ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 515
22 Απριλίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείων - Εναγόμενος,
ν.
ΜΙΧΑΛΗ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσιβλήτου - Ενάγοντος.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 211/2005)
Συμβάσεις ― Υποχρέωση προσώπου που προσπορίζεται όφελος από μη χαριστική πράξη ― Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 ― Εφαρμοστέες αρχές.
Συνεταιρισμός ― Ο περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος, Κεφ.116 ― Κατά πόσο η μη εγγραφή του συνεταιρισμού, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, αφορούσε τη μεταξύ των συνεταίρων σχέση με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται η όποια νομική υποχρέωση εκπλήρωσης των εκατέρωθεν υποχρεώσεών τους.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων ― Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο, εφόσον, εξ αντικειμένου, τα πρωτογενή ευρήματα φαίνονται ανυπόστατα.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου - ενάγοντος και εναντίον του εφεσείοντος - εναγομένου ποσό £8.730,79 πλέον τόκοι και έξοδα. Ανταπαίτηση του εφεσείοντος με την οποία απαιτούσε ποσό £2.700,00 μαζί με ένα άλλο ποσό της τάξεως των £1.750,00, το οποίο, κατ' ισχυρισμόν, αντιπροσώπευε πληρωμές που έκαμε ο ίδιος στο λογαριασμό του δανείου που διατηρούσαν οι διάδικοι στη Λαϊκή Τράπεζα για λογαριασμό του εφεσίβλητου, απορρίφθηκε.
Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσίβλητου στην έκθεση απαιτήσεώς του, τον Απρίλιο του 1993 ο εφεσίβλητος και ο εφεσείων όφειλαν προς τη Λαϊκή Τράπεζα χρεωστικό υπόλοιπο ύψους £11.958,11, που παρουσίαζε ο λογαριασμός τους εξ ίσου. Ο εφεσίβλητος στις 4.11.1997 κατέβαλε το ποσό που του αναλογούσε - £6.000,00. Αργότερα, όμως, επειδή ο εφεσείων δεν τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον εφεσίβλητο να πληρώσει το δικό του μερίδιο, και για να μην εκποιηθεί ακίνητο της μητέρας του εφεσίβλητου - που ο τελευταίος είχε υποθηκεύσει για την εξασφάλιση δανείου από τη Λαϊκή Τράπεζα, ύψους £15.000,00 για τη λειτουργία επιχείρησης καφεστιατορίου στην Αγία Νάπα για την οποία συνέστησαν συνεταιρισμό - αναγκάστηκε (ο εφεσίβλητος) να καταβάλει και το υπόλοιπο του δανείου, το οποίο και ανήλθε στο ποσό των £7.080,79.
Ο εφεσείων έδωσε εντελώς διαφορετική εκδοχή. Δεχόταν μεν ότι λειτούργησαν με τον εφεσίβλητο την επιχείρηση καφεστιατορίου αλλά αρνείτο τη σύσταση συνεταιρισμού. Υποστήριζε ότι συμφώνησε με τον εφεσίβλητο να αγοράσει τελευταίος το μερίδιό του αντί του ποσού των £6.000,00 και, επιπλέον, να εξοφλήσει το υπόλοιπο του λογαριασμού στη Λαϊκή Τράπεζα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα και το μάρτυρά του αναξιόπιστους και απέρριψε τη θέση του ότι συμφώνησε με τον εφεσίβλητο να του πωλήσει το μερίδιό του.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, συνακόλουθα, τις διαπιστώσεις ότι η συνεργασία των διαδίκων ήταν συνεταιρισμός, τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, για επιστροφή όσων ο εφεσίβλητος κατέβαλε για τον εφεσείοντα, και ότι ο εφεσίβλητος τα ποσά που κατέβαλε στη Λαϊκή Τράπεζα δεν τα κατέβαλε χαριστικώς.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ενώ αποδέχθηκε εκείνη του εφεσίβλητου. Υπέβαλε επίσης ότι η σχέση των διαδίκων δεν επέτρεπε εφαρμογή του Άρθρου 5 του Κεφ.116 αφού η συνεργασία τους ήταν απλή, χωρίς συμφωνία για επίτευξη κοινού σκοπού, πρόβλεψη για συμμετοχή σε κερδοζημίες κ.ά.
