ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 852
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 97/2007
15 Iουλίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΔΗΣ ΛΤΔ
Εφεσείοντες/Καθών η αίτηση
- και -
AHMED EL-SAYED MOHAMED AHMED AWADALLA
ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ
Εφεσιβλήτων/αιτητών
.........
Α. Παπαντωνίου, για τους εφεσείοντες/καθών η αίτηση
Δ. Κούτρας, για τους εφεσίβλητους/αιτητές
-----------------------
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα
δώσει ο δικαστής Φωτίου
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Οι εφεσείοντες ασχολούνται με ξυλουργικές εργασίες και για το σκοπό αυτό διατηρούν εργοστάσιο και γραφεία στη Βιομηχανική Περιοχή Εργατών. Απασχολούν προσωπικό από 50 περίπου άτομα. Οι εφεσίβλητοι, όλοι αλλοδαποί καταγόμενοι από την Αίγυπτο, εργοδοτήθηκαν από τους εφεσείοντες μεταξύ της περιόδου 1995 και 2002 δυνάμει γραπτών συμφωνιών εργοδότησης. Τα καθήκοντα τους ήταν αυτά του πελεκάνου, σκαλιστή, επικολλητή χρυσού και καπλαμάδων. Οι συμφωνίες εργοδότησης είναι με βάση το χαρακτηριστικό πρότυπο συμφωνίας εργοδότησης αλλοδαπού, η οποία γίνεται μέσω των υπηρεσιών του αρμόδιου Υπουργείου. Σύμφωνα με τους όρους της κάθε συμφωνίας οι εφεσίβλητοι θα εργάζονταν για 38 ώρες πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και πέραν του μισθού τους θα δικαιούνταν 13ο μισθό, ετήσιες άδειες, δημόσιες αργίες καθώς και όλα τα δικαιώματα που απολαμβάνει κάθε εργοδοτούμενος σύμφωνα με τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις συλλογικές συμβάσεις.
Σύμφωνα επίσης με τους όρους των εν λόγω συμφωνιών, οι πλείστοι από τους αιτητές θα εργάζονταν στην απογευματινή βάρδια που άρχιζε στις 4.00 μμ και τελείωνε στις 12.00 τα μεσάνυχτα, εκτός Παρασκευής που εργάζονταν μέχρι τις 11.00 μμ και οι υπόλοιποι στην πρωινή βάρδια που άρχιζε στις 7.30 π.μ και τελείωνε στις 4.00 μ.μ. Οι ακάθαρτες μηνιαίες απολαβές των εργαζομένων στην πρωινή βάρδια ανέρχονταν στις ΛΚ602 και ΛΚ621 και αυτών που εργάζονταν στην απογευματινή βάρδια στις ΛΚ660. Ήταν επίσης κοινό έδαφος ότι στην περίπτωση εκείνη που απαιτείτο από τους εφεσίβλητους να εργασθούν υπερωριακά, θα δικαιούνταν περαιτέρω αμοιβή.
Σε κάποιο στάδιο της εργοδότησης προέκυψε εργατική διαφορά μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσειόντων με αποτέλεσμα οι πρώτοι να καταχωρήσουν τις υποθέσεις αρ. 97/02-114/02 και 176/02 στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας με τις οποίες αξίωναν (α) δεδουλευμένους μισθούς, (β) αμοιβή για υπερωριακή εργασία και (γ) αποζημιώσεις για εξαναγκασμό σε παραίτηση που ισοδυναμεί με παράνομη απόλυση. Ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ήταν ότι η εργοδότηση τους τερματίσθηκε παράνομα κατά ή περί την 21/1/02 λόγω ουσιώδους παράβασης της συμφωνίας εκ μέρους των εφεσειόντων οι οποίοι αρνούνταν να καταβάλουν σ' αυτούς όλους τους δεδουλευμένους μισθούς και υπερωρίες.
Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποχωρήσει και/ή εγκαταλείψει οικειοθελώς την υπηρεσία τους και ότι δεν τους οφείλουν οποιοδήποτε ποσό, είτε ως μισθούς, είτε υπερωρίες, είτε άλλωσπως.
