ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 956

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 276/2005)

 

 

17  Σεπτεμβρίου, 2008

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ,  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,  ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΕΘΝΙΚΗ  ΤΡΑΠΕΖΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΑΔΟΣ  (ΚΥΠΡΟΥ)  ΛΤΔ,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

 

 

                               1.  CORAL  FOODS  LTD,

                               2.  ΛΩΡΗ  ΤΡΥΦΩΝΟΣ,

                               3.  ΤΟΥΛΑΣ  ΤΡΥΦΩΝΟΣ,

                               4.  L  &  A  TRYFON  LTD

                               5.  TRYFON  DISTRIBUTORS  LTD,

6.  STELIOS  TRYFON  &  SONS  LTD,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

________________________

 

Π. Λιβέρας, για τους Εφεσείοντες.

Ν. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσίβλητους.

________________________

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία αξίωση των εφεσειόντων (εναγόντων) εναντίον των εφεσιβλήτων (εναγομένων 2 - 6) απορρίφθηκε.  Η αξίωση αφορούσε υπόλοιπο λογαριασμού, συνολικού ύψους £71.786,04, πλέον τόκους προς 9% ετησίως επί ποσού £67.793,89 από 15/3/1997 και έξοδα. 

 

Με την ΄Εκθεση Απαίτησής τους, οι εφεσείοντες, οι οποίοι είναι τραπεζικός οργανισμός, ισχυρίζονται ότι, στα πλαίσια των εργασιών τους, συμφώνησαν και χορήγησαν στην εταιρεία Coral Foods Ltd - (οι πρωτοφειλέτες) - πίστωση σε τρεχούμενο ανοικτό λογαριασμό μέχρι του ποσού των £30.000,00, πλέον τόκους προς 9% ετησίως.  Υπεγράφη προς τούτο, στις 16/11/1987, σύμβαση - Τεκμήριο 1.  Η πίστωση η οποία παραχωρήθηκε ήταν αορίστου χρόνου, με δικαίωμα των εφεσειόντων να την ανακαλέσουν και να κλείσουν το λογαριασμό, κατά την απόλυτο κρίση τους, μετά από γραπτή ειδοποίηση στους πρωτοφειλέτες και τους εγγυητές.  Τις υποχρεώσεις των πρωτοφειλετών, εναντίον των οποίων η αγωγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε - (εναντίον τους εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης) - συνεγγυήθηκαν, σύμφωνα με το εγγυητήριο - Τεκμήριο 3 - αλληλέγγυα και κεχωρισμένα οι εφεσίβλητοι, με τη γραπτή συγκατάθεση των οποίων το όριο πίστωσης προς τους πρωτοφειλέτες σταδιακά αυξήθηκε - στις 31/7/1988 σε £40.000,00 και από 31/1/1989 σε £50.000,00.  Οι εφεσίβλητοι 2 - 5, περαιτέρω, ανέλαβαν έναντι των εφεσειόντων την υποχρέωση όπως πληρώσουν τις οφειλές των πρωτοφειλετών μέχρι του ποσού των £50.000,00, πλέον τόκους, προμήθειες και έξοδα, ενώ οι εφεσίβλητοι 6, με εγγυητήριο ημερομηνίας 16/11/1987, συνεγγυήθηκαν τους πρωτοφειλέτες μέχρι ποσοστού 30% του ορίου της σύμβασης, πλέον τόκους και έξοδα. 

 

Ο λογαριασμός λειτούργησε από τις 16/11/1987 μέχρι 28/11/1996.  Τερματίστηκε, λόγω καθυστερήσεων στις πληρωμές, με επιστολή των εφεσειόντων προς τους πρωτοφειλέτες και τους εφεσίβλητους, οι οποίοι κλήθηκαν, αλλά παρέλειψαν να καταβάλουν το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Οι εφεσίβλητοι, με την Υπεράσπισή τους, αρνούνται την υπογραφή των συμφωνιών, την είσπραξη των πιστώσεων και την οφειλή του αξιούμενου ποσού.  Διαζευκτικά, ισχυρίζονται ακυρότητα των συμφωνιών, λόγω επιβολής επιβαρύνσεων πέραν του επιτρεπομένου ορίου του 9% ετησίως και προβάλλουν ότι, στη βάση ορθού υπολογισμού, αφαιρουμένων των παρανόμων χρεώσεων, το ποσό του ισχυριζομένου λογαριασμού εξοφλήθηκε.  Τέλος, επιφυλάσσουν τα δικαιώματά τους να διεκδικήσουν με χωριστή αγωγή οποιοδήποτε ποσό ήθελε διαπιστωθεί ότι είχε υπερχρεωθεί ή υπερπληρωθεί.