Αποφασίστηκε ότι:
Η αποδοχή της εκδοχής του εφεσίβλητου, αναπόφευκτα, οδηγούσε στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εφόσον το ποσό των £7.080,79 οφείλετο από τον εφεσείοντα και ο εφεσίβλητος το κατέβαλε χωρίς χαριστική διάθεση, τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149. Η μη εγγραφή του συνεταιρισμού, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν επηρέαζε. Το Άρθρο 61 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, Κεφ.116, (όπως τροποποιήθηκε), δεν αφορά στη μεταξύ των συνεταίρων σχέση αλλά στην υποχρέωσή τους να εγγράψουν το συνεταιρισμό και, σε περίπτωση παράλειψής τους, στις κυρώσεις που αντιμετωπίζουν.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.190,00 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Θωμά, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 646/03), ημερομ. 1.6.05.
Γ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Λευτέρη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στην Αγωγή Αρ. 646/03, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του εφεσίβλητου - ενάγοντα και εναντίον του εφεσείοντα - εναγομένου ποσό £8.730,79, πλέον τόκοι και έξοδα. Ανταπαίτηση του εφεσείοντα απορρίφθηκε.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, εφεσείων και εφεσίβλητος λειτούργησαν, την περίοδο 1991 - 1993, καφεστιατόριο στην Αγία Νάπα. Ήταν η εκδοχή του εφεσίβλητου ότι αυτός συμφώνησε προφορικά με τον εφεσείοντα να συστήσουν, για τη λειτουργία της επιχείρησης, συνεταιρισμό και ότι, για τους σκοπούς της, συνήψαν δάνειο από τη Λαϊκή Τράπεζα, ύψους £15.000,00, η αποπληρωμή του οποίου εξασφαλίστηκε και με την υποθήκευση ακίνητης ιδιοκτησίας της μητέρας του. Λειτούργησαν το καφεστιατόριο, από κοινού, μέχρι τον Απρίλιο του 1993, οπότε συμφώνησαν να διακόψουν τη λειτουργία του, να ενοικιάσουν την επιχείρηση σε κάποιο Γεώργιο Χαμπή, αντί του ποσού των £1.000,00 το μήνα και να καταβάλουν το χρεωστικό υπόλοιπο των £11.958,11, που παρουσίαζε ο λογαριασμός στη Λαϊκή Τράπεζα, εξίσου. Ο εφεσίβλητος, στις 4/11/1997, κατέβαλε το ποσό που του αναλογούσε - £6.000,00. Αργότερα, όμως, επειδή ο εφεσείων δεν τήρησε την υπόσχεσή του και για να μην εκποιηθεί το ακίνητο της μητέρας του, αναγκάστηκε να καταβάλει και το υπόλοιπο του δανείου, το οποίο ανήλθε στο ποσό των £7.080,79.
Με την Υπεράσπισή του, ο εφεσείων δίδει μια εντελώς διαφορετική εκδοχή. Ενώ δέχεται ότι λειτούργησαν με τον εφεσίβλητο την επιχείρηση του καφεστιατορίου, αρνείται τη σύσταση συνεταιρισμού. Δέχεται ότι το 1993 ενοικίασαν το καφεστιατόριο στον Γ. Χαμπή, ισχυρίζεται, όμως, ότι το 1994, όταν ο ενοικιαστής το εγκατέλειψε, συμφώνησε με τον εφεσίβλητο όπως ο τελευταίος αγοράσει το μερίδιό του στην επιχείρηση - ½ μερίδιο - αντί του ποσού των £6.000,00 και, επιπλέον, να εξοφλήσει το υπόλοιπο του λογαριασμού στη Λαϊκή Τράπεζα. Ταυτόχρονα με την πιο πάνω συμφωνία, ο εφεσίβλητος του παρέδωσε πέντε από τις δώδεκα επιταγές που τους έδωσε ο ενοικιαστής για τα ενοίκια και οι οποίες είχαν επιστραφεί, συνολικού ύψους £5.000,00, με τη συνεννόηση ότι θα προχωρούσε δικαστικά για την είσπραξή τους και ο εφεσίβλητος θα του κατέβαλλε το υπόλοιπο μέχρι να συμπληρωθεί το ποσό των £6.000,00. Με τα δικαστικά μέτρα που έλαβε, εισέπραξε μόνο £3.300,00 και ζήτησε από τον εφεσίβλητο το υπόλοιπο των £2.700,00. Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε, γι' αυτό αξιώνει το ποσό ανταπαιτητικά, μαζί με ακόμα ένα ποσό της τάξεως των £1.750,00, το οποίο κατέβαλε στη Λαϊκή Τράπεζα, μετά που ο εφεσίβλητος παρέλειψε να εκπληρώσει την υποχρέωση που ανέλαβε.
Για την υπόθεση κατέθεσαν συνολικά πέντε μάρτυρες. Από πλευράς εφεσίβλητου, ο ίδιος, ο γαμπρός του και ο διευθυντής του καταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας, όπου οι διάδικοι διατηρούσαν το λογαριασμό δανείου και τον τρεχούμενο και, από πλευράς εφεσείοντα, ο ίδιος και ακόμη ένας μάρτυρας.
Η μαρτυρία της κάθε πλευράς ήταν στη γραμμή της δικογραφημένης θέσης της. Από πλευράς εφεσείοντα, διευκρινίστηκε ότι, κατά το χρόνο που αυτός συμφώνησε να πωλήσει στον εφεσίβλητο το μερίδιό του, οι προσφορές που είχαν για την εμπορική εύνοια της επιχείρησης ήταν πολύ ψηλές - έφταναν μέχρι £40.000,00 έως £45.000,00 - προτίμησε, όμως, να πωλήσει το μερίδιό του στον εφεσίβλητο, γιατί εκείνος θα συνέχιζε την επιχείρηση, αφού ο ίδιος θα έμενε μόνιμα στο εξωτερικό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα και το μάρτυρά του αναξιόπιστους. Απέρριψε τη θέση του ότι συμφώνησε με τον εφεσίβλητο να του πωλήσει το μερίδιό του, γιατί:-
«(α) Παρά το ότι είχαν ψηλότερες προσφορές για να πουλήσουν την επίδικη επιχείρηση εντούτοις δέκτηκε την κατά πολύ χαμηλότερη προσφορά του ενάγοντα. Λογικά θα ανέμενα ότι από την στιγμή που είχαν πολύ ψηλότερες προσφορές για να πουλήσουν την επίδικη επιχείρηση, οι οποίες έφθαναν κατά τον ισχυρισμό του τις £45.000 δεν θα αποδέχετο την προσφορά του ενάγοντα, η οποία ήταν κατά πολύ χαμηλότερη από τις άλλες προσφορές. Η δικαιολογία που έδωσε στο δικαστήριο για την αποδοχή της προσφοράς του ενάγοντα ήταν ακατανόητη και ευτελής, σε βαθμό που στερείτο κάθε πειστικότητας.
(β) Ο ενάγοντας, σύμφωνα με την εκδοχή του περί το τέλος του 1993 του πρότεινε από τηλεφώνου να αγοράσει το μερίδιο του στην επίδικη επιχείρηση για £6000, πρόταση την οποία έκαμε αποδεκτή. Συμφώνησαν επίσης να πληρώσει ο ενάγοντας το συμφωνηθέν ποσό στον πατέρα του στην Κύπρο. Με την επιστροφή του στην Κύπρο, περί τον Μάρτιο - Απρίλιο του 1994 επαλήθευσε την συμφωνία του με τον ενάγοντα, παρά το ότι ο τελευταίος δεν είχε μέχρι τότε πληρώσει το συμφωνηθέν ποσό. Αν πράγματι ευσταθούσαν τα περί της από τηλεφώνου συμφωνίας του με τον ενάγοντα λογικά θα ανέμενα ότι με την επιστροφή του στην Κύπρο, εφόσον ο ενάγοντας δεν είχε τιμήσει την υπόσχεση του να πληρώσει το συμφωνηθέν ποσό στον πατέρα του όχι μόνο δεν θα επιβεβαίωνε την συμφωνία του με τον ενάγοντα αλλά αντίθετα θα προχωρούσε στον τερματισμό της. Αντ' αυτού απαιτούσε συνεχώς τα χρήματα του από τον ενάγοντα, ο οποίος του ζητούσε πίστωση χρόνου.