Οι υποθέσεις συνεκδικάσθηκαν. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε από τη μια τη μαρτυρία των ιδίων των εφεσιβλήτων (αιτητών) και των μαρτύρων τους, και από την άλλη τη μαρτυρία των εφεσειόντων (ουσιαστικά του Διευθυντή της εταιρείας Παναγιώτη Κουντουρίδη και του Ευαγόρα Διονυσίου υπαλλήλου της εταιρείας) κι' αφού έκρινε αξιόπιστους μάρτυρες τους εφεσίβλητους και αναξιόπιστους τους Κουντουρίδη και Διονυσίου, δέχθηκε μερικώς την απαίτηση (βασικά για δεδουλευμένους μισθούς) και εξέδωσε απόφαση ως ακολούθως:
«Στην αίτηση 97/02 για το ποσό των ΛΚ796,65 πλέον νόμιμο τόκο.
Στην αίτηση 98/02 για το ποσό των ΛΚ1384,90 πλέον νόμιμο τόκο.
Στην αίτηση 99/02 για το ποσό των ΛΚ557,55 πλέον νόμιμο τόκο.
Στην αίτηση 100/02 για το ποσό των ΛΚ1268,92 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 101/02 για το ποσό των ΛΚ1275,04 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 102/02 για το ποσό των ΛΚ241,00 πλέον νόμιμο τόκο.
Στην αίτηση 103/02 για το ποσό των ΛΚ2027,94 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 104/02 για το ποσό των ΛΚ457,55 πλέον νόμιμο τόκο.
Στην αίτηση 105/02 για το ποσό των ΛΚ464,80 πλέον νόμιμο τόκο.
Στην αίτηση 106/02 για το ποσό των ΛΚ1826,60 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 107/02 για το ποσό των ΛΚ873,82 πλέον νόμιμο τόκο.
Στην αίτηση 108/02 για το ποσό των ΛΚ1054,59 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 109/02 για το ποσό των ΛΚ460,55 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 110/02 για το ποσό των ΛΚ2274,08 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 111/02 για το ποσό των ΛΚ527,28 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 112/02 για το ποσό των ΛΚ437,74 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 113/02 για το ποσό των ΛΚ451,90 πλέον νόμιμο τόκο
Στην αίτηση 114/02 για το ποσό των ΛΚ569,50 πλέον νόμιμο τόκο
Επιδικάζονται επίσης έξοδα υπέρ των αιτητών και εις βάρος της εργοδότριας εταιρείας ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Όλες οι αξιώσεις του αιτητή στην αίτηση 176/02 απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
Η αξίωση του αιτητή στην αίτηση 108/02 για συμφωνηθέντες δεδουλευμένους μισθούς απορρίπτεται.
Η αξίωση όλων των αιτητών για αξία υπερωριακής εργασίας απορρίπτεται εξαιρουμένων των αιτητών στις αιτήσεις 108/02 και 110/02.
Η αξίωση όλων των αιτητών για πληρωμή αποζημίωσης λόγω παράνομου τερματισμού επίσης απορρίπτονται.»
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης βασιζόμενοι σε 4 λόγους έφεσης ως ακολούθως:
(α) Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τις υποθέσεις και ότι οι σχετικές συμβάσεις ήταν παράνομες αφού καταστρατηγούσαν τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο.
(β) Ότι εσφαλμένα έκρινε ότι οι αποδείξεις-δηλώσεις, που οι εφεσίβλητοι υπέγραφαν ότι πληρώθηκαν τους μισθούς και υπερωρίες ήταν χωρίς αποδεικτική αξία και επέτρεψε την εισαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας με την οποία ουσιαστικά αλλοίωνε τις προθέσεις των συμβαλλομένων μερών.
(γ) Ότι εσφαλμένα το δικαστήριο στήριξε την απόφαση του στη μαρτυρία της Κυριακής Λαμπριανίδου, αφού όλα όσα ανάφερε ήταν εξ ακοής μαρτυρία, και
(δ) το δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφασή του 15 περίπου μήνες μετά την επιφύλαξή της κατ' αντίθεση με τις έννοιες της δίκαιης δίκης και της έγκαιρης διάγνωσης των δικαιωμάτων του πολίτη.
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αμφισβητούνται με το ένδικο μέσο της έφεσης αλλά για οποιοδήποτε λόγο που «συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο» (βλ. άρθρο 12 του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967- Ν. 8/67 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 110(1)/99, Galatariotis Telecommunications Ltd. v. Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318 και Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κα (2004) 1 Α.Α.Δ. 1833).
Εδώ οι λόγοι έφεσης φαίνεται να ικανοποιούν την πιο πάνω πρόνοια.
Αξιολογώντας τους πιο πάνω λόγους έφεσης θα πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τον (α) λόγο που εγείρει (i) θέμα δικαιοδοσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, και (ii) θέμα παρανομίας των συμβάσεων εργοδότησης των εφεσιβλήτων.
