ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 942
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 53/2005)
17 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
1. CRESTAR (OVERSEAS) LTD.,
2. ΛΕΟΝΙΝΤ ΚΑΝΕΒΣΚΙ,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
ν.
ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΒΙΣΣΟΤΣΚΑΓΙΑ,
Εφεσίβλητης/Εναγομένης.
Κ. Κακουλλή, για τους Εφεσείοντες.
Π. Κλεοβούλου, για την Εφεσίβλητη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα διαδικασία συνιστά το επακόλουθο του τερματισμού της επαγγελματικής και ερωτικής σχέσης μεταξύ του Λεονίντ Κανέβσκι (β΄ εφεσείοντος) και της Τατιάνας Βισσότσκαγια (εφεσίβλητης), που έχει οδηγήσει στη διεκδίκηση εκ μέρους της εταιρείας του β΄ εφεσείοντος Crestar (Overseas) Ltd. (α' εφεσείουσας εταιρείας), της ιδιοκτησίας ενός διαμερίσματος στη Λεμεσό που είχε εγγραφεί κατά ½ μερίδιο στο β΄ εφεσείοντα και κατά ½ μερίδιο στην εφεσίβλητη.
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά προκύπτουν από τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Η εφεσίβλητη, η οποία ήταν καθηγήτρια της αγγλικής γλώσσας, προσλήφθηκε από τον β΄ εφεσείοντα το 1991 ως μεταφράστρια για να τον βοηθά στη διεκπεραίωση των εργασιών του στην εταιρεία Interdella Corporation στην Ουκρανία, στην οποία ήταν διευθυντής. Όταν ο β΄ εφεσείων συνειδητοποίησε τις ικανότητες της εφεσίβλητης της πρότεινε να λειτουργούν ως συνέταιροι, πράγμα το οποίο η εφεσίβλητη απεδέχθη, χωρίς όμως ο συνεταιρισμός να πάρει κάποιου είδους νομική μορφή. Η σχέση τους εκτός από την επαγγελματική πήρε και ερωτική μορφή. Παρεμβάλλεται ότι ο β΄ εφεσείων ήταν παντρεμένος μέχρι το Σεπτέμβρη του 1997 και η εφεσίβλητη μέχρι τον Απρίλη του 1996. Η σύζυγος του β΄ εφεσείοντος ζούσε στην Ουκρανία και ο σύζυγος της εφεσίβλητης στο Ισραήλ. Η εφεσίβλητη είχε αποκτήσει από το γάμο της μια θυγατέρα, την Τζούλη. Ο μισθός της στην Interdella Corporation ήταν $200 το μήνα, αλλά ένα χρόνο μετά την έναρξη της συνεργασίας της με το β΄ εφεσείοντα, ο τελευταίος της έδωσε $7.000 με τα οποία η εφεσίβλητη αγόρασε ένα διαμέρισμα στην πόλη που ζούσε.