(γ) Όμως και η θέση του ότι ήταν μέρος της συμφωνίας του με τον ενάγοντα να αποδεχθεί ο τελευταίος όλες τις υποχρεώσεις της επίδικης επιχείρησης, περιλαμβανομένου και του χρεωστικού τους λογαριασμού με την Λαϊκή Τράπεζα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Αν η εν λόγω θέση ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα λογικά θα ανέμενα ότι με την επιστροφή του στην Κύπρο θα μεριμνούσε ή τουλάχιστον θα πίεζε τον ενάγοντα για να εξαλειφθεί και επίσημα το όνομα του από τον λογαριασμό δανείου τους, ο οποίος σημειώνω ότι είχε ήδη καταστεί προβληματικός. Δυστυχώς σε καμιά τέτοια ενέργεια δεν προέβηκε. Ούτε και όταν οχλήθηκε από την Λαϊκή Τράπεζα για το καθυστερημένο υπόλοιπο, με επιστολή την οποία, όπως ο ίδιος δέκτηκε στη μαρτυρία του παρέλαβε περί το 1995 δεν έκαμε οποιαδήποτε ενέργεια για εξάλειψη του ονόματος του από το δάνειο της επιχείρησης. Μόνο μετά που παρέλαβε την ειδοποίηση πτώχευσης (Τεκμήριο 13) κατά το 1999 έκαμε ενέργειες για να αποδεσμευτεί από το δάνειο. Η δικαιολογία την οποία έδωσε στο δικαστήριο για την παράλειψη του να προβεί ενωρίτερα σε οποιεσδήποτε ενέργειες αποδέσμευσης του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο καθότι στερείται πειστικότητας.
(δ) Η θέση του ότι ο ενάγοντας περί το τέλος του 1995 με αρχές του 1996 του παρέδωσε τις 5 επιταγές του Χαμπή, οι οποίες είχαν επιστραφεί απλήρωτες, με την εξουσιοδότηση να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον του Χαμπή για είσπραξη τους δεν μπορεί επίσης να γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο για τον λόγο ότι προσκρούει στο αδιαμφισβήτητο περιεχόμενο της απόδειξης - Τεκμήριο 2. Η εν λόγω απόδειξη αναφέρεται στην αγωγή με αριθμό 1499/94 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου. Από τον αριθμό της ως άνω αγωγής καθίσταται πρόδηλο ότι αυτή ηγέρθη περί το 1994. Το δικαστήριο έχει δικαστική γνώση ότι ο αριθμός κάθε αγωγής περιλαμβάνει και την χρονολογία καταχώρησης της. Αν ευσταθούσε η εκδοχή του ότι παρέλαβε τις εν λόγω επιταγές περί το 1995 - 1996 λογικά θα ανέμενα ότι και η αγωγή θα έπρεπε να είχε εγερθεί μεταξύ της ως άνω περιόδου και όχι προηγουμένως. Κατά συνέπεια απορρίπτω την θέση του ότι οι επιταγές αυτές του παραδόθηκαν από τον ενάγοντα περί το τέλος του 1995 με αρχάς του 1996. Είμαι της γνώμης ότι ο χρόνος παράδοσης των επιταγών ήταν ουσιώδους σημασίας για την εκδοχή του, επειδή τον είχε συνδέσει με την πίστωση χρόνου την οποία του ζητούσε ο ενάγοντας για να του πληρώσει τις £6.000. Κατ' επέκταση δεν θα μπορούσα να αποδεκτώ ούτε την θέση του ότι οι επιταγές αυτές του παραδοθήκαν από τον ενάγοντα, ενόψει του ότι ο τελευταίος δεν είχε τα χρήματα για να τον πληρώσει για την αγορά του μεριδίου του, ως μέρος των £6000. Αντίθετα αποδέχομαι την θέση του ενάγοντα ότι οι εν λόγω επιταγές βρίσκονταν στην κατοχή του εναγομένου εξ αρχής και ότι η αγωγή 1499/94 ηγέρθη και εξ ονόματος του ενάγοντα χωρίς όμως ο τελευταίος να έχει δώσει την προς τούτο συγκατάθεση του.»