Αναφορικά με τον (α) λόγο είναι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα κατάληξε το δικατήριο ότι είχε δικαιοδοσία για τους εξής λόγους, που παραθέτουμε αυτούσιους:
«(α) Δεν έλαβε υπ' όψη ότι είχε ενώπιον του εξάμηνα συμβόλαια εργασίας ορισμένου χρόνου τα οποία άρχιζαν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και έληγαν σε συγκεκριμένες και ότι εντός του διαστήματος αυτού οι αιτητές- εφεσίβλητοι στις 19-01-2001 εγκατέλειψαν την εργασία τους και θεώρησε εαυτό αρμόδιο να δικάσει την παρούσα υπόθεση κατά παράβαση, του Νόμου και της Νομολογίας.
(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα θεώρησε ότι η διάρκεια της εργοδότησης των Εφεσιβλήτων ήταν πέραν των 26 εβδομάδων και εσφαλμένα θεώρησε εαυτό ως αρμόδιο να εκδικάσει την κάθε υπόθεση (συνεκδικαζόμενες).
(γ) Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην απόφαση του ως προς την αρμοδιότητα του να εξετάσει συμβάσεις εργασίας τακτής περιόδου όπως ήταν οι υπό κρίση συμβάσεις, η κάθε μία από τις οποίες διεκόπη με την παραίτηση του κάθε εργοδοτουμένου - Εφεσίβλητων χωρίς να δώσουν οποιαδήποτε ειδοποίηση προς τούτου στον Εργοδότη τους (εφεσείοντες).
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Νόμου 24/67 το Δικαστηριο Εργατικών Διαφορών στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί μιας υπόθεσης από την στιγμή που η διάρκεια εργοδότησης του εργοδοτούμενου είναι μικρότερη των 26 εβδομάδων.
Στην παρούσα υπόθεση όλες οι συμβάσεις εργοδότησης που παρουσιάσθηκαν ως τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούσαν συμβάσεις εξάμηνες (κάτω των 26 εβδομάδων), αφού έτσι και αλλιώς μόνο τέτοιες συμβάσεις, εξαμηνιαίες, εγκρίνοντο από το Υπουργείο Εργασίας.»
Αναφορικά με την πιο πάνω προδικαστική ένσταση το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία (Παναγιώτου ν. Δ.Σ. Αρτοκουλουροποιείον Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1381, Ιnteramerican Insurance Co. Ltd. v. Μακρίδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1529 και Kapsou ν. Middle East Airlines Airliban (1988) 1 C.L.R. 152), κατάληξε ως ακολούθως:
«Είναι επομένως νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Δ.Ε.Δ. στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί μίας υπόθεσης από τη στιγμή που η διάρκεια εργοδότησης του εργοδοτούμενου είναι μικρότερη των 26 εβδομάδων (Άρθρο 3(1) του Νόμου) ή το απαιτούμενο ποσό αποζημίωσης λόγω τερματισμού της απασχόλησης υπερβαίνει μισθούς δύο ετών, οπόταν αρμόδιο καθίσταται το Επαρχιακό Δικαστήριο (άρθρο 30(2) του Νόμου). Σε καμία όμως περίπτωση το Δ.Ε.Δ. στερείται δικαιοδοσίας επί συμβάσεων τακτής προθεσμίας όταν η διάρκεια εργοδότησης του εργοδοτούμενου το επιτρέπει.
Από τους γενικούς λόγους των Αιτήσεων προκύπτει ότι οι Αιτητές, εκτός από αποζημιώσεις λόγω του τερματισμού της απασχόλησης τους, διεκδικούν επίσης την καταβολή δεδουλευμένων μισθών, 13ου μισθού και αμοιβή για δεδουλευμένες υπερωρίες οι οποίες με βάση το άρθρο 12(1)(ε) του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου (ανωτέρω) εμπίπτουν στην έννοια των αυτοτελών αξιώσεων. Ανεξάρτητα επομένως από την περίοδο απασχόλησης των Αιτητών ή τη διάρκεια της σύμβασης απασχόλησης το Δικαστήριο κέκτηται αποκλειστικής δικαιοδοσίας να επιληφθεί των αυτοτελών αξιώσεων που αυτοί διεκδικούν με τις Αιτήσεις τους. Είναι λοιπόν κατάληξη μας, με βάση τα πιο πάνω, ότι το Δ.Ε.Δ. δεν στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί των υπό κρίση συνεκδικαζομένων Αιτήσεων με επακόλουθο η προδικαστική ένσταση να στερείται νομοθετικού ή νομολογιακού ερείσματος και ως εκ τούτου απορρίπτεται.»
Εξετάσαμε τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Αναφορικά με το ερώτημα πότε έχει δικαιοδοσία το Επαρχιακό Δικαστήριο και πότε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (ΔΕΔ), τούτο διέπεται από το άρθρο 30 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67 ως έχει τροποποιηθεί) σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 12(ε) του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67 ως έχει τροποποιηθεί) όπως τα άρθρα αυτά έχουν ερμηνευθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων τις προαναφερθείσες υποθέσεις Interamerican Insurance Co. Ltd. ν. Άντρης Μακρίδου και Παναγιώτου ν. Δ.Σ. Αρτοκουλουροποιείον Λτδ.).
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία όταν το ύψος της αιτούμενης αποζημίωσης υπερβαίνει το ποσό που μπορεί να επιδικασθεί από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως προβλέπεται στον Πρώτο Πίνακα, δηλαδή τα ημερομίσθια δύο ετών.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι είχε δικαιοδοσία είναι ορθή. Τότε μόνο δεν θα είχε δικαιοδοσία αν η αξίωση του κάθε αιτητή (εφεσίβλητου) υπερέβαινε τα ημερομίσθια 2 ετών. Τέτοιος ισχυρισμός δεν είχε γίνει.
Αναφορικά τώρα με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, την κατ' ισχυρισμό παρανομία των συμβάσεων κάθε εφεσιβλήτου, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε το θέμα καταληξε ως ακολούθως:
«Θα διαφωνήσουμε επίσης και με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση που η Εργοδότρια Εταιρεία θέτει στους γενικούς λόγους της εμφάνισης της. Επί τούτου είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τη μαρτυρία του μέτοχου και διευθυντή της Εργοδότριας Εταιρείας κ. Κουντουρίδη ο οποίος αναγνώρισε ότι για την εργοδότηση των Αιτητών ακολούθησε όλες τις νόμιμες διαδικασίες που απαιτούνται για την εξασφάλιση άδειας εργοδότησης αλλοδαπού στην Κύπρο.
Εξάλλου οφείλουμε να πούμε ότι η είσοδος ενός αλλοδαπού εντός της Κυπριακής Επικράτειας δια σκοπούς εργοδότησης επιβάλλει την εκ των προτέρων εξασφάλιση αδείας εισόδου και παραμονής στην Κύπρο. Εάν πράγματι οι Αιτητές στερούνταν της συγκεκριμένης αδείας οπωσδήποτε θα στερούνταν και του ανάλογου δικαιώματος εισόδου. Από τα διάφορα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μας καταδεικνύεται ότι οι Αιτητές κατά τον χρόνο της Εργοδότησης τους διάθεταν όλες τις αναγκαίες άδειες που καθιστούσαν νόμιμη τη διαμονή και απασχόληση τους. Οι Εργοδότες οφείλουμε να πούμε ότι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία προφορική ή πραγματική που να υποστηρίζει το αντίθετο ή να αποδεικνύει τον ισχυρισμό τους. Στο Chitty on Contracts, 27 ed., vol. 1, par. 16-173, p. 884 αναφέρεται:
"Presumption of legality. The party alleging the illegality of the contract bears the legal burden of proving this fact."
Σε μετάφραση:-
«Τεκμήριο νομιμότητας: Ο διάδικος που ισχυρίζεται παρανομία της σύμβασης φέρει το νομικό βάρος απόδειξης του γεγονότος.»
Με την απόρριψη των προδικαστικών ενστάσεων θα προχωρήσουμε με την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.»
Λαμβάνοντας υπόψη και τη θέση των εφεσειόντων ότι οι συμβάσεις υπογράφονταν πριν την εξασφάλιση άδειας παραμονής αλλά εργασία αρχιζαν μετά την εξασφάλιση των σχετικών αδειών, καταλήγουμε ότι ισχυρισμός περί παράνομων συμβάσεων εργοδότησης, δεν ευσταθεί. Η υπόθεση Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968 που επικαλούνται οι εφεσείοντες, διαχωρίζεται από την παρούσα καθότι εκεί η παρανομία υπήρχε τόσο κατά τη σύναψη της συμφωνίας όσο και κατά την εκτέλεσή της.
Στρεφόμαστε στον (β) λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποδείξεις-δηλώσεις που υπέγραφαν οι εφεσίβλητοι ότι πληρώθηκαν τους μισθούς και υπερωρίες ήταν χωρίς αποδεικτική αξία και δέχθηκε αντί αυτών την προφορική μαρτυρία των εφεσιβλήτων, την οποία προτίμησε παρά την αντίθετη μαρτυρία των εφεσειόντων (Κουντουρίδη και Διονυσίου).
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφασή του, εξέτασε και αυτό το θέμα και κατάληξε ότι η περίπτωση ήταν τέτοια που μπορούσε να αποδεκτεί προφορική μαρτυρία παρά το γενικό κανόνα ότι τέτοια μαρτυρία συνήθως δεν γίνεται δεκτή για να αντικρούσει και/ή προσθέσει και/ή αφαιρέσει από το γραπτό κείμενο ενός εγγράφου. Βέβαια εδώ το γραπτό κείμενο ήταν απλώς μια δήλωση που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με απόδειξη παραλαβής χρημάτων και το δικαστήριο, με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες (Κωνσταντινίδης ν. Κάτζιη (1993) Α.Α.Δ. 492, 495 και Δερβένης ν. Πλοίου "Mamry II" (1997) 1 Α.Α.Δ. 911, 914) ορθά κατάληξε ότι είναι νομολογημένο ότι μια απόδειξη δεν συνιστά αμάχητη, αλλά μόνο εκ πρώτης όψης, απόδειξη πως τα χρήματα πληρώθηκαν και έτσι ήταν επιτρεπτό να ακούσει προφορική μαρτυρία κατά πόσο πράγματι τα ποσά που αφορούσαν οι δηλώσεις είχαν πληρωθεί στους αιτητές.
Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ενήργησε ενάντια οποιασδήποτε νομικής αρχής με το να ακούσει προφορική μαρτυρία αναφορικά με τις περιστάσεις που οι εφεσίβλητοι υπέγραφαν τις εν λόγω δηλώσεις και εφόσον δεν αμφισβητούνται (ούτε και μπορούσαν να αμφισβητηθούν) με τους λόγους έφεσης τα ευρήματα αξιοπιστίας, τότε καταλήγουμε ότι η απόφαση του δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι υπέγραφαν τις εν λόγω δηλώσεις χωρίς να αντιλαμβάνονται το περιεχόμενο τους, αλλά το έπρατταν διότι ο υπεύθυνος υπάλληλος των εφεσειόντων (Ευαγόρας Διονυσίου) τους έλεγε ότι έπρεπε να τις υπογράφουν για να πάρουν τα λεφτά από την τράπεζα, είναι επίσης ορθή. Έγιναν πιστευτοί οι αιτητές και ο εκ των αιτητών Khaled Ali Ahmed Issa (αιτητής στην υπόθεση αρ. 114/02) που γνωρίζει να μιλά ελληνικά (όχι όμως να γράφει ή να διαβάζει), ο οποίος διαβίβαζε και στους υπόλοιπους την απαίτηση των εφεσειόντων να υπογράφουν τη δήλωση για να πάρουν τα χρήματα από την τράπεζα. Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και έδωσε αρκετούς λόγους γιατί προτίμησε ως αληθή την μαρτυρία των εφεσιβλήτων και αναληθή αυτή των Κουντουρίδη και Διονυσίου. Μεταξύ άλλων λήφθηκε υπόψη και η μαρτυρία της Κυριακής Λαμπριανίδου η οποία ανάφερε ότι όταν εξήγησε στους αιτητές, στην παρουσία του κ. Κουντουρίδη τι έγραφαν οι δηλώσεις, αυτοί έγιναν έξω φρενών, αναφέροντας ότι ο Ευαγόρας τους ζητούσε να τις υπογράψουν για να κάμει το έμβασμα στην τράπεζα. Λήφθηκε επίσης υπόψη η όλη συμπεριφορά του κ. Κουντουρίδη που ενώ αρχικά δεν παρουσίασε τις κάρτες που κτυπούσαν οι εφεσίβλητοι στο εργοστάσιο, αργότερα παρουσίασε δέσμη από τέτοιες κάρτες οι οποίες όμως ήσαν ολοκαίνουργιες και οι εφεσίβλητοι αντέδρασαν αναφέροντας ότι οι πραγματικές ήταν παλιές, λερωμένες και σχισμένες στην άκρη τους. Έτσι κατάληξαν να μην λάβουν υπόψη τις κάρτες που παρουσίασαν οι εφεσείοντες.
Ο επόμενος λόγος έφεσης εστιάζεται στον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το δικαστήριο στήριξε την απόφαση του στη μαρτυρία της Κυριακής Λαμπριανίδου, αφού τα όσα ανάφερε αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία. Προβάλλεται και ισχυρισμός ότι η κατάληξη της μάρτυρος σε ότι αφορά το ύψος του ποσού των μισθών που δικαιούταν ο κάθε εφεσίβλητος, δεν είναι ορθή. Στην έκταση που ο ισχυρισμός αυτός περιορίζεται στο ότι εσφαλμένα στήριξε το πρωτόδικο δικαστήριο την απόφαση του σε εξ ακοής μαρτυρία, ο λόγος αυτός κρίνεται νομικός και έτσι μπορεί να αποτελεί αντικείμενο έφεσης. Στην έκταση όμως που αμφισβητείται η κατάληξη της μάρτυρος, με βάση την εκτίμηση γεγονότων, αυτό, σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε πιο πάνω, δεν εξετάζεται στα πλαίσια αυτής της έφεσης.
Προχωρούμε λοιπόν να εξετάσουμε τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το δικαστήριο βασίστηκε σε εξ' ακοής μαρτυρία της Λαμπριανίδου. Η εν λόγω μάρτυρας κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως έκτακτη υπάλληλος στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με καθήκοντα Εργατικού Λειτουργού προς εξέταση παραπόνων αλλοδαπών και εργοδοτών τους. Η μάρτυρας αυτή αναφέρθηκε ουσιαστικά στο παράπονο των εφεσιβλήτων που έκαναν εναντίον των εφεσειόντων στο Γραφείο Εργασίας και στον τρόπο υπολογισμού του ποσού που, κατά την κρίση της, δικαιούνταν οι εφεσίβλητοι. Ανάφερε η μάρτυρας ότι στις 18/1/02 την επισκέφθηκαν οι εφεσίβλητοι και υπέβαλαν παράπονο ότι οι εργοδότες τους (εφεσείοντες) δεν τους πλήρωναν μισθό σύμφωνα με τα συμβόλαια εργοδότησης τους, ούτε για υπερωριακή εργασία, ούτε 13ο μισθό για το 2001 και ότι παρέλειψαν να τους πληρώσουν από τις 7/12/01 κατακρατώντας επίσης και τα διαβατήρια τους. Κάλεσε τον κ. Κουντουρίδη, συζήτησαν το θέμα, αλλά δεν κατάληξαν σε θετικό αποτέλεσμα αφού ο τελευταίος, βασιζόμενος στις δηλώσεις-αποδείξεις, επέμενε ότι δεν όφειλαν οποιοδήποτε ποσό οι εφεσείοντες στους εφεσίβλητους. Έτσι οι τελευταίοι υπέβαλαν και γραπτό παράπονο, το τεκμ. 45(1)(1). Αφού διερεύνησε την υπόθεση η κα Λαμπριανίδου κατάληξε σε σχετική έκθεση το τεκμ. 45(1)(2) ημερ. 31/1/02 που υπέβαλε στον Λειτουργό Μετανάστευσης κ. Θεοδώρου και κοινοποίησε το αποτέλεσμα και στον κ. Κουντουρίδη. Για σκοπούς ετοιμασίας της έκθεσής της ζήτησε και εξέτασε τα τραπεζικά βιβλιαράκια των αιτητών, εφόσον τόσο σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, όσο σύμφωνα και με όρο του συμβολαίου τους, ο εργοδότης (εφεσείοντες) όφειλε στο τέλος κάθε μήνα να καταθέτει το μισθό τους στην τράπεζα. Εξήγησε η μάρτυρας ότι ο λόγος που κατατίθενται τα χρήματα σε τραπεζικο λογαριασμό είναι για να διασφαλιστεί ότι πράγματι πληρώνονται οι αλλοδαποί και τούτο είναι συνήθης όρος για επαγγέλματα που έχουν να κάμουν με αλλοδαπούς. Η εν λόγω μάρτυρας είχε ενώπιον της τα συμβόλαια εργοδότησης των εφεσιβλήτων τα οποία πρόβλεπαν συγκεκριμένες απολαβές για τον καθένα. Όπως εξήγησε, από τα ποσά που οφείλονταν στον κάθε εφεσίβλητο σύμφωνα με το συμβόλαιο αφαιρούσε το ποσό που κατατίθετο στο τραπεζικό βιβλιάριο. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε (σελ. 35 της απόφασης) σε εύρημα ότι με βάση το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, τα μόνα χρήματα που εισέπραξαν οι εφεσίβλητοι ήταν εκείνα που οι εφεσείοντες κατέθεταν στα βιβλιάρια τους. Περιορίστηκε δε το δικαστήριο στην επιδίκαση αυτών των ποσών (δηλαδή μισθών) και απέρριψε την αξίωση για υπερωριακή εργασία.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τον περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμο του 1967 (Ν. 8/67 όπως έχει τροποποιηθεί) άρθρο 12 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν δεσμεύεται από τους κανόνες περί απόδειξης, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να βασισθεί στη μαρτυρία της Λαμπριανίδου, η οποία εν πάση περιπτώσει στηρίχθηκε σε στοιχεία που το περιεχόμενό τους δεν ήταν υπό αμφισβήτηση, όπως για παράδειγμα τα συμβόλαια εργοδότησης και τα τραπεζικά βιβλιάρια. Συνδυαζόμενα τα γεγονότα αυτά με το γεγονός ότι το δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους εφεσίβλητους ότι δεν είχαν πληρωθεί τους μισθούς τους για την υπό εξέταση περίοδο και την απόρριψη της περί του αντιθέτου μαρτυρίας των εφεσειόντων, καταλήγουμε ότι το δικαστήριο μπορούσε νομικά να βασισθεί στη μαρτυρία της Λαμπριανίδου. Έτσι απορρίπεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.