Η Interdella Corporation πωλούσε μη επεξεργασμένα υλικά και πρώτες ύλες στην κυπριακή εταιρεία Unibros Ltd., η οποία τα μεταπωλούσε σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Η εφεσίβλητη, η οποία διείδε ότι οι πωλήσεις της Interdella Corporation θα μπορούσαν να γίνονται κατευθείαν από τους διαδίκους, χωρίς την παρέμβαση της Unibros Ltd., έπεισε το β΄ εφεσείοντα να εγγράψει στην Κύπρο μια εταιρεία αφού πίστευε ότι οι προοπτικές ίδρυσης μιας υπεράκτιας εταιρείας στην Κύπρο θα ήταν απόλυτα επικερδείς λόγω των πλεονεκτημάτων που μπορούσε να προσφέρει η Κύπρος. Αρχικά ο β΄ εφεσείων ήταν διστακτικός, αλλά αργότερα πείστηκε. Έτσι το 1992 ο β΄ εφεσείων και η εφεσίβλητη ήλθαν στην Κύπρο και ενέγραψαν την εταιρεία Crestar (Overseas) Ltd., με κύριο μέτοχο και διευθυντή το β΄ εφεσείοντα. Η εφεσίβλητη δεν ήταν ούτε μέτοχος ούτε διευθύντρια στην πιο πάνω εταιρεία, αλλά όπως ανέφερε η ίδια οι υπηρεσίες της ήταν "προσφορά μυαλού και συνεργασίας". Οι εργασίες της Crestar (Overseas) Ltd. περιλάμβαναν την εξεύρεση και προμήθεια μη επεξεργασμένων υλικών σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Επειδή οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης δεν μπορούσαν να πληρώσουν σε μετρητά, η Crestar (Overseas) Ltd. έπαιρνε επεξεργασμένο σίδηρο το οποίο πωλούσε σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και στο Ισραήλ. Ο β΄ εφεσείων θα ήταν υπεύθυνος της προμήθειας των μη επεξεργασμένων υλικών και η εφεσίβλητη υπεύθυνη της διαφήμισης και εξεύρεσης αγοραστών σε όλο τον κόσμο για τα έτοιμα προϊόντα σιδήρου, τα οποία θα έπαιρναν ως αντάλλαγμα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η εφεσίβλητη κρατούσε την αλληλογραφία, έλεγχε τα συμβόλαια, οργάνωνε τις μεταφορές και συνόδευε το β΄ εφεσείοντα στο εξωτερικό, ενεργώντας ως προσωπική του βοηθός και μεταφράστρια. Όλες αυτές οι προσπάθειες που κατέβαλλε η εφεσίβλητη άρχισαν να επιφέρουν ευνοϊκά αποτελέσματα και το ετήσιο ακάθαρτο εισόδημα της Crestar (Overseas) Ltd. ανερχόταν σε $20.000.000,00. Το καθαρό κέρδος που προέκυπτε για την Crestar (Overseas) Ltd. ήταν $2.000.000.00.
Με διαδοχικά συμβόλαια εργοδότησης η α΄ εφεσείουσα εταιρεία προσέλαβε την εφεσίβλητη αρχικά ως Διευθύντρια (Manager) και αργότερα ως Διευθύντρια εξαγωγών και προς τούτο της καταβαλλόταν μηνιαίος μισθός $2.500. Επιπρόσθετα η α΄ εφεσείουσα κατέβαλλε τα έξοδα της συντήρησης της εφεσίβλητης, τα έξοδα εκπαίδευσης της θυγατέρας της και τα κοινά έξοδα διατροφής. Οι λογαριασμοί της Crestar (Overseas) Ltd. ήταν, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, σαν ένα είδος κοινού λογαριασμού γιατί οι διάφορες εισπράξεις από τις δραστηριότητες της επιχείρησης κατατίθεντο στο λογαριασμό της α΄ εφεσείουσας εταιρείας και οι διάφορες πληρωμές γίνονταν ισότιμα και από τους δύο διάδικους. Τα κέρδη της εταιρείας προέρχονταν από την προσφορά εργασίας αυτών που εργάζονταν για την εταιρεία και ανήκαν στο β΄ εφεσείοντα και στην εφεσίβλητη. Τα κέρδη που προέκυπταν, ως αποτέλεσμα προφορικής συμφωνίας μεταξύ του β΄ εφεσείοντα και της εφεσίβλητης, άρχισαν να διοχετεύονται στον προσωπικό λογαριασμό του β΄ εφεσείοντος στο Ισραήλ αφού σκόπευαν και οι δύο να μετακομίσουν στο Ισραήλ για εγκατάσταση.