 

Στην απάντησή τους, οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι τυχόν χρεώσεις για έξοδα μελετών έγιναν νόμιμα, στη βάση εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας, όπως και ότι κάθε χρέωση στο λογαριασμό αφορά πραγματικά έξοδα και έγινε στη βάση των συμφωνιών.  Τέλος, υποστηρίζουν ότι οι εφεσίβλητοι εμποδίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 12 της εγγύησης, να αμφισβητήσουν το ύψος της οφειλής. 

 

Οι εφεσίβλητοι, στο στάδιο της προδικασίας, εξασφάλισαν διάταγμα αποκάλυψης και επιθεώρησης εγγράφων.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσής τους, οι εφεσείοντες κάλεσαν δύο μάρτυρες - τη Γεωργία Πελεκάνου, τμηματάρχη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στο κατάστημα όπου διατηρείτο ο λογαριασμός και το Γεώργιο Ανατολίτη, διευθυντή του κεντρικού καταστήματος.  Η πρώτη, το πρόσωπο το οποίο προέβη και στην ένορκη αποκάλυψη, κατέθεσε σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθείτο στο τμήμα της για όσο χρόνο ο επίδικος λογαριασμός λειτούργησε και εξήγησε ότι, στους πρωτοφειλέτες, κάθε μήνα αποστέλλονταν καταστάσεις λογαριασμού, χωρίς αυτοί να διαμαρτυρηθούν, είτε για χρεώσεις που γίνονταν όταν υπήρχε απόσυρση εμπορευμάτων των πρωτοφειλετών από τις αποθήκες αποταμίευσης είτε για άλλα έξοδα - μελέτης, γραφικής ύλης - ή για χρεώσεις για επιστροφή επιταγών.  Ο δεύτερος παρουσίασε τις καταστάσεις του λογαριασμού μαζί με σχετικό πιστοποιητικό, δυνάμει του περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9, (όπως τροποποιήθηκε).

 

Από πλευράς εφεσιβλήτων, κατέθεσαν η λογίστρια και υπεύθυνη των ηλεκτρονικών υπολογιστών των πρωτοφειλετών και ένας εκ των διευθυντών τους.  Η πρώτη μάρτυς αναφέρθηκε στις καταστάσεις που τηρούσε στην εταιρεία και τον έλεγχο που διενεργούσε κάθε μήνα σε σχέση με την ορθότητα των καταστάσεων που αποστέλλονταν από τους εφεσείοντες.  Πάρα πολλές φορές, ανέφερε, διαπίστωσε διαφορές στους λογαριασμούς, επιπλέον των διαφορών που προϋπήρχαν της λειτουργίας του επιδίκου.  Για τις διαφορές αυτές ζητήθηκαν γραπτώς διευκρινίσεις, χωρίς όμως να δοθούν για όλες.  Η μάρτυς ετοίμασε και κατέθεσε το Τεκμήριο 15[1], εξηγώντας στις καταστάσεις των εφεσειόντων τις διάφορες χρεώσεις που δεν υποστηρίζονται από τις διάφορες καταχωρίσεις και τα τιμολόγια (vouchers).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από πλευράς εφεσειόντων, κατέληξε ότι ο λογαριασμός ανοίχθηκε, τα ποσά των πιστώσεων εισπράχθηκαν από τους πρωτοφειλέτες, όπως και ότι οι αυξήσεις του ορίου των πιστώσεων έγιναν με τη συγκατάθεση των εφεσιβλήτων.  Ο λογαριασμός λειτούργησε από 16/11/1987 μέχρι που νόμιμα η σύμβαση τερματίστηκε  - (28/11/1996) - και ειδοποιήθηκαν με επιστολή, εκτός από τους πρωτοφειλέτες, οι εφεσείοντες 2 - 6.  Διαπίστωσε, επίσης, ότι, μεταξύ εφεσειόντων και εφεσιβλήτων, πέραν του συμφωνηθέντος τόκου προς 9% ετησίως, δεν είχε συμφωνηθεί ύψος ποσού το οποίο οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να χρεώνουν για προσφερόμενες υπηρεσίες, γραφική ύλη και διάφορα άλλα έξοδα.   Με αναφορά στη νομολογία[2], κατέληξε ότι στους εφεσείοντες παρεχόταν δυνατότητα νόμιμης χρέωσης διαφόρων εξόδων, χωρίς όμως το συνολικό ποσό της χρέωσης, περιλαμβανομένου και του τόκου, να υπερβαίνει το ποσοστό του 9% ετησίως επί του κεφαλαίου.  Σε περίπτωση υπέρβασης του 9% ετησίως, η συναλλαγή δεν καθίστατο στο σύνολό της παράνομη αλλά στο μέρος της χρέωσης που υπερέβαινε το 9% ετησίως[3].  Απέρριψε την εισήγηση των εφεσειόντων ότι, στη βάση εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 29/7/1988, παρέχεται δυνατότητα χρέωσης εξόδων μελέτης κ.λ.π. πέραν του 9%.  Αποδεχόμενο ότι η κατάθεση των λογαριασμών των εφεσειόντων δεν αποτελεί παρά μόνο ένα αποδεικτικό στοιχείο, για το οποίο άμεση προφορική μαρτυρία θα ήταν αποδεκτή, κατέληξε, στη βάση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε, πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι νόμιμα οφειλόταν το αξιούμενο ποσό.  Οι επεξηγήσεις που έδωσε η μάρτυς των εφεσιβλήτων σε σχέση με τις διάφορες καταχωρίσεις στους Πίνακες Α και Β του Τεκμηρίου 15, οι οποίες, στην ουσία, δεν αμφισβητήθηκαν, και η απουσία μαρτυρίας από πλευράς εφεσειόντων επί συγκεκριμένων χρεώσεων αποκαλύπτουν, κατέληξε, χρεώσεις που δεν εμπίπτουν στην έννοια του τόκου.   Δέχθηκε ότι δεν επεξηγήθηκε ότι τα ποσά των χρεώσεων - και κατ' αποκοπή να υπολογίστηκαν - ήταν ανάλογα με τον όγκο εργασίας και το χρόνο που απαιτείτο για μελέτη, ούτε ότι αυτά δε σχετίζονταν ή συνδέονταν καθ' οιονδήποτε τρόπο με τη χρήση του κεφαλαίου, ως η εγκύκλιος της Κεντρικής Τράπεζας, πιο πάνω. 