Αναφορικά με την ορθότητα της κατάληξης της μάρτυρος για τα ποσά που οφείλονταν από τους εφεσείοντες στον καθένα από τους εφεσίβλητους, ήδη αναφέραμε ότι αυτό δεν εξετάζεται στα πλαίσια αυτής της έφεσης διότι αφορά ευρήματα επί των γεγονότων. Σχετικά με το θέμα είναι τα όσα αποφασίστηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Spinneys Cyprus Ltd., σελ. 1841 όπου διαβάζουμε τα εξής:
«Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου 1 (Χριστάκη Χρίστου) υπέβαλε ότι τα πιο πάνω επιχειρήματα της εφεσείουσας δεν έχουν ως αντικείμενο την αναθεώρηση της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί νομικού ζητήματος.
Έρεισμα της εισήγησης του ήταν το άρθρο 12(11Α) του περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67), όπως αναμορφώθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 110(1)/99, το οποίο περιορίζει το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε νομικά σημεία μόνον.
Με αναφορά στην Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ. ν. Γεωργίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 980 και στην Τουμάζου κ.α. ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (2003) 1 Α.Α.Δ. 1078 στην οποία λέχθηκε ότι «είναι πάγια καθιερωμένο από τη νομολογία αλλά και τον οικείο νόμο ότι δεν είναι επιτρεπτή έφεση για ανατροπή των γεγονότων και των επ' αυτών ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου», η ευπαίδευτη συνήγορος υπέβαλε ότι ο πρώτος λόγος της έφεσης στρέφεται ευθέως κατά των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και των γεγονότων που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου στην υπόθεση 300/2001. Ως εκ τούτου - κατέληξε - δεν θα πρέπει να εξετασθεί από το Δικαστήριο.
Η πιο πάνω εισήγηση ευσταθεί. Βρίσκει έρεισμα στην Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη αφού παρατέθηκε η έννοια του όρου «νομικό σημείο» όπως είχε επεξηγηθεί στην In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, 519 λέχθηκαν τα εξής:
«Ο λόγος έφεσης 2 στρέφεται ευθέως κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου που αφορούν τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Αιτητής δεν αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του και στήριξε την απόφαση του σε εσφαλμένη ερμηνεία των πραγματικών γεγονότων και/ή της ενώπιον του μαρτυρίας.
Η αιιτολογία, η οποία παρέχεται προς υποστήριξη του λόγου αυτού, απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό της εργοδότησης του εφεσίβλητου συνθήκες αφενός, και την εξουσία του διευθυντή του εργοστασίου να προβεί στον τερματισμό της υπηρεσίας του αφετέρου, γεγονός για το οποίο το Δικαστήριο προέβη σε θετικό εύρημα, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία.»
Με βάση τα πιο πάνω το δικαστήριο τούτο δε θα υπεισέλθει και εξετάσει την ορθότητα των υπολογισμών της μάρτυρος Λαμπριανίδου.
Στρεφόμαστε τέλος στον 4ο λόγο έφεσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ανάφερε τα εξής: «Παρά το γεγονός ότι μπορεί να φαίνεται ως τυπικός ο τέταρτος λόγος έφεσης εντούτοις έχει άμεσα σχέση με τα εχέγγυα ορθής απονομής της δικαιοσύνης». Συνεχίζει και ισχυρίζεται ότι η έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης 15 περίπου μήνες μετά την επιφύλαξή της, εμπεριέχει τον κίνδυνο ακροασφαλών συμπερασμάτων λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος και/ή μη ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Το θέμα έκδοσης μιας επιφυλαχθείσας απόφασης διέπεται από τον Καν. 3(α) του Διαδικαστικού Κανονισμού για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων του 1986 (όπως τροποποιήθηκε το 2002) που διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«3(α) Κάθε απόφαση εκδίδεται το συντομότερο δυνατό μετά το πέρας της διαδικασίας και δεν επιφυλάσσεται για διάστημα πέραν των 6 μηνών»
Στην υπόθεση Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, σελ. 520 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το χρονικό διάστημα των 6 μηνών που θέτει ο Διαδικαστικός Κανονισμός, είναι ενδεικτικό του ακραίου χρονικού ορίου που εξ αντικειμένου μπορεί να γίνει παραδεκτό για την έκδοση επιφυλαχθείσας απόφασης του δικαστηρίου, οποιουδήποτε Δικαστηρίου.»
Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε απαίτηση για αποζημιώσεις για τραύματα που προκλήθηκαν από τροχαίο δυστύχημα. Η απόφαση εκδόθηκε μετά από 5 χρόνια, 3 μήνες και 9 μέρες από την επιφύλαξη της, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση στην απόφαση για την εν λόγω καθυστέρηση. Το Εφετείο, αφού περιέγραψε την υπόθεση ως πολύ απλή, κατάληξε ότι η πιο πάνω ενέργεια των πρωτόδικου δικαστή παραβίαζε το άρρθο 30.2 του Συντάγματος ώστε η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου κηρύχθηκε άκυρη και παραμερίσθηκε.
Στην υπόθεση Πουγιούκα κα ν. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014 όπου η διαφορά αφορούσε υπόλοιπο από εκτελεσθείσα εργασία, η απόφαση εκδόθηκε 9 μήνες μετά την επιφύλαξή της και αυτός ήταν ένας από τους λόγους έφεσης. Το Εφετείο, παρόλο που επανάλαβε ότι η υποχρέωση των Δικαστηρίων είναι να εκδίδουν μια επιφυλαχθείσα απόφαση το συντομότερο δυνατό, εν τούτοις ανάφερε ότι το θέμα αυτό του εύλογου χρόνου πρέπει να εξετάζεται και υπό το φως παραγόντων που σχετίζονται με τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τη φύση, το χαρακτήρα και το περίπλοκο των θεμάτων που εγείρονται προς επίλυση, καθώς και με τη διαγωγή των διαδίκων. Παράπεμψε και στην in Re Ellinas (1989) 1 C.L.R. 508, 527.
Στη δική μας περίπτωση υπήρχαν 19 συνεκδικασθείσες υποθέσεις, οι οποίες παρουσίαζαν παρόμοιας φύσης απαίτηση, αλλά η κάθε μια είχε τη δική της διαφορετικότητα ως προς το ύψος του ποσού. Παρόλο που είμαστε της άποψης ότι η απόφαση θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μέσα στο χρονικό διάστημα των 6 μηνών που προβλέπει και ο σχετικός Διαδικαστικός Κανονισμός ενόψει μάλιστα και ειδικής πρόνοιας στο σχετικό νόμο (άρθρο 12(11) του Ν. 8/67 ως έχει τροποποιηθεί) ότι «το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών χωρεί μετά πάσης λογικής ταχύτητος εις την επίλυσιν της διαφοράς συνοπτικώς, χωρίς να δεσμεύηται υφ' οιωνδήποτε κανόνων περί αποδείξεως και εκδίδει ητιολογημένην απόφασιν», εντούτοις κρίνουμε ότι η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης στην παρούσα περίπτωση δεν έχει επηρεάσει την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου. Άλλωστε οι εφεσείοντες μπορούσαν και οι ίδιοι να κάνουν χρήση των προνοιών των προαναφερθέντων Κανονισμών του 1986-2002 για έκδοση οδηγιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έγκαιρη έκδοση της απόφασης, πράγμα που δεν έπραξαν. Βέβαια η παράλειψη αυτή των εφεσειόντων δε θα ήταν εμπόδιο για το δικαστήριο τούτο, να αποφασίσει ότι η πρωτόδικη απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί, αν βέβαια πειθόταν ότι η παράβαση της πρόνοιας για έκδοση απόφασης σε εύλογο χρόνο ήταν τέτοια που επηρέασε την τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς