ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 987
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 331/2006)
19 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
RAZIYE CEMIL,
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ CEMIL CUFI SULEYMAN, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ
________________________
Μιχάλης Βλαδιμήρου, για την Εφεσείουσα.
Στάλω Χούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
________________________
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα της Cemil Cufi, με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία αίτησή της για πώληση κτήματος, μέρους της περιουσίας του αποβιώσαντος, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
Η εφεσείουσα, η οποία μετά το θάνατο του πατέρα της και την αποποίηση από τη μητέρα της του κληρονομικού μεριδίου της κατέστη η μόνη κληρονόμος και διαχειρίστρια της περιουσίας του, με αίτησή της, σύμφωνα με τον περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Αποβιωσάντων Νόμο, ΚΕΦ. 189, ζήτησε από το Δικαστήριο όπως εγκρίνει την πώληση κτήματος στη Γεροσκήπου. Στην αίτησή της, ανέφερε ότι ο πατέρας της δημιούργησε μεγάλα χρέη, τα οποία ανέλαβε η ίδια να αποπληρώσει και ότι, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του, συμφώνησε με κάποιον Κώστα Φιλίππου, υπογράφοντας προς τούτο πωλητήριο έγγραφο, την πώληση του πιο πάνω κτήματος.
Το αίτημά της, δεδομένου ότι ο αποβιώσας κατά το χρόνο του θανάτου του είχε τη μόνιμη διαμονή του στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Δημοκρατίας, συνάντησε την ένσταση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος, κατ' επίκληση των προνοιών του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, (Ν. 139/91), (όπως τροποποιήθηκε), υποστηρίζει ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
΄Ηταν η θέση της εφεσείουσας ότι η στέρηση του δικαιώματος διαχείρισης της επίδικης περιουσίας, εκ του γεγονότος ότι ο αποβιώσας είναι Τουρκοκύπριος, αντίκειται στην Οδηγία 2000/43ΕΚ, στον περί ΄Ισης Μεταχείρισης Προσώπων (Φυλετική ή Εθνοτική Καταγωγή) Νόμο του 2004, (Ν. 59(Ι)/2004), και στον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων ΄Αλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004, (Ν. 42(Ι)/2004).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από νομολογία, κατέληξε, στη βάση και του παραδεκτού γεγονότος ότι ο αποβιώσας κατά το χρόνο του θανάτου του διέμενε μονίμως στις κατεχόμενες περιοχές, στις οποίες μονίμως διαμένει και η διαχειρίστρια, ότι η περιουσία, στην οποία αφορά η αίτηση, εμπίπτει στα πλαίσια του ορισμού «τουρκοκυπριακή περιουσία» - (΄Αρθρο 2 του Ν. 139/91) και ότι αυτή, με το διορισμό του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, (ο «Κηδεμόνας»), περιήλθε στην κατοχή του. Ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Ν. 139/91 δεν εξέτασε, αφού, καθώς έκρινε, αυτό δεν είχε εγερθεί ευθέως. Η συνταγματικότητα, άλλωστε, του Ν. 139/91 έχει ήδη αποφασιστεί στην Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275.
Πυρήνας των λόγων έφεσης, με τους οποίους, ουσιαστικά, επαναλαμβάνονται όσα και πρωτόδικα συζητήθηκαν, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε στο Γενικό Εισαγγελέα να λάβει μέρος στη διαδικασία, όπως και ότι αυτό αγνόησε παντελώς την υπεροχή του Κοινοτικού Δικαίου, η οποία αναγνωρίζεται με τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006 (Ν. 127(Ι)/2006). Ο συνήγορος μας παρέπεμψε σε νομοθετικές πρόνοιες του Ν. 59(Ι)/2004, με τις οποίες απαγορεύονται διακρίσεις στη βάση φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, και εισηγήθηκε ότι η διαφορετική μεταχείριση της αιτήτριας, εκ του γεγονότος ότι αυτή είναι Τουρκοκύπρια, έρχεται σε αντίθεση με προστατευόμενα δικαιώματα και ελευθερίες, όπως αυτές καθορίζονται από τα ΄Αρθρα 5 και 6 του Ν. 42(Ι)/2004.
΄Εχουμε εξετάσει τη θέση της αιτήτριας σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στη διαδικασία. Δε συμφωνούμε με αυτή. Ο Γενικός Εισαγγελέας, ως ο νομικός σύμβουλος του Κράτους και ενός εκάστου των οργάνων του - ΄Αρθρο 113.1 του Συντάγματος - έχει κάθε δικαίωμα να εμφανιστεί για τον Κηδεμόνα, που δεν είναι άλλος από τον Υπουργό Εσωτερικών - (Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077). Στον Κηδεμόνα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν. 139/91, περιήλθαν όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες, των οποίων οι ιδιοκτήτες δε διαμένουν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Ο όρος «τουρκοκυπριακή περιουσία» στο ΄Αρθρο 2 του Ν. 139/91 καθορίζεται ως: «κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία·». Στο ίδιο άρθρο ο όρος «Τουρκοκύπριος» σημαίνει: «Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εβκάφ·». Συνεπώς, στη βάση του παραδεκτού γεγονότος ότι τόπος διαμονής του αποβιώσαντος μέχρι του θανάτου του και της αιτήτριας μέχρι και την ακρόαση της υπόθεσης ήταν οι κατεχόμενες περιοχές, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η περιουσία εμπίπτει στην «τουρκοκυπριακή περιουσία» και θεωρείται με το Ν. 139/91 ως εγκαταλελειμμένη είναι ορθή.