 

Προτού το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίψει την αγωγή, εξέτασε και το ενδεχόμενο, στη βάση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, να αφαιρέσει τα ποσά που αυτοί ισχυρίζονταν ότι χρεώθηκαν παράνομα.  ΄Ηταν, όμως, το εγχείρημα αδύνατο, αφού οι εφεσείοντες προσδιόριζαν την αξίωσή τους στις £71.786,04 πλέον τόκους 9% ετησίως επί ποσού £67.793,89, από 15/3/1997, και οι εφεσίβλητοι στο ποσό των £79.942,94.  Επίσης, υπήρχε διαφορά στο χρόνο υπολογισμού του τόκου. 

 

Οι εφεσείοντες, με εννέα λόγους έφεσης, αμφισβητούν δύο ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τις διαπιστώσεις του σε σχέση με την αποτυχία τους να αποσείσουν το βάρος απόδειξης της αξίωσής τους. 

 

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης όχι με τη σειρά που αναπτύσσονται   αλλά όπως εμείς κρίνουμε πρακτικό και ανάλογα με τη συνάφεια που υπάρχει μεταξύ τους.

 

Λόγοι έφεσης 1 και 2:

Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 28/7/2004, επέτρεψε στους εφεσίβλητους να παρουσιάσουν γραπτή μαρτυρία για ισχυριζόμενες παράνομες χρεώσεις και ανατοκισμούς, χωρίς η θέση τους αυτή να δικογραφείται  με λεπτομέρεια στην Υπεράσπισή τους.  Ισχυρίζονται, επίσης, ότι, εσφαλμένα κατέληξε ότι υπήρχαν παράνομες χρεώσεις, αφού πηγή γι' αυτές ήταν η γραπτή μαρτυρία - Τεκμήριο 15 - που ετοίμασε η Μ.Υ.1, η οποία κακώς επετράπη να παρουσιαστεί. 