Επειδή οι δραστηριότητες της Crestar (Overseas) Ltd. στην Κύπρο απεδείχθησαν κερδοφόρες, ο β΄ εφεσείων και η εφεσίβλητη αποφάσισαν να εγκατασταθούν στη Λεμεσό. Αρχικά ο β΄ εφεσείων και η εφεσίβλητη, μαζί με τη θυγατέρα της εφεσίβλητης, διέμεναν σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα και το 1995 αποφάσισαν να αγοράσουν ένα ιδιόκτητο διαμέρισμα. Έτσι στις 18/10/95 αγοράστηκε ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας στη Λεμεσό έναντι του ποσού των $205.000,00, το οποίο θα αποτελούσε τη "συζυγική κατοικία". Η αξία του διαμερίσματος, η ιδιοκτησία του οποίου αποτελεί και το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας, καταβλήθηκε από την α΄ εφεσείουσα εταιρεία και ενεγράφη κατά ½ μερίδιο στο β΄ εφεσείοντα και κατά ½ μερίδιο στην εφεσίβλητη.
Το 1997 ο β΄ εφεσείων με την εφεσίβλητη και τη θυγατέρα της εγκαταστάθηκαν στο Ισραήλ σε ενοικιαζόμενη έπαυλη στην Καισάρια. Τόσο τα έξοδα του ενοικίου, ύψους 40.000 δολαρίων, όσο και τα έξοδα συντήρησης και των τριών, όπως επίσης και τα έξοδα εκπαίδευσης της θυγατέρας της εφεσίβλητης, ύψους 15.000 δολαρίων, καταβάλλονταν από την α΄ εφεσείουσα εταιρεία. Στις 16/11/98 λόγω διαφορών που προέκυψαν μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με τα ποσά που είχαν κατατεθεί στο Ισραήλ στο όνομα του β΄ εφεσείοντος, η α΄ εφεσείουσα εταιρεία τερμάτισε γραπτώς τις υπηρεσίες της εφεσίβλητης με την πιο κάτω γραπτή ειδοποίηση:
"We hereby would like to advice you that starting from this day, 16/11/98, we terminate your contract of employment with Crestar Overseas (Ltd) made on 5/8/98 due to breach of trust."
Περιληπτικά μπορεί να λεχθεί ότι η εκδοχή του β΄ εφεσείοντος ήταν ότι η εφεσίβλητη ενεργούσε ως μεταφράστρια, ότι ο μισθός της για τις υπηρεσίες που προσέφερε ήταν καθορισμένος, ότι η εγγραφή του διαμερίσματος κατά ½ μερίδιο στο όνομα της εφεσίβλητης έγινε για τυπικούς λόγους και ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών της οφειλόταν στις αλόγιστες δαπάνες της από τα περιουσιακά στοιχεία της α΄ εφεσείουσας εταιρείας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η α΄ εφεσείουσα εταιρεία και ο β΄ εφεσείων καταχώρισαν την παρούσα αγωγή με την οποία ζητούσαν, μεταξύ άλλων, δήλωση του Δικαστηρίου ότι η α΄ εφεσείουσα εταιρεία είναι δικαιούχος και δικαιούμενη σε εγγραφή του επίδικου διαμερίσματος στο όνομά της. Αντίθετα η εφεσίβλητη ζήτησε δήλωση ότι το διαμέρισμα είχε αγορασθεί με δική της συνεισφορά ζητώντας την εγγραφή ολόκληρου επί του ονόματός της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων, αφού αποφάνθηκε ότι το διαμέρισμα αποκτήθηκε με μοναδικό σκοπό να αποτελέσει το χώρο συγκατοίκησης του β΄ εφεσείοντος και της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τη συνύπαρξη στο κοινό σπίτι, την κοινή εργασία και τη συνεισφορά της εφεσίβλητης στις δραστηριότητες της α΄ εφεσείουσας εταιρείας και την κάλυψη όλων των οικογενειακών και προσωπικών λογαριασμών των διαδίκων από την α΄ εφεσείουσα εταιρεία, κατέληξε σε συμπέρασμα ότι τα γεγονότα δεν δικαιολογούσαν τη δημιουργία εξ' επαγωγής καταπιστεύματος προς όφελος της α΄ εφεσείουσας εταιρείας και απέρριψε την αγωγή. Την ίδια τύχη είχε και η απαίτηση του β΄ εφεσείοντος.
(β) Οι λόγοι της έφεσης.
Με την παρούσα έφεση η α΄ εφεσείουσα εταιρεία και ο β΄ εφεσείων αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για λόγους που αναφέρονται σε λανθασμένη εφαρμογή των εφαρμοζόμενων νομικών αρχών και για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του β΄ εφεσείοντος και της εφεσίβλητης. Οι διάφοροι λόγοι που προβάλλονται συνοψίζονται και εξετάζονται ως ακολούθως:
(i) Η απόρριψη της εισήγησης των εφεσειόντων για τη δημιουργία εξ' επαγωγής εμπιστεύματος προς όφελος της α΄ εφεσείουσας εταιρείας είναι λανθασμένη.
Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το διαμέρισμα αγοράστηκε με χρήματα της εταιρείας και έτσι δημιουργήθηκε μαχητό τεκμήριο καταπιστεύματος προς όφελος της α΄ εφεσείουσας εταιρείας και εφόσον η εφεσίβλητη δεν ισχυρίστηκε ότι τα χρήματα της δόθηκαν ως δωρεά ή ως δάνειο από την α΄ εφεσείουσα εταιρεία, το τεκμήριο δεν ανατράπηκε. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες ο κανόνας του κοινοδικαίου καθορίζει ότι το συμφέρον επί ιδιοκτησίας ανήκει σε αυτόν που καταβάλλει το τίμημα της αγοράς, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η περιουσία μεταβιβάζεται σε τρίτο πρόσωπο. Προς τούτο έγινε επίκληση σε διάφορα συγγράμματα στα οποία υποστηρίζεται η πιο πάνω άποψη, όπως το σύγγραμμα Modern Equity των Hamburg and Martin (5η Έκδοση, σελ. 254), Cases and Materials on Equity and Trusts (2η Έκδοση, 1982, σελ 602 και 603), Snell's Equity (29η Έκδοση, 1990, σελ. 178), Equity and the Law of Trusts του Philip H. Pettit (Έκδοση 1974, σελ. 103), Modern Equity των Hanbury and Martin (5η Έκδοση, σελ. 229) και Halsbury's Laws of England (4η Έκδοση, Τόμος 48, παρ. 607, 609 και 611). Επιπρόσθετα έγινε επίκληση διαφόρων αγγλικών και κυπριακών αποφάσεων, όπως η αγγλική απόφαση In re A Policy no. 6402, 1902 Law Reports, σελ. 282 και η κυπριακή απόφαση Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1551. Συμπερασματικά είναι η θέση της α΄ εφεσείουσας εταιρείας ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε σχέση μεταξύ της α΄ εφεσείουσας εταιρείας και της εφεσίβλητης που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μεταβίβαση του ½ μεριδίου του διαμερίσματος στο όνομα της εφεσίβλητης. Προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης η α΄ εφεσείουσα εταιρεία υπέδειξε ότι δεν είχε ληφθεί προς τούτο οποιαδήποτε απόφαση από την α΄ εφεσείουσα εταιρεία για να αγοραστεί το διαμέρισμα και να μεταβιβαστεί στο β΄ εφεσείοντα και στην εφεσίβλητη.
Αντίθετα η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι οι ενέργειες του β΄ εφεσείοντος δεν υποστηρίζουν ότι η εγγραφή του διαμερίσματος στο όνομα της εφεσίβλητης έγινε για τυπικούς και πρακτικούς σκοπούς και ότι είχε δημιουργηθεί εμπίστευμα προς όφελος της αγοράστριας εταιρείας. Η μεταβίβαση έγινε γιατί τόσο η α΄ εφεσείουσα εταιρεία όσο και ο β΄ εφεσείων είχαν αναγνωρίσει τη συνεισφορά της εφεσίβλητης, η οποία οδήγησε και στην εγγραφή του ½ μεριδίου του διαμερίσματος στο όνομα της.
