ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 1159
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 355/2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείουσα-ενάγουσα,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητη-εναγόμενη.
― ― ― ―
Γ. Τριανταφυλλίδης, με τον ασκούμενο δικηγόρο Ο. Σιαμπαρτά, για εφεσείουσα
Π. Πολυβίου με Γ. Μιτλετον, για εφεσίβλητη.
Π. Αρτέμη, Π.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Το ιστορικό της υπόθεσης αυτής φαίνεται καθαρά από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, από την οποία παραθέτουμε το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα:
«Η υπό εξέταση αγωγή είναι η τρίτη φάση της διαφοράς που ξεκίνησε μεταξύ των διαδίκων το 1990. Προηγήθηκε η αγωγή 6613/90 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και ακολούθησε η Πολιτική Έφεση αρ. 8957 ημερ. 24.9.98.
Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου ημερ. 24.9.98 πολύ περιεκτικά καταγράφει το στίγμα της διαφοράς στο στάδιο εκείνο.
«Η [Ενάγουσα] στήριξε την απαίτηση της στον ισχυρισμό ότι, ενώ ήταν εργοδοτουμένη της εναγομένης, ως λογιστής, η τελευταία, κατά το Μάρτιο-Απρίλιο του 1990, προσέφερε στους υπαλλήλους της την ευκαιρία να αποχωρήσουν από την υπηρεσία έναντι συγκεκριμένης αποζημίωσης η οποία, στην περίπτωση της [εναγούσης] ήταν £45.000. Η προσφορά προς την [ενάγουσα] έγινε με έγγραφο της [εναγομένης] ημερ. 1.3.90. Η [ενάγουσα] αποδέχθηκε την προσφορά προφορικά περί τα μέσα Μαρτίου 1990 και κοινοποίησε την αποδοχή της στην [εναγομένη] μέσω του Διευθυντή του Τμήματος της, με προορισμό το Διευθυντή Προσωπικού, η [εναγομένη], όμως, κατά παράβαση της σύμβασης που είχε συναφθεί κατ΄αυτόν τον τρόπο, αρνήθηκε να καταβάλει την αποζημίωση που συμφωνήθηκε. Η [εναγομένη] στήριξε την υπεράσπιση της στον ισχυρισμό ότι δεν είχε συναφθεί καμία έγκυρη σύμβαση μεταξύ της και της [εναγούσης]. Κατά την [εναγομένη] εκείνο το οποίο είχε συμβεί ήταν ότι αυτή είχε αποφασίσει να υιοθετήσει ένα Σχέδιο Πλεονάζοντος Προσωπικού το οποίο δεν συνιστούσε προσφορά (offer) προς το προσωπικό αλλά απλώς πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή πρόσκλησης για διαπραγμάτευση (invitation to treat) με εκείνα τα μέλη του προσωπικού τα οποία επιθυμούσαν να επωφεληθούν του Σχεδίου, και, επομένως, η αποδοχή που κοινοποιήθηκε από την [ενάγουσα] δεν οδήγησε στη σύναψη σύμβασης.»
Το Εφετείο στην απόφαση του (βλ. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1794) ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και απεφάσισε ότι με «τις διάφορες εγκυκλίους που κατετέθησαν ως τεκμήρια ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, ιδιαίτερα το τεκμ. 5, την Εγκύκλιο δηλαδή της 1.3.90 πάνω στην οποία στηρίζει, κατά κύριο λόγο, την υπόθεση της η εφεσείουσα . . . . . εύκολα προκύπτει, στα
όμματα του αντικειμενικού παρατηρητή, ότι η Εφεσίβλητη, με τα όσα ανέφερε στις Εγκυκλίους της, δημιουργούσε, όπως και δημιούργησε, την εντύπωση ότι, με το Σχέδιο που πρότεινε, προσέφερε στους ενδιαφερομένους υπαλλήλους τη δυνατότητα να αποδεχθούν άμεσα τους προτεινόμενους όρους συνάπτοντας, με την αποδοχή τους, έγκυρη και δεσμευτική σύμβαση μεταξύ τους και της εφεσίβλητης.»
Ως αποτέλεσμα εξεδόθη απόφαση υπέρ της ενάγουσας (στην πιο πάνω έφεση) για το ποσό των £45.000 πλέον τόκος και έξοδα.
Η υπό εξέταση αγωγή αφορά συνέχιση των πιο πάνω. Όπως αναφέρεται εις την Έκθεση Απαίτησης παρά την καταχώρηση της αγωγής 6613/90 και Πολιτικής Έφεσης 8957, η ενάγουσα συνέχισε να εργάζεται εις την εναγομένη. Με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου της απεστάλη επιστολή της Εναγομένης ημερ. 5.10.98 με την οποία τερματίζετο η εργοδότηση της χωρίς εύλογη και/ή οποιαδήποτε νομικά ορθή δικαιολογία ή/και λόγο. Σύμφωνα με την ενάγουσα η απόφαση του Εφετείου, ως άνω, δεν διέτασσε την απόλυση και/ή τερματισμό της εργοδότησης της ενάγουσας αλλά ούτε επέτρεπε ούτε νομιμοποιούσε κάτι τέτοιο.
Περαιτέρω αναφέρεται ότι η ενάγουσα είχε προαχθεί την 1.1.96 στη θέση Βοηθού Εσωτερικού Ελεγκτή και ότι η απόλυση της έγινε οπισθοδρομικά, παράνομα και κατά παράβαση των όρων της συλλογικής και/ή ιδιωτικής σύμβασης εργοδότησης της. Τα προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας και/ή παράγοντες που την ώθησαν να συνομολογήσει τη σύμβαση του 1990 δεν υφίσταντο το 1998 όταν τερματίσθηκε η εργοδότηση της με αποτέλεσμα ο τερματισμός να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για την ίδια το 1998.
Ισχυρίζεται διαζευκτικά η ενάγουσα ότι εφόσον η εναγομένη αποδεχόταν τις υπηρεσίες της μετά το 1990 υπήρχε νομικό κώλυμα απολύσεως της για το λόγο που αναφέρει η επιστολή της εναγομένης.
Θεωρεί η ενάγουσα ότι απελύθη παράνομα, κακόβουλα, εκδικητικά και χωρίς καμιά νόμιμη και/ή εύλογη δικαιολογία με αποτέλεσμα να υποστεί απώλεια και ζημιά.»
Συνακόλουθα, η εφεσείουσα-ενάγουσα αξιούσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι συμβατικές σχέσεις των διαδίκων είχαν κριθεί στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.9.98, στην οποία προαναφερθήκαμε (Π.Ε. 8957), αποτέλεσμα της οποίας ήταν η επιβεβαίωση τερματισμού της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου και ως εκ τούτου δεν προχώρησε να εξετάσει άλλα θέματα που εγείρονταν με την αγωγή.
Το Εφετείο στην Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1998) 1 Α.Α.Δ. 1794, (Π.Ε. 8957), αποδεχόμενο την έφεση, επεδίκασε στην εφεσείουσα-ενάγουσα το ποσό των £45.000, πλέον τόκο 8% ετησίως από 29. 11.96. Το ποσό αυτό προφανώς καθορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως η καθορισμένη στο συμβόλαιο αποζημίωση της ενάγουσας λόγω της αποχώρησης από την υπηρεσία της εναγομένης. Εν όψει όλων των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της με έξοδα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας θεώρησε ως εσφαλμένη την ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του Εφετείου. Πρόβαλε το επιχείρημα ότι οι £45.000 που επιδικάστηκαν ήταν αποζημιώσεις για παράβαση της σύμβασης για αφυπηρέτηση και όχι το ποσό των £45.000 που είχε καθοριστεί στη σύμβαση για να πληρωθεί για την πρόωρη της αφυπηρέτηση.
Προς υποστήριξη του επιχειρήματος αυτού, αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το θέμα που αφορά παράβαση σύμβασης, η οποία δίδει το δικαίωμα στο αθώο μέρος είτε να θεωρήσει τη σύμβαση ως τερματισθείσα και να απαιτήσει αποζημιώσεις για παράβασή της, ή να επιμείνει να εφαρμοστεί η συμφωνία και να εκτελεσθούν οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις. Ήταν, η εισήγηση του, περαιτέρω, ότι η εφεσείουσα παραμένουσα στην υπηρεσία της εφεσίβλητης είχε ουσιαστικά επιλέξει να θεωρήσει ως τερματισθείσα τη σύμβαση και να διεκδικήσει αποζημιώσεις για παράβασή της. Ως εκ τούτου, υπέβαλε ότι η ειδοποίηση για απόλυση και η απόλυση της από την υπηρεσία μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, συνιστούσε παράνομη απόλυση, για την οποία εδικαιούτο σε αποζημίωση. Το γεγονός, εισηγήθηκε, πως το ποσό που επιδικάστηκε από το Εφετείο συνέπιπτε με το ποσό που είχε συμφωνηθεί και καθοριστεί για την αφυπηρέτηση, ήταν εντελώς συμπτωματικό.
Κρίνουμε πως η θέση αυτή είναι εντελώς ανυπόστατη και χωρίς οποιοδήποτε έρεισμα. Το Εφετείο ουδέποτε ασχολήθηκε με θέμα αποζημιώσεων για παράνομη απόλυση και ουδέποτε υπολόγισε το ποσό αυτό με βάση οποιαδήποτε μαρτυρία ή οποιαδήποτε στοιχεία που είχε ενώπιον του. Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας σαφές, πως το ποσό αυτό ήταν το ποσό που είχε συμφωνηθεί και καθοριστεί στο συμβόλαιο ως αποζημίωση για πρόωρη αφυπηρέτηση. Στην ουσία, το Εφετείο έκρινε ότι η εφεσείουσα-ενάγουσα είχε απόλυτο δίκαιο, αφού έτσι ήταν και η θέση της στην αγωγή, ότι είχε συνομολογηθεί έγκυρη σύμβαση για πρόωρη αφυπηρέτηση της, με αντάλλαγμα την πληρωμή του ποσού των £45.000.
Όπως ορθά παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το γεγονός της παραμονής της εφεσείουσας στην υπηρεσία της εφεσίβλητης ήταν αποτέλεσμα του ότι ισχυρισμός της τελευταίας ήταν ότι δεν συνήφθη έγκυρη σύμβαση, κάτι που επιβεβαιώθηκε και με την απόφαση ημερομηνίας 29.4.93 του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην πρώτη αγωγή.
Μετά, όμως, την απόφαση του Ανωτάτου που έθεσε τα πράγματα στην ορθή τους βάση και που κατέληγε στο ότι η ενάγουσα θα έπρεπε να είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία της εναγομένης, σύμφωνα με την έγκυρη μεταξύ τους σύμβαση, (κάτι που η ίδια επιδίωκε με την αγωγή της), η εφεσίβλητη, στις 5.10.98, απέστειλε την επιστολή στην εφεσείουσα, με την οποία τερμάτιζε τις υπηρεσίες της.
Θα ήταν αδιανόητο να δεχθούμε τη θέση της εφεσείουσας και να κρίνουμε ότι η εφεσίβλητη όφειλε να καταβάλει εις διπλούν το ποσό των £45.000.
Καταλήγουμε πως η έφεση είναι εντελώς αβάσιμη και την απορρίπτουμε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Δ. Δ.
/Χ.Π.