Με την απόρριψη της θέσης του εφεσείοντα για πώληση του μεριδίου του στον εφεσίβλητο, απέρριψε και τον ισχυρισμό του ότι οι πληρωμές από τον ίδιο στο λογαριασμό του δανείου, ύψους £1.750,00, έγιναν για λογαριασμό του εφεσίβλητου. Κατέληξε ότι, εάν οι ισχυρισμοί του ήταν η πραγματικότητα, λογικά αυτός θα λάμβανε μέτρα, για να ανακτήσει το πιο πάνω ποσό νωρίτερα και όχι να αναμένει να το διεκδικήσει ανταπαιτητικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε επουσιώδεις τις αδυναμίες που εντόπισε στη μαρτυρία του εφεσίβλητου - λεπτομέρειες σε σχέση με καταθέσεις στο λογαριασμό, ακριβή αριθμό των επιταγών που ο ενοικιαστής παρέδωσε - και έκρινε τη μαρτυρία του καθ' όλα αξιόπιστη. Έκρινε ότι αυτές δεν οφείλονταν σε προσπάθεια απόκρυψης γεγονότων αλλά στην πάροδο του χρόνου. Αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του και διαπιστώνοντας, μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας, αδιαμφισβήτητα γεγονότα, κατέληξε στα όσα συνοψίζουμε στη συνέχεια.
Εφεσείων και εφεσίβλητος, με γραπτή συμφωνία, ημερομηνίας 1/4/1993, ενοικίασαν την επιχείρηση του καφεστιατορίου που λειτούργησαν από κοινού στο Γ. Χαμπή, αντί του μηνιαίου ενοικίου των £1.000,00. Έναντι των ενοικίων παραδόθηκε αριθμός μεταχρονολογημένων επιταγών εκ £1.000,00 εκάστη. Μερικές από αυτές επεστράφησαν απλήρωτες. Πέντε επιταγές, που δεν είχαν εισπραχθεί, περιήλθαν στην κατοχή του εφεσείοντα. Ο ενοικιαστής, πριν από τη λήξη της περιόδου ενοικίασης, το 1994, εγκατέλειψε την επιχείρηση, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός του δανείου, που οι διάδικοι διατηρούσαν με τη Λαϊκή Τράπεζα, να καταστεί προβληματικός, παρουσιάζοντας χρεωστικό υπόλοιπο £12.000,00. Συμφώνησαν τότε να το πληρώσουν εξίσου. Στις 4/11/1997, ο εφεσίβλητος κατέθεσε £6.000,00. Ο εφεσείων παρέλειψε να καταβάλει το μέρος που του αναλογούσε, με αποτέλεσμα, το 1995 να ληφθούν εναντίον και των δύο δικαστικά μέτρα από τη Λαϊκή Τράπεζα, οπότε ο εφεσείων κατέβαλε ποσό £1.750,00. Ο πιο πάνω λογαριασμός πιστώθηκε, επίσης, στις 23/8/2001, με ποσό £1.597,40, το οποίο εισπράχθηκε από την αναγκαστική πώληση αυτοκινήτου ενός εκ των εγγυητών του δανείου. Το υπόλοιπο του λογαριασμού, το οποίο στις 21/11/2001 ανερχόταν σε £7.080,79, εξοφλήθηκε από τον εφεσίβλητο, για να αποδεσμευθεί το ακίνητο της μητέρας του, το οποίο ήταν υποθηκευμένο. Ο εφεσίβλητος κατέβαλε το πιο πάνω ποσό, το οποίο είχε υποχρέωση να καταβάλει ο εφεσείων, χωρίς χαριστική πρόθεση. Το ποσό των £3.300,00, το οποίο ο εφεσείων εισέπραξε από το Γ. Χαμπή, μετά από τη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του, σε σχέση με τις επιταγές, δεν αποτελούσε είσπραξη για λογαριασμό του συνεταιρισμού, ο οποίος, μετά την αποχώρηση του ενοικιαστή, δεν επαναλειτούργησε, αλλά ενοίκια από την ενοικίαση της επιχείρησης κατά το χρόνο που ο συνεταιρισμός βρισκόταν σε ισχύ, με αποτέλεσμα να ανήκει, εξίσου, και στους δύο. Η μη εγγραφή του συνεταιρισμού δεν εμπόδιζε την επιτυχία της απαίτησης, για δύο λόγους: Πρώτο, ο ισχυρισμός αυτός δεν εγειρόταν στα δικόγραφα και, δεύτερο, δεν ίσχυε η απαγόρευση του Άρθρου 62 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, Κεφ.116, αφού ο συνεταιρισμός έπαυσε να υπάρχει.
Ο εφεσείων, με πέντε λόγους έφεσης, οι οποίοι, στην ουσία, συμπλέκονται, αμφισβητεί την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, συνακόλουθα, των διαπιστώσεων ότι η συνεργασία των διαδίκων ήταν συνεταιρισμός, τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, για επιστροφή όσων ο εφεσίβλητος κατέβαλε για τον εφεσείοντα, και ότι ο εφεσίβλητος τα ποσά που κατέβαλε στη Λαϊκή Τράπεζα δεν τα κατέβαλε χαριστικώς.
Υποστηρίχθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία αξιολογήθηκε, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα διάφορα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγησή της, όπως γνώσεις, εξυπνάδα, έλλειψη προσωπικού συμφέροντος του μάρτυρα. Αβασάνιστα και αναιτιολόγητα, υπέβαλε ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου και απέρριψε τη δική του. Λάθη και παραλείψεις στη μαρτυρία του εφεσίβλητου δεν επηρέασαν την αξιοπιστία του, σε αντίθεση με τα λάθη στη δική του μαρτυρία, τα οποία οδήγησαν στην απόρριψη της εκδοχής του. Η σχέση, υπέβαλε, των διαδίκων δεν επέτρεπε εφαρμογή του Άρθρου 5 του Κεφ.116. Επρόκειτο για απλή συνεργασία, χωρίς συμφωνία για επίτευξη κοινού σκοπού, πρόβλεψη για συμμετοχή σε κερδοζημίες κ.ά.
Είναι καλά γνωστό ότι η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. Όπως αναφέρεται στην Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Επέμβαση του εφετείου δικαιολογείται μόνο, εφόσον, εξ αντικειμένου, τα πρωτογενή ευρήματα φαίνονται ανυπόστατα - (βλ. Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).
Έχουμε εξετάσει τα όσα ο εφεσείων προώθησε σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δε βρίσκουμε να ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και την αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του, έδωσε λόγους, τους οποίους βρίσκουμε απόλυτα αιτιολογημένους και πειστικούς. Έστρεψε την προσοχή του, όπως άλλωστε είχε καθήκον, σε κάθε σημείο της μαρτυρίας και εξήγησε γιατί οι αδυναμίες που εντόπισε στη μαρτυρία του εφεσίβλητου δεν αναιρούσαν το αξιόπιστό της. Η αποδοχή της εκδοχής του εφεσίβλητου, αναπόφευκτα, οδηγούσε στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εφόσον το ποσό των £7.080,79 οφείλετο από τον εφεσείοντα και ο εφεσίβλητος το κατέβαλε χωρίς χαριστική διάθεση, τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149. Η μη εγγραφή του συνεταιρισμού, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν επηρέαζε. Το Άρθρο 61 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, Κεφ.116, (όπως τροποποιήθηκε), δεν αφορά στη μεταξύ των συνεταίρων σχέση αλλά στην υποχρέωσή τους να εγγράψουν το συνεταιρισμό και, σε περίπτωση παράλειψής τους, στις κυρώσεις που αντιμετωπίζουν.
Η έφεση απορρίπτεται, με €1.190,00 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.190,00 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.