Ο λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί. Όπως σημειώνεται στην απόφαση Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 521, τα εμπιστεύματα (ή καταπιστεύματα) είναι ή Δεδηλωμένα (Express) (όταν δημιουργούνται από τα ίδια τα μέρη) ή Εξυπακουόμενα (Implied) (όταν είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής του Νόμου (trusts arising by operation of the Law). Τα Εξυπακουόμενα εμπιστεύματα είναι τα εξ Επαγωγής (Constructive) ή Καταληκτικά (Resulting). Τόσο τα εξ επαγωγής εμπιστεύματα (implied) όσο και τα καταληκτικά (resulting trusts) βασίζονται πάνω στη μη εκφρασθείσα αλλά εξυπακουόμενη πρόθεση του προσώπου που προβαίνει στη μεταβίβαση. Τα εμπιστεύματα αυτά καλούνται καταληκτικά (resulting trusts) γιατί το δικαίωμα εκμετάλλευσης του (beneficial interest) επανέρχεται (results) στο πρόσωπο που είχε προβεί στη μεταβίβαση. Όταν εξετάζεται η ύπαρξη του εξ επαγωγής εμπιστεύματος, οι πράξεις και οι δηλώσεις των ενδιαφερομένων πριν, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του και ευθύς μετά τη δημιουργία του εμπιστεύματος συνιστούν μέρος της συναλλαγής και μπορεί να γίνουν αποδεκτές. Όμως συνακόλουθες πράξεις και δηλώσεις είναι αποδεκτές μόνο όταν στρέφονται εναντίον των συμφερόντων του δηλούντος και όχι όταν γίνονται προς όφελός του. (Βλ. Snell's "Principles of Equity", 25η έκδοση, 162). Στο σύγγραμμα του Philip H. Pettit, Equity and the Law of Trusts (Έκδοση 1974, σελ. 103), σημειώνεται ότι όταν αγοράζεται μια περιουσία και μεταβιβάζεται στο όνομα ενός τρίτου προσώπου, το τρίτο πρόσωπο καθίσταται εμπιστευματοδόχος εκείνου που αγοράζει την περιουσία. Όμως μπορεί να παρουσιαστεί μαρτυρία, ακόμα και προφορική, ότι η πρόθεση του προσώπου που αγόρασε την περιουσία ήταν η μεταβίβαση κάποιου δικαιώματος στο πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση.
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε την εισήγηση των εφεσειόντων για τη δημιουργία εξ επαγωγής εμπιστεύματος (resulting trust) προς όφελος της α΄ εφεσείουσας εταιρείας και ορθά εφάρμοσε τις σχετικές νομικές αρχές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και αφού έλαβε υπόψη τη συνολική συνεισφορά της εφεσίβλητης στις δραστηριότητες της α΄ εφεσείουσας εταιρείας, ότι οι ενέργειες του β΄ εφεσείοντος με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου εδέσμευαν την α΄ εφεσείουσα εταιρεία και ότι το επίδικο διαμέρισμα είχε αγοραστεί για να αποτελέσει το χώρο συγκατοίκησης του β΄ εφεσείοντος και της εφεσίβλητης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εγγραφή του κατά ½ μερίδιο στο όνομα της εφεσίβλητης δεν μπορούσε να είχε γίνει για τυπικούς και πρακτικούς λόγους. Αν η μεταβίβαση του διαμερίσματος είχε γίνει για τυπικούς και πρακτικούς λόγους, τόσο η α΄ εφεσείουσα εταιρεία όσο και ο β΄ εφεσείων θα έπρεπε να είχαν πάρει μέτρα μέσα σε εύλογο σύντομο χρονικό διάστημα για να απαιτήσουν την εγγραφή του ½ μεριδίου της εφεσίβλητης στο όνομα της α΄ εφεσείουσας εταιρείας, πράγμα το οποίο παρέλειψαν να πράξουν. Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη από τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί ότι οι διάδικοι δεν ξεχώριζαν τα επαγγελματικά από τα προσωπικά τους έξοδα, αφού όλες οι πληρωμές γίνονταν από την α΄ εφεσείουσα εταιρεία και ότι οι λογαριασμοί της α΄ εφεσείουσας εταιρείας υπογράφονταν από την εφεσίβλητη κατόπιν οδηγιών των λογιστών της εταιρείας, χωρίς οποιαδήποτε ένσταση εκ μέρους του β΄ εφεσείοντος, συμφωνούμε και υιοθετούμε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δομή των γεγονότων δεν συνηγορούσε υπέρ της δημιουργίας εξ επαγωγής εμπιστεύματος προς όφελος της α΄ εφεσείουσας εταιρείας.
(ii) Η απόφαση για τη μετακίνηση του εταιρικού πέπλου είναι λανθασμένη.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η μετακίνηση του εταιρικού πέπλου δεν προβλήθηκε μέσα σε δικογραφικά πλαίσια, δεν προωθήθηκε και δεν συζητήθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες το θέμα από νομικής άποψης είναι πολύπλοκο και θα έπρεπε να τους δοθεί προς τούτο η ευχέρεια να προβάλουν τις απόψεις τους. Ανεξάρτητα από την πιο πάνω προσέγγιση, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο β΄ εφεσείων και η εφεσίβλητη χρησιμοποιούσαν χρήματα της α΄ εφεσείουσας εταιρείας για την κάλυψη των προσωπικών τους αναγκών, για να επιτραπεί η μετακίνηση του εταιρικού πέπλου.
Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι αν και η μετακίνηση του εταιρικού πέπλου δεν έχει δικογραφηθεί, εντούτοις συνιστά ένα νομικό σημείο το οποίο σύμφωνα με τη σχετική νομολογία θα μπορούσε να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Αναφορικά με τη μετακίνηση του εταιρικού πέπλου η εφεσίβλητη υπέδειξε ότι σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, τόσο ο β΄ εφεσείων όσο και η εφεσίβλητη εργάζονταν για την προώθηση των σκοπών της εταιρείας, χρησιμοποιούσαν κεφάλαια της εταιρείας και ότι η α΄ εφεσείουσα εταιρεία εδιοικείτο από το β΄ εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η όλη συμπεριφορά του β΄ εφεσείοντος αποσκοπούσε στην απόκτηση του διαμερίσματος και ότι η εγγραφή του ανά ½ μερίδιο στο β΄ εφεσείοντα και στην εφεσίβλητη συνιστούσαν ενέργειες του β΄ εφεσείοντος και όχι της α΄ εφεσείουσας εταιρείας. Αφού δε σημείωσε ότι η α΄ εφεσείουσα εταιρεία εδιοικείτο από το β΄ εφεσείοντα, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη λήψη όλων των ουσιωδών αποφάσεων της και η α΄ εφεσείουσα εταιρεία δεν παρουσίασε οποιαδήποτε απόφαση για την αγορά και μεταβίβαση του διαμερίσματος, κατέληξε σε συμπέρασμα ότι το εταιρικό πέπλο θα μπορούσε να μετακινηθεί. Όμως τα όσα αναφέρθηκαν σε σχέση με την άρση του εταιρικού πέπλου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εν παρόδω (obiter) παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που δεν επηρέασαν την τελική του κρίση.
(iii) Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα χρήματα της α΄ εφεσείουσας εταιρείας ήταν και χρήματα της εφεσίβλητης είναι λανθασμένο.
Η α΄ εφεσείουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι κατά παράδοξο και λανθασμένο τρόπο το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η εφεσίβλητη δικαιούται μέρος της περιουσίας της α΄ εφεσείουσας εταιρείας λόγω της συνεισφοράς της εφεσίβλητης στην αύξηση της περιουσίας της α΄ εφεσείουσας εταιρείας. Αυτό το συμπέρασμα σύμφωνα με την α΄ εφεσείουσα είναι λανθασμένο, γιατί οποιοσδήποτε υπάλληλος ή αξιωματούχος μιας εταιρείας δεν μπορεί να εγείρει απαιτήσεις πάνω στην περιουσία μιας εταιρείας για την εργασία που εκτελεί, για την οποία αμείβεται ως υπάλληλος της εταιρείας. Προς τούτο υποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη πληρωνόταν για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην εταιρεία ως υπάλληλος της εταιρείας και έτσι κωλύεται από του να εγείρει οποιαδήποτε περαιτέρω απαίτηση εναντίον των εφεσειόντων. Έχουν κατατεθεί τέσσερα συμβόλαια τα οποία αναφέρονται στην εργοδότηση της εφεσίβλητης, το α΄ από 28/2/93 μέχρι 27/8/93, το β΄ από 28/8/94 μέχρι 27/8/95 (τεκμήριο 24), το β΄ από 25/8/95 μέχρι 24/8/96 (τεκμήριο 30) και το γ΄ από 5/10/98 μέχρι 4/10/2001 (τεκμήριο 31), με μηνιαίο μισθό $2.500. Τα καθήκοντα της εφεσίβλητης θα ήταν εκείνα της υπεύθυνης εξαγωγών (export manageress). Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι αν και υπάρχει πρόνοια και στα τρία τελευταία συμβόλαια για αναθεώρηση του μισθού της εφεσίβλητης, ο μισθός που καταβαλλόταν από το 1993 παρέμεινε αναλλοίωτος. Η μη αύξηση του μισθού της εφεσίβλητης, ο οποίος της καταβαλλόταν από το 1993, επιβεβαιώνει την εκδοχή της ότι δεν ήταν απλά μια υπάλληλος στη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων της α΄ εφεσείουσας εταιρείας, αλλά είχε μια πιο ουσιαστική συμμετοχή στη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της εταιρείας, όπως η ίδια τα έχει προσδιορίσει.
Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα χρήματα της α΄ εφεσείουσας εταιρείας ήταν και χρήματα της εφεσίβλητης είναι λανθασμένο, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Έχουμε ήδη αναφερθεί στις σχέσεις της εφεσίβλητης με τους εφεσείοντες και στα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εγγραφή του ½ μεριδίου του διαμερίσματος στο όνομα της εφεσίβλητης έγινε σε αναγνώριση της συνεισφοράς της. Επιπρόσθετα παρατηρούμε ότι όλα τα προσωπικά έξοδα της ιδίας όσο και της θυγατέρας της καλύπτονταν από την α΄ εφεσείουσα εταιρεία και ότι με την επιστολή τερματισμού των υπηρεσιών της δεν της ζητήθηκε η επανεγγραφή του ½ μεριδίου που κατείχε, στην α΄ εφεσείουσα εταιρεία. Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.
(iv) Η εισήγηση ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του β΄ εφεσείοντος και της εφεσίβλητης ήταν λανθασμένη.
Έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας του β΄ εφεσείοντος και της εφεσίβλητης. Προς τούτο υπεδείχθησαν αντιφάσεις στις οποίες είχε περιέλθει η εφεσίβλητη που υποδεικνύουν την αναξιοπιστία της, αφού σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων η εφεσίβλητη ήταν πρόθυμη να δημιουργήσει μια ολόκληρη φανταστική ιστορία για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να στρέψει την προσοχή του σε αυτή την πτυχή αφού περιορίστηκε να αναφέρει ότι η μαρτυρία της χαρακτηριζόταν από υπερβολές. Τονίστηκε επίσης η αποστολή από την εφεσίβλητη προς το σύζυγο της πρόσκλησης στην οποία αναγραφόταν ότι το διαμέρισμα ανήκε στην α΄ εφεσείουσα εταιρεία, γεγονός το οποίο συνιστά παραδοχή σε βάρος της εφεσίβλητης.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από τα πρωτόδικα δικαστήρια έχει απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ επανάληψη. Σημειώνεται συνοπτικά η υποχρέωση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου να αξιολογεί το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται ενώπιόν του και να προβαίνει σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα, έτσι ώστε η απόφασή του να περιλαμβάνει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Χριστοδούλου Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να αξιολογήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων. (Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355). Το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 529), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).
Έχουμε εξετάσει τους διάφορους λόγους που προβλήθηκαν εκ μέρους των εφεσειόντων, αλλά δεν έχουμε πεισθεί ότι αυτοί δικαιολογούν την επέμβαση μας. Οι αντιφάσεις που μας έχουν υποδειχθεί είναι επουσιώδεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να παρακολουθήσει τους μάρτυρες να καταθέτουν και μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους αποφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή της εφεσίβλητης. Η πρόσκληση που είχε σταλεί στο σύζυγο της εφεσίβλητης για να διαμένει στα διαμερίσματα που ανήκαν στην εταιρεία τους (in the apartments owned by our company) όταν αυτός θα έφθανε στην Κύπρο, δεν συνιστά παραδοχή ότι το διαμέρισμα ανήκε στην α΄ εφεσείουσα εταιρεία. Ήταν μια δήλωση που απευθυνόταν σε τρίτο πρόσωπο χωρίς οποιαδήποτε νομική συνέπεια, αν ληφθεί υπόψη ότι το ½ μερίδιο ήταν ήδη εγγεγραμμένο στο όνομά της εφεσίβλητης.
(v) Δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στην καθυστέρηση καταχώρισης της αγωγής.
Είναι επίσης η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπερβολική σημασία στην καθυστέρηση που σημειώθηκε στην καταχώριση της αγωγής. Η εφεσίβλητη αμφισβητεί την πιο πάνω εισήγηση ισχυριζόμενη ότι το στοιχείο της καθυστέρησης είναι ένα από τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού καταλήξει στα συμπεράσματα του και δεν συνιστούσε το κύριο στοιχείο πάνω στο οποίο είχε βασίσει την απόφασή του.
Από τα γεγονότα όπως έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι η α΄ εφεσείουσα εταιρεία τερμάτισε τις υπηρεσίες της εφεσίβλητης στις 16/11/98. Η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή ευθύς αμέσως μετά στα δικαστήρια του Ισραήλ (και πιο συγκεκριμένα το Νοέμβριο του 1998) για να προστατεύσει τα συμφέροντα της. Η παρούσα αγωγή αρ. 7218/2000 των εφεσειόντων εναντίον της εφεσίβλητης καταχωρήθηκε στην Κύπρο στις 3/11/2000. Παρατηρείται δηλαδή μια καθυστέρηση δύο περίπου χρόνων εκ μέρους της α΄ εφεσείουσας εταιρείας στη διεκδίκηση του διαμερίσματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε την καθυστέρηση των δύο χρόνων ανέφερε ότι "έκδηλα κατανοητό και φυσιολογικά αναμενόμενο θα ήταν με τον τερματισμό των υπηρεσιών να διεκδικηθεί άμεσα η ιδιοκτησία του διαμερίσματος". Το Δικαστήριο διερωτήθηκε μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας του β΄ εφεσείοντος, γιατί δεν καταχωρήθηκε πιο γρήγορα η αγωγή, σημειώνοντας ότι δεν δόθηκε προς τούτο πειστική απάντηση από το β΄ εφεσείοντα. Δεν έχουμε πεισθεί ότι το Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του β΄ εφεσείοντος προσέδωσε υπερβολική σημασία στην καθυστέρηση που σημειώθηκε στην καταχώριση της αγωγής στην Κύπρο. Αντίθετα από το περιεχόμενο της απόφασης φαίνεται ότι η καθυστέρηση ήταν μόνο ένας από τους λόγους που λήφθηκαν υπόψη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των εφεσειόντων, μαζί με τους υπόλοιπους λόγους που αναφέρονται στην επίδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