ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 780
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
PANEUROPEAN INSURANCE CO. LTD,
Εφεσείοντες-ενάγοντες,
και
ΘΕΜΗΣ ΜΗΛΙΔΩΝΗΣ,
Εφεσίβλητoς-εναγόμενος.
― ― ― ―
Γ. Παπαθεοδώρου για εφεσείοντες
Α. Ιωαννίδης και Α. Κορομίας για εφεσίβλητο
Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες με την αγωγή τους αξιούσαν ποσό ΛΚ2.201,91, το οποίο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, τους όφειλε ο εφεσίβλητος ως υπόλοιπο λογαριασμού, ως αποτέλεσμα συνεργασίας των διαδίκων μέχρι το 1997.
Ήταν η εκδοχή των εφεσειόντων ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχαν γραπτές και προφορικές συμφωνίες, με βάση τις οποίες διεξαγόταν συνεργασία τους σε διάφορους ασφαλιστικούς κλάδους και κατά τη διάρκεια αυτής της συνεργασίας οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι διατηρούσαν λογαριασμό στο όνομα του εφεσίβλητου-εναγόμενου, στον οποίο χρέωναν διάφορα ποσά που κατά ισχυρισμό εισέπραττε ο τελευταίος από πελάτες ή από τους εφεσείοντες και ότι μετά την διακοπή της συνεργασίας ο ρηθείς λογαριασμός έδειχνε το υπόλοιπο που αξίωναν.
Ο εφεσίβλητος παραδέχεται ότι είχε συνεργασία με τους εφεσείοντες μέχρι το 1997 και ότι οι εφεσείοντες του κατέβαλλαν προμήθεια σύμφωνα με τις κλίμακες προμηθειών που ίσχυαν κατά καιρούς, αλλά αρνείται ότι όφειλε οποιοδήποτε ποσό στους εφεσείοντες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την υπόθεση, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν απεδείχθη η απαίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων και την απέρριψε.
Τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄έφεση (1ος λόγος έφεσης), ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε στο Δικαστήριο ότι η Έκθεση Υπεράσπισης του εφεσίβλητου βρισκόταν σε αντίθεση με τη Δ.19, θθ.11, 15 και 16 και ως εκ τούτου έπρεπε να θεωρηθούν ότι ήσαν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί στην Έκθεση Απαίτησης και να εκδοθεί απόφαση υπέρ τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε με λεπτομέρεια τις πιο πάνω θέσεις, συμπέρανε ότι η νομική θέση που πρόβαλαν οι εφεσείοντες-ενάγοντες δεν έβρισκε έρεισμα.
Ήταν η θέση των εφεσειόντων ότι δεν υπήρχε ρητή η εξυπακουόμενη άρνηση των ισχυρισμών της Έκθεσης Απαίτησης από τον εφεσίβλητο και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί της Έκθεσης Απαίτησης θα έπρεπε να θεωρηθούν ως παραδεκτοί. Επί του προκειμένου, επικαλέστηκε ο συνήγορος και την απόφαση Θεμιστοκλής Νικολάου και Αδελφός κ.α. ν. Seadoll Marine Co Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 638.
Εάν ένας αναγνώσει την Έκθεση Υπεράσπισης, διαπιστώνει ότι η εισήγηση των εφεσειόντων είναι αβάσιμη. Ο εναγόμενος αναφέρεται στην Έκθεση Υπεράσπισης σε κάθε μία από τις παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης και ρητά τοποθετείται σε σχέση με την αποδοχή ή όχι των ισχυρισμών που περιέχονται σε αυτές. Το γεγονός ότι δεν δίδει περισσότερες λεπτομέρειες δεν διαφοροποιεί την άρνηση, που στην ουσία είναι ρητή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει σχετικά και επί του προκειμένου στο Supreme Court Practice του 1967, Τόμος 1, στη σελ. 623, όπου σε σχέση με την Αγγλική Δ.18 (πρώην Δ.19, που είναι η αντίστοιχη με την κυπριακή Δ.19) και παραθέτει σε ελεύθερη μετάφραση σχετικό σχόλιο, που είναι το ακόλουθο:
«Μία γενική άρνηση, ή μια γενική δήλωση μη αποδοχής ισχυρισμών για γεγονότα δεν αποτελεί ικανοποιητική άρνηση τους. Όμως δεν φαίνεται να είναι αναγκαίο για τον συντάκτη του δικογράφου να επαναλάβει στο δικόγραφο του κάθε ισχυρισμό γεγονότος τον οποίο προτίθεται να αρνηθεί ή να μην παραδεχθεί. Παρά την ύπαρξη κάποιων παλιών αποφάσεων που εισηγούνται το αντίθετο . . ., από το 1893 έχει καθιερωθεί η πρακτική ο εναγόμενος να λέγει στην υπεράσπιση του ότι «αρνείται τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην παράγραφο 2 της έκθεσης απαίτησης» ή ότι «αρνείται τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην παράγραφο 2 της έκθεσης απαίτησης, εκτός [κάποιο συγκεκριμένο ισχυρισμό] τον οποίο παραδέχεται.»»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε απόρριψη του επιχειρήματος αυτού, κάτι που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Περαιτέρω, με την έφεση τους οι εφεσείοντες αμφισβητούν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία και την εκτίμηση αυτής της μαρτυρίας, που συνίστατο στην προφορική κατάθεση υπαλλήλου του λογιστηρίου της εφεσείουσας αφενός και του εναγόμενου αφετέρου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι η αξίωση δεν βασίζεται σε παραδεδεγμένο λογαριασμό (account stated) αλλά σε καταχωρήσεις στις οποίες προέβαιναν οι ενάγοντες με βάση τη συνεργασία και τις εισπράξεις που γίνονταν, παρατήρησε ότι θα έπρεπε να αποδειχθούν θετικά οι όροι της συμφωνίας, με βάση τις οποίες διεξαγόταν η συνεργασία, καθώς και όλα τα σχετικά κονδύλια, με βάση τα οποία ετηρείτο ο λογαριασμός για να αποδειχθεί η υπόθεση ενώπιόν του.
Το Δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω, όσον αφορά την απόδειξη ή μη της υπόθεσης:
«Το βάρος απόδειξης της αξίωσης έχει η ενάγουσα. Βασίζεται σε μια σύμβαση για τους όρους της οποίας δεν έχει προσαχθεί μαρτυρία. Το μόνο που έχει να προσφέρει η ενάγουσα βρίσκεται στο πεδίο της εικασίας. Η υπάλληλος του λογιστηρίου η οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο - και η οποία δέχομαι ότι κατέθεσε με κάθε ειλικρίνεια - παραδέχθηκε ότι δεν γνωρίζει τους όρους της σύμβασης την οποία επικαλείται. Υποθέτει ότι είναι αυτοί που εξέθεσε επειδή δεν είχε διαφορετική πληροφόρηση. Όμως το τι η μάρτυρας συμπεραίνει ή υποθέτει για τα πρωτογενή γεγονότα της υπόθεσης δεν μπορεί να στηρίξει την αξίωση. Το ερώτημα είναι όχι σε ποιο συμπέρασμα καταλήγει η μάρτυρας αλλά σε ποιο συμπέρασμα μπορεί να καταλήξει το Δικαστήριο βασιζόμενο στη μαρτυρία.
Η τήρηση ενός λογαριασμού με συγκεκριμένο τρόπο και το γεγονός ότι η κα Στυλιανού δεν έχει υπόψη της να είχε συμφωνήθηκε κάτι διαφορετικό δεν μπορεί να οδηγήσει με την αναγκαία βεβαιότητα, δηλαδή με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, σε εύρημα ότι πράγματι οι εγγραφές που έγιναν στο Τεκμήριο 1 αντικατοπτρίζουν την σύμβαση μεταξύ των διαδίκων ή έγιναν σύμφωνα με αυτή. Τη στιγμή μάλιστα που όπως προκύπτει από τη μαρτυρία της Στυλιανού υπήρχαν στην εταιρεία διάφοροι τρόποι συνεργασίας, όπως για παράδειγμα η χρέωση του πελάτη κατ΄ευθείαν.»
Παρατηρούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματά του χωρίς να εκτιμήσει, ούτε την σημασία και βαρύτητα του τεκμηρίου 1, δηλαδή της κατάστασης λογαριασμού του εφεσίβλητου, αλλά ούτε και να αξιολογήσει τη μαρτυρία που έδωσε ο εφεσίβλητος και να εξετάσει κατά πόσο με τη μαρτυρία του αμφισβήτησε τους όρους συνεργασίας ή την ορθότητα του τρόπου χρέωσης του λογαριασμού του.
Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τόσο την βαρύτητα του τεκμηρίου 1, αλλά και να αναλύσει και να αξιολογήσει τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, σε αντιπαράθεση με εκείνη των εφεσειόντων, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η έφεση πρέπει να επιτύχει αναφορικά με αυτό το θέμα και να απορριφθεί όσον αφορά το νομικό ζήτημα επί του οποίου ήδη έχουμε αποφανθεί.
Η έφεση αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης απορρίπτεται και επιτυγχάνει επί του δευτέρου και τρίτου λόγου έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή σε σχέση με τους λόγους έφεσης 2 και 3. Επιδικάζονται έξοδα €1.500 (συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α) στην έφεση υπέρ των εφεσειόντων. Τα έξοδα πρωτοδίκως θα είναι έξοδα δίκης.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.