 

Οι εφεσίβλητοι, με την ΄Εκθεση Υπεράσπισής τους, αμφισβήτησαν το αξιούμενο υπόλοιπο, επικαλούμενοι χρεώσεις τόκων και επιβαρύνσεων, σε αντίθεση με τον περί Τόκου Νόμο του 1977, (Ν. 2/77).  Πρόβαλαν, μάλιστα, ότι δικαιούνται σε δικαστικό διάταγμα για εξέταση των διαφόρων εγγράφων.  Η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων προκύπτει ότι ακολουθήθηκε, αρχικά, με την εξασφάλιση διατάγματος αποκάλυψης και επιθεώρησης εγγράφων και, στη συνέχεια, με τη μαρτυρία της Μ.Υ.1.  Από το περιεχόμενο της Υπεράσπισής τους - (ενδεικτικά παραθέτουμε τις παραγράφους 9 και 10)[4] - αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς θα μπορούσε να τους στερηθεί το δικαίωμα παρουσίασης μαρτυρίας προς την κατεύθυνση των θέσεών τους.  Οι εφεσείοντες κατέθεσαν τους λογαριασμούς στους οποίους στήριζαν την απαίτησή τους και οι εφεσίβλητοι τους αμφισβήτησαν με δική τους μαρτυρία στη γραμμή της Υπεράσπισής τους.  Το γεγονός ότι αυτοί είχαν στην κατοχή τους τις καταστάσεις των εφεσειόντων και δε διαμαρτυρήθηκαν δεν τους εμπόδιζε, όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες, να υποβάλουν αίτηση για ένορκη αποκάλυψη και ούτε ενεργούσαν κακόπιστα, όταν εξασφάλιζαν διάταγμα ένορκης αποκάλυψης και επιθεώρησης εγγράφων.  Ορθά, καταλήγουμε, επετράπη από το πρωτόδικο Δικαστήριο η παρουσίαση από τους εφεσίβλητους γραπτής μαρτυρίας, η αξιολόγηση της οποίας, βέβαια, δεν έχει σχέση με το ζήτημα της δεκτότητάς της από το Δικαστήριο. 

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Λόγος έφεσης 3:

Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι αίτημά τους για αναβολή της υπόθεσης, με σκοπό να προετοιμαστούν για την αντεξέταση της Μ.Υ.1, η οποία παρουσίασε τα Τεκμήρια 12 και 15 που αφορούσαν σε μεγάλο αριθμό σημειώσεων και καταγραφών, απορρίφθηκε, χωρίς αυτό να καταγραφεί στα πρακτικά. 

 

Είναι καλά νομολογημένο ότι τα πρακτικά, τα οποία τηρούνται στο δικαστήριο κατά τη διαδικασία της υπόθεσης, αποτελούν το μοναδικό έγκυρο υπόβαθρο για συζήτησή της κατ' έφεση και ότι δεν μπορεί, εκ των υστέρων, να αμφισβητηθούν, εκτός εάν ακολουθηθεί η διαδικασία για διόρθωσή τους  ενώπιον του εκδικάσαντος δικαστηρίου - (βλ.  Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92).  Στην παρούσα περίπτωση, δε φαίνεται να έχει ακολουθηθεί τέτοια διαδικασία, με αποτέλεσμα ο λόγος αυτός έφεσης να στερείται ερείσματος.

 

Λόγος έφεσης 4:

      Εσφαλμένα, περαιτέρω, διατείνονται οι εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά τους για παρουσίαση αντικρουστικής μαρτυρίας.  Από τη στιγμή, υπέβαλαν, που επετράπη στους εφεσίβλητους να παρουσιάσουν μαρτυρία εκτός της δικογραφημένης θέσης τους, θα έπρεπε να τους επιτραπεί να παρουσιάσουν αντικρουστική μαρτυρία για όσα η Μ.Υ.1 κατέθεσε, καταλαμβάνοντάς τους εξ απροόπτου.  Με την απόρριψη του αιτήματός τους, δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η θέση τους, προτού η υπόθεση αποφασιστεί.  ΄Επρεπε, εισηγήθηκαν, να τους δοθεί η ευκαιρία, μετά που ερεύνησαν τους ισχυρισμούς της Μ.Υ.1, να απαντήσουν, ώστε να είναι δίκαιη η επίλυση της διαφοράς.

 

Έχουμε ήδη κρίνει ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε από πλευράς εφεσιβλήτων ήταν στη γραμμή της δικογραφημένης Υπεράσπισής τους.  Συνεπώς, το αίτημά τους για παρουσίαση αντικρουστικής μαρτυρίας δεν μπορούσε παρά να κριθεί στη βάση του κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν παραπλανηθεί, ή είχαν καταληφθεί εξ απροόπτου - (βλ. Tsiartas and Another v. Taliotis (1989) 1 C.L.R. 216).  Το αίτημα για παρουσίαση αντικρουστικής μαρτυρίας υπεβλήθη μετά που οι εφεσείοντες έκλεισαν την υπόθεσή τους και παρέμεινε το θέμα των αγορεύσεων.

 

΄Εχουμε μελετήσει την ενδιάμεση απόφαση της 15/12/2004.  Προτού το Δικαστήριο απορρίψει το αίτημα των εφεσειόντων, έλαβε υπόψη του ότι δεν υπήρξε οποιοσδήποτε αιφνιδιασμός τους, αφού η θέση των εφεσιβλήτων ήταν με σαφήνεια δικογραφημένη, αλλά και ότι οι ίδιοι οι εφεσείοντες, ενώ γνώριζαν τις θέσεις των εφεσιβλήτων, δεν προχώρησαν να ζητήσουν λεπτομέρειες γι' αυτές.  ΄Ελαβε, επίσης, υπόψη ότι οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε αποκάλυψη όλων των εγγράφων που είχαν στην κατοχή τους, υπό το πρόσχημα ότι, γι' αυτό, θα απασχολούσαν έναν υπάλληλο για αρκετό χρόνο.  Υπό τις περιστάσεις και έχοντας υπόψη τις δικογραφημένες θέσεις των εφεσιβλήτων, δε διαπιστώνουμε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να ασκήθηκε εσφαλμένα. 

 

Ο λόγος αυτός έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Λόγοι έφεσης 5, 6, 7, 8 και 9:

Με τους πιο πάνω λόγους, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απέδειξαν την υπόθεσή τους.  Παρουσίασαν, υπέβαλαν, όλα τα σχετικά έγγραφα, όπου καταγράφονταν οι διάφορες χρεώσεις, από τις οποίες τεκμηριώνεται η οφειλή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να καταλήξει ότι στις καταστάσεις που αυτοί παρουσίασαν περιλαμβάνονταν χρεώσεις πέραν των συμφωνηθέντων, θα έπρεπε να είχε ενώπιόν του μαρτυρία από τους εφεσίβλητους για συγκεκριμένο ποσό χρεώσεων πέραν του οφειλομένου προς αυτούς και τέτοια δεν υπήρχε.  Το γεγονός της παρουσίασης των τεκμηρίων 12 και 15, χωρίς οι χρεώσεις σ' αυτά να αποδειχθούν λογιστικά ότι υπερέβαιναν το ποσό του κεφαλαίου και του τόκου, οδηγεί σε ασαφή και αδιευκρίνιστα συμπεράσματα, τα οποία δεν επιτρέπουν εύλογα διαπιστώσεις παράνομων χρεώσεων.  Τέλος, ο τρόπος, με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία των εφεσιβλήτων, οδήγησε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι αυτοί δεν απέδειξαν την υπόθεσή τους. 

 

