 5, ούτε να γράψει τους μήνες του χρόνου (σελ. 8 των πρακτικών). Στη σελ. 9, ερωτούμενος σε σχέση με το γεγονός ότι είχε περάσει από τη 1η γυμνασίου μέχρι την 1η λυκείου και άρα είχε παρουσιάσει μαθησιακή βελτίωση, απάντησε ότι «Υποχρεωτικά σε περνούν από την 1η γυμνασίου μέχρι το Λύκειο». Πρόσθετα, η μητέρα του Χρυστάλλα Αντωνίου, Μ.Ε.2, σαφώς κατέθεσε στην αντεξέταση της, ότι βελτιώθηκε μεν η σωματική του εμφάνιση και περπατά ελεύθερα και η μάθηση του ήταν πιο εύκολη «... αλλά δεν παύει να είναι σε ηλικία 6-7 χρονών τώρα» (σελ. 11 των πρακτικών).
Τα πιο πάνω έγιναν δεκτά πρωτόδικα και δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία. Παρά λοιπόν την ανυπαρξία κατευθείαν μαρτυρίας από τους καθηγητές του ανήλικου, η πιο πάνω περιστασιακή μαρτυρία σε συνδυασμό με την ιατρική τοιαύτη, δεν αφήνουν αμφιβολία ως προς τις ιδιαίτερα περιορισμένες δυνατότητες του να ασκήσει ένα οποιοδήποτε επάγγελμα το οποίο θα απαιτούσε γνώσεις τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν ήταν άριστος μαθητής αλλά ήταν, όπως απέδειξε η μαρτυρία, ένας καλός μαθητής, με εγγενείς βεβαίως δυνατότητες για πανεπιστημιακή μόρφωση. Περαιτέρω ήταν και καλός στα αθλήματα και δυνατός στο ποδόσφαιρο.
Αυτά απαντούν και την επιχειρηματολογία του κ. Κούτρα ως προς την ανυπαρξία μαρτυρίας από τους δασκάλους του ανηλίκου, η οποία αναμφιβόλως θα έπρεπε να οδηγείτο από το συνήγορο του. Από την άλλη, η μαρτυρία του ορθοπεδικού Ηλία Γεωργίου περιορίστηκε, ως εκ της φύσεως της ειδικότητας του, στα κινησιολογικά κατάλοιπα και ορθά πρωτοδίκως η θέση του Δρ. Γεωργίου στην έκθεση του, Τεκμ. «5», ότι «η λεκτική και πνευματική του επικοινωνία παρουσιάζεται ικανοποιητική», θεωρήθηκε ως δοθείσα «εν παρόδω», στα πλαίσια της δικής του δυνατότητας επικοινωνίας κατά την εξέταση με το παιδί στις 10.3.06 και χωρίς περαιτέρω να είχε μετρήσει ή και να είχε τη δυνατότητα προς τούτο, της ευφυΐας του.
Από όλα τα πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι καλώς το Δικαστήριο ενέκρινε ένα ποσό για μελλοντική απώλεια απολαβών και τα όσα ο κ. Κούτρας ανέφερε κατά την αντέφεση του δεν είναι ορθά. Όπως έχει υποδειχθεί, η μαρτυρία παρέχει στέρεο έδαφος για τον καθορισμό τέτοιου είδους απώλειας, αλλά ακόμη και στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας, το Δικαστήριο βλέπει το δίκαιο του πράγματος και καθορίζει το λεγόμενο «κατ' αποκοπήν» ποσό. Εκείνο το οποίο περαιτέρω φαίνεται, είναι ότι ο εφεσείων, λόγω και του νεαρού της ηλικίας του, θα έχει μια απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων αρκετά σεβαστή εκ του γεγονότος ότι φυσιολογικά θα είχε πολλά χρόνια εργασίας. Εφόσον από τη μαρτυρία έχει προκύψει ότι η επαγγελματική του αποκατάσταση δεν θα είναι δυνατή με βάση την επιστημονική του κατάρτιση, λόγω των μαθησιακών δυσκολιών του, θα πρέπει να προσμετρήσει η δυνατότητα του για εναλλακτική εργασία. Όμως ο ίδιος ο Δρ. Γεωργίου στο Τεκμ. «5», έχει καταγράψει ότι η ελαφρά σπαστικότητα που παρουσιάζει δεν επιδέχεται οποιασδήποτε χειρουργικής ορθοπεδικής θεραπείας, στη δε μαρτυρία του ανέφερε (σελ. 19 των πρακτικών), ότι υπάρχει βαθμός μείωσης των αποθεματικών του ικανοτήτων για συμμετοχή σε αθλήματα, δεν θα μπορεί δε να επιτελεί παρατεταμένη βαριά χειρονακτική εργασία. Περαιτέρω, σημείωσε ότι είναι αντιληπτός ο έστω ελαφρύς σπαστικός τρόπος βάδισης. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων περιορίζεται ακόμη περαιτέρω στην αναζήτηση λύσεων προς επαγγελματική του αποκατάσταση, λόγω και των φυσικών αδυναμιών του.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Connolly - ανωτέρω - στη σελ. 255, σε σχέση με τον τρόπο ανεύρεσης ενός λογικού ποσού:
«It is all very problematical, all very artificial, all very hypothetical, all very difficult.»
Και στη σελ. 256:
«It is difficult enough in the case of a teenager or a middle-aged person to prove something for lost years. It is more difficult for a child, but I can envisage, with respect, far more examples than the Shirley Temple case or that of a television star. I can envisage the only son of a father who owns a prosperous business. I can envisage the son who is born to a farmer who is able to leave the estate to the son. I can envisage a number of situations where the court can look at something and find that there are lost years to be compensated for.»
Εδώ, θα μπορούσε να ληφθεί ως ένδειξη η δυνατότητα του εφεσείοντα να εργάζεται για σειρά ετών, λαμβάνοντας υπόψη ότι το όριο αφυπηρέτησης σε δημόσια απασχόληση είναι σήμερα το 63ο, ενώ σε ιδιωτική απασχόληση μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερο. Με αυτά τα δεδομένα και με όλες τις πιθανές εκπτώσεις που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για την έλευση αστάθμητων γεγονότων που θα μπορούσαν να μειώσουν τα χρόνια εργασιακής απασχόλησης του και χωρίς να γίνεται προσπάθεια καθορισμού συγκεκριμένου πολλαπλασιαστή, φανερώνεται ότι το ποσό των £50.000 που δόθηκε πρωτοδίκως είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Κρίνεται ότι ένα δικαιότερο υπό όλες τις περιστάσεις ποσό προς κάλυψη των μελλοντικών απωλειών εισοδήματος θα ήταν περίπου το διπλάσιο ποσό, το οποίο και καθορίζεται, με το σημερινό ισχύον στην Κύπρο νόμισμα, στις €170.000.
Με την αντέφεση του ο εφεσίβλητος παραπονέθηκε επίσης ότι κακώς πρωτοδίκως έγιναν δεκτά ως ευρήματα τραυματισμοί του εφεσείοντα οι οποίοι δεν ήταν δικογραφημένοι, όπως η πάρεση του προσωπικού νεύρου στα αριστερά κεντρικής αιτιολογίας, τα αυξημένα αντανακλαστικά με κλώνο στην αριστερή πλευρά, τη δυσκολία στη βάδιση, την ελαφριά συραρθρία και δυσκολία στην έκφραση και την ανώριμη συμπεριφορά, τον παρορμητισμό και επιθετικότητα του ανήλικου σε σχέση με τη χρονολογική του ηλικία. Όντως η έκθεση απαίτησης δεν σημειώνει επακριβώς τα ανωτέρω στη σχετική παρ. 4Α. Όμως, όπως ορθά ανέφερε ο κ. Ευσταθίου ενώπιον του Εφετείου, η πάρεση του προσωπικού νεύρου εμπεριέχεται στη δικογραφημένη λεπτομέρεια σωματικών βλαβών για «σπαστική τετραπάρεση πιο έντονη αριστερά», όπως άλλωστε επεξήγησε τους όρους και ο Δρ. Γεωργίου και σημειώθηκαν εύστοχα από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 8. Περαιτέρω, η έκθεση απαίτησης στην παρ. 4Α(γ), αναφέρεται σε «διαταραχές προσωπικότητας» που καλύπτει και τα καταγραφέντα στην απόφαση περί παρορμητισμού και επιθετικότητας. Πρόσθετα, τα ευρήματα αυτά του Δικαστηρίου καταγράφουν τα όσα αναφέρουν τα ίδια τα ιατρικά πιστοποιητικά της Ρουμιάνας Κουκκουλή, αλλά και της ψυχολόγου Εύας Παπακώστα που κατατέθηκαν εκ συμφώνου στις 14.11.06 και 13.10.06 αντίστοιχα. Μάλιστα από το πιστοποιητικό της Ρ. Κουκκουλή είχαν, όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου, εκ συμφώνου διαγραφεί κάποιες λέξεις πριν την κατάθεση του. Επομένως, δεν μπορεί να παραπονείται τώρα ο εφεσίβλητος για ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία είχαν στην ουσία συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων χωρίς επιφύλαξη.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει και το συνολικό ποσό των £170.000 που αντιστοιχεί με €290.462,25 αντικαθίσταται με €420.000, ήτοι, €250.000 για τις γενικές αποζημιώσεις και €170.000 προς κάλυψη των μελλοντικών απωλειών του εισοδήματος του ανήλικου. Παρόλον που διαχωρίζονται τα ποσά χάριν ταξινόμησης, εν τούτοις η ουσία είναι ότι ο ανήλικος δικαιούται στο ποσό των €420.000 ως εύλογες γενικές αποζημιώσεις, εντός της εννοίας των οποίων, εμπίπτουν σε τελική ανάλυση και τα δύο πιο πάνω ποσά.
Η αντέφεση απορρίπτεται.
Ο εφεσείων δικαιούται επίσης στα έξοδα του επί της εφέσεως τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.750 συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα €3.750 συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Η αντέφεση απορρίπτεται.