Το επόμενο που θα εξετάσουμε είναι κατά πόσο ο Ν. 139/91 περιορίζει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη να πωλεί και μεταβιβάζει την ακίνητη ιδιοκτησία του - (΄Αρθρο 23 του Συντάγματος) - γιατί αυτό αντιλαμβανόμαστε να εννοεί ο συνήγορος, όταν εισηγείται ότι ο Ν. 139/91 έρχεται σε αντίθεση με το Ν. 42(Ι)/2004, οι διατάξεις του οποίου διασφαλίζουν την απόλαυση των «δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και θεμελιωδών Ελευθεριών και στα Πρωτόκολλα της, σε άλλες Ευρωπαϊκές Συμβάσεις και Συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών που κύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία, και στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.» χωρίς φυλετικές διακρίσεις.
Το Προοίμιο του Ν. 139/91 προβλέπει ότι:-
«Επειδή, συνεπεία της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής και της απαγόρευσης από τις δυνάμεις αυτές της διακίνησης του πληθυσμού αυτού στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαταλείφθηκαν περιουσίες που αποτελούνται από κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία,
Και επειδή για την προστασία των περιουσιών αυτών κατέστη απαραίτητη η άμεση λήψη μέτρων,
Και επειδή μεταξύ των μέτρων που λήφθηκαν περιλαμβανόταν και η διαχείριση των περιουσιών αυτών από ειδική επιτροπή που συστάθηκε με διοικητικές διευθετήσεις,
Και επειδή κατέστη αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση του θέματος των Τουρκοκυπριακών περιουσιών στη Δημοκρατία.
Για όλα αυτά η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:»
Σκοπός του Ν. 139/91, όπως προκύπτει από το προοίμιό του, είναι η διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν από τους Τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες τους. Με τον πιο πάνω Νόμο, δε σκοπείται η, καθ' οιονδήποτε τρόπο, στέρηση της περιουσίας τους, στη βάση εθνοτικής καταγωγής, αλλά η προστασία της και η προσωρινή διαχείρισή της από τον Κηδεμόνα μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε από την τουρκική εισβολή. Κριτήριο δεν είναι η καταγωγή του ιδιοκτήτη, αλλά εάν η περιουσία του εγκαταλείφθηκε. Το Κράτος, το 1974, βρέθηκε αντιμέτωπο με μια κατάσταση καταστροφής, που δημιούργησε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συνεπώς, είχε καθήκον να λάβει μέτρα, έστω και αν αυτά περιέχουν περιορισμούς. Η μαζική μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων και η εγκατάλειψη από αυτούς των περιουσιών τους στις περιοχές οι οποίες ελέγχονται από το Κράτος επέβαλλε την ανάγκη αυτές να προστατευθούν, προς όφελος των ιδιοκτητών τους, όπως, άλλωστε, αναφέρεται στο προοίμιο του Ν. 139/91, το οποίο, συνήθως, δηλώνει τα γεγονότα ή την κατάσταση για την οποία ο νομοθέτης προτίθεται να θεσπίσει το νόμο που ακολουθεί - (βλ. Δημητρίου ν. Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1153).
Το ίδιο ζήτημα εξετάστηκε στην Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά., (πιο πάνω), στην οποία το Εφετείο κατέληξε ότι το ΄Αρθρο 2 του Ν. 139/91 δεν καταστρατηγεί το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος και ότι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες δικαιολογούνται στη βάση του δικαίου της ανάγκης. Τα περί διακρίσεως, επειδή η αιτήτρια είναι Τουρκοκύπρια, δεν έχουν έρεισμα, αφού ο Κηδεμόνας δε διαχειρίζεται όλες τις περιουσίες που ανήκουν στα μέλη της τουρκικής κοινότητας αλλά μόνο εκείνες των οποίων οι ιδιοκτήτες, τον Ιούλιο του 1991, δεν βρίσκονταν στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας.
Οι αρμοδιότητες του Κηδεμόνα καθορίζονται από τα ΄Αρθρα 5 και 6 του Ν. 139/91. Με το ΄Αρθρο 5 αυτού, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 59(Ι)/2003, ο Κηδεμόνας, κατά τη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του χορηγούνται από το Νόμο, θα έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της. Η γενικότητα των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα, όπως αυτές καθορίζονται στο ΄Αρθρο 5 του Ν. 139/91, δεν επηρεάζεται από τις αρμοδιότητες που εξειδικεύονται στο ΄Αρθρο 6 αυτού. Από τις πιο πάνω διατάξεις, είναι φανερό ότι ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, η οποία εξακολουθεί να του ανήκει, υπό τους προσωρινούς περιορισμούς του Ν. 139/91, οι οποίοι θα αρθούν με τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης, που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής. Ο Κηδεμόνας, στον οποίο έχει περιέλθει η κατοχή και διαχείριση κάθε τουρκοκυπριακής περιουσίας που έχει εγκαταλειφθεί, είναι το μόνο πρόσωπο που νομιμοποιείται στη διαχείρισή της και δεν μπορεί να παρακάμπτεται - (βλ. Perihan Mustafa Korkut ή Eyiam ν. Απόστολου Γεωργίου, διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Χαράλαμπου Ζόππου, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 303/06, 11/9/08).
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΜΠ