ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 280
14 Μαρτίου, 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9
ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΗΛΟΥ
ΚΑΙ ΠΑΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ
ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ
ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΗΛΟΥ
ΚΑΙ ΠΑΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ
ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ
ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΔΗ
ΣΤΙΣ 15/02/2008 ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04/02/2008 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 6123/05
ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
(Αίτηση Αρ. 18/2008)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari και Prohibition εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να μην εκδώσει διάταγμα αντεξέτασης του ενάγοντος ο οποίος είχε καταχωρήσει ένσταση συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση στην αίτηση που καταχώρησαν οι εναγόμενοι και που αφορούσε την αναζήτηση της αναγνώρισης του κανόνα Δικαστηρίου, μεταξύ των διαδίκων, ως διατάγματος για σκοπούς εκτέλεσης ― Δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, απέρριψε την αίτηση των εναγομένων στην αγωγή αρ. 6123/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - αιτητών στην παρούσα διαδικασία, για αντεξέταση του ενάγοντος ο οποίος είχε καταχωρήσει ένσταση συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση σε αίτηση των εναγομένων (η κυρίως αίτηση) εντός της πιο πάνω αγωγής. Με την κυρίως αίτηση οι αιτητές - εναγόμενοι επεδίωκαν την έκδοση διαταγμάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με δηλώσεις που έγιναν από τον τότε δικηγόρο των εναγομένων στα πλαίσια εκ συμφώνου απόφασης που είχε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος και εναντίον των ιδίων και οι οποίες δηλώσεις είχαν καταστεί «συμφωνία δικαστηρίου (rule of court)».
Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari και Prohibition εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Ο συνήγορος των αιτητών υποστήριξε ότι: (α) το Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας επειδή είχε καταγράψει στο σκεπτικό της απόφασής του και άποψη επί της ερμηνείας του κανόνος Δικαστηρίου, αποφασίζοντας επί θεμάτων μη επιδίκων, αλλά και καθιστώντας την κυρίως αίτηση άνευ αντικειμένου και (β) σε περίπτωση που οι αιτητές θα αποφάσιζαν να αποσύρουν την κυρίως αίτηση και να προχωρήσουν με αγωγή για την εκτέλεση του κανόνα Δικαστηρίου, πιθανό να έλθουν αντιμέτωποι με ισχυρισμό περί δεδικασμένου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απόφαση του Δικαστηρίου να μη εκδώσει το διάταγμα για αντεξέταση, παρά τη σύμφωνη γνώμη και του ιδίου του καθ' ου η αίτηση στην αίτηση εκείνη, ενέπιπτε εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και ορθώς δεν αμφισβητήθηκε από τους αιτητές.
2. Τα σχόλια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία της συμφωνίας επί Δικαστηρίω έγιναν ακριβώς στα πλαίσια του αιτήματος για αντεξέταση και όχι σε σχέση με το ζητούμενο της κυρίας αίτησης, που ήταν και παραμένει, η δυνατότητα εγγραφής της συμφωνίας ως διάταγμα του Δικαστηρίου για σκοπούς εκτέλεσης.
3. Με τα σχόλιά του το Δικαστήριο δεν αποστέρησε τους αιτητές από το δικαίωμά τους να προωθήσουν την κυρίως αίτηση και σαφώς δεν τους αποστέρησε το δικαίωμα να ακουστούν.
4. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους αιτητές επιδιώκοντας την αντεξέταση του ενάγοντος επί των κατά την άποψή τους αμφισβητούμενων θεμάτων, εξέτρεψε τη διαδικασία της κυρίως αίτησης από την ορθή της διάσταση.
5. Η ζητηθείσα αντεξέταση ήταν άσχετη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς της κυρίως αίτησης, που ήταν πρωτίστως η αναζήτηση της αναγνώρισης του κανόνα του Δικαστηρίου ως διατάγματος για σκοπούς εκτέλεσης.
6. Οι αιτητές έχουν τη δυνατότητα εναλλακτικού ένδικου μέσου και δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ώστε το Δικαστήριο να επέμβει σ' αυτό το ζήτημα με το ένδικο μέσο που χρησιμοποιήθηκε.
7. Δεν προκύπτει συζητήσιμο θέμα δημιουργίας δεδικασμένου (res judicata) στη βάση μιας και μόνο πιθανότητας που ανακύπτει λόγω των σχολίων που έγιναν.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Απαισιώτη ν. Ραγιά (1993) 1 Α.Α.Δ. 882,
Μούχτου ν. Χείμαρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1794,
Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,
Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,
Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.
Αίτηση.
Ν. Τσαρδελλής, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε το αίτημα που είχε γίνει στην ενδιάμεση αίτηση ημερ. 4.2.08 για αντεξέταση του ενόρκως δηλούντος στην ένσταση που είχε καταχωρηθεί στα πλαίσια της αιτήσεως ημερ. 22.10.07 (εφεξής η «κύρια αίτηση»), στην αγωγή υπ' αρ. 6123/05. Οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος φαίνονται στην απόφαση ημερ. 15.2.08 η οποία και οδήγησε τους αιτητές να καταχωρήσουν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν άδεια με στόχο να καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση της απόφασης καθώς και αίτηση για έκδοση Prohibition ώστε να απαγορεύεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να προχωρήσει με την εκδίκαση της κυρίως αίτησης.
Συνοπτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στην επίδικη διαδικασία έχουν ως εξής: Οι διάδικοι στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής κατέληξαν σε εξώδικη διευθέτηση η οποία καταγράφηκε στις 7.12.06 επί τη βάσει της οποίας εκδόθηκε απόφαση υπέρ του ενάγοντα Κώστα Γαβριηλίδη για £83.663 με τόκο 3% ετήσια από 1.6.01 μέχρι εξόφλησης. Δηλώθηκε η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης για περίοδο έξι μηνών. Η απόφαση είχε εκδοθεί εναντίον των εναγομένων Λευτέρη Μήλου και Πανίκου Χατζηλοΐζου, προσωπικά και αλληλέγγυα, αιτητές στην παρούσα διαδικασία. Στα πλαίσια της εξ συμφώνου απόφασης είχαν γίνει δηλώσεις από τον τότε δικηγόρο των εναγομένων ότι το ποσό θα καταβαλλόταν εντός έξι μηνών νοουμένου ότι κατά την ημερομηνία πληρωμής ο Κ. Γαβριηλίδης θα μεταβίβαζε το 33,33% των μετοχών που κατείχε στην εταιρεία Agamemnon S.R.L. καθώς και το 100% των μετοχών που κατείχε στην εταιρεία Socratis Agro S.R.L. (και οι δύο Ρουμάνικες εταιρείες). Επίσης δηλώθηκε ότι οι παρόντες αιτητές, ως εκεί εναγόμενοι, ανελάμβαναν να καταβάλουν τα λογιστικά έξοδα των αναφερομένων εταιρειών τα οποία και είχε καταβάλει ο ενάγων σε συγκεκριμένο λογιστικό γραφείο. Αυτές οι δηλώσεις έγιναν «συμφωνία δικαστηρίου (rule of court)».
Προέκυψαν προβλήματα ως προς την εκτέλεση της απόφασης για τα οποία η κάθε πλευρά αιτιάται την άλλη. Ο Κ. Γαβριηλίδης με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 13.6.07 και με αφορμή το ότι οι εδώ αιτητές ουδέποτε ανταποκρίθηκαν σε επιστολή του ημερ. 20.12.06 με την οποία καλούνταν να καθορίσουν ημερομηνία και χώρο για την υπογραφή των σχετικών εγγράφων μεταβίβασης των μετοχών στις εταιρείες, ακύρωσε τη συμφωνία εξ υπαιτιότητας των αιτητών. Ακολούθησε η καταχώρηση της κυρίως αίτησης από τους αιτητές εντός της αγωγής αρ. 6123/05, επιδιώκοντας την έκδοση διαταγμάτων του Δικαστηρίου με τα οποία ο κανόνας Δικαστηρίου («rule of court»), (i) να καθίσταται διάταγμα του Δικαστηρίου, (ii) να δίνεται άδεια προς εκτέλεση του κανόνα αυτού και (iii) όπως εντός δεκαπέντε ημερών ο Κ. Γαβριηλίδης διαταχθεί να προβεί στη μεταβίβαση και εγγραφή των αντιστοίχων μετοχών στις εταιρείες, ταυτόχρονα με την καταβολή του ποσού των £83.663 με τον τόκο και τα λογιστικά έξοδα. Η κύρια αίτηση συνοδευόταν από ένορκες δηλώσεις των ιδίων των αιτητών, με προεξάρχουσα, όσον αφορά την παράθεση γεγονότων, αυτή του Λευτέρη Μήλου.
Καταχωρήθηκε ένσταση υποστηρίζομενη από ένορκη δήλωση του Κ. Γαβριηλίδη στην οποία, μεταξύ άλλων, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι μετά την ακύρωση της συμφωνίας είχε πωλήσει και μεταβιβάσει τις μετοχές σε τρίτο άτομο, αλλά και ότι οι αιτητές δεν είχαν δείξει ετοιμότητα να καταβάλουν το ποσό της απόφασης ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση των μετοχών επ' ονόματι τους. Η κυρίως αίτηση ορίστηκε για ακρόαση στις 28.3.08. Ενδιάμεσα καταχωρήθηκε η αίτηση που αποτέλεσε το έναυσμα για την παρούσα διαδικασία που επιδίωκε την αντεξέταση του Κ. Γαβριηλίδη κατά τη διαδικασία που θα λάβει χώραν στις 28.3.08. Η αίτηση αυτή που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Λευτέρη Μήλου αναφέρει στην παρ. 4 αυτής, ότι ψευδώς και αναληθώς ο Κ. Γαβριηλίδης στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση αρνείται το γεγονός ότι οι αιτητές τον είχαν καλέσει για να του καταβάλουν το συμφωνηθέν ποσό, αφήνοντας ταυτόχρονα να εννοηθεί ότι ο ίδιος ήταν πρόθυμος να μεταβιβάσει τις μετοχές και ότι η παράβαση του κανόνα του Δικαστηρίου έγινε από τους ίδιους τους αιτητές και όχι από τον Κ. Γαβριηλίδη. Στα πλαίσια αυτά ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι ο Κ. Γαβριηλίδης πολύ πριν τη συμπλήρωση των έξι μηνών αναστολής που είχε συμφωνηθεί είχε καλέσει τους αιτητές να προχωρήσουν με τον καθορισμό ημερομηνίας και χώρου για την υπογραφή των εγγράφων μεταβίβασης με την ταυτόχρονη καταβολή του οφειλομένου ποσού.
Ο κ. Τσαρδελλής προωθώντας την αίτηση για Certiorari και Prohibition δεν αμφισβήτησε το δικαίωμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση για αντεξέταση μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, παρόλο που οι δικηγόροι του Κ. Γαβριηλίδη δεν είχαν ενστεί στην έκδοση σχετικού διατάγματος. Εκείνο το οποίο προσβάλλει ο συνήγορος είναι η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταγράψει στο σκεπτικό της απόφασης του και άποψη επί της ερμηνείας του κανόνος Δικαστηρίου, ενεργώντας έτσι καθ' υπέρβαση εξουσίας, αποφασίζοντας επί θεμάτων μη επιδίκων, αλλά και καθιστώντας με τον τρόπο αυτό την κυρίως αίτηση άνευ αντικειμένου. Ταυτόχρονα, κατά το συνήγορο, οι αιτητές σε περίπτωση που θα αποφάσιζαν να αποσύρουν την κυρίως αίτηση και να προχωρήσουν με αγωγή για την εκτέλεση του κανόνα Δικαστηρίου, πιθανό να έλθουν αντιμέτωποι με ισχυρισμό περί δεδικασμένου.
Ερωτούμενος ο κ. Τσαρδελλής κατά την προώθηση της επίδικης αίτησης ως προς την ορθότητα του μέτρου που επέλεξε προς εφαρμογή του κανόνα Δικαστηρίου, με την προώθηση δηλαδή της κυρίως αιτήσεως κατ' αντίθεση με νομολογία η οποία καθιερώνει ότι η συμφωνία επί Δικαστηρίω χρειάζεται προς εφαρμογή της την έγερση νέας αγωγής, διότι μια τέτοια συμφωνία αποτελεί απλή σύμβαση μεταξύ των μερών που δεν μετατρέπεται αυτόματα σε δικαστική απόφαση (Απαισιώτη ν. Ραγιά (1993) 1 Α.Α.Δ. 882 και Μούχτου ν. Χείμαρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1794), ο σύνηγορος ανέφερε ότι έκρινε με βάση Αγγλική νομολογία ότι η επιδίωξη της εφαρμογής του κανόνα Δικαστηρίου είναι δυνατό να γίνει με την καταχώρηση αιτήσεως προς αυτό το σκοπό εντός της αγωγής στην οποία καταγράφηκε η συμφωνία επί Δικαστηρίω (David Foskett: The Law and Practice of Compromise σελ. 121-126, Atkinson v. Castan, The Times 17 April 1991, In re Shaw Smith v. Shaw (1918) P.47).
Περαιτέρω, σε άλλη ερώτηση του Δικαστηρίου αναφορικά με την πρόθεση των αιτητών να αποσύρουν την κυρίως αίτηση, όπως αναφέρεται και στην παρ. 4Δ της επίδικης αίτησης, κάτι που θα καθιστούσε την παρούσα διαδικασία άνευ αντικειμένου διότι το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί ματαίω, ο κ. Τσαρδελλής διευκρίνισε κατόπιν σύντομης διακοπής και αφού έλαβε περαιτέρω οδηγίες από τους αιτητές, ότι θα προωθηθεί εν τέλει η κυρίως αίτηση.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, αίτηση για χορήγηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν επιτυγχάνει όταν δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και όταν δεν φαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535). Περαιτέρω άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, στην οποία περίπτωση θα πρέπει να καταδειχθούν ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την παρέκκλιση του κανόνα ότι αφού προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συζητήσιμου ζητήματος. Και αυτό, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552).
Έχοντας με ιδιαίτερη προσοχή εξετάσει την όλη υπόθεση και τους λόγους που έχει προτάξει ο κ. Τσαρδελλής, κρίνεται ότι η παρούσα δεν είναι πρέπουσα περίπτωση για τη χορήγηση άδειας και αυτό για σειρά λόγων:
(i) Δεν έχει αμφισβητηθεί, και ορθά, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην εκδώσει το διάταγμα για αντεξέταση παρά τη σύμφωνη προς τούτο γνώμη και του ίδιου του καθ' ου στην αίτηση εκείνη Κ. Γαβριηλίδη, με δεδομένο ότι η αίτηση στηριζόταν στη Δ.39, θ.1 η οποία και παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εγκρίνει ή να απορρίψει την αίτηση ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της. (δέστε Annual Practice 1958 σελ. 865 και Halsbury's Laws of England 3η έκδ. Τόμος 21, σελ. 418-419 παρ. 878).
(ii) Τα σχόλια του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία της συμφωνίας επί Δικαστηρίω έγιναν ακριβώς στα πλαίσια του αιτήματος για αντεξέταση και όχι σε σχέση με το ζητούμενο της κυρίας αίτησης, που ήταν και παραμένει, η δυνατότητα εγγραφής της συμφωνίας ως διάταγμα του Δικαστηρίου για σκοπούς εκτέλεσης. Τα σχόλια αφορούσαν το κείμενο της εξ συμφώνου απόφασης περιλαμβανομένου και του κανόνα Δικαστηρίου, όπως διατυπώθηκε πρωτοδίκως από Δικαστήριο άλλο από εκείνο που έχει τώρα ενώπιον του την κυρίως αίτηση, παρατηρώντας ταυτόχρονα ότι όπως καταγράφηκε, υπήρχε σαφής απόφαση υπέρ του Κ. Γαβριηλίδη ως ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων, παρόντων αιτητών, για το συμφωνηθέν ποσό με αναστολή έξι μηνών, χωρίς η απόφαση αυτή να υπόκειτο σε άλλους όρους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, ορθά, ότι δεν έγινε οποιαδήποτε αίτηση για τροποποίηση ή διόρθωση της εξ συμφώνου απόφασης που καταγράφηκε στις 7.12.06, στο βαθμό που αυτή πιθανό να μην ανταποκρινόταν ή να απέδιδε ορθά τις προθέσεις των διαδίκων.
(iii) Η προσβαλλόμενη απόφαση εντόπισε ότι η σκοπούμενη αντεξέταση περιοριζόταν και αφορούσε το κατά πόσο ο Κ. Γαβριηλίδης είχε όντως κληθεί από τους αιτητές να προχωρήσει στη μεταβίβαση των μετοχών με την ταυτόχρονη καταβολή του οφειλομένου προς αυτόν ποσού. Διατύπωσε όμως και την άποψη έχοντας υπόψη το λεκτικό της εκ συμφώνου απόφασης ότι «. η εκτέλεση της απόφασης .. δεν τελεί υπό οποιαδήποτε υποχρέωση του Ενάγοντα να μεταβιβάσει τις μετοχές στο όνομα των Εναγομένων.».
(iv) Με τα σχόλια του το Δικαστήριο δεν αποστέρησε τους αιτητές από το δικαίωμα τους να προωθήσουν την κυρίως αίτηση και σαφώς δεν τους αποστέρησε το δικαίωμα να ακουστούν. Αντίθετα, ρητά καταγράφεται στην προτελευταία παράγραφο της σελ. 5 της απόφασης, ότι παραμένουν ανοικτές οι θεραπείες που αξιώνονται με την κυρίως αίτηση, καθώς ανοικτή παραμένει και η υποχρέωση του Κ. Γαβριηλίδη να μεταβιβάσει τις μετοχές εφόσον, σύμφωνα με τον τότε δικηγόρο των αιτητών, η καταβολή του ποσού της απόφασης θα ενεργοποιείτο μόνο στην περίπτωση που ο Κ. Γαβριηλίδης θα μεταβίβαζε τις μετοχές.
(v) Επί τη βάσει των πιο πάνω, είναι φανερό ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους αιτητές επιδιώκοντας την αντεξέταση του Κ. Γαβριηλίδη επί των κατά την άποψη τους αμφισβητούμενων θεμάτων, εξέτρεψε τη διαδικασία της κυρίως αίτησης από την ορθή της διάσταση, που ήταν και παραμένει, πρωτίστως η αναζήτηση της αναγνώρισης του κανόνα Δικαστηρίου ως διάταγμα για σκοπούς εκτέλεσης. Συνεπώς, η ζητηθείσα αντεξέταση ήταν άσχετη με τους επιδιωκόμενους σκοπούς της κυρίως αιτήσεως.
(vi) Συνάγεται ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητά άφησε ανοικτή τη συζήτηση των θεραπειών που επιδιώκονται με την κυρίως αίτηση, η απόφαση του να μην επιτρέψει την αντεξέταση μπορεί να αποτελέσει και να ενσωματωθεί σε λόγους έφεσης, εάν και εφόσον απορρίψει την κυρίως αίτηση. Παρέχεται με άλλα λόγια το ένδικο μέσο της έφεσης και δεν έχουν διαπιστωθεί να συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που να διαφοροποιούν το γενικό κανόνα που αναφέρθηκε πιο πάνω.
(vii) Πιθανό θέμα res judicata μπορεί να συζητηθεί στα πλαίσια της κυρίως αίτησης ή στα πλαίσια άλλης αγωγής, αν και εφόσον καταχωρηθεί και δεν μπορεί βάσιμα να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης στην παρούσα διαδικασία ως μια και μόνο πιθανότητα που ανακύπτει λόγω των σχολίων που έγιναν. Τότε και μόνο θα προέκυπτε συζητήσιμο θέμα, αν η πιθανότητα μετατρεπόταν σε ορατή υπαρκτή κατάσταση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνεται ότι η αίτηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.