Το βάρος απόδειξης κάθε μέρους της απαίτησης, εφόσον αυτή αμφισβητείται, βαρύνει τον ενάγοντα, ο οποίος θα πρέπει, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, να καταδείξει το βάσιμο της εκδοχής του.  Οι εφεσείοντες παρουσίασαν, δυνάμει του ΄Αρθρου 5Α(1) του ΚΕΦ. 9, (Ν. 54(Ι)/94), τους λογαριασμούς, στη βάση των οποίων στήριξαν την αξίωσή τους.  Παρουσίασαν, δηλαδή, όπως και το Δικαστήριο διαπίστωσε, σύμφωνα με την υπόθεση Μαρσέλ κ.ά ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, ένα αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο υπόκειτο σε αξιολόγηση, χωρίς, όμως, να είναι σε θέση να επεξηγήσουν συγκεκριμένες χρεώσεις που εμφανίζονταν σ' αυτό.  ΄Εχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία των εφεσειόντων και συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες, καίτοι είχαν υπόψη τους τις θέσεις των εφεσιβλήτων, δεν προχώρησαν σε διαβήματα, τα οποία θα τους επέτρεπαν να ενεργήσουν κατά τρόπο που να επεξηγήσουν τα διάφορα ποσά των χρεώσεων, ώστε να καταδεικνύεται ότι σ' αυτά δεν υπήρχαν παράνομες χρεώσεις.  Η Μ.Ε.1 ήταν σαφής ότι γίνονταν χρεώσεις για μελέτες, επιστροφή επιταγών, γραφική ύλη.  Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονταν ότι, με αυτές, ο τόκος υπερέβαινε το 9% ετησίως.  Ο Μ.Ε.2, αντεξεταζόμενος, συμφώνησε ότι αποτελεί παράλειψη εάν, μετά την καταγραφή του κωδικού, δεν ακολουθεί καταγραφή σε ποια από τις διάφορες χρεώσεις, στις οποίες αφορά ο κωδικός, αντιστοιχεί η συγκεκριμένη χρέωση και για αριθμό χρεώσεων κάτω από συγκεκριμένους κωδικούς ο μάρτυρας δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση.  Για παράδειγμα, στη χρέωση κάτω από τον κωδικό 51, ο οποίος αφορά σε «διάφορα», δεν ακολουθεί επεξήγηση σε τι συγκεκριμένο αφορά αυτή.  Το γεγονός ότι ο Μ.Ε.2, αντεξεταζόμενος επί του Τεκμηρίου 15 σε σχέση με την επιβολή επιβαρύνσεων και άλλων εξόδων, δήλωσε αδυναμία να παραπέμψει στις καταστάσεις λογαριασμού, ή να επεξηγήσει τις χρεώσεις, λόγω του χρόνου που παρήλθε, συνιστά σοβαρό ρήγμα στη μαρτυρία και, συνακόλουθα, στην απόδειξη της οφειλής.  Η κατάθεση των λογαριασμών από τους εφεσείοντες δε μετέφερε στους ώμους των εφεσιβλήτων οποιοδήποτε βάρος ή καθήκον αυτοί να εξειδικεύσουν με ακρίβεια τις παράνομες χρεώσεις.  Η υποχρέωσή τους εξαντλείτο στο να καταδείξουν ότι στους λογαριασμούς υπήρχαν χρεώσεις που δεν εξηγήθηκε από τους εφεσείοντες πώς προέκυψαν ή εάν ήταν εύλογες.  Το βάρος απόδειξης ότι οι διάφορες χρεώσεις ήταν εύλογες, εφ' όσον το ύψος τους δεν είχε συμφωνηθεί, όπως και ότι, με αυτές, το ποσοστό του τόκου δεν υπερέβαινε το 9% ετησίως επί του κεφαλαίου, ήταν στους ώμους των εφεσειόντων και, με τη μαρτυρία τους, δεν το απέσεισαν.    

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

 

 

              

                                                     

                                                                         Τ. Ηλιάδης, Δ.

 

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

 

                                                                         Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

/ΜΠ



[1]   Πρόκειται για τρεις Πίνακες, που περιλαμβάνουν:  Ο Πίνακας Α τις καταχωρίσεις για επιστροφή επιταγών και μικροέξοδα, κάτω από τους κωδικούς 61, 51 και 68, ο Πίνακας Β χρεώσεις για επιστραφείσες επιταγές και έξοδα μελέτης, κάτω από τους κωδικούς 61, 51 και ο Πίνακας Γ έξοδα για την περίοδο Απριλίου του 1994 - Ιανουαρίου του 1996  και χρεώσεις, για τις οποίες οι εφεσείοντες δεν έδωσαν διευκρινίσεις, καίτοι τους ζητήθηκαν. 

[2] Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 38

[3] Τρ. Κύπρου κ.ά. ν. Coudounaris Ltd κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641

[4] «9. Οι Εναγόμενοι αρνούνται κατηγορηματικά την παρα. 9 της ΄Εκθεσης Απαιτήσεως όπως και την εκτιθέμενη σε αυτές απαίτηση της Ενάγουσας.

 

   10.  Επιπρόσθετα  και/ή διαζευκτικά οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η Ενάγουσα παράνομα ή/και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα προέβη σε παράνομες χρεώσεις του υπ' αναφοράν λογαριασμού υπό μορφήν ισχυριζόμενου τόκου και/ή ανατοκισμού ή/και άλλων επιβαρύνσεων που ισοδυναμούν με τόκο, τις οποίες, επέβαλε και/ή χρέωσε η Ενάγουσα αναφορικά με τις διευκολύνσεις που παραχώρησε η Ενάγουσα με βάση τις ισχυριζόμενες Συμβάσεις και/ή τα ΄Εγγραφα και/ή άλλως πως και οι οποίες είναι εν πάση περιπτώσει άκυρες ως παράνομες και/ή απαγορευμένες από το Νόμο και/ή καταστρατηγούν τις διατάξεις του περί Τόκου Νόμου του 1977 ..., και/ή είναι καταπιεστικές για τους Εναγομένους και συνιστούν άδικο πλουτισμό της Ενάγουσας σε βάρος των Εναγομένων.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο