ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 1117

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 82/2007)

 

12 Νοεμβρίου, 2008

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΙΑΚΩΒΟΣ ΧΕΙΜΩΝΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ΚΑΙ

 

INVESTYLIA PUBLIC CO LTD,

 

Εφεσίβλητη.

 

- - - - - -

Λ. Στυλιανού, για τον Εφεσείοντα.

 

Καμιά εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη.

- - - - - -

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ΄ αριθμό 2389/2006 αγωγή, που καταχώρησε με Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο στο Ε.Δ. Λάρνακας, ο εφεσείων, προσωπικά, αλλά και εκ μέρους άλλων οκτώ προσώπων, αξίωσε εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας τα εξής:

 

"Α. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στην Εναγομένη να επιστρέφει οποιαδήποτε ποσά με βάση τα άρθρα 58Α (3)(β) και 3(3) του νόμου 42(Ι)/2000, λόγω του ότι τέτοια επιστροφή είναι παράνομη καθότι διακρίνει (discriminates) μεταξύ των μετόχων της Εναγομένης.

 

Β.      Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στην Εναγομένη να επιστρέφει οποιαδήποτε ποσά με βάση τα άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) του νόμου 42(Ι)/2000 λόγω του ότι τέτοια επιστροφή είναι παράνομη καθότι παραβιάζει τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113, την Δεύτερη Κοινοτική Οδηγία και τα Συνταγματικά δικαιώματα του Ενάγοντα.

 

Γ.      Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στην Εναγομένη να προχωρεί σε τέτοιες πράξεις στο μέλλον και να επιστρέφει χρήματα που έχουν επενδύσει σε αυτήν οι μέτοχοι της.

 

Δ.      Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναγκάζεται η Εναγόμενη να διευθύνει τις υποθέσεις της σύμφωνα με το καταστατικό της, τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, την Δεύτερη Κοινοτική Οδηγία και το Σύνταγμα.

 

Ε.      Απόφαση του Δικαστηρίου με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι η Εναγόμενη κατέχει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, επιχειρήσεις, χρήματα, κέρδη ή οφέλη ως καταπιστευματοδόχος (trustee) και προς όφελος όλων των μετόχων της Εναγομένης και ότι οποιαδήποτε διανομή τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, επιχειρήσεων, χρημάτων, κερδών ή οφελών πρέπει να γίνεται ισότιμα ανάμεσα σε όλους τους μετόχους της Εναγομένης, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση."[1]

 

Τα πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα με την απαίτηση, ήταν, σε συντομία, τα ακόλουθα: Ο εφεσείων είναι μέτοχος της εφεσίβλητης. Απέκτησε τις μετοχές του με μεταβίβαση από άλλα πρόσωπα και όχι με παραχώρηση απευθείας από την εφεσίβλητη. Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα οκτώ πρόσωπα στην αγωγή. Η εφεσίβλητη είναι δημόσια εταιρεία, εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με μετοχικό κεφάλαιο ΛΚ4.765.000, υποδιαιρεμένες σε 30.000 ιδιωτικές και 9.500.000 συνήθεις μετοχές, ονομαστικής αξίας ΛΚ0,50 η κάθε μία. Περί τις 14.6.2000 η εφεσίβλητη αναγκάστηκε να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), καθότι ψηφίστηκε ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών (Κύπρου) (Τροποποιητικός) (Αρ.4) Νόμος (Νόμος 42(Ι)/2000) ο οποίος ανάγκαζε τις εταιρείες, οι οποίες είχαν ήδη εισπράξει χρήματα από επενδυτές, να καταθέσουν αίτηση για εισαγωγή των τίτλων τους στο ΧΑΚ. Για διάφορους, όμως, λόγους, η αίτηση απορρίφθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Λόγω της μη εισαγωγής των τίτλων της στο ΧΑΚ, η εφεσίβλητη αντιμετωπίζει σωρεία αγωγών από μετόχους οι οποίοι απέκτησαν τις μετοχές τους με παραχώρηση απευθείας από την εφεσίβλητη, και όχι, όπως ο εφεσείων και τα άλλα οκτώ πρόσωπα, με μεταβίβαση από άλλα πρόσωπα. Οι μέτοχοι αυτοί αξιώνουν με τις αγωγές τους τα χρήματα τα οποία έχουν επενδύσει στην εφεσίβλητη με τόκο, σύμφωνα με τα άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) του Νόμου 42(Ι)/2000. Αφότου, μάλιστα, εκδόθηκε, στις 19.7.2006, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Anaptyxis Group Ltd v. Νίκου Νικολαϊδη (2006) 1 ΑΑΔ 691, η εφεσίβλητη καλείται συνεχώς να επιστρέψει χρήματα σε επενδυτές οι οποίοι απέκτησαν μετοχές από αυτή απευθείας, αναμένεται δε ότι, στη βάση της απόφασης αυτής, όλοι οι μέτοχοι της εφεσίβλητης, οι οποίοι απέκτησαν μετοχές απευθείας από αυτή και έχουν καταχωρήσει ή πρόκειται να καταχωρήσουν εναντίον της αγωγή, θα επιτύχουν και την έκδοση απόφασης εναντίον της για επιστροφή των χρημάτων τα οποία έχουν επενδύσει για να αποκτήσουν τις μετοχές τους. Όμως, η εφεσίβλητη θεωρεί ότι η επιστροφή χρημάτων σε οποιονδήποτε μέτοχο ο οποίος έχει αποκτήσει τις μετοχές του απευθείας από αυτή, και ο οποίος απαιτεί τα χρήματα τα οποία έχει επενδύσει με τόκο, σύμφωνα με τα άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) του Νόμου 42(Ι)/2000 είναι, για διάφορους λόγους, παράνομη και πρέπει να αποτραπεί. Εξού και η υπό Α έως Ε (ανωτέρω) αξίωση του εφεσείοντος, όπως και των άλλων οκτώ προσώπων, εναντίον της εφεσίβλητης.

 

Παρά την κανονική επίδοση αντιγράφου του Ειδικά Οπισθογραφημένου Κλητηρίου, δεν καταχωρήθηκε σημείωμα εμφανίσεως εκ μέρους της εφεσίβλητης. Ως εκ τούτου, η αγωγή προχώρησε για απόδειξη. Αφού, με ένορκο δήλωση του εφεσείοντος, όλα τα ουσιώδη γεγονότα και τεκμήρια τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ακολούθησε εκτενής αγόρευση της δικηγόρου του με κύριο άξονα τη θέση ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εκδώσει απόφαση υπέρ του εφεσείοντος, αφού προηγουμένως αποστεί σε διάφορα σημεία, ως μη ορθώς αποφασισθέντα, από τέσσερις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις δύο από τις οποίες εμπλεκόταν η εφεσίβλητη ως ενάγουσα, με δικηγόρο την κα Λ. Στυλιανού η οποία εμφανιζόταν τώρα για τον εφεσείοντα ως ενάγοντα και την εφεσίβλητη ως εναγόμενη. Οι αποφάσεις αυτές ήταν οι εξής: Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιος (2003) 1 (Γ) ΑΑΔ 1683, Investylia Ltd ν. Livadiotis Bros Investments Ltd. (2005) 1 (A) ΑΑΔ 704, Anaptyxis Group Ltd ν. Νίκου Μιχαηλίδη (πιο πάνω) και Investylia Ltd v. Σωτήρη Ταμπούρη (2006) 1 ΑΑΔ 1325.[2] Ακολούθως, το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ουσίας της αγωγής, προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο αυτή αποδείχθηκε από τον εφεσείοντα και, στηριζόμενο, κατά κύριο λόγο, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία θεώρησε, ορθά, ως δεσμευτική για αυτό, απέρριψε την αγωγή ως μη αποδειχθείσα.

 

Με την ενώπιόν μας έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί, με έντεκα λόγους έφεσης, την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αφού ακούσαμε την αγόρευση της δικηγόρου του εφεσείοντος, και επιφυλάξαμε την απόφασή μας, αποφασίσαμε να επανανοίξουμε, και επανανοίξαμε, την ακρόαση για να δώσουμε την ευκαιρία στη δικηγόρο του εφεσείοντος να μας επεξηγήσει τη βάση ή την αιτία της αγωγής (cause of action), ζήτημα το οποίο δεν εξετάστηκε ούτε συζητήθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Αγορεύοντας επ΄ αυτού του ζητήματος, η δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η αγωγή είχε ως βάση τις υπό (2), (4) και (5) εξαιρέσεις του κανόνα στην υπόθεση Foss v. Harbottle (1943) 2 Hare 461 (πιο κάτω). Περαιτέρω, ως αντιπροσωπευτική αγωγή, είχε ως βάση την αξίωση του εφεσείοντος, όπως και των άλλων οκτώ προσώπων, να διασφαλισθούν, εφόσον ήσαν μειοψηφία, τα δικαιώματα ή συμφέροντα τους, εφόσον, τυχόν επιστροφή χρημάτων στους μετόχους οι οποίοι απέκτησαν τις μετοχές τους με παραχώρηση απευθείας από την εφεσίβλητη, θα σήμαινε την οικονομική καταστροφή της εφεσίβλητης με αποτέλεσμα ο εφεσείων, όπως και τα άλλα οκτώ πρόσωπα, παγιδευμένα σε μια οικονομικά κατεστραμμένη εταιρεία, να υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Ο Κανόνας στην υπόθεση Foss v. Hartbottle είναι ότι τα Δικαστήρια αρνούνται να ικανοποιήσουν αιτήματα μελών της μειοψηφίας των μετόχων τα οποία, μέλη, είναι δυσαρεστημένα με τη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας από την πλειοψηφία ή από το Διοικητικό Συμβούλιο και ούτε επεμβαίνουν στη διεύθυνση της εταιρείας. Κατ΄ εξαίρεση, επιτρέπεται επέμβαση ύστερα από αίτημα μελών της μειοψηφίας των μετόχων όταν (1) η πράξη (act or transaction) της εταιρείας είναι παράνομη ή έγινε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας (ultra vires), (2) η πράξη συνιστά δόλο (fraud) εναντίον της μειοψηφίας, οι δε αδικοπραγούντες διαθέτουν τον έλεγχο της εταιρείας, (3) η πράξη μπορεί να τελεσθεί ή επικυρωθεί, νόμιμα, μόνο με ειδική πλειοψηφία, (4) η πράξη παραβιάζει τα προσωπικά δικαιώματα συγκεκριμένου μετόχου ή μετόχων, και, (5) η πράξη παραβιάζει το καταστατικό της εταιρείας. (Βλ. Palmers Company Law, 24η Έκδοση, παράγραφοι 65-04, σελ. 980, Farrar´s Company Law, Third Edition, 1991, σελ. 442 επ., Charlesworth and Cain Company Law, Eleventh Edition, 1977, σελ. 376 επ., R. Pennington Company Law, Eighth Edition, σελ. 795 επ. και Θωμά Αίμ. κ.ά. ν. Ι. Ηλιάδη (2006) 1 ΑΑΔ 1263).

 

Θεωρούμε ότι η αγωγή του εφεσείοντος δεν μπορεί να έχει ως βάση τις υπό (2), (4) και (5) εξαιρέσεις του Κανόνα στην υπόθεση Foss v. Hartbottle, ως η εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντος. Και τούτο διότι, για να ενεργοποιηθούν οι τρεις αυτές εξαιρέσεις πρέπει να έχει γίνει κάποια πράξη (act or transaction) ή, έστω, να έχει εκδηλωθεί πρόθεση να γίνει κάποια πράξη εκ μέρους της εταιρείας, εκ μέρους, δηλαδή, κάποιου ή κάποιων από τα όργανά της, π.χ. τους διευθυντές της. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπήρξε ούτε υπάρχει ισχυρισμός από πλευράς του εφεσείοντος ότι εκ μέρους της εφεσίβλητης, εκ μέρους, δηλαδή, οποιουδήποτε οργάνου της εφεσίβλητης, π.χ. των διευθυντών της, έγινε οποιαδήποτε πράξη ή, έστω, εκδηλώθηκε πρόθεση να γίνει οποιαδήποτε πράξη, τέτοια η οποία να εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις υπό (2), (4) και (5) εξαιρέσεις στον Κανόνα της Foss v. Hartbottle. Αυτό είναι πρόδηλο και από το γεγονός ότι η αγωγή έχει εγερθεί εναντίον της εφεσίβλητης, μόνο, και όχι εναντίον π.χ. και των διευθυντών της ως συνεναγομένων.

 

Περαιτέρω, όσον αφορά την εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντος ότι η αγωγή, ως αντιπροσωπευτική, είχε ως βάση την αξίωση του εφεσείοντος, όπως και των άλλων οκτώ προσώπων, να διασφαλισθούν, εφόσον ήσαν μειοψηφία, τα δικαιώματα ή συμφέροντά τους κλπ, παρατηρούμε ότι, στην πραγματικότητα, η αγωγή, αν και αντιπροσωπευτική, δεν επεδίωκε τη διασφάλιση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων ή συμφερόντων του εφεσείοντος, όπως και των άλλων οκτώ προσώπων. Εκείνο το οποίο επεδίωκε, στην πραγματικότητα, ήταν τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ή συμφερόντων αυτής τούτης της εφεσίβλητης έναντι των μετόχων οι οποίοι απέκτησαν τις μετοχές τους με απευθείας παραχώρηση από την εφεσίβλητη. Σε σχέση με τις υπό Α, Β και Γ αξιώσεις ήταν, στην πραγματικότητα, αντιπροσωπευτική αναγνωριστική αγωγή παράγωγου χαρακτήρα (representative declaratory action of derivative character). Εκείνο, δηλαδή, το οποίο επεδίωκε, με τις υπό Α, Β και Γ αξιώσεις, ήταν να αναγνωριστεί από το Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη εδικαιούτο να μην επιστρέψει οποιαδήποτε ποσά στους μετόχους οι οποίοι απέκτησαν τις μετοχές τους με απευθείας παραχώρηση από την εφεσίβλητη, παρά τις περί του αντιθέτου πρόνοιες των άρθρων 58Α (3)(β) και 3(3) του Νόμου 42(Ι)/2000, για το λόγο ότι τέτοια επιστροφή ήταν παράνομη και ή παραβίαζε τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 και/ή τη Δεύτερη Κοινοτική Οδηγία και ή το Σύνταγμα. Εφόσον, όμως, η αγωγή ήταν, στην πραγματικότητα, παράγωγου χαρακτήρα, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι η εταιρεία ήταν κατ΄ όνομα και μόνο εναγόμενη (nominal defendant), εξού και σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής η απόφαση θα εκδιδόταν υπέρ της, αν και εναγόμενης, θα έπρεπε να είχαν προστεθεί στην αγωγή, ως συνεναγόμενοι, οι ουσιαστικοί εναγόμενοι (substantive defendants), ήτοι οι μέτοχοι οι οποίοι απέκτησαν τις μετοχές τους με απευθείας παραχώρηση από την εφεσίβλητη, τα δικαιώματα ή συμφέροντα των οποίων, όπως αυτά καθορίστηκαν από τα άρθρα 58Α (3)(β) και 3(3) του Νόμου 42(Ι)/2000, ήταν ο πραγματικός στόχος της αγωγής. Εφόσον δεν έγινε κάτι τέτοιο η αγωγή δεν μπορούσε να προχωρήσει. (Βλ. R. Pennington Company Law (πιο πάνω), σελ. 796-7).

 

Ενόψει των όσων προαναφέραμε, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ανακόψει (stay) την αγωγή ως αβάσιμη και την απορρίψει εξαρχής, χωρίς, δηλαδή, να προχωρήσει και εξετάσει κατά πόσο αποδείχθηκε στην ουσία της.

 

Η έφεση απορρίπτεται για τους ίδιους λόγους για τους οποίους η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 



[1]      Κατά την ενώπιόν μας διαδικασία η δικηγόρος του εφεσείοντος συμφώνησε ότι η υπό Ε αξίωση είναι, αβάσιμη εφόσον, όπως είναι σταθερά νομολογημένο, η εταιρεία δεν κατέχει τα περιουσιακά της στοιχεία ως εμπιστευματούχος (trustee) προς όφελος των μετόχων της ως εμπιστευματοδόχων (beneficiaries). (Βλ. Salomon v. Salomon and Co. 1897, A.C., σελ. 22, στη σελ. 51).

[2]      Εκκρεμούσης της έφεσης εκδόθηκε, στις 17.7.2008, και η απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση 292/2006, Βαρνάβας Τρύφωνος ν. Investylia Ltd. Το Εφετείο ακολούθησε την ίδια γραμμή, όπως και στις τέσσερις προηγούμενες αποφάσεις. Δικηγόρος της Investylia Ltd ήταν και πάλι η κα Λ. Στυλιανού.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο